ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ
Άνθρωποι από το χώρο του βιβλίου καταθέτουν στο NEWS 24/7 τις απόψεις τους για τον κορυφαίο Νεοϋορκέζο συγγραφέα που άφησε πίσω του μια πλούσια και πολυσυζητημένη λογοτεχνική παρακαταθήκη.
Ο Πολ Όστερ, χαρισματικός, διάσημος και θεαματικά εφευρετικός, όπως είχε χαρακτηριστεί, Αμερικανός συγγραφέας, πέθανε στις 30 Απριλίου 2024, σε ηλικία 77 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη δεκάδων βιβλίων (στα ελληνικά κυκλοφορούν σήμερα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), από μυθιστορήματα μέχρι απομνημονεύματα, με αφετηρία το 1982 και το συνταρακτικό αυτοβιογραφικό δοκίμιο Η επινόηση της μοναξιάς, και κύκνειο έργο το μυθιστόρημα Μπαουμγκάρτνερ, το οποίο μάλιστα ολοκλήρωσε έχοντας διαγνωσθεί το 2022 με καρκίνο του πνεύμονα.
«Νιώθω ότι η υγεία μου είναι αρκετά επισφαλής ώστε αυτό να είναι ίσως το τελευταίο πράγμα που θα γράψω ποτέ. Και αν αυτό είναι όντως το τέλος, τότε το να “φεύγω” με τόση ανθρώπινη καλοσύνη να με περιβάλλει ως συγγραφέα στους κύκλους των στενών μου φίλων, λοιπόν, αξίζει ήδη τον κόπο» θα δήλωνε ο ίδιος στον Guardian.
Παράλληλα δοκιμάστηκε με επιτυχία και στον κινηματογράφο, γράφοντας μεταξύ άλλων το σενάριο της απολαυστικής καλτ ταινίας Καπνός σε σκηνοθεσία Γουέιν Γουάνγκ και με πρωταγωνιστές τους Χάρβεϊ Καϊτέλ και Ουίλιαμ Χαρτ.
Τελικά τι είναι αυτό που χρωστάει η λογοτεχνία σήμερα στον Πολ Όστερ; Έχουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, μεγαλώσει όμορφα τα πολυσυζητημένα έργα του, όπως η περιβόητη Τριλογία της Νέας Υόρκης; Ποιες είναι τελικά οι θεμελιώδεις θεματικές που διατρέχουν όλη του τη μυθοπλασία; Εν πάση περιπτώσει υπάρχει κάποια παρεξήγηση ή παρερμηνεία γύρω από το έργο του, το λογοτεχνικό του ύφος και -γιατί όχι- για τον ίδιο που πρέπει επιτέλους να αποσαφηνιστεί;
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατό του, στο NEWS 24/7 απαντούν: Στέλα Ζουμπουλάκη (υπεύθυνη έκδοσης λογοτεχνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο, μεταφράστρια), Θανάσης Μήνας (δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, συγγραφέας) και Γιώργος Ν. Περαντωνάκης (φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας)
Στον ένα χρόνο που έχει περάσει από τον θάνατο του, ποιο βιβλίο του διαβάσατε (ή έστω θελήσατε να διαβάσετε) ξανά και γιατί;
Στέλα Ζουμπουλάκη: Διάβασα δύο βιβλία του. Το Μπαουμγκάρντνερ, το τελευταίο του μυθιστόρημα, καθώς προετοιμάζαμε την έκδοσή του, και μας πρόλαβε ο θάνατός του. Ήταν σχεδόν συνταρακτική η σύμπτωση, όπως συνταρακτικό είναι και το τέλος του μυθιστορήματος. Ένα τέλος που συγκινεί ακόμα περισσότερο αν λάβει κανείς υπόψη του πως ο Όστερ το έγραψε όταν διαγνώστηκε με καρκίνο.
Ξαναμπαίνοντας στον κόσμο των βιβλίων του, και νιώθοντας κάπως την ανάγκη να διατρέξω τη σκέψη του, διάβασα ξανά την Επινόηση της μοναξιάς. Δεν ξέρω γιατί επέλεξα αυτό, ίσως επειδή είναι αυτοβιογραφικό και ξεκλειδώνει κατά τη γνώμη μου πολλά σημεία του έργου του, ίσως γιατί ταίριαζε περισσότερο στη δική μου αναγνωστική «όρεξη» αυτού του καιρού. Είναι ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ, και νομίζω πως δεν θα αργήσω να το ξαναδιαβάσω.
Θανάσης Μήνας: Δεν ξαναδιάβασα κάποιο βιβλίο του ολοκληρωμένα, ωστόσο ανάτρεξα σε ορισμένα εδάφια της Τριλογίας της Νέας Υόρκης, που είχαν ούτως η άλλως επισφραγίσει πριν από πολλά χρόνια την αναγνωστική μας σχέση. Επίσης, σε κάποια κομμάτια από το δοκίμιό του Αιματοβαμμένο έθνος, στα οποία επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στην ταυτοτική σχέση της οπλοφορίας με την ιδέα του αμερικανικού έθνους εν τη γεννέση του, γεγονός που προφανώς συνιστά ένα πρωταρχικό έλλειμα της αμερικανικής δημοκρατίας – κάτι που έγκαιρα επισήμανε πρώτος ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ, στον οποίον παραπέμπει ο Όστερ.
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης: Ξαναδιάβασα «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων» (2003. Ελληνική έκδοση: μετφ. Ι. Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο, 2017), που συνδυάζει τη λογοτεχνία με τον κινηματογράφο. Πρόκειται για μια νοσταλγική αναδίφηση του βωβού σινεμά που κρατά τη ρετρό γοητεία, άφθαρτη ίσως από τη νεότερη επέλαση του ομιλούντος και πολύχρωμου φιλμ.
Ο Auster αγαπάει πολύ την έβδομη τέχνη, καθώς έχει ασχοληθεί μαζί της τόσο ως σεναριογράφος όσο και ως σκηνοθέτης. Έτσι, στη μυθοπλασία του ο συγγραφέας αναζητεί την κωμική με τη λυπημένη του όψη στο αρχέτυπο πρόσωπο των κωμικών ηθοποιών του μεσοπολέμου. Μέσω της γραφής, συγγραφικής και κινηματογραφικής, ο Paul Auster διερευνά το μυστικό υπόβαθρο της τέχνης να παράγει και να απορροφά δημιουργικότητα.
Για τα πιο πρόσφατα έργα του είναι προφανώς νωρίς αλλά όσον αφορά τα παλιότερα, έχουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, μεγαλώσει όμορφα; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το καλύτερο και το χειρότερο του; Αλλά και ποιο το δικό σας αγαπημένο;
Σ.Ζ.: Ναι, ξαναπιάνοντας κατά καιρούς διάφορα βιβλία του και χαζεύοντας τις σελίδες τους, νομίζω πως έχουν μεγαλώσει πολύ όμορφα. Ο σημερινός αναγνώστης δεν νιώθει στιγμή πως διαβάζει κάτι αναχρονιστικό, πολυκαιρισμένο, ξεπερασμένο. Ασφαλώς αυτό είναι και το ωραίο με τη σπουδαία λογοτεχνία. Πάντα μπορεί να διαβαστεί και να συναντά διαρκώς και νέους αναγνώστες.
Όσο για το καλύτερο και το χειρότερο, τι να πω, σε γενικές γραμμές δεν μου αρέσει να προβαίνω σε αξιολογικές κρίσεις, ούτε να βαθμολογώ τα βιβλία. Μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο, γιατί κάθε βιβλίο έχει τη θέση του στο σύνολο του έργου του συγγραφέα, αλλά και στη δική μου αναγνωστική πορεία. Ας ξεχωρίσω όμως ως καλύτερό του το 4 3 2 1, αυτό το φιλόδοξο, πολυδιάστατο, επικών διαστάσεων μυθιστόρημα, μια αξιοθαύμαστη λογοτεχνική κατασκευή που είναι ταυτόχρονα μυθιστόρημα ενηλικίωσης και υπαρξιακό δράμα, είναι απολύτως ρεαλιστικό και αποτυπώνει πλήρως και το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Με άπειρες πραγματολογικές λεπτομέρειες, πολιτιστικές αναφορές, τέχνη, λογοτεχνία, πολιτική, ερωτικές συμπεριφορές. Όλα τα έχει, και όλα περιβάλλονται από τον αμερικανικό μύθο. Να, και τώρα που το ξανασυζητάω θα ήθελα να το διαβάσω ξανά!
