Παυλόπουλος στο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών: Η νομική τεκμηρίωση της εύλογης απαίτησης της Ελλάδας για τον “επαναπατρισμό” των Γλυπτών του Παρθενώνα
Διαβάζεται σε 13'
Η ομιλίτα του Προκόπη Παυλόπουλου με τίτλο “Συμβολή στην νομική τεκμηρίωση της εύλογης απαίτησης της Ελλάδας για τον οριστικό «επαναπατρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα” στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
- 11 Απριλίου 2025 18:36
Σε ομιλία του με τίτλο «Συμβολή στην νομική τεκμηρίωση της εύλογης απαίτησης της Ελλάδας για τον οριστικό «επαναπατρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα», στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπης Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Η διαχρονικώς ενεργή και πλήρως τεκμηριωμένη εύλογη απαίτηση της Ελλάδας, έναντι του Βρετανικού Μουσείου, για την οριστική και άνευ περιοριστικών προϋποθέσεων ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους, γίνεται σήμερα ολοένα περισσότερο κατανοητή και αποδεκτή σε διεθνή κλίμακα, ακόμη δε και εντός της Μεγάλης Βρετανίας.
Και κατά τούτο το Βρετανικό Μουσείο, αντιλαμβανόμενο την εν προκειμένω προϊούσα απομόνωσή του, προσπαθεί ματαίως να διαφύγει από τον κλοιό της ως άνω γενικευόμενης απαξίωσής του με δήθεν συμβιβαστικές προτάσεις προς την Ελλάδα. Προτάσεις, οι οποίες όμως κατά βάθος και κατ’ ουσία έχουν ως στόχο να μας παγιδεύσουν, μέσω χονδροειδώς κατασκευασμένων και συγκεκαλυμμένων μορφών δανειακών συμβάσεων, στο να αποδεχθούμε την επί των Γλυπτών του Παρθενώνα εν πάση περιπτώσει «νόμιμη» κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου.
Με βάση τα προεκτεθέντα καθίσταται προφανές ότι η Ελλάδα δικαιούται αλλά και οφείλει αφενός να απορρίπτει, δίχως ίχνος υπαναχωρήσεων και υποχωρήσεων, τα κατά τ’ ανωτέρω τεχνάσματα του Βρετανικού Μουσείου. Και, αφετέρου, να ενεργοποιήσει, σε όλη τους την έκταση, τα ισχυρότατα νομικά της επιχειρήματα ως προς την πλήρη κυριότητά της επί των Γλυπτών του Παρθενώνα και, επέκεινα, να εντείνει την διεθνή πίεση προς το Βρετανικό Μουσείο προς την ίδια κατεύθυνση. Με δεδομένο δε ότι τα κοινώς παραδεδεγμένα ιστορικά πειστήρια έχουν τεράστια σημασία και επιρροή αναφορικά με την επίτευξη ενός τέτοιου εμβληματικού εθνικού στόχου -αφού η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους συνιστά για την Ελλάδα Εθνικό, κυριολεκτικώς, Ζήτημα- το αντίστοιχο εγχείρημά μας πρέπει να έχει ως αφετηρία και τα ιστορικά εκείνα στοιχεία, μέσα από τα οποία αναδύθηκε η αλήθεια για την πολιτισμική ιεροσυλία του Λόρδου Έλγιν. Πρόκειται δε προεχόντως για τα ιστορικά στοιχεία που είχαν ως πρωταγωνιστή τον Λόρδο Βύρωνα, ως αυθεντικό εκφραστή του γενικότερου, πρώιμου, Φιλελληνικού Ρομαντισμού.»
Το Νεότερο Ελληνικό Κράτος ως πρώτο Έθνος-Κράτος στην Ευρώπη
«Η κυοφορία του πρώτου Έθνους-Κράτους στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και τούτο διότι πολλές, προ του 1821, προσπάθειες των αγωνιζόμενων Ελλήνων απέβησαν άκαρπες, ενώ και η μετά το 1821 πορεία πέρασε κάτω από τα «καυδιανά δίκρανα» πολυάριθμων και μεγάλων εμποδίων και αντίστοιχων, επώδυνων για το Έθνος των Ελλήνων, διακυμάνσεων.
