100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ, Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΛΤΜΑΝ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΠΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΟΣΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ
Ο μόνος μαζί με Αντονιόνι και Κλουζό που κέρδισε και τα 3 μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, με επιρροή στο σινεμά από τον Πολ Τόμας Άντερσον μέχρι το Uncut Gems κι από τον Ινιάριτου μέχρι το Dazed and Confused, ο θρυλικός Ρόμπερτ Όλτμαν παραμένει σημείο αναφοράς, 100 χρόνια μετά τη γέννησή του.
Ο Ρόμπερτ Όλτμαν είχε δει το μέλλον.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το χαρακτηριστικό στυλ του αξεπέραστου αμερικάνου σκηνοθέτη διαθέτει, απρόσμενα, κάτι το εντελώς μοντέρνο στην υφή του. Συχνά τον απασχολούν βαθιά αμερικάνικες θεματικές και με ένα τρόπο παλιομοδίτικα χολιγουντιανό: Δεν βασίζεται τόσο στην πλοκή ούτε εξερευνά τα τεχνικά όρια του μέσου με έναν τρόπο μοντέρνο, ακολουθεί ηθοποιούς, διαλόγους και κίνηση χαρακτήρων σε χώρους.
Κι όμως: Το σινεμά του μοιάζει με ιστός. Υπάρχουν αμέτρητες διακλαδώσεις, ενώσεις αποσπασματικοί διάλογοι, μικροπλοκές, κι όλα διαδραματίζονται ταυτοχρόνως, σε μια ευρεία παλέτα που συχνά δεν ενδιαφέρεται για κεντρικούς ήρωες ούτε για γραμμικές αφηγήσεις που ξεκινάνε και ολοκληρώνονται.
Μα αυτό δεν παραπέμπει σε ένα άλλο, σύγχρονο, ονλάιν ιστό; Και δεν αποτυπώνει τη θραυσματική διάσταση της επικοινωνίας μας;
Ίσως αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους που, παρόλο που το σινεμά του δεν θεωρείται σήμερα ιδιαίτερα χιπ, λατρεύεται από πολύ μεγάλους σκηνοθέτες και την επιρροή του μπορούμε να την διακρίνουμε ακόμα παντού. Πάνω σε δημιουργούς και σε ταινίες που σε πρώτη ματιά δεν εντοπίζεις πως έχουν, ακριβώς, κοινά στοιχεία μεταξύ τους:
Πολ Τόμας Άντερσον. Γουές Άντερσον! Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου. Οι αδερφοί Σάφντι. Νόα Μπόμπακ. Χάρμονι Κορίν(!). Η λίστα είναι πολύ μεγάλη και περιλαμβάνει ετερόκλητο σινεμά, από ανάλαφρες κομεντί μέχρι έντονα θρίλερ κι από ανθρωποκεντρικά έπη μέχρι πειραματική αντι-αφήγηση. Πώς μπορεί όλα αυτά να επιστρέφουν πίσω, στο σινεμά ενός ανθρώπου;
ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΛΤΜΑΝ: ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ ΤΟΥ M*A*S*H
Ο Ρόμπερτ Όλτμαν γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 2015 στο Κάνσας Σίτι. Η μητέρα του ήταν απόγονος Προσκυνητών από το πλοίο Mayflower που ταξίδεψε στην Αμερική τον 17ο αιώνα. Ο πατέρας του ήταν τζογαδόρος. Με έναν παράξενο τρόπο, είναι και τα δύο στοιχεία εντελώς συνεπή με το vibe του μετέπειτα έργου του, στην επίμονη εξερεύνηση ενός americana συλλογικού ψυχισμού.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου συμμετείχε σε 50 βομβιστικές αποστολές, ο Όλτμαν μετακόμισε στην Καλιφόρνια όπου άρχισε να δοκιμάζει τις δυνάμεις του και ως σεναριογράφος, αλλά και ως σκηνοθέτης διαφημιστικών και εκπαιδευτικών βίντεο για μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία. Ήδη από τότε άρχιζε να αναπτύσσει τις τεχνικές που αργότερα θα καθόριζαν το στυλ του, με διαλόγους που εισέρχονται ο ένας μες στον άλλον και συνυπάρχουν, σαν ένα φυσικό περιβάλλον.
Στη διάρκεια των ‘50s και των ‘60s o Όλτμαν εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς τηλεοπτικούς σκηνοθέτες της περιόδου, δουλεύοντας σε πολλές από τις τότε επιτυχημένες σειρές, από το Bonanza μέχρι το Alfred Hitchcock Presents. Συχνά αποφάσιζε να παραιτηθεί από κάποια ή άλλοτε τον απέλυαν, μιας και ήδη είχε ένα χαρακτηριστικό στυλ δουλειάς και δεν ήθελε να συμβιβάζεται πολύ. Ωστόσο πάντα έβρισκε εύκολα την επόμενη δουλειά.
Σταδιακά, με τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα να μην ανταποδίδουν στα ταμεία, και με το αίσθημά του εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ να εκφράζεται μέσα από το έργο του, βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο – αλλά όταν ανέλαβε να σκηνοθετήσει το σενάριο του M*A*S*H (μιας αντιπολεμικής κωμωδίας που πολλοί άλλοι σκηνοθέτες δεν ήθελαν να ακουμπήσουν), τα πάντα άλλαξαν.
Η ταινία, με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, τον Τομ Σκέριτ, τον Έλιοτ Γκουλντ και ένα πλούσιο ακόμα ensemble, έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία το 1970. Κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες (τότε ακόμα ονομαζόταν Μεγάλο Βραβείο), προτάθηκε για 5 Όσκαρ κερδίζοντας του Σεναρίου και γέννησε ένα τηλεοπτικό franchise – που ο ίδιος ο Όλτμαν δηλωμένα απεχθανόταν.
Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος βρισκόταν πλέον στην κορυφή του κινηματογραφικού κόσμου και το M*A*S*H, παρότι δεν έχει γεράσει ακριβώς με χάρη ούτε θα έβαζα προσωπικά κοντά στις κορυφαίες ταινίες του, είναι ήδη πλήρως αντιπροσωπευτικού του μοναδικού αυτού στυλ που έκτοτε συνδέεται με τον σκηνοθέτη. Ένα στυλ που είτε αναγνωρίζεις εύκολα σε κάποια άλλη ταινία του είτε αναγνωρίζεις απλά ως «ολτμανικό» σε ταινία κάποιου άλλου.
«ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΦΙΛΜ»: ΕΝΑ ΣΤΥΛ ΠΟΥ ΔΕ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΑΛΛΟ
Στους συχνά σατιρικούς κόσμους που δημιουργεί, ο Όλτμαν θέλει ο θεατής να νιώθει σα να τους κατοικεί. Έτσι, όχι μόνο χρησιμοποιεί την τεχνική των παράλληλων διαλόγων που συνυπάρχουν, αλλά αυτοί οι διάλογοι υπηρετούν μια γενικότερη αποσπασματικότητα και μια θα λέγαμε μη-κινηματογραφικής λογικής πυκνότητα πληροφορίας και χαρακτήρων.
Τα έργα του Όλτμαν είναι λίγο σαν τζαζ και λίγο σαν ταπετσαρίες. Η κάμερα δεν υπογραμμίζει, απλά υφαίνει. Εισέρχεται κι εξέρχεται σε στιγμές και καταστάσεις σαν μελετημένη βελονιά. Ακολουθεί χαρακτήρες που ζουν μια δική τους κατάσταση αλλά στην πορεία της κίνησής της μπορεί να μαγευτεί από κάτι άλλο – να εγκαταλείψει έτσι τα αρχικά της αντικείμενα και να αφοσιωθεί σε νέα. Όταν αργότερα θα συναντήσουμε ξανά τους αρχικούς ήρωες, θα νιώσεις ως θεατής πως πέρασε αληθινός χρόνος για εκείνους. Στον Όλτμαν, ακόμα και τα background σφύζουν από ζωή.
Είπαμε, είναι ένα πλέγμα: Ανθρώπων, διαλόγων, καταστάσεων, που όλα μαζί σχηματίζουν μια κοινωνία, μια μεγάλη εικόνα. Εδώ οι άνθρωποι είναι σημαντικότεροι από την πλοκή, και οι διάλογοι συχνά γεννιούνται αυτοσχεδιαστικά. Οι ηθοποιοί του Όλτμαν –πολλοί εκ των οποίων συνεργάζονται εξάλλου μαζί του κατ’επανάληψη, όπως ο Έλιοτ Γκουλντ, η Λίλι Τόμλιν ή η Σέλεϊ Ντιβάλ– απολαμβάνουν να δουλεύουν στις ταινίες του γιατί τους δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξουν δικά τους στοιχεία, με το σενάριο να λειτουργεί περισσότερο ως ένα γενικό σχέδιο.
Τα μοντερνιστικά στοιχεία του σινεμά του Όλτμαν δημιουργούν ένα ταμπλό που στο μάτι μοιάζει ως κάτι απλό αλλά που στην πραγματικότητα, για να λειτουργήσει, χρειάζεται φοβερό τεχνικό έλεγχο, ταλέντο και ακρίβεια. Το μοντάζ πρέπει να υπηρετεί μια αόρατη μουσικότητα στο ρυθμό, προκειμένου η φαινομενική φυσικότητα του flow να μην καταλήγει σε βαρετή κακοφωνία. (Η διαφορά του να είσαι σε ένα πάρτυ πηγαίνοντας από πηγαδάκι σε πηγαδάκια για να διασκεδάζεις με όλους, και του να είσαι στη μέση ενός δωματίου που οι πάντες στέκονται ακίνητοι και φωνάζουν ταυτόχρονα.)
Ο ήχος, για τον οποίο ο Όλτμαν χρησιμοποιούσε πολυκάναλο εγγραφέα, πρέπει με ήρεμο και φυσικό τρόπο να ανεβοκατεβάζει την ένσταση κατευθύνοντας τον θεατή στα σημεία όπου χρειάζεται να δώσει προσοχή. Οι ηθοποιοί πρέπει να παίζουν για το ensemble, όχι για την κάμερα, και συχνά να το κάνουν γνωρίζοντας πως κανείς δε θα τους κοιτάει. Η φωτογραφία βασίζεται σε εντυπωσιακούς widescreen, πολυπληθείς καμβάδες με χρήση ζουμ και φίλτρων για έμφαση σε επιμέρους στοιχεία και χαρακτήρες και μια εν γένει ρευστότητα στην κίνηση του κάδρου.
Μέσα από αυτές τις πανέμορφες κατασκευές, ο Όλτμαν καταφέρνει να εξερευνά κοινωνικά σχήματα, διαπροσωπικές δυναμικές και πολιτικές ιδεολογίες με μια αμεσότητα και μια πολυπλοκότητα μια πιο συμβατική αφήγηση δε θα μπορούσε. Οι ταινίες του μπορεί φαινομενικά να ανήκουν σε διαφορετικά είδη –από γουέστερν μέχρι νουάρ κι από ρομαντική κομεντί μέχρι πολιτικό θρίλερ– όμως αυτό που τα ενώνει είναι εν τέλει το στυλ.
Στα χέρια του Όλτμαν όλα αυτά τα διαφορετικά είδη καταλήγουν ένα είδος φιλμ (το «ολτμανικό», ή «altmanesque»), δηλαδή κάποιας μορφής σατιρική εξερεύνηση – της Αμερικής, του Χόλιγουντ, του πολέμου, των ειδών, ακόμα και του κόσμου της μόδας μέσα από το σπαρταριστό Πρετ-α-πορτέ – όχι μέσα από μια τεχνητή γραμμική αφήγηση, αλλά από έναν ολόκληρο κόσμο. Ή, όπως χαρακτηριστικά είπε κι ο ίδιος το 2006, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παραλαμβάνοντας ένα τιμητικό Όσκαρ από την Ακαδημία:
«Για μένα, έχω κάνει μόνο ένα φιλμ».
ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΛΤΜΑΝ: ΑΠΟ ΤΑ ΟΣΚΑΡ ΣΤΟΝ ΤΡΙΠΛΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛΙΚΟ ΘΡΙΑΜΒΟ
Αξίζει να δούμε ξανά το παραπάνω υπέροχο στιγμιότυπο από εκείνα τα Όσκαρ. Η Ακαδημία αποφασίζει με χαρακτηριστική καθυστέρηση να τιμήσει έναν από τους μεγάλους σκηνοθέτες της ιστορίας του μέσου, με ένα τιμητικό Όσκαρ που ήρθε κυριολεκτικά λίγους μήνες πριν τον θάνατου του Όλτμαν.
Στην παρουσίαση του βραβείου, οι πρωταγωνίστριες της τελευταίας του ταινίας, Λίλι Τόμλιν και Μέριλ Στριπ, επιδίδονται σε μια τύπου ολτμανική συζήτηση, φτιαγμένη σαν αυτοσχεδιασμό με διαλόγους που μπλέκονται μεταξύ τους και επαναλαμβάνονται, διατηρώντας όμως έναν αμείωτο ρυθμό. Δεν είναι ένα εύκολο πράγμα να αναπαράγεις φυσικά –θα το έκαναν κι άλλοι αν ήταν!– αλλά είναι ένα πολύ γλυκό κλείσιμο του ματιού στο στυλ ενός αληθινά μοναδικού δημιουργού.
Ο Όλτμαν, 81 χρονών, παραλαμβάνει το βραβείο και υπόσχεται πως έχει ακόμα πολλά χρόνια μπροστά του. Είναι μια γλυκόπικρη στιγμή, γνωρίζοντας τώρα πως θα πέθαινε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, έχοντας μόλις κυκλοφορήσει την –υπέροχη– τελευταία ταινία του, Η Καλύτερη Παρέα (A Prairie Home Companion).
Δεν κέρδισε ποτέ διαγωνιστικό Όσκαρ, παρότι είχε προταθεί 7 φορές, εκ των οποίων οι 5 για Όσκαρ Σκηνοθεσίας: Μ*Α*S*H το 1970 (το κέρδισε ο Φράνκλιν Σάφνερ για το Πάττον, ο Θρύλος της Νορμανδίας), Nashville το 1976 (το κέρδισε ο Μίλος Φόρμαν για τη Φωλιά του Κούκου), Ο Παίκτης το 1992 (το κέρδισε ο Κλιντ Ίστγουντ για τους Ασυγχώρητους), Στιγμιότυπα το 1993 (το κέρδισε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ για τη Λίστα του Σίντλερ) και Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ το 2001 (το έχασε από τον Ρον Χάουαρντ).
Αυτή την τελευταία χρονιά την είχαμε αναφέρει πρόσφατα και στο κείμενο για την καριέρα του Ντέιβιντ Λιντς – είχαμε δει κι εκεί το στιγμιότυπο όπου ο Λιντς κι ο Όλτμαν παρηγορούνται, έχοντας χάσει το Όσκαρ από τον Ρον Χάουαρντ. Ο Όλτμαν λέει στον Λιντς, «it’s better this way».
Όπως κι ο Λιντς φυσικά, έτσι κι ο Όλτμαν δεν χρειάστηκε ποτέ κανένα Όσκαρ στην πραγματικότητα. Όχι μόνο επειδή δεν του έλειψαν οι διακρίσεις – είναι εξάλλου ένας από τους δύο σκηνοθέτες (μαζί με τον Αντονιόνι) που κέρδισε και τα τρία μεγάλα φεστιβάλ με τρεις διαφορετικές του ταινίες: M*A*S*H με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες (1970), Μπούφαλο Μπιλ με Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο (1976) και Στιγμιότυπα με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία (1993). (Τα κέρδισε κι ο Κλουζό, αλλά τα δύο από αυτά με την ίδια ταινία και με ψήφο κοινού στο Βερολίνο – άλλες εποχές.)
Αλλά κι επειδή όπως και στην περίπτωση του Λιντς, έτσι κι ο Όλτμαν θεμελίωσε ένα στυλ τόσο προσωπικό και καινοτόμο και δύσκολο να καθοριστεί και να αντιγραφεί, που ακόμα και σήμερα αναφέρεται περιγραφικά με το όνομά του και μόνο. Η επιρροή του απλώνεται μέχρι και σήμερα σε σκηνοθέτες διαφορετικών στυλ και ταινίες ακραία διαφορετικών ειδών.
Μπορείς να δεις τη σκιά του Όλτμαν στο πώς καταγράφεται ο μικρόκοσμος του Dazed and Confused του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Στα ensemble και την απουσία γραμμικότητας των έργων του Χάρμονι Κορίν. Στις επεκτατικές αφηγήσεις των πρώιμων φιλμ του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου όπως το Amores Perros. Στα γεμάτα ένταση urban θρίλερ των αδερφών Σάφντι όπως το Good Time και το Uncut Gems. Στην μαγειρική κομεντί Tampopo από την Ιαπωνία. Διαφορετικά είδη, δημιουργοί, χώρες, εποχές.
Και, φυσικά πάνω από όλα, στον Πολ Τόμας Άντερσον. Που ακολούθησε το στυλ του πιστά, που είχε σαν βίβλο ταινίες σαν τα Στιγμιότυπα ή τον Μεγάλο Αποχαιρετισμό, που βρέθηκε ως σκηνοθέτης ασφαλείας στο πλατώ της Καλύτερης Παρέας, που πήρε ένα κομμάτι από το τραγικά παρεξηγημένο στην εποχή του Ποπάυ, ο Ναύτης και το έκανε συναισθηματικό πυρήνα του Χτυπημένος από Έρωτα:
Πριν από μερικά χρόνια, η κριτικός Αλίσα Κουόρτ στο κείμενό της για την ταινία Happy Endings του 2005 επιχείρησε να περιγράψει στοιχεία αυτού του ολτμανικού στυλ με την φράση hyperlink cinema. Δηλαδή ένα σινεμά διακλαδώσεων, υποσημειώσεων και αλληεμπλεκόμενων στοιχείων, που θυμίζει περιήγηση στο ίντερνετ: «Το Google συναντά τον Ρόμπερτ Όλτμαν», γράφει στο κείμενό της.
Είπαμε, ο Όλτμαν έβλεπε το μέλλον.
***
10 ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΛΤΜΑΝ
Ο Όλτμαν σκηνοθέτησε πάνω από 40 ταινίες και αμέτρητα επεισόδια σειρών, με τεράστιες κλίσεις ανόδου και καθόδου στην καριέρα του. Θα παρατηρήσετε και μόνο από τις χρονιές των ταινιών για τις οποίες διακρίθηκε φεστιβαλικά και οσκαρικά πως σε γενικές γραμμές ανήκουν στα ‘70s και στα ‘90s. Πράγματι, στο ενδιάμεσο η καριέρα του είχε πέσει άσχημα.
Στη διάρκεια των ‘70s διακρίθηκε, κέρδισε βραβεία και αναγνώρισε αλλά και πειραματίστηκε με ταινίες δύσκολες και προκλητικές. (Πριν χρόνια οι Νύχτες Πρεμιέρας του είχαν οργανώσει μια ρετροσπεκτίβα που όντως, περιλάμβανε μόνο τα ‘70s). Το 1980 είχε μια τεράστια αποτυχία με το αριστούργημα Ποπάυ, ο Ναύτης και έπειτα άργησε πολύ να βρει ξανά αναγνώριση.
Η καριέρα του αναστήθηκε στις αρχές των ‘90s με την χολιγουντιανή σάτιρα Ο Παίκτης και με τα εμβληματικά Στιγμιότυπα, αλλά σύντομα έχασε ξανά το άγγιγμά του, πριν επανέλθει θριαμβευτικά κοντά πια στο τέλος της καριέρας και της ζωής του, με το Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ. Ποτέ προβλέψιμος και ποτέ ασφαλής, ο Όλτμαν είχε μια καριέρα συναρπαστική και καθόλου γραμμική – σαν κάποια από τις σπουδαίες ταινίες του.
Εδώ ξεχωρίζουμε μόνο 10 από αυτές, αλλά όσο εξερευνείτε, θα βρίσκετε κι άλλες.
M*A*S*H (1970)
Το νοσοκομειακό προσωπικό κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας προσπαθεί μέσα από χιούμορ και φάρσες να διατηρήσει τα λογικά του στο πρόσωπο της φρίκης. Σκληρός κόσμος σε αντιπαράθεση με μια φαρσική επιφάνεια στην πρώτη εμβληματική ταινία του Όλτμαν. Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες και θεμελίωση του μοναδικού στυλ, μιας σάτιρας με επίκεντρο το ensemble, δίχως βάση στην πλοκή ή προδιαγεγραμμένα character arcs.
Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός (1973, The Long Goodbye)
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου βοηθά ένα φίλο να τα βγάλει πέρα σε μια δυσκολία αλλά εμπλέκεται σε μια υπόθεση φόνου. Απολαυστικό νουάρ με σατιρικές πινελιές που επηρέασε αμέτρητες μετέπειτα απόπειρες στο είδος. Έλιοτ Γκουλντ σε κορυφαία στιγμή καριέρας.
Ζάρια, πόκερ και… κάτι άλλο! (1974, California Split)
Ξανά Έλιοτ Γκουλντ, με παρτενέρ τώρα τον Τζορτζ Σίγκαλ, στην δραμεντί του Όλτμαν, με έναν τζογαδόρο να βυθίζεται σταδιακά περισσότερο στον κόσμο των στοιχημάτων και των καζίνο.
Νάσβιλ, η Πόλη των Εκπλήξεων (1975, Nashville)
Μάλλον η διασημότερη ταινία και εμβληματικότερος εκπρόσωπος του σινεμά του Όλτμαν. Μέσα σε λίγες μέρες, δεκάδες χαρακτήρες με μεγάλη, μικρή, ή και καθόλου μεταξύ τους σχέση μαζεύονται σε ένα μέρος για την προετοιμασία ενός πολιτικού συνεδρίου. Απίστευτο καστ και μεστρικός έλεγχος κάμερας, ρυθμού και αφήγησης από τον Όλτμαν στο απόγειο του στυλ του.
3 Γυναίκες (1977, 3 Women)
Σε μια ερημική πόλη της Καλιφόρνια, μια ενήλικη γυναίκα (Σέλεϊ Ντιβάλ, πάντα σπουδαία στους ολτμανικούς ρόλους της) αναπτύσσει μια αυξανόμενα παράξενη σχέση με την έφηβη συγκάτοικό της (Σίσι Σπέισεκ) και μια μεσήλικη έγκυο (Τζάνις Ρουλ). Ο Όλτμαν κυριολεκτικά είδε αυτή την ταινία σε όνειρο, αναπτύσσοντας την ιδέα σε ένα ψυχολογικό θρίλερ που τον βλέπει να δοκιμάζει νέα και συναρπαστικά πράγματα με το στυλ του.
Ποπάυ, ο Ναύτης (1980, Popeye)
Διαβόητη εμπορική και κριτική αποτυχία στην εποχή του, σήμερα λατρεύεται από πολύ μεγάλη μερίδα των σινεφίλ και των θαυμαστών του Όλτμαν ως παρεξηγημένο αριστούργημα. Ένα οπτικά και ερμηνευτικά σουρεάλ ensemble κομμάτι που πιάνει κάτι από την ελευθερία της κομιξικής φόρμας και δε μοιάζει με τίποτα άλλο που είχαμε δει τότε ή έχουμε δει έκτοτε. Αγνό αριστούργημα.
Ο Παίκτης (1992, The Player)
Ένας χολιγουντιανός παραγωγός λαμβάνει απειλές θανάτου από έναν σεναριογράφου του οποίου το σενάριο απέρριψε – αλλά από ποιον από όλους; Η επιστροφή του Όλτμαν σε φόρμα μετά από μια δύσκολη δεκαετία των ‘80s, με πρωταγωνιστή τον Τιμ Ρόμπινς.
Στιγμιότυπα (1993, Short Cuts)
Η άλλη απόλυτα εμβληματική ταινία του ολτμανικού στυλ, ένα ψηφιδωτό στιγμών από την καθημερινότητα διαφόρων κατοίκων του Λος Άντζελες με σπουδαίο καστ (Άντι Μακντάουελ, Τζούλιαν Μουρ, Τζακ Λέμον, Λίλι Τόμλιν, Τιμ Ρόμπινς, και πολλοί ακόμα). Η ταινία-πατρόν για κάθε μετέπειτα «urban σπονδυλωτό ψηφιδωτό» των επόμενων δεκαετιών, από τη Μανόλια του Πολ Τόμας Άντερσον μέχρι, βοήθειά μας, το Crash του Πολ Χάγκις.
Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ (2001, Gosford Park)
Η εκ νέου δημιουργική ανάσταση του Όλτμαν με ένα upstairs/downstairs τύπου whodunnit, με εντυπωσιακό καστ (Κλάιβ Όουεν, Μάγκι Σμιθ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Μάικλ Γκαμπόν, Έλεν Μίρεν), γραμμένο από τον Τζούλιαν Φέλοους, μετέπειτα του Πύργου του Downton.
Η Καλύτερη Παρέα (2006, A Prairie Home Companion)
Μια backstage βόλτα κατά τη διάρκεια της τελευταίας εκπομπής ενός εμβληματικού ραδιοφωνικού σταθμού, ένα ομαδικό ξεφάντωμα υπό το φάσμα του θανάτου (Βιρτζίνια Μάντσεν στο ρόλο, μη νομίζετε ότι το γράφω έτσι αλληγορικά). Υπέροχη αποτύπωση μιας ensemble δυναμικής ακόμα και μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος, στην τελευταία ταινία του Ρόμπερτ Όλτμαν – μια από τις σπουδαίες Τελευταίες Ταινίες. Οπωσδήποτε, ένα απόλυτα ταιριαστό και αντιπροσωπευτικό αντίο από έναν σκηνοθέτη-είδος του ενός.