Γιάννης Ευσταθόπουλος: Η πράσινη μετάβαση μπορεί να είναι και δίκαιη – Αρκεί να το διεκδικήσουμε

Διαβάζεται σε 8'
Γιάννης Ευσταθόπουλος: Η πράσινη μετάβαση μπορεί να είναι και δίκαιη – Αρκεί να το διεκδικήσουμε

Ο συντονιστής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης Γιάννης Ευσταθόπουλος γράφει στο NEWS 24/7 για την πράσινη μετάβαση που χρειάζεται μια νέα μεθοδολογία κλιματικής δράσης.

Η στήριξη της πράσινης μετάβασης εξακολουθεί να διατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στα περισσότερα κράτη-μέλη, τουλάχιστον στο πεδίο των μακροπρόθεσμων πολιτικών δεσμεύσεων και του θεσμικού λόγου.

Ωστόσο, γίνεται ολοένα και πιο ορατός ο κίνδυνος υποχώρησής της, υπό την πίεση της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας, των γεωπολιτικών εξελίξεων και της μετατόπισης των πολιτικών προτεραιοτήτων – για παράδειγμα, προς την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, της στρατηγικής αυτονομίας ή της τόνωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Αν και πρόσφατες προτεραιότητες της ΕΕ –όπως η σύσταση για μείωση των εκπομπών έως το 2040 κατά 90% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990– διαμορφώνουν ένα σαφές στρατηγικό πλαίσιο προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας, εξακολουθεί να υφίσταται ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ σχεδιασμού και εφαρμογής, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το κρίσιμο ζήτημα του «επενδυτικού κενού» της μετάβασης.

Την ίδια στιγμή, διαφαίνεται ο κίνδυνος υιοθέτησης αμφιλεγόμενων εργαλείων και πολιτικών -ως αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων για «χαλάρωση» της κλιματικής δράσης– που προσομοιάζουν περισσότερο σε πρακτικές greenwashing (π.χ διεθνή δικαιώματα εκπομπών, αποθήκευση άνθρακα). Συνολικά, οι πράσινες πολιτικές δεν παρέχουν επίσης επαρκείς απαντήσεις σχετικά με τις κοινωνικές και χωρικές ανισότητες που συνοδεύουν τις πολιτικές απανθρακοποίησης, παρά τη θεσμοθέτηση σημαντικών εργαλείων, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η πράσινη μετάβαση τίθεται διεθνώς υπό ανοιχτή αμφισβήτηση από λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αξιοποιούν αδυναμίες της κλιματικής πολιτικής για να υπονομεύσουν την υποστήριξή της από την κοινωνία. Σε ένα περιβάλλον διογκούμενων εισοδηματικών ανισοτήτων, αυξανόμενης ενεργειακής φτώχειας, απώλειας αγοραστικής δύναμης και συστηματικής παραπληροφόρησης, κοινωνικά στρώματα και επαγγελματικές ομάδες όπως οι νέοι, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι σε βιομηχανίες υψηλής έντασης άνθρακα καθίστανται ιδιαίτερα ευάλωτοι σε οργανωμένες αντικλιματικές εκστρατείες.

Αποκλεισμοί, ανισότητες και κόστος της οικολογικής μετάβασης ως νέα «κανονικότητα»

Ο κίνδυνος της αποδιάρθρωσης της κοινωνικής στήριξης για την κλιματική και περιβαλλοντική δράση σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τρόπου υλοποίησης της μετάβασης: αποκλεισμός των πολιτών από την ουσιαστική συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που συνδέονται με το περιβάλλον, συγκέντρωση των ωφελημάτων σε ισχυρούς επιχειρηματικούς παίκτες (κυρίως μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις), αντίστροφα προοδευτικές διανεμητικές επιπτώσεις των πολιτικών μετριασμού όπως ο φόρος άνθρακα (tax carbon), επιδείνωση των δεικτών ενεργειακής φτώχειας, καθώς και υλοποίηση μεγάλων έργων «πράσινης» υποδομής χωρίς προηγούμενη διαβούλευση ή ακόμη και χωρίς στοιχειώδη ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών.

Ταυτόχρονα, το υψηλό κόστος απόκτησης πράσινων τεχνολογιών όπως ηλεκτρικά οχήματα, «έξυπνες» συσκευές ή φωτοβολταϊκά στέγης περιορίζει την πρόσβαση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού στα οφέλη της ενεργειακής μετάβασης. Η άνιση αυτή πρόσβαση μπορεί να ενισχύσει κοινωνικές ανισότητες και να δημιουργήσει έμμεσα πρότυπα περιβαλλοντικής και τεχνολογικής «κανονικότητας», τα οποία τείνουν να περιθωριοποιούν τα νοικοκυριά με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μια μερίδα του πληθυσμού —ιδίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα— δεν βιώνει την πράσινη μετάβαση ως ευκαιρία, αλλά ως απειλή, πηγή κοινωνικού στιγματισμού και αδικία ή διαδικασία επιβολής «από τα πάνω».