Αυτό οφείλεται, οπωσδήποτε δε σε μεγάλο βαθμό, και στην αμφιθυμία και στην επέκεινα διστακτικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, ήτοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Οι οποίες, έχοντας και αντικρουόμενα συμφέροντα ως προς τούτο, δεν έστεργαν επί μακρόν να υιοθετήσουν μια κοινή στάση αναφορικά με την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι αυτή έδειχνε από καιρό πολλαπλά και απτά δείγματα ραγδαίας αποδυνάμωσης.
Όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται, prima faciae, αντιφατικό, η κυρίαρχη την εποχή εκείνη ιδεολογία του Διαφωτισμού υπήρξε, εμμέσως πλην σαφώς, σύμμαχος της στάσης αυτής των Μεγάλων Δυνάμεων. Διότι είναι αλήθεια ότι τον Διαφωτισμό, υπό την έννοια του τρόπου σκέψης και lato sensu πολιτικής πράξης, ελάχιστα -ή και καθόλου- απασχόλησε ο προβληματισμός, ο σχετικός με την γέννηση του Έθνους-Κράτους ως ιστορικώς νομοτελειακής μετεξέλιξης του προτύπου των έως τότε κυρίαρχων δεσποτικών Αυτοκρατοριών.
Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι ο Διαφωτισμός δεν υπήρξε επαναστατικό -κατά κυριολεξία- κίνημα, αλλά πολύ περισσότερο ένα κίνημα εξορθολογισμού του ευρύτερου συντηρητισμού ως προς την πολιτική και κοινωνική οργάνωση, έτσι ώστε αυτός να προσαρμοσθεί στα ραγδαίως μεταβαλλόμενα δεδομένα της εποχής, δίχως όμως και να απωλέσει την εγγενή θεσμική και πολιτική του οντότητα. Άρα -και συνακόλουθα- συνιστούσε και ένα κίνημα που αποσκοπούσε όχι στην πτώση αυτών των Αυτοκρατοριών, αλλά πολύ περισσότερο στον εξορθολογισμό της οργάνωσης και λειτουργίας τους, κατ’ εξοχήν μέσω της διασφάλισης της ακώλυτης άσκησης συγκεκριμένων, θεμελιωδών για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κατά ένα σαφώς προφανή τρόπο, στον αντίποδα του Διαφωτισμού ο Ρομαντισμός εμφανίσθηκε και κινήθηκε, με τις πολύπλευρες διαστάσεις του πεδίου επιρροής του, ως γνήσιο επαναστατικό κίνημα, ιδίως με την έννοια της επινόησης και της στήριξης της πραγματοποίησης ριζοσπαστικών αλλαγών. Μία δε -ίσως η κορυφαία για την εποχή εκείνη- από τις αλλαγές αυτές αφορούσε και τον τρόπο σύλληψης του οιονεί ιδανικού κρατικού προτύπου για τον Άνθρωπο ως φορέα δικαιωμάτων, δια μέσου της υιοθέτησης της δομής και της αντίστοιχης θεσμικοπολιτικής οργάνωσης και λειτουργίας του Έθνους-Κράτους.
Το παράδειγμα της κυοφορίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Με ηγήτορα τον Λόρδο Βύρωνα, το εκτεταμένο πια στην Ευρώπη Φιλελληνικό ρεύμα, όπως άνθησε μετά την πολιορκία και την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου -μεταξύ 9 και 10 Απριλίου 1826- συνέβαλε καθοριστικώς στο να αποφασίσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις αρχικώς, το 1827, την δημιουργία Ελληνικού Έθνους-Κράτους. Και, τρία χρόνια αργότερα, το 1830, την επίσημη ίδρυσή του με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ένα Έθνος-Κράτος το οποίο έμελλε, μέσα σε λίγες δεκαετίες, να αποτελέσει την αφετηρία της εμφάνισης και τελικής εμπέδωσης του κανόνα ως προς το κρατικό πρότυπο που θα επικρατούσε οριστικώς στην Ευρώπη, όπως απέδειξαν οι μετέπειτα εξελίξεις π.χ. για το Βέλγιο, για την Ιταλία, για την Γερμανία και για τα τότε Κράτη της Βαλκανικής. Καθώς ήδη επισημάνθηκε, η αγωνιζόμενη ακόμη Ελλάδα βρήκε, πολύ ενωρίς, στο πρόσωπο του ρομαντικού οραματιστή Λόρδου Βύρωνα και τον πρωτοπόρο υπέρμαχο της επιστροφής στην «εστία» τους -δηλαδή στον βαριά τραυματισμένο, ιδίως από τον βομβαρδισμό του Ενετού Φραντσέσκο Μοροζίνι, Παρθενώνα- των Γλυπτών, τα οποία είχε μετέπειτα συλήσει, ως κοινός εγκληματίας, ο Λόρδος Έλγιν, ακρωτηριάζοντας κατ’ αποτέλεσμα αυτό το Μνημείο-σύμβολο του Παγκόσμιου Πολιτισμού.
Καθώς δε θα καταδειχθεί στην συνέχεια, ήταν αυτός ο λαμπρός αγωνιστικός δρόμος που άνοιξε ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος ενέπνευσε εξ αρχής -και εξακολουθεί βεβαίως να εμπνέει- την Ελλάδα και τους Έλληνες προς την ίδια κατεύθυνση, έως την τελική δικαίωση. Ενώ επηρέασε και επηρεάζει καθοριστικώς την, ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη και διευρυνόμενη, διεθνοποίηση του ως άνω στόχου, προσδίδοντάς του μάλιστα χαρακτηριστικά που τον εντάσσουν στον πυρήνα της υπεράσπισης αυτού τούτου του Παγκόσμιου Πολιτισμού.»
Η κορυφαία μαρτυρία του Λόρδου Kenneth Clark
«Μέσα στην δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και κατ’ ακρίβεια το 1943, είδε το φως ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός υπέρ των θέσεων της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και μάλιστα ένα γεγονός, το οποίο προκλήθηκε από μια κορυφαία φυσιογνωμία της Μεγάλης Βρετανίας στον τομέα του Πολιτισμού. Εξ ού και η τάση της Γηραιάς Αλβιώνας να υποβαθμίζει έκτοτε επιμελώς την σημασία του, αφού στην περίπτωση αυτή τα πυρά εναντίον της στείρας αρνητικής στάσης του Βρετανικού Μουσείου ήταν, πέραν της μεγάλης διεθνούς πολιτισμικής τους εμβέλειας, τόσο περισσότερο επώδυνα όσο είχαν τον οξύτατο χαρακτήρα των φίλιων.
Πραγματικά, το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε, ήδη από το 1943, έναν -τουλάχιστον prima faciae- μάλλον απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο του Λόρδου Kenneth Clark, o oποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων ιστορικών Τέχνης του 20ού αιώνα. Και ο οποίος, υπό την ιδιότητά του αυτή, μετείχε στην διοίκηση των σημαντικότερων σχετικών Βρετανικών Ιδρυμάτων. Πηγή, από την οποία προκύπτει η κατά τ’ ανωτέρω «συνηγορία» του Λόρδου Kenneth Clark, είναι η μελέτη του James Stourton, «Kenneth Clark, Life, Art and Civilization» (εκδ. William Collins, London, 2017, σελ. 318). Σε αυτή την μελέτη καταγράφεται μια επιστολή του Λόρδου Kenneth Clark, με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1943, προς τον Ιρλανδό ιστορικό Τέχνης Thomas Bodkin, η οποία φυλάσσεται στην Tate Gallery του Λονδίνου.
Άκρως ενδεικτικό της καταλυτικής πολιτισμικής βαρύτητας της προμνημονευόμενης επιστολής είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Κατά τρόπο παράλογο, είμαι υπέρ της επιστροφής των Ελγινείων στην Ελλάδα. Όχι όμως για να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα, αλλά για να εκτεθούν σ’ ένα όμορφο κτίριο στην άκρη της Ακρόπολης, την κατασκευή του οποίου, νομίζω, θα έπρεπε να πληρώσει η Βρετανική Κυβέρνηση. Θα το έκανα για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, ως έκφραση της υποχρέωσής μας στην Ελλάδα.» (Tate, 8212, 1-1-17).
Όπως καθίσταται πρόδηλο από το ίδιο το περιεχόμενο της θέσης αυτής, η σημασία της για το δίκαιο του αιτήματος επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους αποκτά τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα, όσο ο Λόρδος Kenneth Clark όχι μόνο το στηρίζει απεριφράστως. Αλλά και αναδεικνύει, στον μέγιστο βαθμό, τις τεράστιες ευθύνες του Βρετανικού Μουσείου για την ανοχή του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν με το να προτείνει -μάλλον ως μια μορφή εξιλέωσης- μέχρι και την ανέγερση στην Αθήνα του κατάλληλου Μουσείου για την «στέγαση» των Γλυπτών του Παρθενώνα με έξοδα της ίδιας της Βρετανικής Κυβέρνησης.»
Η συγκλονιστική αλληγορία του Rodin
«Λίγα χρόνια μετά στην προεκτεθείσα μαρτυρία του Λόρδου Kenneth Clark ήλθε να προστεθεί μια συγκλονιστική αλληγορία, η οποία κατέστησε ακόμη πιο ηχηρό τον διεθνή αντίκτυπο υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχαία «εστία» τους.
Αυτή την φορά ο πολιτισμικός χώρος, από τον οποίο εκπορεύθηκε η νέα συνηγορία υπέρ του αγώνα της Ελλάδας και εναντίον της πάγιας άρνησης του Βρετανικού Μουσείου να αποκηρύξει το έγκλημα του Λόρδου Έλγιν, ήταν εκείνος της Γαλλίας. Και εκφραστής της ήταν ένας Γάλλος γλύπτης, ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του βαθιά στην γλυπτική του 20ού αιώνα, ο François Auguste René Rodin.
Tην αποκάλυψη και την εντεύθεν ανάδειξη της αλληγορίας αυτής του Rodin την οφείλουμε στον μεγάλο ποιητή μας Άγγελο Σικελιανό. Με τον οποίο ο Rodin φαίνεται να διατηρούσε, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον, μια γόνιμη πνευματική επικοινωνία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Άγγελος Σικελιανός καταγράφει, στο δοκίμιό του «Η διδασκαλία της Εκάβης» -που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Πεζός Λόγος», Δ΄ (εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1951, 1983)- την εξής δήλωση του Rodin, όπως ο τελευταίος του την κοινοποίησε ύστερα από μια επίσκεψή του στο Βρετανικό Μουσείο και μπροστά στην θέα των «φυλακισμένων» Φειδιακών γλυπτών: «Όλα τα ηλεκτρικά φώτα δεν θα τα εμποδίσουν ν’ αποζητούν αδιάκοπα το γλυκό φως του Ομήρου».
«Η σύμφωνα με τα προεκτεθέντα εντυπωσιακή πολιτισμική παρακαταθήκη του ρομαντισμού του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της επίτευξης του στόχου της επιστροφής και της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα και της κατά το δυνατόν εξάλειψης των επιπτώσεων από την ιερόσυλη κλοπή του Λόρδου Έλγιν είναι, και μάλιστα διαχρονικώς, αναντιρρήτως πολύτιμη και πολλαπλώς διδακτική. Πολύτιμη, διότι αναδεικνύεται μέσα στον χρόνο σχεδόν αναντικατάστατη αναφορικά και με την ευόδωση του αγώνα για την υπεράσπιση αυτού τούτου του Παρθενώνα, ως κορυφαίου Μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ως εξίσου κορυφαίου συμβόλου του Παγκόσμιου Πολιτισμού εν γένει. Και διδακτική -και δη πολλαπλώς- επειδή πέραν των άλλων φωτίζει, με ανέφελη καθαρότητα, τον δρόμο για την κατά τα προμνημονευόμενα αποτελεσματική υπεράσπιση η οποία πρέπει να επιδιωχθεί, με συνέπεια και δίχως αλυσιτελείς ή και επικίνδυνες υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, έως την τελική δικαίωση.
Μπορεί να έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την συντέλεση του ειδεχθούς πολιτισμικού εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν και από την έναρξη του ιστορικού εγχειρήματος -με αφετηρία έμπνευσης, όπως επανειλημμένως επισημάνθηκε προηγουμένως, την ποίηση του Λόρδου Βύρωνα- για την επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Όπως όμως όλα δείχνουν, αυτή η μάχη διαρκείας δεν είναι, κατ’ ουδένα τρόπο, μια μάταιη προσπάθεια, μια πορεία στην έρημο που αναλώνεται στον εντοπισμό αντικατοπτρισμών. Ίσως, βεβαίως, αυτή να είναι η εντύπωση, την οποία με πρωτόγνωρη εμμονή προσπαθεί να καλλιεργήσει το Βρετανικό Μουσείο και την οποία ενισχύει, τεχνηέντως, όσο η προοπτική της επικράτησής της θολώνει στον διεθνή ορίζοντα. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως το Βρετανικό Μουσείο χάνει συνεχώς έδαφος και απομονώνεται όχι μόνο διεθνώς, αλλά και μέσα στην ίδια την Μεγάλη Βρετανία. Η στάση ακόμη και κορυφαίων εκπροσώπων του Τύπου στην Μεγάλη Βρετανία το αποδεικνύει με έμφαση, ενώ η επινόηση ολοένα και περισσότερο ευτελών επιχειρημάτων από την πλευρά του Βρετανικού Μουσείου πρέπει να εκληφθεί και να ερμηνευθεί ως σύμπτωμα πανικού των υπευθύνων του μπροστά στην γενικευόμενη διεθνή κατακραυγή. Με βάση τα δεδομένα αυτά θα συνιστούσε αδιανόητη αλλά ανεπίτρεπτη οπισθοδρόμηση από την πλευρά της Ελλάδας η υιοθέτηση μιας τακτικής συμβιβασμού με το Βρετανικό Μουσείο -δήθεν ως δείγμα ρεαλισμού- υπό το κράτος της επώδυνης ψευδαίσθησης ότι, στην σκληρή και κυνική διεθνώς εποχή μας, επίτευξη μεγάλων στόχων δεν νοείται δίχως συμβιβασμούς.
Τέτοιοι λοιπόν συμβιβασμοί από την πλευρά της Ελλάδας δεν είναι νοητοί και λόγω του ότι η ισχύς, θεσμική και πολιτική, των επιχειρημάτων που διαθέτει για την επίτευξη του στόχου της επιστροφής και της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι εντυπωσιακή, κάτι το οποίο εμπεδώνεται ως πεποίθηση και διεθνώς, προϊόντος του χρόνου. Έτσι στο Βρετανικό Μουσείο μένει χαραγμένο, ανεξίτηλα, το στίγμα του «κλεπταποδόχου» των σπαραγμάτων του Παρθενώνα που σύλησε με βέβηλο τρόπο ο Λόρδος Έλγιν. Στίγμα το οποίο η Ελλάδα πρέπει να αναδεικνύει και να καταγγέλλει αδιαλείπτως, urbi et orbi. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κάνοντας, δήθεν, κάποιες υποχωρήσεις τα τελευταία χρόνια το Βρετανικό Μουσείο πρότεινε στην Ελλάδα την για ορισμένο χρόνο επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην αρχέγονη «εστία» τους με κάποια μορφή δανεισμού. Όμως κάθε προσφυγή σε οιαδήποτε μέθοδο δανεισμού πρέπει να θεωρείται, άνευ άλλου τινός, απορριπτέα από ελληνικής πλευράς. Και τούτο διότι κατά βάθος πρόκειται, και δη οφθαλμοφανώς, για μια κακοστημένη παγίδα του Βρετανικού Μουσείου στο πλαίσιο της επιδίωξής του να ξεπλύνει τελικώς το πολιτισμικό ανοσιούργημα του Λόρδου Έλγιν και την δική του μακροχρόνια, εξίσου πολιτισμικώς καταδικαστέα, ανοχή και συγκάλυψη. Επομένως, αποδοχή οιασδήποτε μεθόδου και πρακτικής δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα -π.χ. μέσω δανείου (βλ. άρθρα 806 επ. Α.Κ.) ή και χρησιδανείου (βλ. άρθρα 810 επ. Α.Κ.)- με δανειολήπτη την Ελλάδα θα σήμαινε, κατ’ ουσία και επειδή το lato sensu δάνειο δεν θίγει την κυριότητα, προηγούμενη αποδοχή εκ μέρους της ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι και θα είναι, στο διηνεκές, νόμιμος κύριος, απαλλαγμένος εφεξής από τις βαρύτατες ευθύνες του για την συγκάλυψη του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν. Το αυτό δε ισχύει mutatis mutandis και για την παρακαταθήκη (βλ. άρθρα 822 επ. Α.Κ.), αφού σε κάθε περίπτωση ο θεματοφύλακας υποχρεούται να αποδώσει το αντικείμενο της παρακαταθήκης στον παρακαταθέτη όταν του ζητηθεί από αυτόν. Οπότε η μόνη πρέπουσα απάντηση της Ελλάδας σε τέτοιες μεθοδεύσεις είναι η, χωρίς περιστροφές και δεύτερες σκέψεις, άνευ όρων απόρριψή τους, καθώς και η προτροπή προς το Βρετανικό Μουσείο να διαβάσει καλά τον ακόλουθο στίχο από τον «Άξιον Εστί» («Προφητικόν») του Οδυσσέα Ελύτη: Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν…»