Μήπως μετράμε λάθος την εμπιστοσύνη;
Διαβάζεται σε 5'
Οι δημοσκοπήσεις συγχέουν τη δυσπιστία με την απόρριψη. Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που φαίνεται πιο διχασμένη απ’ όσο είναι.
- 19 Μαρτίου 2025 13:09
Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καταγράφoυν ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, τροφοδοτώντας τίτλους όπως «Οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τη δημοκρατία» ή «Κατάρρευση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη». Τέτοιες γενικεύσεις διαμορφώνουν το πολιτικό κλίμα και επηρεάζουν τις στάσεις τόσο των κομμάτων όσο και των ίδιων των πολιτών. Είναι όμως οι δημοσκοπήσεις ακριβείς; Όντως οι πολίτες απορρίπτουν πλήρως τους θεσμούς ή απλώς εκφράζουν επιφυλακτικότητα;
Ένα από τα μεγαλύτερα μεθοδολογικά προβλήματα των δημοσκοπήσεων στη χώρα αποτελεί η σύγχυση μεταξύ θεσμικής δυσπιστίας και απόρριψης. Αυτή η σύγχυση δεν είναι απλώς γλωσσική· έχει βαθιές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η σχέση των πολιτών με το κράτος και τους θεσμούς έχει διαμορφωθεί από δεκαετίες οικονομικής αστάθειας, πελατειακών σχέσεων και κρίσεων λογοδοσίας, η διαφορά ανάμεσα στο «έχω αμφιβολίες» και στο «απορρίπτω πλήρως» έχει κρίσιμη σημασία για την κατανόηση της πολιτικών δυναμικών.
Το να θεωρείται κάθε επιφυλακτική στάση ως ένδειξη γενικευμένης απαξίωσης είναι όχι μόνο ανακριβές, αλλά και επικίνδυνο, αφού διαστρεβλώνει την πραγματική στάση των πολιτών, δίνει ώθηση στον λαϊκισμό και υπονομεύει τη δυνατότητα στοχευμένων θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Δυσπιστία ≠ Απόρριψη: Μια κρίσιμη διάκριση
Η δυσπιστία προς έναν θεσμό υποδηλώνει επιφυλακτικότητα, κριτική στάση και προβληματισμό. Ένας πολίτης μπορεί να αμφισβητεί τα κόμματα, τη Δικαιοσύνη ή τα ΜΜΕ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τους απορρίπτει ως μηχανισμούς εξουσίας ή ότι θεωρεί πως δεν μπορούν να βελτιωθούν. Αντίθετα, η πλήρης απόρριψη σημαίνει ότι κάποιος πιστεύει ότι ο θεσμός είναι αθεράπευτα διεφθαρμένος, ανίκανος ή εχθρικός προς την κοινωνία.
Ωστόσο, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δεν κάνουν αυτή τη διάκριση, αλλά ρωτούν: «Έχετε εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση;» (Ναι/Όχι), «Πόσο εμπιστεύεστε τη Δικαιοσύνη;» (κλίμακα 1-10), «Τα μέσα ενημέρωσης είναι αξιόπιστα;» (Ναι/Όχι).
Όσοι απαντούν αρνητικά τοποθετούνται στο ίδιο σύνολο, ανεξάρτητα από το αν είναι επιφυλακτικοί αλλά δεκτικοί σε αλλαγές ή αν θεωρούν τον θεσμό ανεπανόρθωτα χαμένο. Αυτό διαστρεβλώνει την εικόνα της κοινωνίας και ενισχύει ακραίες ερμηνείες περί πλήρους απονομιμοποίησης των θεσμών.
Τι πραγματικά μετράμε όταν ρωτάμε για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς;
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν είναι παντού η ίδια, ούτε μετριέται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, στις σκανδιναβικές χώρες, όπου η εμπιστοσύνη στο κράτος είναι παραδοσιακά υψηλή, οι δημοσκοπήσεις δεν περιορίζονται σε διχοτομικές ερωτήσεις αλλά διακρίνουν ανάμεσα σε απόλυτη και υπό όρους εμπιστοσύνη. Αυτό επιτρέπει καλύτερη κατανόηση όχι μόνο του κατά πόσο αποδέχονται οι πολίτες τους θεσμούς, αλλά και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να ανανεωθεί ή να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τους σε αυτούς.
Αντίθετα, σε χώρες με ιστορικό κρίσεων διακυβέρνησης, όπως η Ελλάδα, η αποτυχία διάκρισης μεταξύ επιφυλακτικότητας και πλήρους απόρριψης οδηγεί σε διαστρεβλωμένες αναγνώσεις της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι πολυδιάστατη. Διεθνείς μελέτες, όπως αυτές της Edelman Trust Barometer, δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη συνήθως κινείται σε τέσσερις διακριτές κατηγορίες:
- Θετική εμπιστοσύνη: Οι πολίτες έχουν πίστη στους θεσμούς και θεωρούν ότι λειτουργούν προς όφελός τους.
- Επιφυλακτική εμπιστοσύνη: Οι πολίτες έχουν αμφιβολίες αλλά δεν απορρίπτουν εντελώς τον θεσμό· πιστεύουν ότι με μεταρρυθμίσεις μπορεί να βελτιωθεί. (σ.σ. αυτή είναι η δυσπιστία).
- Βαθιά δυσπιστία: Οι πολίτες θεωρούν τον θεσμό ατελή ή προβληματικό αλλά εξακολουθούν να τον χρησιμοποιούν (π.χ., προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη παρά τις αμφιβολίες τους).
- Απόρριψη: Οι πολίτες πιστεύουν ότι ο θεσμός είναι αναξιόπιστος, διεφθαρμένος ή ότι λειτουργεί εναντίον τους. Δεν περιμένουν βελτίωση και αποστασιοποιούνται ενεργά.
Η πολιτική σημασία της λάθους μέτρησης
Η Ελλάδα έχει ιστορικά χαμηλά επίπεδα θεσμικής εμπιστοσύνης, όμως αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά απόρριψη του δημοκρατικού μοντέλου. Αντίθετα, τα περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει θεσμικά προσανατολισμένη, αλλά ταυτόχρονα απαιτητική και κριτική απέναντι στους θεσμούς. Για παράδειγμα:
- Οι πολίτες εκφράζουν χαμηλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, αλλά συνεχίζουν να προσφεύγουν σε αυτή για την επίλυση διαφορών.
- Οι πολίτες δηλώνουν δυσαρέσκεια με τα κόμματα, αλλά η συμμετοχή στις εκλογές παραμένει σχετικά υψηλή.
- Παρά την καχυποψία προς τα ΜΜΕ, η αναζήτηση ενημέρωσης από διαφορετικές πηγές αυξάνεται, δείχνοντας κριτική στάση, όχι αδιαφορία.
Όταν τέτοιες τάσεις παρουσιάζονται μονοδιάστατα ως «κρίση εμπιστοσύνης», τότε ο λαϊκισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Αντί να βλέπει τη δυσαρέσκεια ως κίνητρο για θεσμική βελτίωση, ο πολιτικός λαϊκισμός την εκμεταλλεύεται για να ενισχύσει το αφήγημα του «διεφθαρμένου κατεστημένου» και να «πουλήσει» αντισυστημικές λύσεις.
Η ευθύνη των κομμάτων και των εταιριών δημοσκοπήσεων
Όσο οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να παρουσιάζουν την κοινωνία ως απόλυτα διχασμένη μεταξύ δυσπιστίας και απόρριψης, τόσο περισσότερο ενισχύεται η πολιτική πόλωση. Μια πιο ακριβής και πολυδιάστατη μέτρηση της εμπιστοσύνης δεν θα βοηθήσει μόνο στην πολιτική ανάλυση των ίδιων των εταιριών, αλλά και στη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων ευθυγραμμισμένων με τις πραγματικές στάσεις και προσδοκίες των πολιτών.
Τα κόμματα έχουν ευθύνη να εγκαταλείψουν το παιχνίδι της πόλωσης και της «γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης», απαιτώντας από τις εταιρίες δημοσκόπησης να συλλέγουν πλουσιότερα δεδομένα και αναλύοντάς τα πιο προσεκτικά. Αυτό θα τους βοηθήσει να διαπιστώσουν ότι η δυσπιστία των πολιτών απέναντι στα ίδια δεν είναι συνώνυμο του «χάους», άλλα κάλεσμα για θεσμικές και οργανωσιακές αλλαγές. Αντί να χαρακτηρίζουν την κοινωνική δυσαρέσκεια ως κάλεσμα για θεσμική εκτροπή, θα ήταν πιο χρήσιμο να την προσεγγίζουν ως αίτημα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Οι δημοσκοπήσεις μπορούν είτε να λειτουργήσουν ως μέσο χειραγώγησης είτε ως ακριβέστερη αντανάκλαση της κοινωνίας και των αναγκών της. Στην παρούσα φάση, συγχέοντας τη δυσπιστία με την απόρριψη, τα δημοσκοπικά ευρήματα τείνουν να παρουσιάζουν τους πολίτες περισσότερο διχασμένους απ’ όσο στην πραγματικότητα είναι.