Για ένα νέο modus operandi της κλιματικής δράσης

Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τόσο οι ανοιχτές κοινωνικές αντιδράσεις όσο και ο αυξανόμενος κίνδυνος υποχώρησης της στήριξης των πολιτών στις πολιτικές για το κλίμα και το περιβάλλον, απαιτείται ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο διαλόγου που θα οδηγεί σε λύσεις συμβατές με το γενικό συμφέρον της κοινωνίας. Πυρήνα αυτού του πλαισίου συνιστά η αναγνώριση της επείγουσας ανάγκης για άμεση και αποφασιστική δράση έναντι της κλιματικής κρίσης. Συνεπώς, αντιεπιστημονικές αντιλήψεις που αρνούνται τα ανθρωπογενή αίτια της κρίσης ή επιχειρούν να υποβαθμίσουν τη σοβαρότητά της δεν μπορούν να συγκροτήσουν αποδεκτή βάση συζήτησης.

Παρότι οι τοπικές αντιδράσεις σε έργα πράσινων υποδομών μπορεί να στηρίζονται σε εύλογα επιχειρήματα, όλες οι περιοχές οφείλουν να συμβάλουν στην επίτευξη των κλιματικών στόχων, αποδεχόμενες —στο μέτρο των δυνατοτήτων και ιδιαιτεροτήτων τους— επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε αντίθετη περίπτωση, η μη συμμετοχή ορισμένων περιοχών στη μετάβαση οδηγεί σε κλιματικές αδικίες, καθώς διατηρούνται επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, με αποτέλεσμα το περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό κόστος να μετακυλίεται σε άλλες κοινότητες και κοινωνικές ομάδες και, συνολικότερα, στην εθνική οικονομία λόγω του υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο καυσίμων.

Το έλλειμμα αυτό -που αντιστοιχούσε περίπου στο 21% του συνολικού εμπορικού ελλείμματος της χώρας το 2024- απορροφά πολύτιμους πόρους από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το δημόσιο τομέα, εκτρέποντάς τους από εναλλακτικές χρήσεις με υψηλό κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο, όπως έργα ενεργειακής αποδοτικότητας και ΑΠΕ μικρής κλίμακας, επενδύσεις για την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων και την ανάπτυξη συλλογικών υποδομών για την ανθεκτικότητα.

Αντιστοίχως, προσεγγίσεις που απαξιώνουν εκ των προτέρων και στιγματίζουν κάθε μορφή αντίδρασης ως σύνδρομο «Όχι στη δική μου αυλή» (NIMBY) αποδεικνύονται ανεδαφικές. Ο αποκλεισμός των τοπικών κοινοτήτων από τον δημόσιο διάλογο αποτελεί μια προσέγγιση φύσει ασύμβατη με την έννοια της δίκαιης μετάβασης. Σε πολλές περιπτώσεις, η κοινωνική αντίσταση αποτελεί απόρροια των ελλειμμάτων εμπιστοσύνης στους θεσμούς, καθώς και σωρευμένων εμπειριών αδιαφάνειας ή περιβαλλοντικής υποβάθμισης από προηγούμενα έργα μεγάλης κλίμακας. Η διαχείριση των τοπικών συγκρούσεων για τη χρήση πόρων – όπως το νερό, το έδαφος, η βιομάζα και η ενέργεια – αναγνωρίζεται σήμερα ως βασικό επίδικο του χωρικού σχεδιασμού της πράσινης μετάβασης και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η δίκαιη μετάβαση στην πράξη

Η πράσινη μετάβαση απαιτεί σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής τη συγκρότηση μιας νέας μεθοδολογίας κλιματικής δράσης: αποτελεσματική, αποφασιστική και βιώσιμη, ακριβώς επειδή θεμελιώνεται στη συμμετοχή και τη δικαιοσύνη. Το εγχείρημα αυτό –αν και απαιτητικό– είναι πολιτικά εφικτό όπως αποδεικνύουν σε διεθνές επίπεδο θετικές εμπειρίες, αναδυόμενες τάσεις, καινοτόμες ιδέες και πολιτικές. Η προσαρμογή αυτών των εμπειριών στο εθνικό και τοπικό πλαίσιο προϋποθέτει ισχυρή πολιτική βούληση, αποτελεσματικές δομές σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικών, καθώς και την ενεργοποίηση των πολιτών μέσω της ανάκτησης της εμπιστοσύνης τους προς τους θεσμούς. Ενδεικτικά, προτάσσονται, μεταξύ άλλων, τα εξής πεδία παρέμβασης:

Η προώθηση δίκαιης πράσινης φορολογίας. Η αρχή της κλιματικής δικαιοσύνης νομιμοποιεί την επιβολή υψηλής περιβαλλοντικής φορολόγησης στην οικονομική ελίτ. Υπογραμμίζεται ότι το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για το 16% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 66% των εκπομπών του φτωχότερου τμήματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε περίπου 5 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Η αντιμετώπιση των στρεβλώσεων στην εγχώρια αγορά ενέργειας, που τροφοδοτούν τα υπερκέρδη των ενεργειακών ομίλων εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και του δικαιώματος στην ενέργεια και η επαναφορά της δημόσιας αναπτυξιακής παρέμβασης, ιδίως όσον αφορά την ανάπτυξη και αναβάθμιση των ηλεκτρικών δικτύων.
Η ενίσχυση των θεσμών ενεργειακής δημοκρατίας, όπως οι ενεργειακές κοινότητες, με καταλυτικό τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και η στήριξη της αυτοπαραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Ο ανασχεδιασμός της χωροθέτησης των ΑΠΕ με σεβασμό στη γεωργική παραγωγή, τα φυσικά οικοσυστήματα και τις τοπικές στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης.
Η θεσμοθέτηση και υποστήριξη μόνιμων δομών διαβούλευσης και δημοκρατικού σχεδιασμούβάσει ευρωπαϊκών καλών πρακτικών– με ουσιαστικά περιθώρια συμμετοχής για τους δήμους και τις τοπικές κοινωνίες.
Η ενίσχυση της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα σχολεία, αλλά και στους χώρους εργασίας, στις τοπικές κοινότητες και στη δημόσια διοίκηση και η εφαρμογή στρατηγικών κατά της κλιματικής παραπληροφόρησης στον δημόσιο λόγο.

Από την πράσινη ανάπτυξη στην λαϊκή οικολογία

Η υλοποίηση αυτών των πολιτικών προϋποθέτει τη συγκρότηση ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών, ικανών να τις διεκδικήσουν και να τις στηρίξουν σε βάθος χρόνου. Ένα από τα πιο διαδεδομένα στερεότυπα γύρω από τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι η αντίληψη ότι αποτελεί πεδίο ενδιαφέροντος αποκλειστικά για τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η αντίληψη παραγνωρίζει βαθιά ριζωμένες πρακτικές και πολιτισμικά πρότυπα των λαϊκών στρωμάτων τα οποία όχι μόνο συμβαδίζουν με τους στόχους της πράσινης μετάβασης αλλά συχνά προηγούνται αυτών.

Πολλές από τις αρχές της πράσινης μετάβασης –όπως η κυκλική οικονομία, η λελογισμένη κατανάλωση, η επαναχρησιμοποίηση, η αυτάρκεια και η βιώσιμη διατροφή– είναι βαθιά ριζωμένες στην ιστορική μνήμη, τη λαϊκή κουλτούρα και την καθημερινή πρακτική των εργατικών και αγροτικών πληθυσμών. Πρόκειται για μια οικολογική παράδοση που δεν είναι αποτέλεσμα ιδεολογικής επιβολής ή καταναλωτικής μόδας, αλλά τρόπος ζωής, ενταγμένος στην κοινωνική μνήμη και την ανάγκη για συλλογική ανθεκτικότητα και δράση.

Η ευρεία κοινωνική στήριξη της κλιματικής δράσης προϋποθέτει συνεπώς την επανανοηματοδότησή της μέσα από τις ανάγκες και τα αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων και τη διαμόρφωση μιας συμπεριληπτικής «λαϊκής οικολογίας», που αντιπαρατίθεται στον ατομικισμό και στις πολιτικές που περιορίζονται αποκλειστικά σε «έξυπνες» και άνισες λύσεις της αγοράς.

Στο επίκεντρο αυτής της προσέγγισης βρίσκονται δομικές παρεμβάσεις με κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική βιωσιμότητα, όπως η καθολική πρόσβαση σε μη ρυπογόνες και ποιοτικές δημόσιες μεταφορές, η ενεργειακή ασφάλεια μέσω καθαρών και δημοκρατικά ελεγχόμενων πηγών ενέργειας, και η κατοχύρωση αξιοπρεπούς, ενεργειακά αποδοτικής και κλιματικά ανθεκτικής κατοικίας για όλους.

*Το πλήρες άρθρο περιλαμβάνεται στην συλλογική έκδοση «Η πράσινη μετάβαση υπό το πρίσμα της κοινωνικής και χωρικής δικαιοσύνης» του Ινστιτούτου ΕΝΑ, που θα δημοσιευθεί σήμερα στο enainstitute.org

*Ο Γιάννης Ευσταθόπουλος είναι Συντονιστής Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης Ινστιτούτου ΕΝΑ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα