Νέες ταινίες: Κέιτ Μπλάνσετ και Μάικλ Φασμπέντερ σε έναν γάμο κατασκόπων στο “Σκιές στο Σκοτάδι”
Διαβάζεται σε 13'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 13 Μαρτίου 2025 06:21
Στην πρώτη θέση του box office άνοιξε το “Mickey 17” του Μπονγκ Τζουν-χο, με χαμηλό σύνολο πάντως στα 8.400 εισιτήρια. Παρολαυτά –κι ας μην μας άρεσε ιδιαίτερα η ταινία– ελπίζουμε να εμφανίσει διάρκεια ζωής ή να βρει το κοινό της σε δεύτερο χρόνο.
Στη δεύτερη θέση έκανε την επανεμφάνισή της “Anora” που μετά τα 5 Όσκαρ κέντρισε το ενδιαφέρον περισσότερων από 7.000 θεατές που πιθανώς να την είχαν χάσει στον πρώτο γύρο διανομής. Η ταινία του Σον Μπέικερ ξεπέρασε έτσι τα 55.000 εισιτήρια, αλλά δε θα φτάσει το “Brutalist” του Μπρέιντι Κορμπέ που είναι τώρα πάνω από τα 63.000. Θα το λέμε κάθε εβδομάδα – ένα πολύ εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Σκιές στο Σκοτάδι
(“Black Bag”, Στίβεν Σόντερμπεργκ, 1ω33λ)
★★★★
Ο Τζορτζ κι η Κάθριν είναι ζευγάρι πρωτοκλασάτων πρακτόρων της βρετανικής αντικατασκοπίας. Οργανώνοντας δείπνο για 4 συναδέλφους στο σπίτι τους, ο Τζορτζ θέλει παγιδεύσει τον ύποπτο εσχάτης προδοσίας. Ανάμεσα στους υπόπτους όμως είναι κι η Κάθριν…
Σε 25 λέξεις: Με τρομερή οικονομία στην αφήγηση και μια αναπάντεχη δομή, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ σκηνοθετεί με κέφι και χιούμορ ένα κατασκοπικό θρίλερ που περιστρέφεται γύρω από το πάθος του κεντρικού ζευγαριού.
Κριτική
Ο συνδυασμός ενός σκηνικού κατασκοπικού θρίλερ (όπου κυριαρχεί μια σχεδόν εμπύρετη αίσθηση παράνοιας) με το συναισθηματικό διακύβευμα της ρομαντικής κομεντί είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που γράφει ο Ντέιβιντ Κεπ και εκτελεί με πολύ μεράκι ο Στίβεν Σόντερμπεργκ. (Ο Κεπ είναι από τους σταθερούς πλέον συνεργάτες αυτής της πρόσφατης περιόδου του Σόντερμπεργκ, έχοντας γράψει μερικά από τα καλύτερα θρίλερ της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, όπως το πρόσφατο “Presence” και κυρίως το εκπληκτικό “Kimi”.)
Στην ταινία, ο κατάσκοπος του Μάικλ Φασμπέντερ είναι που μαθαίνει πως υπάρχει μια ομάδα υπόπτων για εσχάτη προδοσία, τους οποίους και καλεί σπίτι του για δείπνο προκειμένου να καταφέρει να ξετρυπώσει τον αληθινό ένοχο – όμως στη λίστα συμπεριλαμβάνεται κι επίσης κατάσκοπος, σύζυγός του. Η ταινία οριοθετείται από δείπνα όπου η δυναμική ανάμεσα σε μισή ντουζίνα χαρακτήρες διαρκώς μεταβάλλεται, σαν μια ρουλέτα που δεν ξέρεις πού θα κάτσει τελικά η μπίλια-αλήθεια.
