104ο Δημοτικό Αθηναίων: Κραυγή αγωνίας του Συλλόγου Γονέων για τα κενά στην Ειδική Αγωγή
Διαβάζεται σε 8'
Τις σοβαρές ελλείψεις στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση καταγγέλλει με ανοιχτή επιστολή του προς το Υπουργείο Παιδείας ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του 104ου Δημοτικού Σχολείου Αθηναίων. Τι αναφέρει.
- 18 Μαρτίου 2025 18:13
Ανοιχτή επιστολή προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων καθώς και σε κάθε αρμόδιο και ενδιαφερόμενο φορέα απευθύνει ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων Μαθητών και Μαθητριών του 104ου Δημοτικού Σχολείου Δήμου Αθηναίων, με σκοπό την ανάδειξη των σοβαρών ελλείψεων στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (ΕΑΕ) που αντιμετωπίζει το σχολείο.
Όπως αναφέρει ο Σύλλογος, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης στο 104ο Δημοτικό Σχολείο του Δήμου Αθηναίων έχει ως αποτέλεσμα 7 από τους 14 μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας που, σύμφωνα με το αρμόδιο Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ), δικαιούνται παράλληλη στήριξη, να παραμένουν χωρίς την αναγκαία εκπαιδευτική υποστήριξη.
“Η υφιστάμενη κατάσταση αναπόφευκτα εντείνει και βαθαίνει τις διακρίσεις, το στιγματισμό και τον αποκλεισμό που βιώνουν οι μαθητές και οι μαθήτριες με αναπηρία και/ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ιδίως σε σχέση με την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Το ίδιο το σχολείο, το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για την ανάπτυξη μιας συμμετοχικής κοινωνίας που αποδέχεται τη διαφορετικότητα και σέβεται τα ατομικά δικαιώματα όλων των μελών της, καταλήγει τελικά να παραβιάζει το δικαίωμά τους σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που, αν ήταν λειτουργικό, θα βασιζόταν στην πραγματική σύνδεση και τη συμπερίληψη όλων, χωρίς διακρίσεις ή αποκλεισμούς” τονίζει η επιστολή.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι αν και με βάση το Σύνταγμα της χώρας μας η πολιτεία δεσμεύεται να κατοχυρώνει και να αναβαθμίζει διαρκώς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης ως αναπόσπαστο μέρος της υποχρεωτικής και δωρεάν δημόσιας παιδείας, η ελληνική πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από αυτό.
“Παρατηρούμε με προβληματισμό ότι, δυστυχώς, μολονότι η ανάγκη για ειδική εκπαίδευση είναι διαρκής, η εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας παραμένει συστηματικά πλημμελής, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ποιότητα της εκπαίδευσης για τους μαθητές και τις μαθήτριες” επισημαίνει η επιστολή, προσθέτοντας πως,
Αυτή η διαρκής αδυναμία συμμόρφωσης με τα διεθνή και εθνικά πρότυπα μπορεί να συνοψιστεί στους έξι θεμελιώδεις λόγους:
- Υποτίμηση της ΕΑΕ
- Χρόνια υποχρηματοδότηση της ΕΑΕ και εξάρτησή της από ΕΣΠΑ
- Έλλειψη έγκαιρου προγραμματισμού της ΕΑΕ
- Εξάρτηση της ΕΑΕ από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς
- Αύξηση της ανάγκης για εξειδικευμένο προσωπικό
- Ελλείψεις στη διοίκηση και τη διαδικασία προσλήψεων”
Ολόκληρη η επιστολή:
“Ως Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων των Μαθητών και Μαθητριών του 104ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών, έχουμε ως αποστολή μας την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου, την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ σχολείου και οικογενειών, καθώς και την προώθηση δράσεων που συμβάλλουν στην ψυχοκοινωνική και μαθησιακή ανάπτυξη των παιδιών. Σταθερή μας επιδίωξη είναι η δημιουργία ενός ασφαλούς, δημιουργικού και συμπεριληπτικού περιβάλλοντος, όπου κάθε μαθητής και μαθήτρια θα έχει ίσες ευκαιρίες, αλλά και την απαραίτητη υποστήριξη και τα εργαλεία για να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές του. Ένα περιβάλλον στο οποίο, όπως ορίζεται και από την αρχή των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) των Ηνωμένων Εθνών, «κανένας δεν θα μένει πίσω». Όπου όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες, ανεξαρτήτως των δυνατοτήτων και ικανοτήτων τους, θα ενθαρρύνονται να συμμετέχουν ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία, μέσω της αποδοχής και του σεβασμού της προσωπικότητας και της αξίας τους, καθώς και της ισοτιμίας μετέπειτα χειρισμού και της θετικής ανταπόκρισης στις διαφορετικές ανάγκες, δυνατότητες και προτιμήσεις τους.
