Το φορτίο των Τεμπών

Διαβάζεται σε 6'
Διαμαρτυρία για τα Τέμπη
Διαμαρτυρία για τα Τέμπη SOOC

Το πένθος για τα Τέμπη πρέπει να μείνει έλλογη διεκδίκηση. Όχι στεγνή από πάθος, ούτε όμως κραυγαλέα φωνασκία. Τη βοή που γίνεται ποτάμι φοβούνται οι κρατούντες

Μιλώ μεταφορικά. Ως «Τέμπη» δεν νοώ μόνο την τραγωδία και το πένθος. Αντιλαμβάνομαι πρωτίστως το σοκ και την ανείπωτη οργή που προκαλεί η διαχείρισή της από τους κρατούντες. Ως «φορτίο» δεν αναφέρομαι στο περιεχόμενο των βαγονιών της εμπορικής αμαξοστοιχίας που σκότωσε 57 ανθρώπους. Μιλώ για το δημόσιο αποτύπωμα της αμφιβολίας γύρω από τη φύση του. Αυτό είναι το διπλό φορτίο των Τεμπών και διπλό τους μήνυμα. Ένα φορτίο κι ένα μήνυμα που στρέφεται εναντίον όλων. Όχι φυσικά με τον ίδιο τρόπο. Όμως, κάτι «φωνάζει» σε όλους για όλα.

O Έλληνας πρωθυπουργός στην συνέντευξη του στην Καθημερινή (16.2.2.25) όπου εγκαινίασε μια νέα στρατηγική σχετικά με την επικοινωνιακή διαχείριση της τραγωδίας λέει τα εξής:

«Η χώρα μας έχει ανάγκη από αλήθεια και σοβαρότητα. Γιατί η αμφισβήτηση των θεσμών –από τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δικαιοσύνη μέχρι και τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας- κρύβει κινδύνους. Καταργεί κανόνες και όρια, οδηγώντας στην κοινωνική “ζούγκλα’’. Και ξέρουμε καλά ότι εκεί αδικούνται πρώτοι οι πιο αδύναμοι, καθώς επικρατεί ο νόμος του ισχυρότερου. […] Η άγνοια είναι το έδαφος του λαϊκισμού. Η εμμονική καχυποψία, ο πρώτος σπόρος του. Ενώ το ψέμα, όσο αλλόκοτο και αν είναι, γίνεται το λίπασμα που τον βοηθά να ανθίσει και να γιγαντωθεί.»

Ορθά λόγια. Συνετά. Mε μια προϋπόθεση όμως: να μην τα εκστόμιζε ο βασιλιάς της «ζούγκλας»… Αλήθεια, τίνος ευθύνη θα είναι η εμφάνιση ενός κόμματος «Οξυγόνο» αύριο στην Ελλάδα, αν όχι του ισχυρότατου πρωθυπουργού; Αυτοψεκάστηκε ο κόσμος για να περνάει την ώρα του; Και καλά αν το κόμμα αυτό έχει τα χαρακτηριστικά του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Πέπε Γκρίλο, όπως πριν από 15 χρόνια στην Ιταλία; Αν πάει ευθέως δια της μεταπολιτικής στο φασισμό όμως; Ποιος θα φταίει; Ο τρισκατάρατος «λαϊκισμός» πάλι;

Τμήμα της νέας επικοινωνίας της κυβέρνησης περί των Τεμπών, μετά τη συνέντευξη του πρωθυπουργού, είναι πλέον μια στρατηγική της έντασης. Διά του κινδύνου αυτού, το επιθυμητό για την κυβέρνηση σενάριο είναι, μέσα σε συνθήκες απόλυτης πόλωσης, καθολικής ανθρωποφαγίας και ολοκληρωτικού ελλείμματος εμπιστοσύνης, να «γυρίσει» το κλίμα. Η εξώθηση σε ακραίες μορφές αντιπαράθεσης υιοθετείται πλέον με τρόπο προφανή από τα ειδικευμένα σε αυτό στελέχη της κυβέρνησης, που ξέρουν καλά την πρακτική. Εξάλλου, πρoερχόμενα από το χώρο της Άκρας Δεξιάς, εντρύφησαν για πολλά χρόνια στην στρατηγική της έντασης. Κατεξοχήν ο κύριος Βορίδης.

Ο μετριοπαθής ως και συντηρητικός κόσμος που αμφιταλαντεύτηκε έχοντας για πρώτη φορά καθολικές αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια και την αλήθεια του κυβερνητικού αφηγήματος πρέπει πάσι θυσία να «επιστρέψει». Αν όχι αυτό, ελλείψει εναλλακτικής και ενώπιον του φόβου που προκαλεί η έκρυθμα ρευστή κατάσταση, να πάει σπίτι του.

Στις 26 Γενάρη 2025 το σύστημα φοβήθηκε τις μάζες που συνηθίζει να αψηφά. Aυτές που για να είμαστε ακριβείς, απεχθάνεται υπαρξιακά. Για πρώτη φορά στη θητεία της κυβέρνησης αυτής το σύστημα στριμώχτηκε τόσο. Γι’ αυτό εξάλλου και έκτοτε, μετά την αρχική επικοινωνιακή «μεταμέλεια» (συνέντευξη Μητσοτάκη σε Σρόιτερ), παλεύει να μετατρέψει την οργή που έχει προκαλέσει σε εμπαθή ασυναρτησία και ανοίκεια εξαλλοσύνη. Η στόχευση είναι σαφής.

Το πένθος όμως πρέπει να μείνει έλλογη διεκδίκηση. Όχι φυσικά στεγνή από πάθος. Όχι όμως κραυγαλέα φωνασκία. «To πένθος δεν έχει μόνο συναίσθημα, υπερβολή, πόνο και έκρηξη. Έχει επιμονή, εγρήγορση, παράλογο θάρρος, μέθοδο κι αλληλεγγύη. Το πένθος δεν ανήκει μόνο στο θυμικό. Το πένθος είναι αίτημα» έγραψε υποδειγματικά ο Δημήτρης Παπανικολάου (στο Βήμα 16.2.2025). Αυτό είναι το επίδικο.

Διότι αν καταλήξουμε στην ζούγκλα που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός, εκεί, δεδομένων των συσχετισμών δυνάμεως, κυρίαρχο είναι το ισχυρότερο κτήνος. Και αυτή τη στιγμή, ελλείψει αντιπάλου, παρά τα τραύματα που έχει υποστεί, ξέρουμε όλοι ακόμη ποιο είναι.

Μια στιγμή που διαρκεί πολύ

Ζούμε μια δύσκολη στιγμή μακράς διάρκειας για την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Τέτοια γεγονότα φέρνει η ιστορία όταν «στενεύουν τα περάσματά» της, που έλεγε και το τραγούδι. Αναπάντεχα και απρογραμμάτιστα. Αυθεντικά και ανυπότακτα. Αυτά είναι τα μεγάλα πολιτικά συμβάντα. Δεν υπακούν στις συνταγές ούτε στις προβλέψεις. Έχουν ωστόσο την ορμή να μετασχηματίζουν τις καταστάσεις. Δεν σημαίνει ότι το κάνουν αναγκαστικά όμως. Ούτε σε προδικασμένη κατεύθυνση εννοείται. Η ιστορία που δρομολογούν είναι πάντα απρόσμενη. Aπό τέτοια γεγονότα προκύπτει όμως η δυνατότητα της πολιτικής, ως τέτοια.

Πρώτος δέκτης του μηνύματος των Τεμπών, η κυβέρνηση. Όχι τόσο επειδή επί ημερών της έγινε το δυστύχημα αλλά διότι, για λόγους που εγώ τουλάχιστον αδυνατώ ακόμη να αντιληφθώ ολοκληρωμένα, εκτέθηκε ανεπανόρθωτα στην προσπάθεια να το συγκαλύψει. Αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκτέθηκε για την πρωτοφανή ανικανότητά της να διαχειριστεί την καταστροφή στο Μάτι, η Νέα Δημοκρατία χρεώνεται στα Τέμπη ηθική αισχύνη. Αυτή, σε αντίθεση με τις προηγούμενες που πέρασε σχεδόν στο ντούκου (υποκλοπές, ναυάγιο Πύλου), τούτη τη φορά λάβωσε την ελληνική οικογένεια. Η οικογένεια αυτή με τα παιδιά που χάθηκαν στ’ ανοιχτά της Πύλου δεν ταυτίστηκε. Δεν ασχολήθηκε γιατί δεν ήταν δικά της. Τα παιδιά των Τεμπών ήταν όμως.

Κάπως έτσι, πρώτα με τις υποκλοπές και μετά με τα Τέμπη, μια νέα λέξη μπήκε στο λεξιλόγιο της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας με ανεξίτηλο τρόπο: συγκάλυψη. Και αυτό το στίγμα δεν φεύγει: από την κυβέρνηση, Βουλή, Δικαιοσύνη, Περιφέρεια, ΜΜΕ ως το Γενικό Χημείο του Κράτους. Ένα πλέγμα εξουσίας ντροπιαστικό.

Δεύτερος αποδέκτης, η αντιπολίτευση – και δη η αριστερή: ασύμβατη με τις προσδοκίες των ανθρώπων, beside the point, που λένε κι οι Άγγλοι. Αδυνατεί, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της, να εκφράσει αυτή την πρωτόγνωρη δυσφορία απέναντι στην κυβέρνηση. Αυτό εξ αντικειμένου, την θέτει εκτός. Η αδυναμία της να συμβάλει στην αλλαγή του συσχετισμού ουσιαστικά δείχνει ότι η συγκυρία αποζητά κάτι άλλο. Αυτό το άλλο δεν έχει ακόμη γεννηθεί κι ούτε νομίζω ότι κάποιος έχει τη μανιέρα για το πώς θα γίνει. Υπάρχουν σίγουρα πάντως αντενδείξεις για το πώς δεν γίνεται. Το «είμαστε εδώ, ανοίξαμε και σας περιμένουμε» δεν πείθει πλέον κανέναν.

Κλείνω:

Τη βοή που γίνεται ποτάμι φοβούνται οι κρατούντες. Αυτή που τους παίρνει και τους ξερνά. Η βοή τρομάζει και καθηλώνει. Ακινητοποιεί. Ο θόρυβος αν δεν χαλιναγωγείται, απλώς διασπείρεται, ξεθυμαίνει. Όταν γίνεται κραυγαλέος προκαλεί αναδίπλωση, ανασφάλεια και ιδιώτευση. Στην κακή περίπτωση, σε βυθίζει κι άλλο στη ζούγκλα και γεννάει τέρατα.

Αυτό, στα μάτια μου, είναι το βαρύ φορτίο των Τεμπών δύο χρόνια μετά την τραγωδία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα