ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ: “ΟΤΑΝ ΦΤΑΝΟΥΜΕ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΗΛΙΚΙΑ, ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΠΡΙΝ”
Ο θρυλικός σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς ανοίγεται στο Magazine για ζητήματα ζωής και θανάτου με αφορμή τη νέα του ταινία, Τελευταία Πνοή, που παίζεται τώρα στις αίθουσες.
Ο Κώστας Γαβράς μοιάζει πολύ χαρούμενος.
Όταν τον συναντάμε, τη μέρα της ελληνικής πρεμιέρας της Τελευταίας Πνοής (που προβλήθηκε στο πλαίσιο του 13ου φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου της Αθήνας, τον περασμένο Δεκέμβριο) ξεκινάει με ενθουσιασμό να μας μιλάει για το προηγούμενο βράδυ που είδε τον Γιώργο Νταλάρα.
Αγαπάει πολύ την ελληνική μουσική και γρήγορα φτάνουμε να μιλάμε για διάφορες περιόδους της. Μας μιλά για ένα βιβλίο που βγήκε στα γαλλικά για τον Βαμβακάρη, για το πώς ξεκίνησε το μπουζούκι, για το πώς τα τραγούδια του επεκτάθηκαν σε ζητήματα κοινωνικά. Μιλάει για τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι.
«Υπάρχει μια περίοδος καταπληκτική ύστερα από τον πόλεμο, 30-40 χρόνια μετά», λέει. «Γράψανε τόσο ωραία τραγούδια που είχανε μια έννοια βαθιά και πολύ ποιητική. Όχι δηλαδή μόνο πολιτικοκοινωνική, μα και ποιητική», τονίζει ο θρυλικός σκηνοθέτης. Όπως θα φανεί σύντομα κι από την κουβέντα μας, αυτή η συνύπαρξη τεχνικών αρετών και κοινωνικής συναίσθησης είναι το κλειδί της κοσμοθεωρίας του του σινεμά του.
Όπως μας έλεγε και χρόνια πριν, όταν είχαμε μιλήσει εκτενέστερα για όλη του την καριέρα, δεν θεωρεί τον εαυτό του πολιτικό σκηνοθέτη. Το σινεμά, λέει ο Γαβράς, πρέπει να μας διασκεδάζει. Την πολιτική, εξάλλου, την εντοπίζει στα πάντα. «Πολιτική είναι το πώς περνάς τον δρόμο», μας λέει χαρακτηριστικά στη διάρκεια της συνομιλίας μας. Και όσο πολιτική ταινία είναι το Ζ, άλλο τόσο είναι κι η Τελευταία Πνοή.
Μια ταινία δηλαδή όχι απλά για να τη ζωή, αλλά για κάτι ακόμα πιο δυσπρόσιτο και άγνωστο: Για τον θάνατο.
Η ταινία του βασίζεται στο βιβλίο Le Dernier Souffle των Ρεζί Ντεμπρέ και Κλοντ Γκρανζ, όπου προσεγγίζονται φιλοσοφικά διάφορες περιπτώσεις ασθενών κοντά στον θάνατο. Όχι ως εμψυχωτικές διηγήσεις ανθρώπων που καταπολέμησαν τα πάντα και αψήφησαν τις πιθανότητες, αλλά ως κάτι πολύ πιο προσγειωμένο και, μάλλον, αληθινό: Ως κάποιο είδος αποδοχής, ως ένα στοχασμό πάνω στο «τέλειο τέλος». Κι αν κάτι τέτοιο υπάρχει, κι αν αξίζει να αναζητήσει κανείς.
Βαριά θέματα, ευαίσθητα, δύσκολα. Και σίγουρα μακριά από τη σκέψη μας, ως όντα που τρέμουμε την αναπόφευκτη στιγμή της μη-ύπαρξής μας. Σκέψεις όμως που ο εμβληματικός Κώστας Γαβράς, που πριν μια βδομάδα μάλιστα γιόρτασε τα 92α γενέθλια του, παραδέχεται πως πλέον τον απασχολούν όλο και πιο έντονα. Τόσο, που θέλησε να κάνει μια τόσο δύσκολη ταινία.
Και που, προς μεγάλη μας τιμή, είχε τη διάθεση να συζητήσει μαζί μας, στο περιθώριο της φεστιβαλικής προβολής του φιλμ του.
Γρήγορα λοιπόν, η κουβέντα μεταφέρεται από το μεταπολεμικό έργο των ελλήνων μουσικών, που «ήταν μια αντίδραση στις δυσκολίες της εποχής», όπως μας λέει, στην τέχνη του σινεμά και την σημερινή εποχή κρίσης.
Έχω μεγάλη περιέργεια να δω στη σημερινή εποχή τι είδους αντίδραση θα προκύψει μέσα από την τέχνη. Γιατί κοινωνικά βιώνουμε έναν αργό θάνατο, σα να μας σφάζουν με γραφειοκρατία.
Φοβάμαι πως έχετε δίκιο. Εμείς, οι συνάδελφοί μου και οι φίλοι μου της ηλικίας μου, είχαμε την εποχή του Ψυχρού πολέμου. Είχε δύο μεγάλα μπλοκ, το δυτικό και το ανατολικό και η κοινωνία είχε κάποια ισορροπία, νομίζω. Φοβάμαι πως έχει χάσει την ισορροπία της τώρα και καθένας, κάθε κράτος, πάει από όποια μεριά θέλει. Η Ευρώπη δεν τα κατάφερε να ενωθεί.
Δεν ξέρω, συμβαίνει μια μεγάλη αλλαγή. Και αντανακλάται στην τέχνη, στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο. Επίσης ο κινηματογράφος έχει αλλάξει πιο πολύ από όλα, ούτως ή άλλως.
Το παρατηρείτε αυτό; Σύγχρονο κινηματογράφο βλέπετε;
Ναι, ναι, φυσικά. Αυτομάτως τον παρακολουθώ γιατί με ενδιαφέρει. Έχει αλλάξει πολύ, έχει αλλάξει κατ’αρχήν ο τρόπος που βλέπουμε το φιλμ. Η αίθουσα παραμερίζεται, πλέον περισσότερο βλέπουμε στο σπίτι με φίλους, στην τηλεόραση, στο τηλέφωνο. Πλέον κι η παραγωγή έχει αλλάξει πολύ. Η παραγωγή η αμερικανική είναι βασικά σίριαλ τώρα. Οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στον κινηματογράφο, που κατά τη γνώμη μου είναι απαραίτητο. Γιατί εκεί είμαστε όλοι μαζί που βλέπουμε.
Κι αυτό δεν είναι καινούργιο. Έρχεται από τους αρχαίους Έλληνες. Είχανε τα θέατρα, γιατί το θέαμα το βλέπαμε μαζί. Το θέαμα μιλούσε για τα προβλήματα της ζωής, έμμεσα ή άμεσα. Κι αυτά είναι σημαντικό να τα γνωρίζουμε όλοι μαζί – και να αντιδρούμε όλοι μαζί. Αυτός ο κινηματογράφος χάνεται.
Γιατί επίσης χάνεται η επιλογή να δει κανείς ένα φιλμ. Διαλέγω να δω απόψε αυτό το φιλμ στον κινηματογράφο, το διαλέγω, πηγαίνω, πληρώνω και το βλέπω με άλλους. Τώρα χάνεται αυτό τελείως. Βλέπουμε κάτι στο σπίτι με φίλους, όταν τρώμε, ή όταν πίνουμε.
Χαζεύουμε λίγο κάτι και μετά βάζουμε να δούμε κάτι άλλο.
Ακριβώς. Κι οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής οι αμερικάνικες, που είχαν η καθεμιά μια πολιτική, μια φιλοσοφία του κινηματογράφου, φύγανε τώρα τελείως. Είχαν στη διεύθυνση τους, ανθρώπους που είχαν μια ιδέα και την ακολουθούσαν. Μιούζικαλ; Καουμπόικα; Πάντως συνέχιζαν ένα τύπο κινηματογράφου. Σήμερα τέλος αυτό. Εκείνοι που διοικούν τα στούντιο σήμερα είναι οι τραπεζίτες. Τι δουλεύει στα ταμεία; Αυτό; Το φτιάχνουμε εκείνη τη στιγμή. Είναι αλλαγές πολύ βασικές κατά τη γνώμη μου, και δεν ξέρω πού πάμε.
Δε νομίζω πως θα χαθεί η παραγωγή του κινηματογράφου. Θα παράγουμε πάντα φιλμ γιατί η κοινωνία θα έχει πάντα ανάγκη από θέαμα. Αλλά πώς θα γίνει αυτή η παραγωγή; Ποιος θα την διευθύνει; Οι μεγάλες εταιρείες είναι έτοιμες να χαλάσουν 100 και 200 εκατομμύρια μόνο για να κάνουν αυτά τα τεράστια φιλμ. Και νομίζω αν το κράτος δεν επέμβει για να βοηθήσει τον εθνικό κινηματογράφο όπως το κάνουν οι Γάλλοι, αυτό θα χαθεί σιγά σιγά.