Αφορμή για την παρούσα επιστολή αποτέλεσε το σοβαρό ζήτημα της έλλειψης εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΕΑΕ) στο σχολείο μας, ένα πρόβλημα για το οποίο έχουμε ήδη απευθυνθεί στις αρμόδιες Αρχές με τρεις επιστολές (αρ. πρωτ. 2/4-10-2024, 5/31-10-2024 και 1/22-1-2025), χωρίς να έχουμε λάβει καμία απάντηση έως σήμερα. Ειδικότερα, κατά το τρέχον σχολικό έτος, με αλλεπάλληλες επιστολές προς το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού (ΥΠΑΙΘΑ), αναδείξαμε τις σοβαρές ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς ΕΑΕ, τόσο στην έναρξη της σχολικής χρονιάς όσο και στο δεύτερο τρίμηνο. Ως αποτέλεσμα, επτά από τους δεκατέσσερις μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας που, σύμφωνα με το αρμόδιο Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ), δικαιούνται παραλληλική στήριξη, παραμένουν χωρίς την αναγκαία εκπαιδευτική υποστήριξη. Αυτό συνεπάγεται την αδυναμία τελικά υποστήριξης, αφενός του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού, καθώς η έλλειψη υποστήριξης επηρεάζει το σύνολο της μαθησιακής διαδικασίας, αφετέρου, των εκπαιδευτικών της γενικής αγωγής που καλούνται να ανταποκριθούν στις ανάγκες ενός πολύσύνθετου έργου, με περιορισμένα μέσα, μεγάλο αριθμό μαθητών και ανεπαρκή στελέχωση.
Η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης αποτιμάται στην πράξη. Και η πραγματικότητα δεν λέει ποτέ ψέματα. Η υφιστάμενη κατάσταση αναπόφευκτα εντείνει και βαθαίνει τις διακρίσεις, το στιγματισμό και τον αποκλεισμό που βιώνουν οι μαθητές και οι μαθήτριες με αναπηρία και/ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ιδίως σε σχέση με την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Το ίδιο το σχολείο, το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για την ανάπτυξη μιας συμμετοχικής κοινωνίας που αποδέχεται τη διαφορετικότητα και σέβεται τα ατομικά δικαιώματα όλων των μελών της, καταλήγει τελικά να παραβιάζει το δικαίωμά τους σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που, αν ήταν λειτουργικό, θα βασιζόταν στην πραγματική σύνδεση και τη συμπερίληψη όλων, χωρίς διακρίσεις ή αποκλεισμούς.
Τα κενά αυτά στο δικό μας σχολείο συνιστούν μέρος μόνο μιας ευρύτερης υποβάθμισης της ειδικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, στην οποία διαπιστώνουμε με βαθιά ανησυχία ότι η ισχύουσα νομοθεσία για την εκπαίδευση των μαθητών και μαθητριών με αναπηρία και/ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που φοιτούν με παραλληλική στήριξη ή σε τμήματα ένταξης γενικών σχολείων ή σε Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΣΜΕΑΕ) εφαρμόζεται πλημμελώς και με προχειρότητα, επισημαίνοντας, σειρά ετών, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνονται επί της ουσίας οι στόχοι της ΕΑΕ.
Η ατελέσφορη αντιμετώπιση και επίλυση αυτών των προβλημάτων έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία παροχής ποιοτικής εκπαίδευσης στους μαθητές και τις μαθήτριες, ένα θεμελιώδες δικαίωμα που η Πολιτεία και οι θεσμοί της οφείλουν να διασφαλίζουν χωρίς αποκλεισμούς. Την υποχρέωση αυτή κατοχυρώνουν το Σύνταγμα (άρθρο 16) και πλήθος ευρωπαϊκών και διεθνών νομικών κειμένων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που δεσμεύουν τη Χώρα – και ιδίως η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (άρθρα 23, 28 και 29), η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (άρθρο 24), καθώς επίσης και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (άρθρο 13).
Σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις συνταγματικές επιταγές και τις υπερνομοθετικές δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο εθνικός νομοθέτης έχει μεριμνήσει τόσο για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, όσο και για την ένταξή της στην ενιαία υποχρεωτική, δωρεάν και δημόσια εκπαίδευση. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1εδ. β΄ του ν. 3699/2008, «[η] πολιτεία δεσμεύεται να κατοχυρώνει και να αναβαθμίζει διαρκώς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης ως αναπόσπαστο μέρος της υποχρεωτικής και δωρεάν δημόσιας παιδείας και να μεριμνά για την παροχή δωρεάν δημόσιας ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης στους αναπήρους όλων των ηλικιών και για όλα τα διαστήματα και τις εκπαιδευτικές βαθμίδες», ενώ το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζει ρητά ότι «[η] ΕΑΕ, όπως και η γενική εκπαίδευση, είναι υποχρεωτική και λειτουργεί ως αναπόσπαστο τμήμα της ενιαίας δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης».
Ενόψει των παραπάνω, η υποχρέωση της Πολιτείας να δώσει μόνιμες και ουσιαστικές λύσεις είναι αδιαμφισβήτητη. Λύσεις που θα διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή της νομοθεσίας για την ειδική εκπαίδευση, ως αναπόσπαστού μέρους της δημόσιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης και θα εξαλήφουν τις διακρίσεις, τον στιγματισμό και τον αποκλεισμό που εξακολουθούν να βιώνουν οι μαθητές και οι μαθήτριες με αναπηρία και/ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι κατά πόσο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα συμμορφώνεται με το Σύνταγμα και τις αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου για την ειδική εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, πόσο κοντά βρισκόμαστε στην υλοποίηση του στόχου ενός πραγματικά συμπεριληπτικού σχολείου στην ελληνική πραγματικότητα;
Παρατηρούμε με προβληματισμό ότι, δυστυχώς, μολονότι η ανάγκη για ειδική εκπαίδευση είναι διαρκής, η εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας παραμένει συστηματικά πλημμελής, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ποιότητα της εκπαίδευσης για τους μαθητές και τις μαθήτριες.
Αυτή η διαρκής αδυναμία συμμόρφωσης με τα διεθνή και εθνικά πρότυπα μπορεί να συνοψιστεί στους έξι θεμελιώδεις λόγους:
- Υποτίμηση της ΕΑΕ
- Χρόνια υποχρηματοδότηση της ΕΑΕ και εξάρτησή της από ΕΣΠΑ
- Έλλειψη έγκαιρου προγραμματισμού της ΕΑΕ
- Εξάρτηση της ΕΑΕ από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς
- Αύξηση της ανάγκης για εξειδικευμένο προσωπικό
- Ελλείψεις στη διοίκηση και τη διαδικασία προσλήψεων.
Παρακαλούμε για την άμεση παρέμβασή σας προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική και ουσιαστική υποστήριξη των μαθητών και μαθητριών με αναπηρία και/ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, εξασφαλίζοντας συνθήκες ασφαλείας και αξιοπρέπειας, χωρίς εμπόδια και αποκλεισμούς, όπως πρέπει να διασφαλίζεται σε ένα σύγχρονο δημόσιο σχολείο.
Επίσης, απευθύνουμε την παρούσα στους αρμόδιους εθνικούς φορείς για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών, καθώς και στα αρμόδια διεθνή εποπτικά όργανα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μαθητών και των μαθητριών μας.
Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων και αναμένουμε την άμεση ανταπόκρισή σας στο αίτημά μας, καθώς και την ενημέρωσή μας για την εξέλιξη του θέματος.
Γιατί δεν υπάρχει καμία δικαιολογία να αφήνουμε κανένα παιδί πίσω!”.