Όσο για το πιο αδύναμο μυθιστόρημά του θα έλεγα ίσως το Ταξίδια στο σκριπτόριο. Δεν ξέρω γιατί, είναι όμως το βιβλίο του που απόλαυσα λιγότερο.
Όσο για αυτό που ξεχωρίζω για άλλους λόγους, καθόλου αντικειμενικούς, είναι το Λεβιάθαν. Είναι το πρώτο βιβλίο του Όστερ που διάβασα. Μόλις είχα δει τον Καπνό, την ταινία του Γουέιν Γουάνγκ σε σενάριο Πολ Όστερ, το μακρινό 1995. Θυμάμαι είχα ξετρελαθεί κι έτσι οδηγήθηκα στα βιβλία του. Πήρα λοιπόν από την πατρική βιβλιοθήκη, που είχε πραγματικά τα πάντα, το Λεβιάθαν, για να ακολουθήσει η Τριλογία της Νέας Υόρκης, πάντα από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος⋅ ακόμα θυμάμαι τα εξώφυλλα, τη γραμματοσειρά, το στήσιμο, τα πάντα.
Από τότε η σχέση με τον Όστερ δεν διακόπηκε ποτέ. Διάβασα με τη σειρά όλα του τα βιβλία, και τώρα πια χαίρομαι πολύ που τα χειρίζομαι και εκδοτικά, είναι από τα δώρα που μου έχει προσφέρει αυτή η δουλειά.
Θ.Μ.: Η Τριλογία της Νέας Υόρκης, την οποία θεωρώ ένα κομψοτέχνημα abstract-noir γραφής, παραμένει πάντα πιο αγαπημένο μου. Από κοντά έρχεται νομίζω το πικαρέσκο Το παλάτι του φεγγαριού, οι περιπέτειες του Μάρκο Φογκ από τα τσιμεντένια φαράγγια του Μανχάταν στα υπέροχα τοπία της Άγριας Δύσης και από την Ανατολική Ακτή έως τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το επικό και δαιδαλώδες 4231 περιέχει κατά τη γνώμη μου πολλές σελίδες με λαμπρή πρόζα αλλά και κάμποσα γεμίσματα. Θεωρώ ως πιο αδύναμο έργο του Όστερ την Επινόηση της Μοναξιάς∙ νομίζω ότι αυτό το κάπως μπεκετικό ύφος και η ψυχαναλυτική καταβύθιση στο Εγώ και στη διαμόρφωσή του σε σχέση με τους Άλλους, δεν του πολυπάει σαν στυλ.
Γ.Π.: Νομίζω ότι από τα 5-6 έργα του που έχω διαβάσει θα θεωρούσα καλύτερο (και προφανώς αγαπημένο) «Το κλειδωμένο δωμάτιο» (1987. Ελληνική έκδοση: μετφ. Σ. Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2014). Τα έργα ενός συγγραφέα, τα οποία καλείται να εκδώσει ένας φίλος του, είναι η αφορμή όχι μόνο για την ψυχανάλυση των ανθρώπινων σχέσεων και για την εξιχνίαση της καλλιτεχνικής συνείδησης. Έτσι, στο ίδιο έργο ωσμώνονται η αστυνομική πλοκή με τη βιογραφία κι έτι περαιτέρω τη μεταμυθοπλασία, με αποτέλεσμα να βγαίνει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα από τα χέρια του επιδέξιου Αμερικανού πεζογράφου.
Από την άλλη, το χειρότερό του -πάντα από όσα έχω διαβάσει- είναι το «Μπαουμγκάρτνερ» (2023. Ελληνική έκδοση: μετφ. Ι. Ηλιάδη, εκδ, Μεταίχμιο, 2024). Η αυτοβιογραφική αύρα του και οι σκέψεις περί γήρατος δεν φαίνονται να αποκτούν δραστική λογοτεχνική ουσία, που να ξεσηκώνει τον αναγνώστη.
Ο ίδιος είχε επανειλημμένα μιλήσει για την πιο καθοριστική εμπειρία της ζωής του, τότε που σε ηλικία 14 ετών, μπροστά στα μάτια του ένας φίλος του χτυπήθηκε από κεραυνό και έχασε τη ζωή του. «Από τότε ζω με αυτό» είπε χαρακτηριστικά στην τελευταία του συνέντευξη. Πρόκειται άλλωστε για κάτι με το οποίο καταπιάστηκε συγγραφικά στο 4321. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν κατά τη γνώμη σας θεμελιώδεις θεματικές που διατρέχουν όλα τα fiction βιβλία του;
Σ.Ζ.: Ναι, υπάρχουν. Κατά τη γνώμη μου δύο είναι ίσως οι βασικότερες θεματικές του έργου του. Η πρώτη είναι καταφανώς η ταυτότητα. Διαρκώς ο Όστερ περιστρέφεται γύρω από αυτό το ζήτημα. Ποιος είμαι, ποιοι είμαστε, ποιοι είναι οι γύρω μας, η ταυτότητα ως μια φευγαλέα και ρευστή κατάσταση. Η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας είναι παντού στο έργο του, ακόμα και η ταυτότητα σε συνάρτηση με το πόσο μπορούμε να κατανοήσουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Η ταυτότητα του πατέρα και η ταυτότητα του γιου, και αυτό τον απασχολεί πολύ. Όμως για τον Όστερ η ταυτότητα δεν είναι κάτι στατικό και πλήρως εναρμονισμένο με το υπόλοιπο της ζωής του ανθρώπου· η ταυτότητα είναι κάτι ρευστό, φευγαλέο, διαρκώς μεταβαλλόμενο, επηρεάζεται από τα εξωτερικά γεγονότα που μπορεί να αλλάξουν τον πυρήνα της ύπαρξης του ανθρώπου.
Κι έτσι περνάμε στη δεύτερη θεμελιώδη θεματική του έργου του που δεν είναι άλλη από την έννοια της τύχης. Η σημασία του τυχαίου για τον Όστερ είναι καθοριστική, και για αυτό βλέπουμε πως όλο του το έργο το διαπερνούν τυχαίες συναντήσεις, απρόσμενες γνωριμίες, αλλόκοτες συμπτώσεις, γεγονότα που αλλάζουν αίφνης ολόκληρη τη ζωή και εμάς τους ίδιους. Και όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι είμαστε καθαρά προϊόντα της τύχης».
Θ.Μ.: Νομίζω ότι το παιχνίδι με τις διαφορετικές ταυτότητες που υιοθετούν οι χαρακτήρες του είναι το αγαπημένο θεματικό μοτίβο του Όστερ. Οι διαφορετικές αυτές ταυτότητες κινούνται σε σκηνικά και ιστορίες που επιδιώκουν να ανασυνθέσουν το κατακερματισμένο πεδίο της Αμερικής του 20ού αιώνα.
Γ.Π.: Θα σταθώ σε μία βασική «νηματική» συνιστώσα που διατρέχει πολλά έργα του και μέσω αυτής ο Paul Auster βλέπει και ερμηνεύει τον κόσμο. Μιλώ για τους χαρακτήρες που είναι συγγραφείς ή ευρύτερα καλλιτέχνες. Με τέτοια πρόσωπα τα έργα του αποκτούν αυτοαναφορική διάσταση και όχι μόνο σχολιάζουν τη γύρω πραγματικότητα αλλά και αντανακλούν τους προβληματισμούς του Αμερικάνου λογοτέχνη για την τέχνη. Από τη συγγραφή ως πράξη επούλωσης του πένθους μέχρι τους εγκιβωτισμούς βιβλίων μέσα στα βιβλία κι από τον συγγραφέα ως ντετέκτιβ μέχρι το βιβλίο στη διαδικασία συγγραφής του, όλα αυτά υποδεικνύουν τη σχέση του Paul Auster με τη συγγραφή σαν το ξανακοίταγμα του κόσμου διά της γραφής.
Υπάρχει κάποια παρεξήγηση ή παρερμηνεία γύρω από το έργο του, το λογοτεχνικό του ύφος και γιατί όχι για τον ίδιο που θεωρείτε ότι πρέπει επιτέλους να διευθετηθεί;
Σ.Ζ.: Αυτό που νομίζω πως συχνά προσάπτουν στον Όστερ είναι ότι οι ήρωές του δεν είναι πραγματικοί, ότι δεν έχουν σάρκα και οστά αλλά είναι κατασκευές. Δεν συμμερίζομαι όμως την άποψη αυτή. Προφανώς και υπάρχουν εξωπραγματικά στοιχεία στους ήρωές του, άλλωστε για λογοτεχνία πρόκειται, όχι για κοινωνιολογικές ή ψυχαναλυτικές μελέτες. Στον Όστερ η νοητική κατασκευή συνδέεται με την ισχυρή του θέση ότι όλα μπορούν να γίνουν, όλα μπορούν να συμβούν, για αυτό προσδίδει στους μυθιστορηματικούς του ήρωες αυτά τα μη ρεαλιστικά στοιχεία. Αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προέκταση του στοιχείου της τυχαιότητας που όπως αναφέραμε παραπάνω παίζει καθοριστικό ρόλο στο έργο του.
Θ.Μ.: Ίσως στο ευρύ κοινό να απαντούν τρεις βασικές παρεξηγήσεις / παρερμηνείες αναφορικά με το έργο του. Κατά κάποιο τρόπο και οι τρεις συνδέονται με τη μεγάλη απήχηση της Τριλογίας της Νέας Υόρκης: 1. Ότι είναι συγγραφέας του ενός βιβλίου ή έστω της μιας τριλογίας. 2. Ότι είναι χρονικογράφος της Νέας Υόρκης. 3. Ότι γράφει νουάρ – όμως, και πάλι, η Τριλογία δεν είναι τυπικό νουάρ.
Μπορείτε να ξεχωρίσετε μία αράδα του στην οποία ανατρέχετε συχνά πυκνά;
Σ.Ζ.: Δεν μπορώ να πω ότι έχω μια συγκεκριμένη αράδα. Ανά διαστήματα ξεφυλλίζω τα βιβλία του και βλέπω τις σημειώσεις μου στα περιθώρια, τις υπογραμμίσεις μου. Μπορεί αν τα διάβαζα τώρα να σημείωνα άλλες. Σίγουρα πολλές φράσεις με συγκινούν και διεγείρουν τη σκέψη μου για τον κόσμο και τα πράγματα. Ένα από τα βιβλία στο οποίο ανατρέχω συχνά είναι −πάλι− η Επινόηση της μοναξιάς, τα σημεία που μιλάει για την τερατωδία του κόσμου, για το πώς ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς παρηγοριά, για την ευθύνη του πατέρα προς τον γιο, για την ελπίδα. Όμως δεν μπορώ πραγματικά να απομονώσω μια φράση, γιατί νομίζω πως αποσπασμένη από το σύνολο αδικείται.
Θ.Μ.: «Για κάθε ψυχή μανταλωμένη σ’ αυτήν την κόλαση, υπάρχουν πολλές άλλες μανταλωμένες στην τρέλα τους – χωρίς να μπορούν να βγουν στον κόσμο που βρίσκεται στον κόσμο του κορμιού τους. Είναι κει, αλλά δεν μπορούν να συγκαταλεχθούν στους παρόντες». – Γυάλινη πόλη, μτφρ. Σάρα Μπενβενίστε, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1991
Τελικά τι είναι αυτό που χρωστάει η λογοτεχνία σήμερα στον Πολ Όστερ;
Σ.Ζ.: Αυτό που κατόρθωσε ο Όστερ και οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε είναι ότι ένωσε την Αμερική και την Ευρώπη. Όσον αφορά το μυθιστόρημα προφανώς. Είναι την ίδια στιγμή και Αμερικανός και Ευρωπαίος. Κατάφερε να δει την αμερικανική κουλτούρα από μια πιο λοξή οπτική γωνία, έχοντας μια ευρωπαϊκή ευαισθησία την οποία εφάρμοσε σε εντελώς αμερικανικά θέματα. Πήρε πάρα πολλά στοιχεία της αμερικανικής μυθολογίας, την έννοια του τυχοδιωκτισμού, το περιπετειώδες, και τα απογύμνωσε. Τα απέσπασε από το αμερικανικό τους σύμπαν και τα μετέφερε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, χωρίς το αμερικανικό φολκλόρ και τον τυχοδιώκτη ήρωα.
Συνέβαλε πραγματικά στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, αντλώντας από τις ιδέες και το έργο των σπουδαίων προδρόμων του, τοποθετώντας όμως τον εαυτό του πολύ προσεκτικά απέναντί τους, μετατρέποντας τις οφειλές του σε σπουδαίες συγγραφικές αρετές.
Η κληρονομιά του είναι μεγάλη. Και δεν περιορίζεται μόνο στις σελίδες των μυθιστορημάτων του ή στα καρέ των ταινιών που αποτελούν διασκευές του έργου του. Αψηφώντας τους ειδολογικούς περιορισμούς άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Θ.Μ.: Η λογοτεχνία βρήκε στο πρόσωπο του Πολ Όστερ έναν στυλίστα που στα καλύτερά του είχε το χάρισμα να λέει πάρα πολλά χρησιμοποιώντας λίγες αράδες. Η υπαινικτικότητα και η αφαίρεση είναι τα κυριότερα προσόντα του ως συγγραφέα. Ως προς αυτό, τηρουμένων των αναλογιών και λόγω της εντοπιότητας, θα έλεγα ότι μοιράζεται το ίδιο χάρισμα με τη απλότητα του Λου Ριντ στην τέχνη του ριφ και στο συνταίριασμά του με τον στίχο.
Γ.Π.: Νομίζω, δύο αλληλένδετα πράγματα. Αφενός η αναζήτηση της ταυτότητας, καθώς οι εναλλαγές ρόλων είναι και εναλλαγές πραγματικοτήτων. Ο άνθρωπος δεν είναι ες αεί μία μονολιθική προσωπικότητα, αλλά ποικίλλει, διαφοροποιείται, εκούσια ή ακούσια, χαμαιλεοντίζει αλλά και αναζητεί τις πολλαπλές όψεις του εγώ του, είναι καλός και κακός συνάμα, είναι θύμα και θύτης…
Αφετέρου, τα μεταμοντέρνα παιχνίδια με τους σωσίες, τις διπλές πραγματικότητες, τα κείμενα μέσα στα κείμενα, τις αλλαγές οπτικής γωνίας κ.λπ. είναι τόσο καθαρά στην αφήγηση του Αμερικανού πεζογράφου, που δεν μπερδεύουν τον αναγνώστη, αλλά τον μεταφέρουν σαν ασανσέρ από τη μία πραγματικότητα στην άλλη και φυσικά σε μία καλειδοσκοπική, πολυπρισματική, αναζήτηση της ταυτότητας.
Αν είχατε την ευκαιρία να τσουγκρίσετε τα ποτήρια σας, τι θα τον ρωτούσατε μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού; Και τι πιστεύετε ότι θα σας απαντούσε;
Σ.Ζ.: Ούτε μπορώ να φανταστώ πώς θα κυλούσε μια βραδιά σε μια μπάρα με τον Πολ Όστερ. Νομίζω όμως πως δεν θα τον ρωτούσα κάτι. Θα άφηνα την κουβέντα να πάει όπου πάει, ίσως να μιλούσαμε για τα πιο απλά, καθημερινά πράγματα. Ποιος ξέρει! Άλλωστε τις περισσότερες ερωτήσεις μου τις έχει απαντήσει ήδη μέσα από τα βιβλία του.
Θ.Μ.: Αν είχαμε φτάσει στα τρία-τέσσερα, νομίζω ότι θα είχαμε σταματήσει πια να συζητάμε για λογοτεχνία και με δεδομένο ότι παρακολουθούμε και οι δυο φανατικά μπέιζμπολ και μπάσκετ, θα τον ρωτούσα για το τραύμα που προκάλεσε στην τοπική κοινότητα στα ‘50s η μετακίνηση της έδρας των Dodgers από το Brooklyn στο Los Angeles. Κι ύστερα από αυτό, «τι προβλέπει να κάνει φέτος στο NBA η αγαπημένη μας ομάδα, οι New York Knicks». Θα μου τσούγκριζε ίσως το ποτήρι και θα απαντούσε φωναχτά: «Go NY GO!»