Χέρμαν Έσσε, επίκαιρος όσο ποτέ

Διαβάζεται σε 8'
Χέρμαν Έσσε, επίκαιρος όσο ποτέ

Μια αναδρομή στην πορεία ενός από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς του 20ού αιώνα με αφορμή την επανέκδοση των εμβληματικών του βιβλίων από τις εκδόσεις Διόπτρα σε νέες μεταφράσεις, σύγχρονα minimal εξώφυλλα και πλούσιο συνοδευτικό υλικό.

Την άνοιξη του 2024, οπότε και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από τη Διόπτρα το αγέραστο Κνουλπ (μτφρ. Βασίλης Τσαλής) του Χέρμαν Έσσε, εντελώς συμπτωματικά στο Reddit ξεκίνησε ένα πολύ ενδιαφέρον thread για τον εμβληματικό Γερμανό συγγραφέα με την εξής πρώτη ανάρτηση: «Δεν μου αρέσει το ότι ο Έσσε θεωρείται συγγραφέας για τους νέους. Λες και η αναζήτηση του εαυτού τελειώνει στα 17. Το είδος της πνευματικότητας που προσπαθεί να μεταδώσει ο Έσσε είναι πολύ μεγαλύτερο από τις ίδιες του τις λέξεις, και είναι τόσο μαγικό. Το θέμα της ταυτότητας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Τα βιβλία του είναι καταπληκτικά σε όποια ηλικία κι αν τα διαβάσεις. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και νομίζουν ότι έχουν στοχαστεί αρκετά ως προς την ίδια τους την ύπαρξη. Νομίζουν ότι έχουν ήδη βρει την ταυτότητά τους και αδυνατούν να διαβάσουν πέρα από αυτή την πτυχή των ιστοριών του Έσσε».

Με πολλούς χρήστες να συμφωνούν και να επαυξάνουν στη συνέχεια, όπως για παράδειγμα ένας καθηγητής φιλοσοφίας: «Ο Έσσε είναι ο συγγραφέας στου οποίου τις ιστορίες μυθοπλασίας εντοπίζω τις πιο πολλές φιλοσοφικές αναφορές» τόνισε. «Σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται μόνο στους νέους, ίσως μάλιστα να ισχύει το εξής: ακόμη κι αν τον διαβάσεις όταν είσαι νέος, θα τον κατανοήσεις καλύτερα μεγαλώνοντας».

Αν και προφανώς δεν είναι ποτέ αργά για να διαβαστεί ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους όλων των εποχών, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι τα βιβλία του Έσσε είναι από τα πρώτα στα οποία καταφεύγουν οι νέοι όταν αποφασίζουν να διαβάσουν «σοβαρή λογοτεχνία» που σου ανοίγει διανοητικούς και ψυχικούς ορίζοντες», όπως επισημαίνουν στο περιοδικό New Yorker. Και η αλήθεια είναι ότι ναι μεν σήμερα πιστεύουμε ότι αυτό παγιώθηκε στα 60s, τότε που ο Τίμοθι Λίρι σύστηνε στα παιδιά των λουλουδιών να εντρυφήσουν στον Σιντάρτα και τον Λύκο της Στέπας, πρόκειται όμως για μια συνθήκη που ισχύει όμως από την αρχή της συγγραφικής πορείας του Έσσε, τέσσερα χρόνια μετά την έλευση του 20ού αιώνα.

Οι νεαροί αναγνώστες του Έσσε, σημειώνουν στο New Yorker, τότε και τώρα, δεν σφάλλουν όταν νιώθουν ότι ο συγγραφέας με τις λέξεις του είναι σαν να απευθύνεται στον καθένα τους ξεχωριστά. Ακριβώς γιατί εγκιβωτούν ένα πολυσχιδές, πηγαίο και ορμητικό συναισθηματικό φορτίο, το οποίο μεγαλώνοντας, θέλοντας και μη, δεν κάνουμε και λίγα ώστε να το αποσοβήσουμε σε μια προσπάθεια να καλιμπράρουμε τις διαφορετικές πτυχές της ταυτότητάς μας – προσωπικές, επαγγελματικές, κοινωνικές. Και, ειδικά στον 21ο αιώνα, ψηφιακές.

Τα μυθιστορήματά του συχνά διερευνούν την εύλογη -άλλοτε εκρηκτική κι άλλοτε υπόγεια- σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Ακριβώς γι’ αυτό λοιπόν οι αναγνώστες, πόσο μάλλον οι νεαρότεροι ανάμεσά τους, βλέπουν έναν μυθοπλαστικά μεγεθυμένο αντικατοπτρισμό του εαυτού τους στο αρχέτυπο του ήρωα του Έσσε, έναν τύπο ευαίσθητο και ανήσυχο που αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τα επιβεβλημένα πλαίσια κοινωνικής κανονικότητας – κοινώς, δεν τον χωράει ο τόπος.

Ορισμός όλων αυτών αποτελεί ο Σιντάρτα, ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου βιβλίου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα με εντυπωσιακό και απρόσμενα μίνιμαλ εξώφυλλο και σε νέα μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και του Άγγελου Αγγελίδη) ο νεαρός γιος ενός πλούσιου βραχμάνου, ο οποίος εγκαταλείπει τα προνόμια και τις ανέσεις του πατρικού του για να αναζητήσει με κάθε τρόπο τη φώτιση. Οι ρηξικέλευθες αναζητήσεις της νιότης, που λέγαμε και πιο πάνω, έχουν την τιμητική τους σε αυτό το «ινδικό παραμύθι», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Έσσε, στο οποίο συνθέτει στοιχεία από τις ανατολικές θρησκείες, τα αρχέτυπα του Γιουνγκ και τον δυτικό ατομικισμό δημιουργώντας ένα μοναδικό όραμα για την πορεία του ανθρώπου προς την πνευματική ολοκλήρωση.

«Χόρτασα να σκέφτομαι, αρκετά λόγια. Θέλω να βρω την αλήθεια. Θέλω να μάθω από το ποτάμι. Θέλω να δω τον κόσμο όπως είναι, χωρίς δάσκαλο ή δόγμα» γράφει ο Έσσε, με το ποτάμι να συμβολίζει την ιδέα της αλλαγής, καθώς ο Σιντάρτα μεταμορφώνεται μέσα από τις εμπειρίες του δίπλα του. «Δεν έχω δασκάλους και δεν θέλω διδασκαλίες. Θα μάθω από τον εαυτό μου» τονίζει σε άλλο σημείο. Και ο ίδιος άλλωστε ο συγγραφέας από πολύ νωρίς ήρθε αντιμέτωπος με την ασφυκτική πίεση των εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών δομών της εποχής του, στην προσπάθειά του να διαφυλάξει τον ίδιο του τον εαυτό, τη μοναδικότητά του. Ειδικά δε η κόντρα του γεννημένου στις 2 Ιουλίου του 1877 στην Καλβ της Βιρτεμβέργης, Έσσε με τους γονείς του υπήρξε από νωρίς έκδηλη. Κατά δική του ομολογία ως παιδί φαντασιωνόταν συχνά ότι έβαζε φωτιά στο σπίτι της οικογένειάς του.

Ήταν τόσο τεταμένη η σχέση του με τον ιεραπόστολο πατέρα του, ώστε το 1891, ο δεκατετράχρονος τότε Έσσε μπήκε εσώκλειστος σε ένα ξακουστό για την αυστηρότητά του και όχι μόνο οικοτροφείο. Τον Μάρτιο του 1892 όμως το έσκασε και οι γονείς του, μη μπορώντας να τον χαλιναγωγήσουν, αποφάσισαν να τον κλείσουν σε ένα ψυχιατρικό άσυλο. Μετά από αρκετούς μήνες ο νεαρός Έσσε πήρε δοκιμαστικά εξιτήριο και μπόρεσε να επιστρέψει στο σχολείο, όμως η σχέση του με τους γονείς του είχε πληγεί ανεπανόρθωτα. Δεν είναι τυχαίο ότι αρνήθηκε να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του το 1902.

Τελικά ο Έσσε ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης, δημοσιεύοντας παράλληλα τα πρώτα του ποιήματα και πεζά και αρθρογραφώντας σε εφημερίδες. Το 1904 το μυθιστόρημα Πέτερ Κάμεντσιντ του χάρισε την αναγνώριση και την ευκαιρία να ζήσει στο εξής αποκλειστικά από τη συγγραφή, εν μέρει αυτοβιογραφούμενος – ή μάλλον συνθέτοντας το ψυχογράφημά του σε συνέχειες και με επί μέρους διαφοροποιήσεις ως προς την κεντρική θεματική κάθε φορά. Στη Γερτρούδη, για παράδειγμα, ο Έσσε μιλά εν έτει 1910 με τον ιδιοσυγκρασιακό του τρόπο για τον έρωτα, τη φιλία, την έμπνευση και τη νιτσεϊκή θεωρία για τη γένεση της τέχνης, όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα πλημμυρισμένο μουσική. «Καλλιτέχνης δεν είναι ένας ευδιάθετος τύπος που από ενθουσιασμό πετάει έργα τέχνης από εδώ κι από εκεί. Αλλά κάποιος που πνίγεται και γι΄αυτό πρέπει να δώσει κάτι από τον εαυτό του» γράφει.

Ενώ στο οπισθόφυλλο της νέας έκδοσης από τη Διόπτρα (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα) διαβάζουμε: «Στα απομνημονεύματά του ο διάσημος συνθέτης Κουν αφηγείται τον άτυχο έρωτά του για την όμορφη, γλυκιά Γερτρούδη. Ο Κουν την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αλλά εκείνη θα αγαπήσει και θα παντρευτεί τον καλό του φίλο Χάινριχ, έναν γοητευτικό, παρορμητικό τραγουδιστή της όπερας. Εντελώς αταίριαστοι, η Γερτρούδη και ο Χάινριχ θα δυστυχήσουν μέσα σ’ έναν καταστροφικό γάμο. Ωστόσο, ο πόνος του έρωτα γίνεται η έμπνευση για μια όπερα που θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του Κουν».

Το βιβλίο, όμως, του Έσσε που αποτελεί σημείο αναφοράς για την πλειοψηφία των αναγνωστών, είναι το Σιντάρτα που εκδόθηκε το 1922 σε μια Ευρώπη που ακόμη μετρούσε τις πληγές της από τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως γι’ αυτό οι τάσεις φυγής του συγγραφέα είναι εδώ πιο έκδηλες από ποτέ: «φεύγει», γράφοντας, μακριά από την Ευρώπη και αναζητά το νόημα της ζωής στη βουδιστική Ινδία. «Εμένα μ’ ενδιαφέρει μόνο να μπορώ ν’ αγαπώ τον κόσμο, να μην τον περιφρονώ, να μην μισώ ούτε τον κόσμο ούτε τον εαυτό μου, να μπορώ να νιώθω αγάπη και θαυμασμό και δέος για τον κόσμο, για μένα και για όλα τα πλάσματα».

Από το 1912, αν και Γερμανός υπήκοος, ο Έσσε ζούσε μόνιμα στην Ελβετία, παρακολουθώντας από απόσταση τον ζόφο του χιτλερισμού να εξαπλώνεται στην πατρίδα του. Αν και ο ναζισμός, όπως επισημαίνεται στο New Yorker, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα πιστεύω του, και ο συγγραφέας βοήθησε εμιγκρέδες συναδέλφους, όπως για παράδειγμα τον Τόμας Μαν, ο Έσσε δεν ενεπλάκη στο αντιφασιστικό κίνημα όσο ενεργά το έπραξαν άλλοι δημόσιοι διανοούμενοι της εποχής.

Το 1946, έναν χρόνο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και σχεδόν είκοσι πριν φύγει από τη ζωή (στις 9 Αυγούστου του 1962), ο Χέρμαν Έσσε θα βραβευόταν με το Νόμπελ λογοτεχνίας όντας πια ήδη τότε και παραμένοντας μέχρι σήμερα ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον αναγνωρισμένους Γερμανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, επίκαιρος όσο ποτέ και στον επόμενο. Αυτόν τον επεισοδιακό που, νεότεροι και μεγαλύτεροι, διανύουμε τώρα. Όλοι μαζί και την ίδια στιγμή ο καθένας μας μόνος του.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα