Μάγκνους Βαν Χορν: “Χρησιμοποιώ τον φόβο ως καύσιμο για τις ιστορίες που λέω”

Διαβάζεται σε 8'
Μάγκνους Βαν Χορν: “Χρησιμοποιώ τον φόβο ως καύσιμο για τις ιστορίες που λέω”

Ο σκηνοθέτης του υποψήφιου για Όσκαρ κοινωνικού θρίλερ εποχής “Το Κορίτσι με τη Βελόνα” εξηγεί στο NEWS 24/7 γιατί επέλεξε να καταπιαστεί με ένα τόσο σκληρό θέμα.

Το “Κορίτσι με τη Βελόνα” διαδραματίζεται στην Κοπεγχάγη του 1919 όπου η Καρολίνα, μια νεαρή έγκυος, βρίσκεται χωρίς δουλειά και χωρίς πολλές οικονομικές και κοινωνικές διεξόδους. Θα γνωρίσει τη Ντάγκμαρ, που θα τη βοηθήσει να βρει ανάδοχη οικογένεια για το μωρό της και παράλληλα εκεί, δίπλα της, θα βρει μια απρόσμενη στήριξη. Δε θα βρει απλώς δουλειά, αλλά και μια νέα οικογένεια.

Όμως μια συγκλονιστική αλήθεια για την επιχείρηση της Ντάγκμαρ σύντομα θα αποκαλυφθεί στην Καρολίνα. Κι αυτό θα τα αλλάξει όλα. Ή μήπως όχι;

Η ταινία “Το Κορίτσι με τη Βελόνα” του Μάγκνους Βαν Χορν καταφέρνει να συνδυάσει την ιστορική αναφορά με σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, με εντυπωσιακή ασπρόμαυρη φωτογραφία γοτθικών αναφορών που κάνει την ιστορία να μοιάζει σα να εκτυλίσσεται σε μια ασαφή δυστοπική εποχή. Βυθίζοντας τον θεατή σε έναν κόσμο όπου η ελευθερία της επιλογής για τις γυναίκες μοιάζει όλο και πιο περιορισμένη.

Μέσα από τη σύγκρουση της Καρολίνα με τις ανατριχιαστικές αν όχι φρικιαστικές καταστάσεις γύρω της, η ταινία εγείρει ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, τις κοινωνικές δομές και την ηθική απέναντι σε προσωπικές επιλογές που καθορίζουν ζωές. Κι ο Βαν Χορν χρησιμοποιεί την ταινία ως εργαλείο για να προκαλέσει συζητήσεις γύρω από την κοινωνική πίεση και την ηθική, εξετάζοντας τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει η απώλεια της επιλογής.

Το News24/7 συνάντησε τον σκηνοθέτη στις Κάννες, όπου η ταινία προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα τον περασμένο Μάιο. Λίγο πριν την κυκλοφορία της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες από την Weirdwave και λίγο πριν τα φετινά Όσκαρ –όπου το “Κορίτσι με τη Βελόνα” είναι υποψήφιο, θυμόμαστε όσα μας είπε ο Μάγκνους Βαν Χορν.

Ο σκηνοθέτης Μάγκνους Βαν Χορν. Nicolas Villegas

Η ταινία βασίζεται σε μια αληθινή δανέζικη ιστορία. Πώς συνδέεται με το σύγχρονο πλαίσιο, έχοντας υπόψη τη μεγάλη συζήτηση για την άμβλωση;

Η πρώτη φορά που άκουσα για αυτήν την ιστορία ξύπνησε κάτι που σχετίζεται με τον φόβο μου για το τι μπορεί να συμβεί στα παιδιά μου, κάτι που είναι βαθιά ριζωμένο μέσα μου. Είχα πολύ μικρά παιδιά τότε. Όταν λοιπόν αντιδρώ έτσι σε κάτι, θέλω να το χρησιμοποιήσω για κάτι που είναι σημαντικό για μένα. Δεν θέλω απλώς να έχω αυτόν τον φόβο μέσα μου. Θέλω να τον χρησιμοποιήσω για να κινητοποιήσω μια ιστορία, να κάνω κάτι με αυτόν. Έτσι, με αυτήν την έννοια, συχνά χρησιμοποιώ τον φόβο ως καύσιμο για την αφήγηση μιας ιστορίας. Δεν έχω πρόβλημα με τον φόβο, τον βρίσκω ως έμπνευση.

Μπορεί να είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα σε πολλές χώρες αυτή τη στιγμή, είναι κάτι που είχες στο μυαλό σου;

Ναι, το ελπίζω. Δεν φοβάμαι γι’ αυτό.

Νομίζω ότι είναι καλό, γιατί σημαίνει ότι πρόκειται για μια κοινωνία που, κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται να κάνει κάτι για να αλλάξει. Διότι, αν έχουμε μια κοινωνία που μπορεί να συγκριθεί με την κοινωνία της ταινίας, τότε δεν νομίζω ότι θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό, ούτε πρόκειται για έναν τόπο που προσφέρει εναλλακτική λύση ή επιλογή για τις γυναίκες. Στην ουσία δηλαδή, η κοινωνία διαμορφώνεται μέσα από τις σκιές, όπου οι όποιες εναλλακτικές λύσεις έρχονται με άλλους, υπόγειους τρόπους. Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας κάνει περήφανους. Αν λοιπόν η ταινία δημιουργήσει αντιδράσεις οπουδήποτε, τότε χαίρομαι για αυτό.

Πόσο σαφές ήταν για σένα από νωρίς ότι θα ακολουθήσεις αυτή τη συγκεκριμένη αισθητική κατεύθυνση, ότι η ταινία θα έχει αυτό το λουκ;

Αισθάνθηκα πολύ νωρίς ότι ήθελα να κάνω μια ταινία τρόμου γι’ αυτό, γιατί ήταν τόσο τρομακτικό, και πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία τρόμου. Αλλά ξέρω ότι δεν είμαι ικανός να κάνω μια καθαρά κινηματογραφική ταινία τρόμου. Εμπλέκομαι πολύ στους χαρακτήρες, αναπτύσσω αυτό που προσπαθούν να πετύχουν, σε σημείο που γίνεται δράμα, αλλά ο τρόμος παραμένει σε κάποιο επίπεδο. Με αυτήν την έννοια, ενώ ανέπτυσσα την ιστορία, υπήρχε ένα στοιχείο παραμυθιού που άρχισε να παίρνει σχήμα, και αυτά τα στοιχεία σίγουρα με επηρέασαν.

Το οπτικό στιλ της ταινίας ήταν πάντα εκεί για μένα, γιατί είναι η πρώτη ιστορική ταινία που κάνω, και ήταν μια πρόκληση το πώς να το κάνω συναισθηματικά πιστευτό, πώς να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα που να κάνει το κοινό να νιώσει ότι κάνουν ένα ταξίδι στο χρόνο, ότι ταξιδεύουν σε έναν κόσμο 100 χρόνια πριν. Όλα αυτά τα στοιχεία επηρέασαν τις επιλογές μου.

Η ασπρόμαυρη εικόνα ήταν πάντα εκεί, γιατί ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ταινία είναι ασπρόμαυρος. Όλες οι εικόνες που γνωρίζουμε από εκείνη την εποχή, που έχουν διαμορφώσει την ιδέα μας για τον κόσμο, είναι ασπρόμαυρες. Εμπνέομαι επίσης από τον κινηματογράφο εκείνης της εποχής, γιατί αυτό είναι κάτι που διαμορφώνει την εικόνα που έχουμε για εκείνη την περίοδο, επειδή συνδέεται με τις εικόνες που συλλογικά κατέχουμε. Και δεν είναι ίσως τόσο πολύ για την πραγματικότητα αυτών των εποχών.

Ο κινηματογράφος της βωβής περιόδου είχε μεγάλη επιρροή πάνω σου;

Ναι, ναι. Όχι μόνο αυτός, αλλά σίγουρα. Οτιδήποτε με κάνει να εξετάσω τον τρόπο που γυρίζονταν οι ταινίες, πώς χρησιμοποιούνταν στην γερμανική εξπρεσιονιστική σχολή, αλλά και από την φωτογραφία εκείνης της εποχής ή στην βιομηχανική Αγγλία. Ο Ντίκενς, το “Όλιβερ Τουίστ”, η ασπρόμαυρη φωτογραφία της “Λίστας του Σίντλερ”, το “Freaks”. Όλα αυτά.

Αναφέρθηκες σε αυτή τη μετάβαση από τις σύγχρονες ιστορίες σε μια ιστορική ταινία. Υπήρξε κάποια στιγμή που συνειδητοποίησες την ιδιαίτερη πρόκληση αυτής της αλλαγής για σένα; Υπήρξαν πράγματα που παρέμειναν ίδια για σένα ως αφηγητή;

Νομίζω ότι ο κύριος χαρακτήρας αυτής της ταινίας, η Καρολίνα, είναι πολύ παρόμοιος με τον κύριο χαρακτήρα της προηγούμενης ταινίας μου, το “Sweat”, ακόμα κι αν είναι πολύ διαφορετικοί στην εμφάνιση. Αλλά και με την πρώτη μου ταινία, με τον νεαρό άντρα που είναι ο πρωταγωνιστής, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι μοναχικοί άνθρωποι που, βαθιά μέσα τους, έχουν μία πολύ μεγάλη επιθυμία για αγάπη και φροντίδα.

Αλλά υπάρχει ένας τεράστιος τοίχος ανάμεσα σε αυτήν την επιθυμία και το πώς μπορούν να το βρουν στον εξωτερικό κόσμο, και το πώς να τον ξεπεράσουν, ή πώς να το αποκτήσουν. Αυτό είναι το δικό τους πρόβλημα, και νομίζω ότι είναι το ίδιο για όλους τους χαρακτήρες. Και αυτό παραμένει το ίδιο. Δεν είναι μια συνειδητή επιλογή που κάνω. Απλώς συμβαίνει επειδή μου αρέσει. Έτσι, η πρόκληση είναι πώς να διασκεδάσω ως σκηνοθέτης, αλλάζοντας το περιτύλιγμα της ταινίας έτσι ώστε να είναι εμπνευσμένο και προκλητικό.

Έχει ενδιαφέρον και η δομή της αφήγησης, όπου είμαστε αρκετά βαθιά ήδη στην ταινία όταν καταλαβαίνουμε ποιο είναι το “κύριο γεγονός”.

Δεν το βλέπω ως το “κύριο γεγονός” γιατί θεωρώ ότι η ιστορία αφορά μια νέα γυναίκα που αγωνίζεται να βρει μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό της, και αυτός ο αγώνας είναι παρών σε όλη την ταινία. Έτσι, πρέπει να βρω έναν τρόπο να αφηγηθώ την ιστορία για το από πού προέρχεται, τι επιθυμεί και ποιο βάρος κουβαλάει ήδη, όταν φτάνει στο κατάστημα της Ντάγκμαρ.

Είναι δυνατόν να παραμείνεις απλά καλός άνθρωπος όταν περιβάλλεσαι από έναν τόσο εχθρικό κόσμο;

Νομίζω ότι αυτή είναι η κεντρική ερώτηση της ταινίας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι δυνατόν ή όχι. Στην ταινία είναι δυνατό, γιατί η ηρωίδα καταφέρνει να πάρει κάποιον που είναι ανεπιθύμητος και να τον κάνει επιθυμητό, ενώ βλέπει μια ελπίδα και μια προοπτική. Θέλω να πιστεύω σε ένα αισιόδοξο τέλος.

Η ταινία δε φοβάται να έχει μεγάλη διάρκεια και να αναπτύξει με υπομονή όλα τα μυστικά και τις θεματικές της. Είχες καθόλου στο νου σου το θέμα της διάρκειας;

Πάντα θαυμάζω μια κάποια επικότητα στις ιστορίες, και δεν το έχω ξαναδοκιμάσει. Όλες οι ταινίες μου είχαν πολύ περιορισμένο χρόνο. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος αφήγησης, και ήταν μεγάλη πρόκληση γιατί έπρεπε να έχει τη δομή μιας εγκυμοσύνης. Πρέπει η αφήγηση να διαρκέσει για περισσότερο από έναν χρόνο – η ταινία διαδραματίζεται σε εκείνο το χρονικό διάστημα.

Και στο τέλος της ταινίας, νιώθω ότι η ηρωίδα πέρασε από τόσες πολλές φάσεις, περιοχές, τόπους, διαφορετικές καταστάσεις, εμφανίσεις… Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση επικότητας που μου αρέσει πραγματικά. Στο τέλος, φαίνεται πολύ διαφορετική απ’ ότι στην αρχή, και αυτό είναι υπέροχο γιατί νιώθεις ότι έχει γίνει αλλαγή. Κάτι έχει συμβεί.

Info:

Η ταινία “Το Κορίτσι με τη Βελόνα” κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου από την Weirdwave. Preview προβολές ανοιχτές για το κοινό, Σάββατο 22 και Κυριακή 23 Φεβρουαρίου, 21.30 στο Άστορ. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ‘24 στο φεστιβάλ Καννών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα