ΑΠΟ ΤΙ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Ούτε από εγκεφαλικά ούτε από εμφράγματα. Στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη οι θάνατοι οφείλονταν κυρίως σε άλλες ασθένειες.
Οι πιο συνηθισμένες αιτίες θανάτου στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη είχαν κυρίως να κάνουν με την έλλειψη σοβαρής υγειονομικής περίθαλψης και γνώσεων γύρω από ασθένειες και μικρόβια. Σε μια αστική κοινωνία χωρίς κεντρικές υδραυλικές εγκαταστάσεις, με ακάθαρτο νερό που μετέδιδε βακτήρια και ανεπαρκείς ιατρικές γνώσεις, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι το προσδόκιμο ζωής ήταν αρκετά χαμηλό.
Απ’ την άλλη, πολλές σύγχρονες ασθένειες, όπως οι καρδιακές παθήσεις και ο διαβήτης, δεν ήταν και τόσο διαδεδομένες στην αρχαιότητα. Γενικότερα, πολλές από τις σημερινές κύριες αιτίες θανάτου συνδέονται με το γήρας, αλλά στον αρχαίο κόσμο οι πιο συνηθισμένες αιτίες επηρέαζαν κυρίως τα παιδιά και τους νέους καθώς οι άνθρωποι πολύ δύσκολα έφταναν μέχρι τα γηρατειά.
Ακολουθούν μερικοί από τους πιο συνηθισμένους “δολοφόνους” που κυριάρχησαν στον πλανήτη πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια.
Πανώλη
Η πανώλη ήταν παρούσα τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη Ρώμη, παίζοντας καθοριστικό ρόλο σε σημαντικές ιστορικές στιγμές.
Ο Θουκυδίδης περιέγραψε εκτενώς το ξέσπασμα της πανώλης κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο που κράτησε από το 430 π.Χ. έως το 426 π.Χ., όταν η Αθήνα, κατάμεστη από πρόσφυγες, βίωσε τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων κατοίκων, συμπεριλαμβανομένου και του Περικλή.
Κύματα της πανδημίας έφεραν καταστροφικά αποτελέσματα και στην αρχαία Ρώμη. Ένα ξέσπασμα την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου λέγεται ότι σκότωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού σε ορισμένες από τις περιοχές που επλήγησαν (Ρώμη, Μικρά Ασία, Αίγυπτος, Ελλάδα και Ιταλία) επηρεάζοντας σοβαρά τη δύναμη του ρωμαϊκού στρατού. Αυτή η ασθένεια, που μεταδόθηκε από στρατιώτες που επέστρεφαν από μακρινά στρατιωτικά φυλάκια, παραλίγο να σκοτώσει ακόμη και τον ίδιο τον Μάρκο Αυρήλιο.
Τον έκτο αιώνα, πιστεύεται ότι μια μορφή της βουβωνικής πανώλης, ένα προοίμιο του μεσαιωνικού ‘Μαύρου Θανάτου”, εξάλειψε σχεδόν το μισό του ρωμαϊκού πληθυσμού.
Αφροδίσια νοσήματα
Τα αφροδίσια νοσήματα μαστίζουν την ανθρώπινη φυλή από τις πρώτες μέρες της στον πλανήτη. Εντούτοις, το πόσο μεγάλη επίδραση είχε στη θνησιμότητα των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων είναι κάπως αμφισβητήσιμο.
Την ίδια στιγμή η συζήτηση γύρω απ’ τη σύφιλη και την προέλευσή μαίνεται εδώ και αιώνες. Αρχικά, οι ερευνητές θεώρησαν ότι οι ταξιδιώτες που γύρισαν από τον Νέο Κόσμο -με πρώτον απ’ όλους τον Κολόμβο- έφεραν την ασθένεια μαζί τους. Ωστόσο, πολύ παλιότερες περιγραφές δείχνουν ότι ότι η σύφιλη υπήρχε στην Ευρώπη πολύ πριν από την “ανακάλυψη” της Αμερικής από τους Ευρωπαίους. Για παράδειγμα, έχουν βρεθεί σκελετοί στην Πομπηία που υποδεικνύουν την παρουσία συγγενούς σύφιλης, ενώ και σε κείμενα του Ιπποκράτη μπορεί να βρει κανείς περιγραφές της νόσου στα πολύ προχωρημένα της στάδια.
Πόλεμος
Οι στατιστικές πληροφορίες σχετικά με τις στρατιωτικές απώλειες κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις μαρτυρίες των αρχαίων ιστορικών. Αν δούμε για παράδειγμα τα γραπτά του Τίτου Λίβιου και του Αππιανού θα δούμε ότι μιλούν για σχεδόν 100.000 νεκρούς στρατιώτες την περίοδο από το 201 έως το 151 π.Χ. Νωρίτερα, τον Αύγουστο του 216 π.Χ., μόνο στη μάχη των Καννών υπολογίζεται ότι οι δυνάμεις της Καρχηδόνας σκότωσαν 50.000 έως 70.000 Ρωμαίους.
Απ’ την άλλη μεριά, η αρχαία Ελλάδα δεν γνώρισε τα ίδια ποσοστά θνησιμότητας στις τάξεις του στρατού, αλλά οι μακροχρόνιοι πόλεμοι μεταξύ αντιμαχόμενων πόλεων-κρατών όπως η Αθήνα και η Σπάρτη, καθώς και οι εισβολές από άλλες αυτοκρατορίες όπως την Περσία επηρέασαν κατά πολύ τα ποσοστά θνησιμότητας των αντρών.
Ελονοσία
Πολλές αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι η ελονοσία ήταν ένας από τους σημαντικότερους δολοφόνους στην αρχαία Ρώμη, με τη θνησιμότητα να αυξάνεται κατά πολύ τους καλοκαιρινούς μήνες. Δυστυχώς, οι Ρωμαίοι δεν είχαν ακόμη κατανοήσει τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ στάσιμου νερού, κουνουπιών και ελονοσίας.
Οι ελώδεις συνθήκες γύρω από την πόλη συνέβαλαν επίσης σε μία σειρά επιδημιών ελονοσίας που, στις αρχές του Μεσαίωνα, συνέβαλαν (μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες) στην υποβάθμιση της Ρώμης από μια πολύβουη πόλη σε μια μικρή που περιβάλλεται από βάλτους.
Χολέρα
Το μέγεθος και η πυκνότητα της αρχαίας Ρώμης δημιουργούσαν τις ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών. Μια τέτοια ασθένεια, η χολέρα, ήταν τόσο στενά συνδεδεμένη με τη ζωή και τον θάνατο στην αρχαία Ρώμη που η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη “χολική ασθένεια”.
Η χολέρα εξαπλώθηκε εύκολα και γρήγορα σε ολόκληρο τον πληθυσμό λόγω ποικίλων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των κοινόχρηστων δημόσιων λουτρών -που βρίσκονταν συχνά δίπλα σε δημόσιες τουαλέτες-, της έλλειψης παροχής καθαρού νερού για τους φτωχούς και των συνηθειών κακής υγιεινής στις δημόσιες τουαλέτες.
Σκοτεινά, κοινόχρηστα δωμάτια με πολλές τρύπες στο έδαφος και χωρίς διαχωριστικά ενδιάμεσα, οι αρχαίες ρωμαϊκές τουαλέτες δεν φημίζονταν για την καθαριότητα και την υγιεινή τους. Χωρίς την πολυτέλεια του χαρτιού τουαλέτας, ο πληθυσμός χρησιμοποιούσε ένα κοινόχρηστο εργαλείο γνωστό ως ξυλοσπόγγιο (ένα σφουγγάρι πάνω σε ένα ραβδί) για να καθαριστεί μετά τη χρήση του αποχωρητηρίου, διευκολύνοντας την εξάπλωση της χολέρας που μεταδίδεται από τα βακτήρια.
Αλκοολισμός
Η κατανάλωση οινοπνεύματος και πιο συγκεκριμένα του κρασιού, ήταν μία διαδεδομένη συνήθεια σε όλη την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Τον πρώτο αιώνα π.Χ., το κρασί θεωρούταν το πιο διαδεδομένο ποτό της Ρώμης για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Υπολογίζεται ότι ο μέσος Ρωμαίος κατανάλωνε, κατά μέσο όρο, 100 γαλόνια αλκοόλ ετησίως (σχεδόν 400 λίτρα δηλαδή).
Ενώ η εγκράτεια και το μέτρο ενθαρρύνονταν στην αρχαία ελληνική κοινωνία, στη Ρώμη φαίνεται να ίσχυε το αντίθετο.
Η λατρεία του Βάκχου ήταν μια τελετουργική μυσταγωγική πρακτική που χαρακτηριζόταν από ασωτία, επιθετικότητα και φυσικά ένα αδιανόητο μεθύσι που μπορεί να έφτανε μέχρι και τον θάνατο. Η κυβέρνηση επιχείρησε να καταστείλει αυτήν τη λατρεία που είχε φτάσει στα όρια του κινήματος, απαγορεύοντάς το νομικά το 186 π.Χ.
Τοκετός
Στον αρχαίο κόσμο, η πράξη του τοκετού ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί, με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και για τους δύο. Η έλλειψη υγιεινής και γνώσεων γύρω απ’ τους μικροοργανισμούς επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την υγεία και την επιβίωση τόσο της μητέρας όσο και του παιδιού.
Η παραδοσιακή ιατρική βασιζόταν στην καθοδήγηση μίας έμπειρης μαίας, στη χρήση ιατρικών βοτάνων και στην προσευχή στους θεούς. Και προφανώς όλα αυτά δεν ήταν αρκετά.
Λόγω των ελάχιστων γραπτών στοιχείων σχετικά με τα ποσοστά μητρικών θανάτων στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή εποχή, οι ερευνητές έχουν δημιουργήσει εκτιμήσεις βασισμένες σε συγκρίσεις με μεταγενέστερες κοινωνίες όπου διατηρήθηκαν γραπτά στοιχεία. Πιστεύεται, λοιπόν,. ότι τα ποσοστά στην Αρχαία Ρώμη μπορεί να ήταν συγκρίσιμα με αυτά της αγροτικής Αγγλίας του 18ου αιώνα, όπου το ποσοστό μητρικής θνησιμότητας ήταν κατά μέσο όρο 25 θάνατοι ανά 1000 γεννήσεις.
Βρεφική ασθένεια και απόρριψη
Σε ποσοστό 40% η βρεφική θνησιμότητα ήταν μια κοινή αιτία θανάτου στον αρχαίο κόσμο. Υπολογίζεται ότι το 75% των παιδιών που γεννήθηκαν στη Ρώμη δεν κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την ηλικία των 10 ετών. Συνήθως, εάν μια μητέρα γεννούσε δέκα παιδιά, μόνο τρία μπορεί να ζούσαν μετά την ηλικία των 10 ετών.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη, ο “αρχηγός” της οικογένειας είχε την εξουσία να δέχεται ή να απορρίπτει ένα παιδί με το που γεννιόταν. Στη Ρώμη, εάν το βρέφος ήταν άρρωστο, παραμορφωμένο, αδύναμο ή απλώς αποτελούσε ένα ακόμη πεινασμένο στόμα για τον φτωχό πατέρα, εκείνος είχε τη δυνατότητα να μην το αποδεχτεί. Αυτό σήμαινε ότι είτε θα το υιοθετούσε κάποιος άλλος είτε θα το έστελνε στη σκλαβιά είτε θα το άφηνε να πεθάνει σε κάποιο βουνό.
Λόγω της έλλειψης αποτελεσματικής αντισύλληψης στην αρχαία Ρώμη, η εγκυμοσύνη ήταν συνηθισμένη και οι φτωχές οικογένειες συχνά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν πολλά παιδιά. Έτσι, για εκείνα τα χρόνια η βρεφοκτονία φαινόταν στα μάτια των πολλών περισσότερο ως μια πράξη ελέους παρά ως μία στυγνή δολοφονία.
Ωστόσο, ακόμα κι αν η οικογένεια δεχόταν το παιδί, το υπανάπτυκτο ανοσοποιητικό σύστημα των βρεφών τα έκανε ιδιαίτερα ευάλωτα σε πολλές ασθένειες που σήμερα αντιμετωπίζονται εύκολα από τη σύγχρονη ιατρική -διάρροια, λοιμώξεις, κλπ. ΟΙ θάνατος ήταν πολύ πιθανός για εκείνα.
Έγκλημα και βία
Το έγκλημα και η βία κυριαρχούσαν στη Ρώμη. Από τη βαρβαρότητα του πολέμου μέχρι τις δημόσιες επιδείξεις βίας για λόγους διασκέδασης, η αιματοχυσία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ρωμαϊκής ζωής.
Επειδή η κοινωνία ήταν πολύ διχασμένη ταξικά, φυλετικά και θρησκευτικά, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Το έγκλημα στους δρόμους, οι ληστείες και οι αλληλοεπιθέσεις λόγω μέθης ήταν πολύ κοινές και συχνά θανατηφόρες.
Καρκίνος
Η λέξη “καρκίνος” προήλθε από το έργο του Ιπποκράτη, ο οποίος χρησιμοποίησε τους όρους “καρκίνο” και “καρκίνωμα” για να περιγράψει το έλκος και τις αλλοιώσεις που δεν προκαλούν έλκος. Στα ελληνικά, οι λέξεις αναφέρονται σε ένα καβούρι, ένα πλάσμα που στα μάτια του Ιπποκράτη έμοιαζε με όγκο.
Ο Ρωμαίος γιατρός Κέλσος (28-50 π.Χ.) μετέφρασε αργότερα τους ελληνικούς όρους σε “cancer”, τη λατινική λέξη για το καβούρι. Ο Έλληνας γιατρός Γαληνός (130-200 μ.Χ.) χρησιμοποίησε τη λέξη “oncos” (πρήξιμο στα ελληνικά) για να περιγράψει τους όγκους. Η αναλογία των καβουριών του Ιπποκράτη και του Κέλσου εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει κακοήθεις όγκους, αλλά ο όρος του Γαληνού χρησιμοποιείται τώρα ως μέρος του ονόματος για τους ειδικούς στον καρκίνο, τους ογκολόγους.
Ο καρκίνος διαγνώστηκε και περιγράφηκε στην αρχαιότητα, ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν ήταν τόσο συνηθισμένος όσο είναι σήμερα, καθώς δεν υπήρχαν οι καρκινογόνες ουσίες που είναι προϊόντα της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής -και επειδή οι άνθρωποι δεν ζούσαν και τόσο πολύ ώστε να αναπτύσσουν τέτοιες ασθένειες.