Πώς μια ταινία για τους οπαδούς της Αταλάντα έγινε από το “πουθενά” talk of the town
Διαβάζεται σε 7'
Το ντοκιμαντέρ “Στην Υπεράσπιση μιας Πίστης – Η οπαδική κουλτούρα στο Μπέργκαμο μέσα από τα μάτια του Claudio “Bocia” Galimberti” πάει για τρίτη προβολή στο Τριανόν.
- 26 Φεβρουαρίου 2025 15:50
Μετά από δύο – απροσδόκητα – συνεχόμενα sold out, το περιοδικό HUMBA! παρουσιάζει εκ νέου το ντοκιμαντέρ “ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΠΙΣΗ ΜΙΑΣ ΠΙΣΤΗΣ – Η οπαδική κουλτούρα στο Μπέργκαμο μέσα από τα μάτια του Claudio “Bocia” Galimberti”, τη Δευτέρα 3 Μαρτίου στον κινηματογράφο Τριανόν. Εκεί όπου έλαβαν χώρα δηλαδή και οι δύο πρώτες προβολές, με την πρώτη να “φιλοξενεί” και τον σκηνοθέτη Andrea Zambelli.
Ανάρπαστη άλλωστε έγινε και η προβολή στη Θεσσαλονίκη στον κινηματογράφο Μακεδονικόν, όπου επίσης έδωσε το “παρών” ο δημιουργός της ταινίας.
Η ταινία ξεδιπλώνει την 30χρονη πορεία της Curva Nord της Αταλάντα, μέσα από την αφήγηση ενός από τους πλέον εμβληματικούς της ultras, του Claudio “Bocia” Galimberti.
Το εγχείρημα παρουσιάζει από μόνο του ξεχωριστό ενδιαφέρον καθώς ο Zambelli κινηματογραφεί ως ενεργό “σώμα” των εξελίξεων στις τάξεις των οπαδών του Μπέργκαμο. Τους ακολουθεί από τις αρχές του ’90, τότε που τα βασικά club βρήκαν τον τρόπο να συντονιστούν μεταξύ τους σε ένα ενιαίο “μέτωπο” στο πέταλο του “Στάντιο Ατλέτι Ατσούρι ντ’ Ιτάλια” (πλέον έχει μετονομαστεί σε Στάδιο Gewiss) και καταλήγει στο 2021, μετά τα πρώτα lockdown και τον covid-19 που “θέρισε” το Μπέργκαμο, με το τέλος του γηπέδου ως είχε.
Η πορεία είναι παράλληλη. Η Αταλάντα από ομάδα που πάλευε να μείνει στην Serie A ανέβηκε στα σαλόνια της Ευρώπης, και μαζί με την σταδιακή άνοδό της ήρθαν και οι χορηγοί. Το πέταλο γκρεμίζεται, οι “όρθιες θέσεις” αντικαθίστανται με καθίσματα, οι οπαδοί ψάχνουν να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους απέναντι στο “μοντέρνο ποδόσφαιρο”, με τον εμβληματικό οπαδό τους να είναι εξόριστος ψαράς σε ένα χωριό, μακριά από τη Λομβαρδία.
Η αφηγηματική γραμμή που βρίσκει ο Zambelli είναι η ζωή του “Bocia”, κατά την πρότερη δράση του, τις αφηγήσεις του όταν ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, αλλά και ως επαγγελματίας στην αλιεία, μέσα στο σκάφος του. Ο σκηνοθέτης καταγράφει τις συναντήσεις των οπαδών, τις μεταξύ τους συγκρούσεις που άλλοτε έχουν κίνητρα προάσπισης του “τοπικού”, άλλοτε υπονοούνται αιχμές πολιτικής υφής, και είναι αυτόπτης μάρτυρας της “συμμαχίας” των ultras απέναντι στην αστυνομική καταστολή.
Το πνεύμα των οπαδών της Αταλάντα για συγκρούσεις “χωρίς μαχαίρια”, η ακτιβιστική δράση υπέρ της τοπικής κοινωνίας του Μπέργκαμο αλλά και η συσπείρωση γύρω από την “τιμή της πόλης”, αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία, τόσο της ζωής του ίδιου του “Bocia”, όσο και της Curva Nord.
Ο ίδιος ο Zambelli έχει δηλώσει πως γνώρισε τον Claudio “Bocia” Galimberti το 1994, όταν ήταν και οι δύο είκοσι χρονών. Όπως έχει αναφέρει, “οι ultras ήταν για αυτόν τρόπος ζωής, τρόπος εξέγερσης. Γενναιόδωρος και γενναίος, πάντα έτοιμος να βοηθήσει τους πιο αδύναμους. Πάντα απρόθυμος να σκύψει το κεφάλι του μπροστά στις μεγάλες δυνάμεις. Δεν είναι περίεργο που έγινε ο ηγέτης των σκληροπυρηνικών οπαδών της Αταλάντα. Το 1998 άρχισα να τον κινηματογραφώ και δεν σταμάτησα ποτέ. Ακολούθησα όλα τα στάδια της ταραχώδους ζωής του. Το να παρακολουθείς τη ζωή του Bocia σημαίνει όχι μόνο να παρακολουθείς τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην υποκουλτούρα των ultras και στο ποδοσφαιρικό σύστημα ειδικά, αλλά και την εξέλιξη της ιταλικής κοινωνίας και του παγκόσμιου κόσμου γενικότερα. Η ζωή του Bocia είναι μια ιστορία αντίστασης και ανθεκτικότητας: Πάντα μπορούσε να δώσει στον εαυτό του μια δεύτερη ευκαιρία, βρίσκοντας τη δύναμη να μην τα παρατήσει”.
Η ταινία βρίσκει προς το τέλος της τον Bocia “παροπλισμένο” μεν, αλλά πιστό στις ιδέες του, δε. Το μήνυμά του είναι πως “η ζωή συνεχίζεται με ό,τι έχεις, αρκεί να πιστεύεις στα ιδανικά σου”. Παράλληλα, αποδέχεται τα λάθη του και τις συνέπειές τους, με τη μεγαλύτερη εξ αυτών να είναι πως τίθεται αναγκαστικά μακριά από τον έρωτα της ζωής του.
Σε κάθε περίπτωση ο Zambelli δεν επιχειρεί να “ρομαντικοποιήσει” τον χουλιγκανισμό, αλλά αντιθέτως παρακολουθεί “ήσυχα” την οπαδικότητα των 90s, χωρίς να παρεμβαίνει με σχόλιά του. Στον αντίποδα, δείχνει τα πράγματα όπως ήταν και είναι.
Δεν λείπει και το χιούμορ, ειδικά στις στιγμές που οι παίκτες της Αταλάντα ανεβαίνουν στη “σκηνή” του φεστιβάλ του Μπέργκαμο, με τον Bocia να προσπαθεί να τους μυήσει στην ταυτότητα της ομάδας. Ο Zambelli δεν αγιοποιεί τίποτα με την κάμερά του και αυτό είναι ένα μεγάλο win. Δείχνει το πώς σχηματοποιούνται κοινότητες γύρω από το ποδόσφαιρο, πώς διαφθείρονται από το έγκλημα και εργαλειοποιούνται, πώς αλλοιώνονται από την έλευση των χορηγών, πώς βρίσκουν ή δεν βρίσκουν αντανακλαστικά απέναντι στην αλλαγή.
Η βία υπάρχει, αλλά η ταινία εστιάζει στο πώς αναπαράγεται ασύμμετρα από τα κυρίαρχα media, με την αστυνομική κατάχρηση εξουσίας να αποσιωπάται ή να υποβιβάζεται ανισοβαρώς.
Μεγάλο ζητούμενο, όχι μόνο για την Αταλάντα αλλά και παγκοσμίως, είναι το πώς τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας θα καταφέρουν να συνεχίσουν να είναι μέλη του σύγχρονου “ποδοσφαιρικού θεάματος” που προχωρά σε μια ολοένα και πιο “ιλουστρασιόν” εικόνα. Και αυτή η γλυκόπικρη γεύση, χαρακτηρίζει ολόκληρο το φιλμ και είναι ίσως, η ραχοκοκαλιά του.
Προσωπικά δεν γνωρίζω αν τα παραπάνω είναι η αιτία για τα απανωτά sold out μιας ταινίας που γνωστοποιήθηκε περισσότερο ως word of mouth. Το γεμάτο Τριανόν πάντως έφερε ζυμώσεις, συζητήσεις, τοποθετήσεις και προσέλκυσε και πολλές γυναίκες, κάτι που ίσως πολλοί να μην περίμεναν.
Ως γεγονός όλο αυτό αποτυπώνει την ανάγκη του κόσμου να δει κάτι αυθεντικό, βιωματικό, μη συστημικό. Και πράγματι, το εν λόγω φιλμ παρουσιάζει την αλήθεια ωμά, όπως είναι, μακριά από στερεότυπα και φιοριτούρες, αφήνοντας τον θεατή να κρίνει μέσα από το δικό του πρίσμα. Βρίσκει δηλαδή στόχο, από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό.
Λίγο πολύ αυτά έθεσε και ως πρόθεση ο ίδιος ο σκηνοθέτης Anrea Zambelli που δέχθηκε ερωτήσεις του κοινού μετά την πρώτη προβολή. Τόνισε πως εκουσίως επέλεξε η ταινία να μην πουληθεί σε κάποια πλατφόρμα, αλλά να ταξιδέψει με τον δικό της τρόπο. Αποκάλυψε δε πως θα συνεχίσει να ασχολείται με το “οπαδικό κίνημα” της πόλης του όπως έχει διαμορφωθεί στη μετα-covid εποχή, και με την Αταλάντα να διεκδικεί και να παίρνει πλέον, τίτλους.
Θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν βλέπαμε ένα παρόμοιο ντοκιμαντέρ για τους οπαδούς στη χώρα μας, αν και κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Αφενός γιατί τα χαρακτηριστικά των οπαδών στην Ιταλία είναι πολύ διαφορετικά και εντοπίζονται – αναπτύσσονται στις κατά τόπους περιοχές (πχ στο Μπέργκαμο δεν νοείται να μην υποστηρίζεις την Αταλάντα), αφετέρου γιατί το όλο θέμα αποτελεί ακόμη για την Ελλάδα, ταμπού, και σίγουρα όχι πεδίο ανοιχτής συζήτησης.
Σε κάθε περίπτωση αξίζει να δείτε τη δουλειά του Anrea Zambelli και να κρίνετε με το δικό σας πρίσμα. Και ελπίζουμε το HUMBA! να συνεχίσει με τέτοιες πρωτοβουλίες που γεννούν γόνιμους προβληματισμούς.
Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται για τρίτη φορά τη Δευτέρα 3 Μαρτίου στον Κινηματογράφο Τριανόν. Εισιτήρια μπορείτε να βρείτε εδώ
Πληροφορίες παραγωγής:
Χώρα: Ιταλία
Έτος: 2023
Διάρκεια: 102′
Γλώσσα: Ιταλικά
Απόδοση υποτίτλων: gruppo Atalanta Ioannina
Σκηνοθεσία: Andrea Zambelli
Μοντάζ: Cristina Sardo
Με τον: Claudio “Bocia” Galimberti
Παραγωγή: Andrea Zanoli – Lab 80 film, Davide Ferrario – Rossofuoco Festival: Torino Film Festiva