ΑΝΤΙΝΟΟΣ ΑΛΜΠΑΝΗΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: ΤΟ “MAESTRO” ΑΦΟΡΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΕ ΜΙΚΡΟ Η ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ
Μιλά στο The Magazine για τον ρόλο του Μιχάλη στο "Maestro", τη νέα του παράσταση, την πατριαρχία και την περιπέτειά του με τον καρκίνο.
Είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του και φέτος πρωταγωνιστεί σε μία από τις πιο επιτυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης. Έχει άποψη για τα κοινωνικά ζητήματα και δεν διστάζει να τοποθετηθεί δημόσια όταν κάτι τον ενοχλεί, έχει απίστευτο χιούμορ και μια καλοσύνη, που πλέον την συναντάς σπάνια.
Ο λόγος για τον Αντίνοο Αλμπάνη, που υποδύεται τον Μιχάλη στο “Maestro” του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στο MEGA, το οποίο έχει λάβει ήδη διθυραμβικές κριτικές και έχει καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό. Ο Μιχάλης είναι ο γιατρός του νησιού και μετέβη εκεί για το αγροτικό του, αλλά τελικά έμεινε. Είναι ήσυχος, αποστασιοποιημένος, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει τα πάντα για όλους. Ο λόγος που δεν έφυγε ποτέ από το νησί ήταν ο έρωτας του για τη Σοφία (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου). Η σχέση τους όμως τελείωσε άδοξα, λόγω του γάμου της με τον Φάνη (Φάνη Μουρατίδη), και τώρα πια προσπαθούν να είναι μόνο φίλοι. Στο πλευρό του έχει την σκυλίτσα του, την Μπλου, με την οποία επικοινωνεί καλύτερα από όλους.
Λίγο πριν από την προβολή του τρίτου επεισοδίου του “Maestro”, ο Αντίνοος Αλμπάνης μιλά στο The Magazine για τον ρόλο του, την σειρά και τα κοινωνικά θέματα που “αγγίζει”, για την πατριαρχία, τον σεξισμό και το #MeToo, τη νέα θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί, αλλά και για το πρόβλημα υγείας που πέρασε, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί “ταμπού” στις μέρες μας.
Φέτος, σας βλέπουμε τηλεοπτικά στη νέα σειρά “Maestro”, όπου υποδύεστε τον ευγενικό γιατρό του νησιού, τον Μιχάλη. Πείτε μας μερικά χαρακτηριστικά του ήρωα.
Μιλάμε για ένα χαρακτήρα ο οποίος παρουσιάζεται κυρίως μέσα απ’ τις σιωπές, μέσα απ’ τα βλέμματα, μέσα απ’ τις παύσεις του. Είναι ένας κλειστός χαρακτήρας και είναι κλειστός ακριβώς επειδή γνωρίζει τα πάντα για τους ήρωες του νησιού. Δεν θέλει να ανακατεύεται πολύ και όχι με την έννοια του να κρύψει πράγματα τα οποία είναι βλαβερά, όπως για παράδειγμα την περίπτωση του ξυλοδαρμού της Μαρίας (Μαρία Καβογιάννη) και του Σπύρου (Γιώργος Μπένος). Γενικότερα γνωρίζει πράγματα για τους ανθρώπους, αλλά είναι πολύ διακριτικός. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος θέλει πολύ να βοηθήσει, θέλει να συνδράμει με τον τρόπο του στις εξελίξεις του νησιού. Από ‘κει και πέρα, κρατάει τις αποστάσεις του, για να είναι και ο ίδιος ασφαλής, γιατί γνωρίζει ότι κάποια πράγματα είναι δισεπίλυτα. Στη συνέχεια θα δείτε ότι θα έχει μια πιο ουσιαστική παρουσία και θα παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις εξελίξεις που θα έρθουν. Και θα είναι πολλές…
Στο δεύτερο επεισόδιο, τον είδαμε, μάλιστα, να κάνει μία ένεση ινσουλίνης, που σημαίνει ότι πάσχει από διαβήτη. Δεν το έχουμε ξαναδεί αυτό στην ελληνική τηλεόραση. Πώς βλέπετε εσείς αυτή την πτυχή του ήρωά σας;
Δεν γνωρίζω αν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αναφορά σε έναν διαβητικό, που να είναι βασικός ήρωας μιας σειράς. Αυτό που μπορώ με σιγουριά να πω, είναι ότι ο τρόπος που εμείς το αντιμετωπίζουμε, θέλουμε να είναι ένας φυσιολογικός τρόπος. Να δείξουμε την ασθένεια αυτή μέσα από την φυσιολογικότητά της, χωρίς να φορτίζεται βαριά, χωρίς να δίνεται μεγαλύτερη έκταση από αυτή που της αναλογεί. Να κατανοήσει ο κόσμος ότι ναι μεν είναι μια ασθένεια η οποία είναι χρόνια, αλλά οι άνθρωποι που πάσχουν από τον διαβήτη ζούνε φυσιολογικά, ζούνε κανονικά, δεν στερούνται πράγματα και είναι απολύτως λειτουργικοί. Είναι και ο λόγος που έχουμε επιλέξει να δείχνουμε την θεραπεία ή τον τρόπο που προσέχει αυτός ο άνθρωπος την ασθένειά του με έναν πολύ άμεσο και καθημερινό τρόπο.
Θέλαμε να δείξουμε την ασθένεια του διαβήτη μέσα από την φυσιολογικότητά της. Να κατανοήσει ο κόσμος ότι οι άνθρωποι που πάσχουν είναι απολύτως λειτουργικοί.
Θα δούμε το θέμα της πάθησής του να αναπτύσσεται στα επόμενα επεισόδια;
Θα δούμε και αυτό πώς επηρεάζει τον ψυχισμό του και πώς τον κάνει κάποιες στιγμές να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, να μην θέλει να επικοινωνεί αυτά που τον βασανίζουνε. Θα δούμε πώς αυτή η ψυχολογία επηρεάζει και την σχέση του, γιατί θα δούμε και κάποια flashbacks τα οποία αφορούν στην κοινή του διαδρομή με την Σοφία, την οποία υποδύεται η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου.
Πάντως, θα πρέπει να πούμε πως ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης σπάει (ακόμα) ένα “ταμπού” με αυτή του την προσθήκη, εκείνο της ασθένειας, στην προκειμένη περίπτωση του διαβήτη. Ξέρουμε ότι υπάρχει στίγμα, κάτι που βιώσατε κι εσείς με το δικό σας προβλημα υγείας.
Μακάρι. Γιατί είναι από αυτά που εμένα προσωπικά με προβληματίζουν και με συγκινούν στους ανθρώπους. Και είναι καλό να μιλάμε για αυτά και να μην κάνουμε ότι δεν υπάρχουν. Οι περισσότερες ασθένειες, είτε είναι λιγότερο είτε περισσότερο σοβαρές, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στιγματίζουν τους ανθρώπους, τους βάζουν στο περιθώριο. Κυρίως η κοινωνία το κάνει αυτό, όχι οι ίδιοι οι ασθενείς, γιατί νιώθει ότι πρέπει να τους συμπεριφερθεί κάπως διαφορετικά, την στιγμή που οι ασθενείς όταν έχουν κάποιο πρόβλημα, πρωτίστως οι ίδιοι το επικοινωνούνε, οι ίδιοι αποζητούν την βοήθεια ή ενδεχομένως κάποια ειδική μεταχείριση.
Όσον αφορά τον καρκίνο, που περάσατε εσείς, θεωρείτε ότι έχει αρχίσει να σπάει το “ταμπού”;
Εύχομαι και ελπίζω να πηγαίνει προς μία τέτοια κατεύθυνση. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτά τα ταμπού σπάνε τόσο εύκολα, είναι βαθιά ριζωμένα στην κοινωνία. Όχι από κακή πρόθεση, αλλά γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι, έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που νοσούν από κάτι σαν να είναι μελλοθάνατοι. Ειδικά για τις περιπτώσεις των ογκολογικών ασθενών, που για πολλές δεκαετίες τους αντιμετωπίζανε ως μελλοθάνατους. Έχει μείνει ακόμα και τώρα αυτή η φρικτή έκφραση “επάρατη νόσος”, τη στιγμή που πάρα πολλές μορφές καρκίνων είναι θεραπεύσιμες, πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουν μια έγκαιρη διάγνωση μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους κανονικά. Μακάρι να σταματήσει να είναι ταμπού. Εγώ στον βαθμό που περάνει από το χέρι μου – και είναι και ο λόγος που μιλάω για αυτό – είναι για να μην νιώθει κανένας ότι είναι μόνος του σε αυτή την περιπέτεια. Μπορούν να ελπίζουν, μπορούν να ονειρεύονται και μπορούν να πιστεύουν ότι η ζωή δεν τελειώνει σε μια ασθένεια ή σε μια διάγνωση.
Έχει μείνει ακόμα και τώρα η φρικτή έκφραση “επάρατη νόσος”, τη στιγμή που πάρα πολλές μορφές καρκίνων είναι θεραπεύσιμες. Η ζωή δεν τελειώνει σε μια διάγνωση.
Βλέπουμε και την σκυλίτσα σας την Μπλου στη σειρά!
Μα δεν είναι υπέροχη; Δεν είναι καταπληκτική ηθοποιός; Η ιδέα ήταν του Χριστόφορου, την γνωρίζει από κουτάβι έτσι κι αλλιώς, από τη μέρα που μου την έφεραν. Οπότε είχε αυτή την ιδέα να την εντάξουμε στην διανομή. Είναι ένα εκπαιδευμένο σκυλί που με ακούει ευτυχώς, είναι συνεργάσιμη.
Πώς είναι η συνεργασία σας με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, σχεδόν 15 χρόνια μετά από την προηγούμενη συμμετοχή σας σε σειρά του, στο “Δυο μέρες μόνο”;
Ναι μεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την προηγούμενή μας συνεργασία, από ‘κει και πέρα όλα αυτά τα χρόνια είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι στη ζωή μου, έχουμε επαφή, οπότε δεν μου φαίνεται μακρινή η προηγούμενη συνεργασία. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά, είναι ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά σε σχέση με τον Χριστόφορο, γιατί ο ίδιος σοβαρός και ταλαντούχος επαγγελματίας που είναι σήμερα, ήταν και τότε. Σίγουρα έχει ωριμάσει περισσότερο, σίγουρα ο τρόπος που ζυγίζει τα ζητήματα είναι πολύ πιο μεστός και ουσιαστικός. Από ‘κει και πέρα, στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το θέμα της παραγωγής και της δουλειάς, είναι ο ίδιος άνθρωπος που θυμάμαι και στο «Δυο μέρες μόνο». Ένας πολύ συγκεντρωτικός άνθρωπος, που περνάνε όλα απ’ τα χέρια του, που φροντίζει για τα πάντα, είναι πάνω απ’ τα πράγματα και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη.
Γενικά, η σειρά θίγει πολλά σύγχρονα ζητήματα, από την ενδοοικογενειακή βία μέχρι την ομοφοβία, αλλά και το πώς η κοινωνία είναι συνένοχη σε κακές συμπεριφορές. Πώς βλέπετε εσείς την θεματική του “Masetro”, δεδομένου ότι είστε κι ένας άνθρωπος που έχει τοποθετηθεί ανοιχτά σε δημόσιες συζητήσεις;
Δεν θα πω ότι είναι η πρώτη σειρά που καταπιάνεται με ζητήματα της επικαιρότητας και αυτό γιατί στα αλήθεια είναι παναθρώπινα αυτά τα ζητήματα και δυστυχώς διαχρονικά. Περισσότερο εμένα με εντυπωσιάζει το ότι είναι μία σειρά στην οποία βλέπουμε ανθρώπους να φοράνε μάσκες, παρά όλα τα υπόλοιπα. Γιατί αν παρατηρήσετε, στη μυθοπλασία στην Ελλάδα, υπάρχει μια ανάγκη, μια αγωνία να αποκτήσουν μια διαχρονικότητα οι σειρές αποφεύγοντας να χρησιμοποιούν στοιχεία της επικαιρότητας. Δηλαδή, έχουν απαλείψει οι περισσότερες σειρές το στοιχείο της πανδημίας, δεν αναφέρονται σε αυτό. Είναι καλό να μένουμε σε αυτά τα οποία μας συμβαίνουν σήμερα, να χτίζουμε με τα υλικά τα οποία υπάρχουν γύρω μας και να μην είμαστε τοποθετημένοι σε κάποια άλλη πραγματικότητα. Τώρα, σε ό,τι έχει να κάνει με το άλλο κομμάτι, θα ήταν λυπηρό να έχουμε μια τόσο μεγάλη ευκαιρία να παρουσιάσουμε μια δουλειά και να μην μιλήσουμε για πράγματα τα οποία μας απασχολούν στο σήμερα.
Στη μυθοπλασία στην Ελλάδα, υπάρχει μια αγωνία να αποκτήσουν μια διαχρονικότητα οι σειρές, αποφεύγοντας να χρησιμοποιούν στοιχεία της επικαιρότητας.
Τι σχόλια έχετε λάβει από τον κόσμο μετά την προβολή των πρώτων επεισοδίων;
Είναι συγκινητικά τα σχόλια που έχουμε λάβει από τον κόσμο, από τους θεατές. Χαίρομαι πολύ, κυρίως, επειδή αναγνωρίζουν πρωτίστως το κομμάτι της δουλειάς, της παραγωγής, της εικόνας, της ατμόσφαιρας, της σκηνοθεσίας, της φωτογραφίας. Γιατί, είναι πράγματα τα οποία εμείς που είμαστε της δουλειάς τα παρατηρούμε ή μας είναι ευδιάκριτα, αλλά για τον πολύ κόσμο μπορεί να μην είναι. Αποδεικνύεται πως και ο κόσμος αντιλαμβάνεται τη διαφορά στην ποιότητα της εικόνας και είναι καλό να επιβραβεύουμε δουλειές οι οποίες έχουν γίνει με κόπο, με βάσανο, με ένα budget το οποίο είναι περισσότερο από τις άλλες δουλειές και που πρέπει να είναι περισσότερο, γιατί όλες οι δουλειές πρέπει να καλυτερέψουν τα standards τους και τα στοιχεία από τα οποία είναι φτιαγμένες. Από ‘κει και πέρα, διαπιστώνω πως ο καθένας βρίσκει κάτι με το οποίο ταυτίζεται, είτε σε κάποιον ήρωα, σε μια σκηνή, σε μια ιστορία. Νομίζω ότι με έναν τρόπο αφορά όλους τους Έλληνες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό.
Αισθάνομαι ότι οι τηλεθεατές έχουν σοκαριστεί σε ένα βαθμό με τη σειρά. Δεν ξέρω αν είναι λόγω της ρεαλιστικότητας κάποιων έντονων σκηνών, όπως εκείνη του ξυλοδαρμού, ή λόγω της συνειδητοποίησης πως αυτά συμβαίνουν γύρω μας και πως μπορεί να μην είμαστε θύτης/θύμα, αλλά εκείνος που ξέρει και δεν μιλά.
Νιώθω ότι έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι ήρωες και οι καταστάσεις δεν παρουσιάζονται με τη μορφή της καρικατούρας. Είτε αυτό έχει να κάνει με την ενδοοικογενειακή βία είτε με τα δύο παιδιά τα οποία είναι ομοφυλόφιλα και ζουν αυτόν τον έρωτα. Βλέπουμε ότι είναι δύο παιδιά που είναι καθημερινά, που θα μπορούσαν να είναι το οτιδήποτε. Δεν είναι δύο παιδιά τα οποία εκ πρώτης όψεως θα έλεγες ότι βασανίζονται γιατί δεν μπορούν να ζήσουν αυτό που επιθυμούν. Το ίδιο αντίστοιχα συμβαίνει με τη Μαρία Καβογιάννη, με τον Γιάννη Τσορτέκη, είναι άνθρωποι που είναι απλοί, καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, είναι υπεράνω πάσης υποψίας. Αυτό νομίζω ότι είναι πολύ ουσιαστικό και σημαντικό, γιατί μπορεί να συμβαίνει στον οποιονδήποτε. Αυτός ο οποίος κλείνει τα μάτια και τα αυτιά του και δεν μιλάει και δεν βοηθάει, μπορεί να είναι ένας από εμάς, μπορεί να είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Βλέπουμε τον εαυτό μας στους ήρωες.
Το “Maestro” αφορά όλους τους Έλληνες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Αυτός που κλείνει τα μάτια και δεν μιλάει και δεν βοηθάει, μπορεί να είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.
Γενικότερα, την άνθηση της μυθοπλασίας τα τελευταία τρία χρόνια, πώς την κρίνετε;
Είναι πολύ παρηγορητική. Εγώ είμαι της άποψης ότι όσο πιο πολλές δουλειές υπάρχουν, τόσο το καλύτερο για τον κλάδο τον δικό μου, γιατί έχει περάσει δύσκολες στιγμές, δύσκολα χρόνια. Δεν αναφέρομαι μόνο στην πανδημία, αλλά και στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε πριν από 10 – 15 χρόνια. Έχει πληγεί πάρα πολύ ο κλάδος, οπότε όσο πιο πολύ επενδύουν τα κανάλια και οι επιχειρηματίες στις σειρές και τη μυθοπλασία, τόσο το καλύτερο για όλους μας. Είμαστε ένας λαός που αγαπάει πολύ το θέαμα, αγαπάει τη μυθοπλασία, αγαπάει το θέατρο, αποδεδειγμένα. Θα πρέπει να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν και οι παραγωγοί και τα κανάλια τις δουλειές αυτές με μια περισσότερο μεταπολιτική διάθεση, να μην μένουν στα στενά όρια της χώρας μας, αλλά να μπορούν να παράγουν προϊόντα που να έχουν μια αξία και μια υπόσταση τέτοια, που να μπορούν να βγουν σε μια διεθνή αγορά, είτε αυτό είναι σε μια πλατφόρμα είτε σε ένα ξένο δίκτυο.
Εκτός από την τηλεοπτική σας δουλειά, φέτος θα σας δούμε και στο θέατρο, στην παράσταση “Κάποιος να με προσέχει” που ξεκινάει στις 11 Νοεμβρίου.
Είμαι πολύ χαρούμενος για αυτή τη δουλειά, κυρίως επειδή είναι μια παραγωγή που ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη για τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι μια παράσταση “μετάκληση”, που φιλοξενείται στην Θεσσαλονίκη για την Αθήνα, είναι local. Χαίρομαι γιατί ξαναβρίσκομαι με παραγωγούς και συνεργάτες που έχω βρεθεί στο παρελθόν. Είναι μια πολύ ευτυχής συγκυρία, γιατί είμαι πάλι δίπλα στην σκηνοθέτιδά μου την Αθανασία Καραγιαννοπούλου, η οποία έχει υπάρξει καθηγήτριά μου στη δραματική σχολή. Έχω μεγάλη χαρά που συνεργάζομαι με τον Δημήτρη Μάριζα και τον Πήτερ Ραντλ, με τον Πήτερ ήμασταν μαζί στη σχολή με διαφορά ενός έτους. Μια ομάδα ανθρώπων πολύ ταλαντούχων, πολύ δοτικών, πολύ εργατικών, που αυτό που μας απασχολεί είναι η ίδια η δουλειά. Ξεκινάμε στο Θέατρο Αυλαία στις 11 Νοεμβρίου και από τη νέα χρονιά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα κατέβουμε στην Αθήνα.
Ποια είναι η υπόθεση του έργου και ποια ζητήματα πραγματεύεται;
Είναι ένα έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Φρανκ Μακγκίνες, ενός από τους σπουδαιότερους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς. Το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό, γιατί έχω ανάγκη από καινούργια και σύγχρονα κείμενα να τα αφηγούμαστε στον κόσμο. Η ιστορία έχει να κάνει με τρεις δυτικούς, τρεις αγγλοσάξωνες, οι οποίοι βρίσκονται φυλακισμένοι από την Χεζμπολάχ στον Λίβανο, εξαιτίας των πολιτικών συγκρούσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε εκείνη την περιοχή. Ωστόσο, η θεματολογία της παράστασης δεν έχει να κάνει με την πολιτική κατάσταση της Δύσης ή της Ανατολής ή τις όποιες συρράξεις υπάρχουν. Έχει να κάνει με την συνύπαρξη των τριών αυτών ανθρώπων, οι οποίοι φαινομενικά είναι τόσο ίδιοι, αλλά στον πυρήνα τους εντελώς διαφορετικοί. Καταβάλλουν τεράστια προσπάθεια για να βρουν τον ελάχιστο κοινό παράγοντα που έχουν για να συνεργαστούν, να συνυπάρξουν, να καταπολεμήσουν την αγωνία, τον φόβο και την δυστυχία που επιφέρει ένας εγκλεισμός από μία απαγωγή και να επαναπροσδιορίσουν όλη τους τη ζωή.
Ειδικά αυτή την περίοδο, που βλέπουμε ότι το τραγικό ζήτημα της πατριαρχίας έχει βγει πάλι στην επιφάνεια, είναι ωραίο να δείχνω στον κόσμο να καταλάβει ότι είμαστε όλοι το ίδιοι.
Ποιο μήνυμα της παράστασης αισθάνεστε πως είναι το σημαντικότερο;
Έχει μεγάλη αξία για μένα το ότι αυτή η παράσταση έχει να κάνει με τρεις άνδρες, οι οποίοι στα αλήθεια επαναπροσδιορίζουν, μέσα σε όλα, και την ιδέα που έχουν για τον ανδρισμό. Έχει μια πολύ σπουδαία ατάκα μέσα που λέει ότι συχνά οι Σπαρτιάτες στον πόλεμο, οι πιο γενναίοι μαχητές, συμπεριφέρονταν σαν γυναίκες. Χτένιζαν τα μαλλιά ο ένας του άλλου πριν πάνε στη μάχη και πολλές φορές τους κορόιδευαν, αλλά αυτοί κέρδιζαν. Το να συμφιλιωθούν αυτοί οι άνδρες με την γυναικεία τους πλευρά και με αυτό εννοούμε την ευαισθησία, ενσυναίσθηση, την παραδοχή της θλίψης, την παραδοχή του ότι δεν χρειάζεται να είμαστε πάντα δυνατοί και να τα αντέχουμε όλα. Μπορεί να έχουμε και δύσκολες στιγμές και να λυγίζουμε, να τις αγκαλιάζουμε αυτές τις στιγμές. Οπότε ειδικά αυτή την περίοδο, που βλέπουμε ότι το τραγικό ζήτημα της πατριαρχίας έχει βγει πάλι στην επιφάνεια, είναι ωραίο να δείχνω στον κόσμο να καταλάβει ότι είμαστε όλοι το ίδιοι. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αποδείξουμε τίποτα στην κοινωνία, στον φίλο μας, στον συνεργάτη μας ή στον διπλανό μας. Μπορούμε να είμαστε το ίδιο τρωτοί, το ίδιο ευάλωτοι, με τον τρόπο που επιτρέπουν και οι θηλυκές υπάρξεις να φαίνεται.
Όσον αφορά το ζήτημα της πατριαρχίας και του σεξισμού, θεωρείται ότι συντελείται μία αλλαγή αυτή την εποχή, έστω από τη νέα γενιά;
Το εύχομαι και το ελπίζω. Αλλαγή δεν μπορώ να πω ότι συντελείται, γιατί όταν το 2022 συζητάμε το για ποιο λόγο στις ΗΠΑ απαγορεύονται οι αμβλώσεις, κάθε άλλο παρά αλλαγή βλέπω. Είναι μια φρικτή, οδυνηρή επιστροφή σε πολύ σκοτεινές εποχές. Παρόλα αυτά έχω πάντα την ελπίδα ότι οι νέες γενιές, οι νέοι άνθρωποι, θα βγουν μπροστά, θα διεκδικήσουν πράγματα τα οποία εμείς υπήρξαμε ανίκανοι να τα διεκδικήσουμε και να τα φέρουμε στην επιφάνεια. Θα μου πεις, αυτό γίνεται μονίμως μέσα στα χρόνια, πάντα οι μεγαλύτεροι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στους νεότερους. Νομίζω, όμως, ότι η νέα γενιά είναι πιο συνειδητοποιημένη και πιο φυσιολογική από εμάς, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας εφησυχάζει και να μας κάνει να περιμένουμε από τους νέους να αλλάξουν την ιστορία.
Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo στο ελληνικό θέατρο, πώς βλέπετε τα πράγματα;
Ακούμε πολλά πράγματα που έρχονται στην επιφάνεια, τα οποία αφορούν πολύ συγκεκριμένους κλάδους. Εγώ δεν μπορώ να αισθάνομαι ασφαλής ως πολίτης μιας χώρας, όταν ξέρω ότι υπάρχουν ένα τρισεκατομμύριο άλλοι κλάδοι στους οποίους δεν μιλάει κανένας. Το να υπάρξει μια κάθαρση στον δικό μου κλάδο ή στον κλάδο των δημοσιογράφων ή των τραγουδιστών, αυτές οι ομάδες είναι ολιγομελείς σε σχέση με το σύνολο του κόσμου και τα εργασιακά περιβάλλοντα που κινούνται οι πολίτες της Ελλάδας. Οπότε, θα είχα την ανάγκη και την επιθυμία να υπάρξουν αποκαλύψεις λίγο πιο συνολικά.
Οι ίδιοι έχουμε πάρα πολλές πλευρές και όσο κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, δεν καλυτερεύουμε τους εαυτούς μας, ούτε τη θέση μας στην κοινωνία, ούτε την κοινωνία την ίδια.
Τι θα πρέπει να κάνουμε εμείς πρώτα, ως μονάδες, για να γίνει καλύτερη η κατάσταση;
Αυτό που λέω και ξαναλέω είναι ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ ψύχραιμοι και υπομονετικοί ως προς το εξής. Αυτή τη στιγμή η μπάλα πήγε από τον έναν τοίχο και χτύπησε στον άλλον, και αυτό είναι φυσιολογικό. Μην γκρινιάζουμε για το ότι υπάρχουν πολλές άναρθρες κραυγές, κάποια στιγμή η μπάλα θα ισορροπήσει, αλλά για να ισορροπήσει και να υπάρξει. μια σωστή διαχείριση των ζητημάτων, θα πρέπει να περάσουμε το στάδιο που βρισκόμαστε τώρα. Το ένα και μοναδικό που παρακαλάω τον κόσμο να κάνει, είναι να μην βλέπει όλα αυτά που συμβαίνουν σαν κάτι το οποίο δεν τον αφορά. Οι ίδιοι έχουμε πάρα πολλές πλευρές και όσο κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, δεν καλυτερεύουμε τους εαυτούς μας, ούτε τη θέση μας στην κοινωνία, ούτε την κοινωνία την ίδια. Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι έχουμε υπάρξει παραβατικοί στον βαθμό που υπήρξαν οι άνθρωποι που διώκονται αυτή τη στιγμή, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουμε υπάρξει αγενείς, σκληροί, απότομοι, άδικοι με ανθρώπους, είτε επειδή ήταν μια κακή μέρα είτε επειδή κάποιος ήταν πιο αδύναμος από εμάς και βρήκαμε ευκαιρία να πατήσουμε πάνω του. Αν αυτά τα κομματάκια τα στρέψουμε πάνω μας και τα παρατηρήσουμε και γίνουμε καλύτεροι, μόνο τότε θα αλλάξουν τα πράγματα.