Αυτές οι αλληλεπιδράσεις, με επίκεντρο φυσικά εκείνη του ζευγαριού των Μπλάνσετ-Φασμπέντερ, είναι η ραχοκοκαλιά της ίντριγκας, με τις όποιες παραδοσιακά κατασκοπικές διαδικασίες να ακολουθούν και να ντύνουν τη συνταγή. Η ισορροπία είναι εντυπωσιακή, καθώς ποτέ δε νιώθεις πως απουσιάζει ένα στοιχείο επιβαρυνόμενο από κάποιο άλλο: ο μέγας τεχνίτης Σόντερμπεργκ ξέρει πώς να μεταπηδήσει ανάμεσα σε σκηνικά και καταστάσεις με τον πιο οικονομικό κα σαφή τρόπο.
Όμως τελικά είναι αυτός ο πυρήνας της σχέσης του κεντρικού ζευγαριού που απογειώνει τα πάντα. Οι στιγμές που μοιράζονται, όσο κι όλα εκείνα που ΔΕΝ μοιράζονται. (Όσα βρίσκονται στην «μαύρη τσάντα» του ορίτζιναλ αγγλικού τίτλου, τον οποίον χάσαμε για το πολύ πιο αόριστο “Σκιές στο Σκοτάδι”.) Βλέπουμε τον Τζορτζ να μαγειρεύει με αφοσίωση. Την Κάθριν να κινείται μες στους γεωμετρικούς χώρους του σπιτιού με άνεση, σα να κυλάει. Απολαμβάνουν να στέκονται σε απόσταση, λατρεύουν να έρχονται κοντά. Στην ρουτίνα τους, οι δυο τους μοιάζουν σα να κινούνται ρυθμικά ακολουθώντας μια αόρατη χορογραφία.
Είναι ένα ζευγάρι που μοιάζει πλήρες, με μια αγάπη χτισμένη πάνω στην αποδοχή των όσων δε θα γνωρίζουν ποτέ, στην αποδοχή της μη-τελειότητας. Μα αυτό όμως δεν είναι πάντα και το όλο νόημα;
Στην έλξη, στην αγάπη, στο ώριμο πάθος τους χτίζεται τελικά το μεγάλο κατασκοπικό μυστήριο της ταινίας, γαρνιρισμένο με μπόλικο χιούμορ και χορταστικές ερμηνείες από το υπόλοιπο καστ (ειδικά από την Μαρίσα Αμπέλα του “Back to Black” και του άνετα πια, έξαλλου σοφού Πιρς Μπρόσναν). Το τελικό αποτέλεσμα, δίχως το παραμικρό λίπος, δίχως την ελάχιστη περιττή επανάληψη ή απώλεια ρυθμού, είναι ένα ρομαντικό κατασκοπικό θρίλερ του οποίου ο ρομαντισμός έρχεται πια ως κάτι απόλυτα συνειδητοποιημένο, μεστό, όμορφα γκριζαρισμένο. Η ταινία αυτή, ξέρει πώς να σου κάνει το τραπέζι.
Άγριες Πληγές
(“Caught by the Tides / Feng liu yi dai”, Ζία Ζανγκ-κε, 1ω51λ)
★★★★★
Στην αυγή του 21ου αιώνα, μια γυναίκα βλέπει τον σύντροφό της να την εγκαταλείπει έξαφνα. Όταν ξεκινά να τον ψάχνει, το ταξίδι της διατρέχει όχι μόνο την Κίνα, αλλά και τις δεκαετίες, φτάνοντας στο σήμερα.
Σε 25 λέξεις: Φορμαλιστικός ιμπρεσιονισμός από τον μεγάλο κινέζο master Ζία Ζανγκ-κε (“Οι Στάχτες Μιας Αγάπης”) που μέσα από αρχειακό υλικό, κομμένες σκηνές παλιότερων ταινιών του και σύγχρονα γυρίσματα, συνθέτει ένα πρωτόγνωρο love story κολάζ για το πέρασμα του χρόνου.
Κριτική
Στην Κίνα της αυγής του 21ου αιώνα, μια γυναίκα κι ένας άντρας μοιράζονται ένα παθιασμένο έρωτα που όμως δεν διαρκεί πολύ. Ο Μπιν εξαφανίζεται γιατί θέλει να δοκιμάσει την τύχη του σε μια άλλη επαρχία της Κίνας, κι εκείνη τότε αποφασίζει να ψάξει να τον βρει.