Ναι, στην Αμερική δεν υπάρχει καθόλου αυτό όπως τουλάχιστον υπάρχει ακόμα στην Ευρώπη, στην Γαλλία. Παρά αυτές τις δομές λοιπόν, ήθελα να ρωτήσω, αντιμετωπίσατε δυσκολία στο να κάνετε αυτό το φιλμ;
Σε αυτό το φιλμ; Μεγάλες δυσκολίες! Γιατί αρχίζοντας από τους φίλους που τους έλεγα τι κάνω, άλλαζε το βλέμμα τους αμέσως!
Λόγω του θέματος;
Ποιος θα πάει να το δει; Πώς γίνεται; Πώς είναι δυνατόν; Και φυσικά οι παραγωγοί, οι διανομείς, κλπ. Αλλά έτσι είναι, πάντα έχει δυσκολίες ένα θέμα πιο απαιτητικό. Είναι δύσκολο να βρεθούν τα λεφτά για να γίνει. Γι’αυτό είναι σημαντική η κρατική βοήθεια σε κάτι που έχει μια ποιότητα, που φαίνεται ότι είναι κάτι διαφορετικό. Έρχονται έτσι επιπλέον λεφτά για να γίνει το φιλμ. Σε άλλα κράτη δεν υπάρχει αυτό, κι έτσι ο κινηματογράφος χάνεται σιγά σιγά.
Επίσης ένα άλλο φαινόμενο είναι ότι το ίδιο το κοινό αλλάζει. Το κοινό δεν θέλει πια να δει αυτά τα καουμπόικα, να δει το καλό παιδί που κερδίζει πάντοτε τον πόλεμο. Ναι, φυσικά το θέλουμε πάντα αυτό. Είναι διασκέδαση. Αλλά ακόμα κι εκεί, όταν βλέπουμε ένα φιλμ, θέλουμε πια να δούμε κάτι άλλο, που είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Τώρα… σε ποιου την αλήθεια; Πάντως κοντά σε μια αλήθεια.
Αυτό συνδέεται με αυτό που λέγατε πριν, ότι είναι η σημερινή συνθήκη περίπλοκη και γκρίζα. Αν δούμε κάτι το οποίο δεν αντικατοπτρίζει μια τέτοια κατάσταση, κάπως δεν το πιστεύουμε ακριβώς.
Είπατε τον λόγο. Θέλουμε να πιστεύουμε σε εκείνο που βλέπουμε. Το κοινό δεν θέλει πια διασκέδαση που να είναι σα να πηγαίνει σε ζαχαροπλαστείο και είναι όλα γλυκά, με πολύ αφρό.
Στη διάρκεια της καριέρας σας κάνατε ποτέ ταινίες με γνώμονα, έστω σε κάποιο βαθμό, το ποιες είναι οι ορέξεις του κοινού, το τι θέλει ο κόσμος να δει;
Αυτό το αποφεύγουμε. Γιατί ποιο είναι το κοινό; Είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εκατομμύρια μερικές φορές, που πάνε να δουν τα φιλμ. Πώς το ξέρουμε τι θέλουν; Δεν μπορούμε να πούμε. Φυσικά οι χρηματοδότες σκέφτονται συχνά έτσι. Γιατί πήγε καλά αυτό, είχε μέσα αυτό το στοιχείο, άρα ας το επαναλάβουμε. Αλλά δε νομίζω πως δουλεύει πάντα αυτό. Μερικές φορές, σίγουρα.
Αλλά πάντως με σκηνοθέτες, όπως τους ξέρω, κι όσο με αφορά προσωπικά, δεν σκεφτόμαστε ποτέ το κοινό. Είναι αδύνατον καταρχήν. Και κατά κάποιο τρόπο είναι και γελοίο! Γιατί τελικά τότε το φιλμ θα είναι κάποιου άλλου. Όχι, τα φιλμ πρέπει να είναι τελείως προσωπικά. Γιατί το πρώτο τους κοινό είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Μου αρέσει να βλέπω φιλμ σαν αυτά που κάνω.
Είναι αλήθεια, και για να έρθω και στην Τελευταία Πνοή, το βρίσκω και πολύ θαρραλέο μ’έναν τρόπο. Το να θελήσει κάποιος να κάνει μια ταινία σαν αυτή που, όπως είπατε, κάθε παραγωγός θα αναρωτήθηκε «ποιος θα πάει;»
Ακριβώς.
Αλλά είναι πολύ έντιμο να πείτε ότι εγώ αυτό θέλω να βγάλω από μέσα μου.
Φυσικά, πολλοί σκέφτονται έτσι. Προσωπικά νομίζω πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνω φιλμ. Όταν βλέπει κανείς την ιστορία του κινηματογράφου, τα φιλμ εκείνα που έχουν κάνει εντύπωση και που ενδιαφέρουν το κοινό, συχνά είναι κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο και που αφορά το κοινό.
Και σήμερα, το επαναλαμβάνω, εκείνο που τους αφορά είναι να έχει κάποια αλήθεια. Όχι μια αλήθεια φτιαγμένη, οργανωμένη, ωραία, με ένα καλό τέλος. Το καλό τέλος είναι πια το παλιό, το χάπι εντ. Το κοινό σχεδόν το απαιτούσε. Δε νομίζω ότι το απαιτεί πια. Προτιμάει ένα τέλος πιο αληθινό παρά το απολύτως καλό.
Πριν από μερικά χρόνια είχαμε μιλήσει τηλεφωνικά, τότε που βραβευτήκατε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο. Είχα ρωτήσει τότε αν σκέφτεστε να κάνετε άλλη ταινία και γελώντας μου είχατε απαντήσει «no, προτιμώ να μη μιλήσω γιατί δεν ξέρω αν θα τα βγάλω πέρα». Όταν έμαθα ότι κάνετε νέα ταινία, αρχικά χάρηκα πάρα πολύ και δεύτερον ήθελα να ρωτήσω τι ήταν αυτό που άλλαξε, τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη;
Καταρχήν η όρεξη να κάνουμε μια άλλη ταινία. Αυτό είναι κάτι που δεν φεύγει, δεν χάνεται ποτέ. Το άλλο θέμα είναι πάντα το να βρω να πω κάτι που με ενδιαφέρει προσωπικά τελείως. Κι αυτό το θέμα με ενδιέφερε πολύ προσωπικά. Γιατί; Γιατί φτάνω σε μια ηλικία που η σειρά μου έρχεται σιγά σιγά.
Είδα γύρω μου όλους τους συνεργάτες που είχα, ηθοποιούς και τεχνικούς σε φιλμ μέσα στα χρόνια, που έχουν φύγει. Ναι λοιπόν, η σειρά μου έρχεται, πλησιάζει και θέλω να ξέρω πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα ειρηνικά, με γαλήνη και με αξιοπρέπεια.
Ή αντιθέτως, όπως γίνεται μερικές φορές, παλεύουν κάποιοι με όλα τα μέσα. Υποφέρεις κι ελπίζεις. Αλλά όταν φτάνουμε σε ορισμένη ηλικία, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα ύστερα. Τίποτα δεν μπορεί να είναι καλύτερο από πριν. Δεν μπορεί να είναι καλύτερο, γίνεται μόνο χειρότερο. Έχω φίλους που έχουν φτάσει εκατό χρονών. Και τους ξέρω – τα τελευταία χρόνια γίνεται χειρότερο. Δεν είχαν μαγκούρα, αλλά τώρα έχουν μαγκούρα. Δυσκολεύονται στις σκάλες. Χρειάζονται βοήθεια.
Είναι λοιπόν ένα θέμα και ήθελα να πω κάτι επ’αυτού. Και το βιβλίο με βοήθησε πολύ. [σσ. Το βιβλίο Le Dernier Souffle των Ρεζί Ντεμπρέ και Κλοντ Γκρανζ.] Είχε ιστορίες που με ενδιέφεραν. Ιστορίες προσωπικές, που τελειώνει κάθε μία με διαφορετικό τρόπο. Κάναμε μια εκλογή, περισσότερο προς λύσεις θετικές, αναζητώντας το πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο – που είναι μια τραγωδία φυσικά.
Αλλά έχετε διαλέξει και περιστατικά δυσάρεστα, ακόμα και στο πλαίσιο το φιλοσοφικό που συζητάτε. Όπως η κοπέλα. [σσ. Ένα από τα επεισόδια αφορά μια νεαρή κοπέλα που μαθαίνει ότι πεθαίνει.]
Φυσικά, είναι τραγική κατάσταση, γιατί είναι για τα νιάτα. Καταλαβαίνει κανείς όταν πρόκειται για ηλικιωμένους, είναι πιο εύκολα αποδεκτό. Για τους νέους είναι απαράδεκτο τελείως. Συμβαίνει όμως κι αυτό δυστυχώς. Εκείνο που με βοήθησε πολύ στο βιβλίο είναι ότι περιλαμβάνει όλες αυτές τις ιδέες.
Λέει κάποια στιγμή ο φιλόσοφος συγγραφέας ότι πρέπει στον αιώνα μας να ασχοληθούμε με το πρόβλημα του θανάτου. Όχι με την έννοια των μαζικών θανάτων σε πολέμους, γιατί αυτό φυσικά μας απασχολεί – για μια στιγμή μες στη μέρα μας και μετά συνεχίζουμε τη ζωή μας. Αλλά ο θάνατος ενός ατόμου κοντά σε εμάς. Ή ακόμα κι ο δικός μας. Η ταινία όσο είναι πάνω στον θάνατο, είναι και στη ζωή.
Μου έκανε εντύπωση μες στην ταινία με πόσους διαφορετικούς τρόπους αναζητήθηκε αυτό που ακούγεται παράδοξο και άτοπο – ο τέλειος θάνατος. Ο τέλειος τρόπος για να φύγεις.
Η ιδέα ήταν εμείς που ζούμε, το πώς το δεχόμαστε. Γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο γι’αυτό. Είναι ζήτημα ευαισθησίας. Και είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Όλα αυτά… όλες αυτές οι λέξεις… όπως και η γαλήνη. Πρέπει να τελειώνουμε, αν αυτό είναι δυνατόν, με γαλήνη. Τι ωραία λέξη ελληνική! Είναι ένα πέρασμα στη γαλήνη.
Φυσικά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει, ούτε μαθαίνεται εύκολα. Είναι ζήτημα πείρας και ζήτημα επανάληψης αλλά και μεγάλης ανοχής και αλλαγής του τι έχουμε μάθει από μέσα στα χρόνια, από τους γονείς, τους παππούδες, τους παππούδες των παππούδων. Μιλάμε λίγο μέσα στο φιλμ για αυτό, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι το τέλος της ζωής αρχίζει από τη στιγμή που η φύση αρχίζει να δίνει όλες τις ενδείξεις ότι… φτάνει πια.
Και το αντιμετωπίζετε με αυτό τον τρόπο, δημιουργώντας δηλαδή αυτή την ταινία, που είναι μια σειρά επεισοδίων στην ουσία. Σας έθλιβε ή σας απελευθέρωνε το να προσεγγίσετε αυτό το ζήτημα με έναν τόσο φοβερά ευθύ τρόπο;
Βεβαίως, γιατί όταν συζητάει κανείς για κάτι, είναι η αρχή της ελευθερίας. Το τέλος της συζήτησης είναι αν μείνει μυστικό και το κλείνουμε μέσα μας και δε μιλάμε. Τότε μεγαλώνει όσο πάει και μεγαλώνει και γίνεται όχι απλά ενοχλητικό, γίνεται αρρώστια σχεδόν. Νομίζω πρέπει να μιλάμε για τα πράγματα, να ανοίγουμε και ίσως να βρεθούν και οι λύσεις. Και νομίζω πάντα βρίσκονται λύσεις. Όταν κανείς συζητάει, όταν αντιμετωπίζει το πρόβλημα καθαρά, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Και το συζητάει ο χαρακτήρας στην ταινία. Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να πεθάνουμε; Και λέει, «στον ύπνο». Η αλήθεια είναι πως αυτό ισχύει.
Έχει ενδιαφέρον και η κινηματογραφική σας προσέγγιση, που έχουμε περιστατικά από το βιβλίο αλλά είναι και λίγο μια ματιά στο πώς και το γιατί γράφτηκε, μέσα από τις συζητήσεις του γιατρού και του φιλοσόφου. Πώς αποφασίσατε να ακολουθήσετε αυτή τη δομή;
Το βιβλίο περιέχει διάφορες και διαφορετικές καταστάσεις που έχουν γραφτεί πολύ ωραία. Το διαβάζω και με ενδιαφέρει μέχρι το τέλος. Αλλά για την ταινία χρειάζεται κάτι άλλο. Χρειάζεται να γίνει ένα σενάριο που ενώνει όλα αυτά τα πράγματα. Αυτή λοιπόν η ένωση, ήταν ο φιλόσοφος που αποφασίζει να ακολουθήσει από κοντά για λόγους προσωπικούς, που δεν τους λέει στους άλλους. Δηλαδή είναι κάτι που τον ενδιαφέρει προσωπικά βαθιά και ανακαλύπτει σιγά σιγά οτι τον φοβίζει, ότι τον τρομάζει.
Αυτό είναι το σχήμα, αν θέλετε, του σεναρίου που αποφάσισα ότι πρέπει να μείνει στην αλήθεια των πραγμάτων. Και επίσης πάντα με γνώμονα αυτό που είναι ο κινηματογράφος τελικά. Κινηματογράφος είναι διασκέδαση. Γιατί λέμε, ας πάμε στον κινηματογράφο για ευχαρίστηση. Δεν πάμε για να ακούσουμε είτε πολιτικά είτε ακαδημαϊκά κείμενα. Πάμε να βρούμε αισθήματα, να γελάσουμε, να κλάψουμε, να φοβηθούμε, να μισήσουμε. Καλό αίσθημα και το μίσος συχνά!
Λοιπόν, αυτό είναι κινηματογράφος. Και ο σκηνοθέτης πρέπει να σας μεταφέρει μέσα από την ιστορία αυτά τα αισθήματα. Και να σας μεταφέρει απέναντι σε ένα προβληματισμό προσωπικό που τον συζητάτε με τους άλλους αν θέλετε. Αυτός είναι ο κινηματογράφος, όπως το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Τελικά μιλάει για τα προβλήματα της κοινωνίας έμμεσα ή άμεσα. Οι αρχαίοι το έκαναν πολύ με μεταφορές. Αν δεις τον Οιδίποδα, λέει μέσα όλες μας τις ανησυχίες για τη ζωή.
Ούτως η άλλως πάντα σας ενδιέφερε η φόρμα. Θυμάμαι την άλλη φορά που είχαμε μιλήσει κιόλας, είχατε πει ότι δεν θεωρείτε τον εαυτό σας πολιτικό σκηνοθέτη–
Δε θέλω να τα ακούω αυτά! [γελάει]
Ναι, είχατε πει ότι αυτό είναι κάτι που λένε οι κριτικοί.
Νομίζω ότι ανακατεύουμε συχνά την πολιτική με το ποιον ψηφίζουμε ή σε ποιά παράταξη ανήκουμε. Όχι, η πολιτική είναι η συμπεριφορά μας η καθημερινή και στη ζωή. Ο τρόπος που διασχίζουμε τον δρόμο είναι πολιτικός! Γιατί μπορεί να κινούμαστε έξω από τη διάβαση και να προκαλέσουμε ένα δυστύχημα ας πούμε, καταλάβατε; Είναι σχεδόν πολιτικές οι αποφάσεις εκείνη τη στιγμή, χωρίς να υπερβάλλω. Αυτή είναι η πολιτική: Ο τρόπος της ζωής μας και η συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους.
Και η ταινία αυτή πολιτική είναι.
Φυσικά, αυτομάτως. Και μερικές ταινίες που λένε ότι δεν ανακατεύονται με πολιτική, δείχνουν αρνητικά πράγματα της κοινωνίας ή τι ρόλο παίζουν στην κοινωνία και τι ρόλο έχει καθένας μας σε αυτό. Αλλά έχουμε τα κουτιά μας στον κινηματογράφο. Καθένας μπαίνει στο κουτί του και διευκολύνει τους ανθρώπους να μιλάνε για αυτούς.
Πρέπει να ρωτήσω κι αυτό: Τώρα έχετε στο μυαλό σας επόμενη ταινία;
Φυσικά. Όσο έχω τις δυνατότητες, όσο η μητέρα φύση μου το επιτρέπει. Το πρόβλημα είναι με την ηλικία, δεν είναι τόσο η φαντασία και η δημιουργικότητα. Ένα φιλμ χρειάζεται δύναμη, χρειάζεται σωματική δύναμη, για να κάνει μια ταινία κανείς πρέπει να είναι αθλητής!
Ναι, προσπαθώ. Σίγουρα έχω 1-2 ιδέες. Θα δούμε πως θα γίνει να γραφτούν και να γίνουν σενάριο. Και θα δούμε τη συνέχεια.
Η ταινία Τελευταία Πνοή του Κώστα Γαβρά κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Rosebud. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του ‘24, στο πλαίσιο του 13ου φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου της Αθήνας.