Ο κινέζος μάστερ Ζία Ζανγκ-κε (“Αίσθηση Αμαρτίας”, “Οι Στάχτες μιας Αγάπης”) απλώνει στην οθόνη το magnum opus του μετατρέποντας ένα ερωτικό κυνηγητό σε μια αποστομωτική ματιά στην αργή ορμή του χρόνου κατά το πρώτο ¼ του αιώνα. Χρησιμοποιώντας οπτικό υλικό που γύριζε χωρίς απαραίτητα να έχει συγκεκριμένο σκοπό κατά τα τελευταία 20 χρόνια, από πόλεις, στιγμές και ανθρώπους, και σε συνδυασμό με υλικό από τα πρώτα φιλμ της καριέρας του (με την ίδια πρωταγωνίστρια, που εμφανίζεται έτσι σα να γερνά στα αλήθεια μπροστά στα μάτια μας) ο Ζανγκ-κε μοντάρει το πέρασμα του χρόνου κρατώντας αληθινά, πρωτογενή υλικά στα χέρια του. Διαφορετικά φορμάτ, ποιότητες εικόνας, τόνοι και εποχές, διαδέχονται η μία την άλλη με μια άγρια οργανικότητα που μόνο μια μη-κατασκευασμένη αλήθεια θα μπορούσε να έχει.
Σε αυτή την αναζήτηση, η Ζάο Τάο, σύντροφος του σκηνοθέτη και θρυλική πια πρωταγωνίστριά του, παραδίδει μια μεγαλειώδη, σιωπηλή ερμηνεία αποκλειστικά μέσα από τραγούδι, χορό, βλέμμα και γλώσσα του σώματος. Είναι σαν ένα πνεύμα του 21ου αιώνα που διατρέχει τις δεκαετίες, την ώρα που γύρω της αλλάζει η εικόνα και η ίδια η δομή των πόλεων, μέχρι και το άγριο ξύπνημα της πανδημικής περιόδου όταν τα πάντα πια μοιάζουν άκομψα, σκληρά.
Η ταινία δεν μοιάζει στην πραγματικότητα με τίποτα άλλο που να έχουμε δει έτσι ακριβώς. Σαν ένα κολάζ πραγματικότητας και φιξιόν, ή κινηματογράφου και προσωπικού ημερολογίου, οι “Άγριες Πληγές” αποτελούν ένα φορμαλιστικά ριζοσπαστικό δείγμα remix σινεμά: Εικόνες από παρελθοντικές δημιουργίες (αλλά όχι ακριβώς όπως τις θυμόμαστε) μαζί με αναμνήσεις ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, πλέκονται με τον αφηγηματικό σκελετό μιας ιστορίας που ακόμα κι ο ίδιος ο Ζάνγκ-κε μοιάζει να λέει ξανά και ξανά.
Που όμως αυτή τη φορά την αφηγείται ιμπρεσιονιστικά, χωρίς λόγια, σαν μια ιστορία που ξέρεις και την οποία παρακολουθείς επειδή την προσοχή σου πια τραβάνε τα περιβάλλοντα και τα πρόσωπα που αλλάζουν – ίσως έτσι να συμβαίνει εξάλλου όταν μεγαλώνουμε και όλες τις ιστορίες τις έχουμε πια ακούσει. Αυτό που μένει μέσα μας δεν είναι η πλοκή ή τα λόγια, είναι οι αισθήσεις.
Κι η αίσθηση αυτού του φιλμ είναι η ίδια με εκείνη που βιώνεις όταν επισκέπτεσαι μετά από καιρό, μέρη που κάποτε είχες γνωρίσει καλά. Η απόσταση του χρόνου τα έχει μετασχηματίσει αποφασιστικά, αλλά το μυαλό σου δε μπορεί παρά να τα συγκρίνει με ό,τι έχει καταχωρημένο ως αμέσως πιο πρόσφατο visual, ακόμα κι αν αυτό απέχει χρόνια ή και δεκαετίες. Σαν όλες οι εποχές, οι στιγμές, οι αισθητικές στο χρόνο να έχουν καταπλακωθεί η μία πάνω στην άλλη. Να έχουν γίνει ένα – σαν το παρόν και το πρόσφατο παρελθόν μας να διαβάζονται ως υποσημείωση της Ιστορίας από το μακρινό μέλλον.
Έτσι, η digital ελευθερία των εικόνων από τις αρχές των 2000s δίνει τη θέση τους στην digital ψυχρότητα του Covid μουδιάσματος. Τα νεαρά πρόσωπα γερνάνε. Η ταυτότητα των πόλεων αλλάζει. Την αφιλτράριστη αισιοδοξία για έναν νέο αιώνα που ανατέλλει και μια ουμανιστική παγκοσμιοποίηση που γεννιέται, διαδέχεται ο βουβός κυνισμός της αστικής ομογενοποίησης, μιας Κίνας για τον οποία το «μπροστά» είναι ο μόνος αυτοσκοπός.
Ο Ζανγκ-κε πάντα ενδιαφερόταν στο σινεμά του για τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό και κατασκευασμένο περιβάλλον του, με τις πόλεις και τα κτίρια και φυσικά την τεχνολογία, και πουθενά όλες αυτές οι ορμές δεν συγκρούονται τόσο δυνατά στο σινεμά του όσο σε αυτό το σιωπηλό ρομάντζο. Μια ρυθμική ωδή στην απόσταση και στο χρόνο που σμιλεύει πόλεις, ανθρώπους και συναισθήματα, ασταμάτητος σαν παλίρροια.
Πικρές Αλήθειες
(“Hard Truths”, Μάικ Λι, 1ω37λ)
★★★½
Η Πάνσι είναι μια νοικοκυρά στο μετα-πανδημικό Λονδίνο που δεν είναι ευχαριστημένη με τίποτα. Είναι αγοραφοβική, υποχόνδρια και παρανοϊκή με τα πάντα, ειδικά με τον υδραυλικό σύζυγό της και τον άνεργο γιο της. Στη γιορτή της Μητέρας, θα επανενωθεί με την αδερφή της, σε μια οικογενειακή κατάσταση που μυρίζει μπαρούτι.
Σε 25 λέξεις: Ο Μάικ Λι επανενώνεται με την Μαριάν-Ζαν Μπατίστ του “Μυστικά και Ψέματα” για ένα τολμηρά αγριεμένο οικογενειακό δράμα, βασισμένο σε μια αδιανόητη πρωταγωνιστική ερμηνεία.
Κριτική
Νέα ταινία για τον θρυλικό σκηνοθέτη ενός σινεμά εργατικής τάξης και άφοβης διείσδυσης στην ανθρώπινη ψυχολογία, ο οποίος δουλεύει ξανά με την υποψήφια για Όσκαρ ηθοποιό Μαριάν Ζαν-Μπατίστ του “Μυστικά και Ψέματα”. Η οποία εδώ παίζει έναν χαρακτήρα που νιώθω πως πρέπει να ψάξουμε πολύ για να βρούμε κάτι αντίστοιχο στα κινηματογραφικά χρονικά, μια γυναίκα υποχόνδρια, γεμάτη φοβίες αλλά και θυμό που καταφθάνει πάνω μας ανεξέλεγκτα μέσα από μια άφοβη, ειλικρινά σαρωτική ερμηνεία από την Ζαν-Μπατίστ. (Εξωφρενική η απουσία της από τις οσκαρικές υποψηφιότητες.)
Μέσα από το ντεμαράζ των εκρήξεών της, σαν ένα γκάζι που έχεις ξεχάσει πατημένο, αποκαλύπτεται σταδιακά και μαεστρικά η χαρτογράφηση της ψυχολογίας της, των παραλυτικών καταπιεσμένων συναισθημάτων που την έχουν μετατρέψει σε μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα. Ο Μάικ Λι καταγράφει τη σχέση της με τον σύζυγό της, τον γιο της, την αδερφή της και τελικά –μέσω όλων αλλά και της ίδιας– με την εκλιπούσα μητέρα της.
Οι “Πικρές Αλήθειες” είναι η πρώτη ταινία του Μάικ Λι μετά το προ 7ετίας “Peterloo”, ένα ιστορικό φιλμ που σε ένα τελείως άλλο context και με έναν διαφορετικό τρόπο, έμοιαζε και πάλι να επιχειρεί να ξυπνήσει τον θεατή προκαλώντας και ενοχλώντας τον με μια διαρκή επίθεση που δε χωράει σε κουτάκια συμβατικής αισθητικής. (Εκεί ήταν η αποφασιστικά μη-στιλιζαρισμένη μάχη της 3ης πράξης καθώς η άρχουσα τάξη κοιτάζει αφ’υψηλού, εδώ το ρεσιτάλ αρνητικότητας της Πάνσι.) Αυτό που φαίνεται να τον αφορά πρωτίστως, είναι η άφιξη σε ένα κάποιο πυρήνα αλήθειας μαζί με έναν θεατή εντελώς ξεβολεμένο.
Με βαριά δραματικά στοιχεία όσο κι ένα καυστικό χιούμορ του καθημερινού παραλογισμού και της ανθρώπινης υπερβολής, το φιλμ παραμένει ακατηγοριοποίητο τόσο πεισματικά, όσο κι η εμμονή της ηρωίδας του: Ένα μοναδικό (αντι)ηρωικό προφίλ που δε μοιάζει με καμία άλλη εμπειρία θέασης. Και του οποίου η αλήθεια μοιάζει, ναι, πικρή.
Σάουντρακ για Ένα Πραξικόπημα
(“Soundtrack to a Coup d’Etat”, Γιόχαν Γκριμονπρές, 2ω30λ)
★★★½
Τζαζ και αντι-αποικιοκρατία συνδέονται σε μια εναλλακτική ιστορική καταγραφή της προσπάθειας του Κονγκό για ανεξαρτητοποίηση από τους Βέλγους το 1960. Τότε που, όμως, οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης είχαν άλλα σχέδια.
Σε 25 λέξεις: Ένα οργισμένο μάθημα ιστορίας για την ολοζώντανη απειλή και κληρονομιά της αποικιοκρατίας, φτιαγμένο σαν μια freestyle τζαζ αφήγηση όπου το ένα περιστατικό διαχέεται στο άλλο. Υποψήφιο για Όσκαρ Ντοκιμαντέρ.
Κριτική
Η Ιστορία ως freestyle τζαζ, με τα κομμάτια ενός εξοργιστικού κεφαλαίου αποικιακής επιβολής και εκμετάλλευσης να μοιάζουν να έρχονται το ένα μετά το άλλο όχι σαν ντόμινο, αλλά σαν ένα παιχνίδι ελεύθερων συνδέσεων. Ο βέλγος σκηνοθέτης καταγράφει την διαδικασία απελευθέρωσης του Κονγκό από τους Βέλγους και τα (στην πράξη) αντίποινα της αποικιοκρατικής Δύσης, μέσα από μαρτυρίες, ιστορικά αποσπάσματα, στιγμιότυπα από επίκαιρα της εποχής, αλλά και κομμάτια μουσικής – μιας κι η τζαζ, η σόουλ κι οι ήρωές και ηρωίδες της, παίζουν εδώ μεγάλο ρόλο, όπως εξάλλου πάντα συμβαίνει με την ποπ κουλτούρα σε καιρούς πολέμου ή γεωπολιτικής ή ταξικής έντασης.
Υπάρχουν μικρές στιγμές που νιώθεις αυτή τη σύνδεση να μοιάζει ελαφρώς φορσέ, και η ρευστή αφήγηση σε συνδυασμό με την επιμονή του σάουντρακ σε κάποιο σημείο πέφτει σε λούπες. Όμως είναι τελικά ακριβώς αυτή η αφήγηση που δίνει στην ταινία τον αληθινό χαρακτήρα της. Υπογραμμίζοντας το ότι η Ιστορία δεν είναι μια σειρά από τέλεια κυβάκια που σχηματίζουν ένα τέλειο σχήμα, παρά μια ρευστή, συχνά ακατανόητη λούπα που σε παρασύρει.
Στην εντυπωσιακή φόρμα αφήγησης αυτού του “Σάουντρακ” ο θεατής θα βρεθεί χαμένος, σα να μην υπάρχει οριοθέτηση, έλεγχος ή ασφάλεια. Είναι μια πολύ σωστή αίσθηση αυτή – γιατί μόνο έτσι θα αφήσουμε τον εαυτό μας να νιώσει στα αλήθεια την πρέπουσα οργή και φόβο για αυτό το όχι-όσο-γνωστό-θα-έπρεπε κομμάτι σύγχρονης Ιστορίας.
Κυκλοφορούν επίσης
Γράμματα από τη Σικελία: Μετά από πολλά χρόνια φυλάκισης για εγκλήματα που σχετίζονται με τη μαφία, ο Κατέλο, ένας μακροχρόνιος πολιτικός, έχει χάσει τα πάντα. Όταν η Ιταλική Μυστική Υπηρεσία τον πείθει να βοηθήσει στη σύλληψη του Ματέο, του τελευταίου μεγάλου αφεντικού της Μαφίας που βρίσκεται ακόμα σε φυγή, βλέπει την μεγάλη του ευκαιρία για επιστροφή. Πρωταγωνιστεί ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός Τόνι Σερβίλο.
Γυναίκες Μαχήτριες – Μέρος Β’ 1944-1960: Στην ιστορική περίοδο από την απόβαση των συμμαχικών Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, ως τις πρώτες εχθροπραξίες και συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα και κατόπιν στον εμφύλιο πόλεμο, ακολουθούμε τις ιστορίες συμμετοχής των γυναικών στους αγώνες είτε ως μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας είτε ως φυλακισμένες και εξόριστες, πληρώνοντας κατ´αυτόν τον τρόπο τους αγώνες τους για Δημοκρατία και ανεξαρτησία. Δέκα οκτώ αγωνίστριες καταθέτουν αυτά που έζησαν από το 1944 έως το τέλος της δεκαετίας του ‘50.
Γιάννης Θεοδωράκης: Ναι… Μπορούμε και Πάλι να Ελπίζουμε: Το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να δώσει την ιστορική θέση που αρμόζει στην προσωπικότητα του Γιάννη Θεοδωράκη, αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη. Σκιαγράφηση του δημοσιογράφου, ποιητή, λογοτέχνη και αγωνιστή της Δημοκρατίας μέσα από έρευνα, συνεντεύξεις και μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν, δούλεψαν, πόνεσαν και αγάπησαν αυτόν τον άνθρωπο, σε ένα ντοκιμαντέρ με ανέκδοτα ιστορικά γεγονότα και άγνωστα γεγονότα της ζωής του, αλλά και τη σχέση με την οικογένειά του, και τον αδερφό του, Μίκη.
Super Wings: Η Ταινία: O Τζετ, το ταχύτερο αεροπλάνο του κόσμου, αναλαμβάνει μια παράξενη αποστολή: να παραδώσει ένα δέμα στη δημοφιλή βλόγκερ Φέι, που αγαπά τη μουσική και τον χορό. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο μοχθηρός Μπίλι Γουίλι, ένας πρώην ιδιοκτήτης εργοστασίου παιχνιδιών απαγάγει μια ομάδα ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και η μητέρα της Φέι. Για να σώσουν την κατάσταση, ο Τζετ και η Φέι ξεκινούν ένα ταξίδι γεμάτο ανατροπές. Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων.