FX

THE BEAR, Η ΣΕΙΡΑ ΠΟΥ ΣΥΖΗΤΟΥΝ ΟΛΟΙ

Γιατί μας συναρπάζουν τόσο πολύ οι αγωνιώδεις αφηγήσεις κουζίνας; Πώς φτάνουμε από τον Γκόρντον Ράμσεϊ στο The Bear;

Μαζί με την μεγάλη άνοδο της εξεζητημένης μαγειρικής στο mainstream, υπάρχει ένα είδος τηλεοπτικού και κινηματογραφικού θρίλερ που μοιάζει να ακολουθεί κατά πόδας. Δε θα έπρεπε να μοιάζει μακριά αυτή η στιγμή, ήδη από την πρώτη φορά που ο Γκόρντον Ράμσεϊ εβαλε τις φωνές σε πανικόβλητους μάγειρες για τα κακομαγειρεμένα καλαμάρια:

Η ιδέα της υψηλής κουζίνας ως κάποιου είδους κόλασης ικανής να στρεσάρει περισσότερο κι από την εντονότερη χιτσκοκική σεκάνς, έχει σταδιακά αποκτήσει μια πολύ κυρίαρχη θέση στη συλλογική συνείδηση. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την βαθύτερη γνώση ακόμα και του πιο χαλαρού θεατή, των τρομερής ακρίβειας διαδικασιών που κρύβονται πίσω από τη δημιουργία και του πιο συνηθισμένου πιάτου.

Τα υλικά, οι προετοιμασίες, η κουζίνα σαν λίγο ως πολύ πολεμική μηχανή όπου ο ένας στρατιώτης παίζει το ρόλο του. Αλλά και η κουζίνα ως θρίλερ, όπου το παραμικρό λάθος (και πιστέψτε με, θα ΓΙΝΕΙ το λάθος) μπορεί να επιφέρει μια αλυσιδωτή έκρηξη αγωνίας και πάλης για επιβίωση.

Ακόμα κι αν όλα τα ριάλιτι δεν ήταν τόσο επιθετικά στο βαθμό του «idiot sandwich» του Ράμσεϊ, το σασπένς ήταν και πάλι κυρίαρχο στοιχείο. Στο Top Chef, ας πούμε, ένα αδιανόητης ομορφιάς και γεμάτο ιδέες πιάτο μπορεί να αποτελέσει λόγο αποχώρησης αν ένα εντελώς απλό υλικό είναι ατυχώς μαγειρεμένο ή αν οι σεφ δεν προλάβουν να απλώσουν σωστά όλα τα υλικά στο πιάτο της ώρα που το ασφυκτικό ρολόι φτάσει στο μηδέν.

Στο κινηματογραφικό Dinner Rush του 2010 ο sous chef έχει προβλήματα με τον τζόγο και το εστιατόριο έχει πάρε δώσε με τη μαφία κι όλα αυτά έρχονται σε σύγκρουση κατά τη διάρκεια της κάθε πιεστικής βάρδιας. Υπάρχει κι o απαραίτητος γκρινιάρης κριτικός αλλά αυτό το αφηγηματικό στοιχείο ανυψώθηκε φυσικά σε μια άλλη σπουδαία ταινία μαγειρικής, η οποία κοίταξε τον αγχώδη πανικό της κουζίνας υπό το πρίσμα της τέχνης και της αξίας του ταλέντου: Μιλάμε φυσικά για το Ratatouille.

Από την λεπτομερή μαγειρική στην κόψη του χρόνου του Top Chef μέχρι την κουζίνα ως κόλαση του Kitchen Nightmares κι από τους μπελάδες του Dinner Rush που απειλούν να ανατινάξουν τα πάντα στον αέρα ως την ανάδειξη της μαγειρικής ως τέχνης στο Ratatouille, (και με τους τηλεοπτικούς σεφ ως σύγχρονους σταρ-μάγειρες-μαγαζάτορες-influencers) το πεδίο για το μοντέρνο μαγειρικό mainstream είναι έτοιμο. Δεν είναι καθόλου περίεργο, μιας και ο χώρος συνδυάζει πιθανώς όλα τα παραπάνω στοιχεία: Και ομορφιά και αγωνία, και λεπτομερής, επίπονη διαδικασία, και τεχνική, και ταλέντο, και ιδιοφυία.

Το The Bear, η σειρά που ξεχώρισε στην Αμερική αυτό το καλοκαίρι και μόλις ανανεώθηκε για 2η σεζόν (και που αναμένουμε να έρθει και στην Ελλάδα) είναι κάτι σαν φυσική κορύφωση. Ακολουθεί μια κάπως αντίστροφη διαδρομή, ενός αναγνωρισμένης αξίας fine dining σεφ, ο οποίος έχοντας ήδη υποστεί την αναπόφευκτη δραματουργική πτώση, επιστρέφει σπίτι, στο Σικάγο, για να αναλάβει το οικογενειακό σαντουιτσάδικο που του άφησε ο αδερφός του, ο οποίος αυτοκτόνησε.

Ο Κάρμι (Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ, το πιο απρόσμενο sex symbol του καλοκαιριού) κουβαλά πάνω ένα φορτηγό από προσωπικά προβλήματα, άλυτα ζητήματα που τον οδήγησαν εκεί. Στο πρώτο επεισόδιο, μια νεαρή που τον προσεγγίζει για να δουλέψει εκεί, αναρωτιέται τι τον έφερε πίσω. Εκείνος, αναρωτιέται τι θέλει μια τόσο καλά εκπαιδευμένη σεφ σε ένα παρηκμασμένο συνοικιακό φαγάδικο σαν αυτό– θέλει, φυσικά, απλώς να δουλέψει μαζί του, κι ας είναι κι εκεί.

Η δυναμική τους δίνει στη σειρά μια αφηγηματικά ασυνήθιστη ώθηση διπλής, παράλληλης κατεύθυνσης. Στα περισσότερα πετυχημένα ensemble shows, η εισαγωγή του θεατή στον κόσμο της σειράς γίνεται μέσα από τα μάτια ενός χαρακτήρα που εισέρχεται σε αυτό τον νέο κόσμο. Μαζί με τον πρωταγωνιστικό αυτόν χαρακτήρα, καθώς μαθαίνει τα πρόσωπα, τους κανόνες, τις παγίδες, έτσι τα μαθαίνουμε κι εμείς.

Στο The Bear αυτή η τακτική δεν υποσκάπτεται ακριβώς, παρά ενισχύεται με τρόπο που έχει εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Στο πρώτο επεισόδιο, ο Κάρμι είναι τα μάτια μας και τα αυτιά μας, μαθαίνουμε τον κόσμο του εστιατορίου παράλληλα με τη δική του, αγχώδη εμπειρία. Δυο επεισόδια μετά, η διαδικασία ουσιαστικά επαναλαμβάνεται, αλλά το focus μας αυτή τη φορά είναι η Σίντνεϊ, η νεαρή σεφ που παίζει η Άιο Εντεμπίρι (του Dickinson) και η οποία φέρνει κάτι αγνά ενθουσιώδες στις διαδικασίες. Γνωρίζουμε τα πρόσωπα και τον χώρο σαν από την αρχή– όλα ίδια, αλλά και όλα κάπως διαφορετικά.

Από τη μία, έχουμε την ιστορία ενός παρηκμασμένου αντιήρωα που θέλει να ξαναχτίσει κάτι αλλά δε ξέρει πώς να σταματήσει να αποτελεί εμπόδιο για τον εαυτό του. Από την άλλη, έχουμε την ιστορία θριάμβου μιας νέας σεφ που αποφασιστικά δοκιμάζει να χτίσει κάτι δικό της σε έναν τρομερά δύσκολο, ανταγωνιστικό κόσμο. Κάπου ανάμεσα στην ένταση αυτών των δύο αφηγήσεων, το The Bear δε σταματά ούτε στιγμή να είναι καθηλωτικό.


Το ήδη υπάρχον crew, κοιτάζει καχύποπτα τις νέες αφίξεις και τους νέους τρόπους, τις νέες ιδέες και τις νέες διαδικασίες που φέρνουν στη λειτουργία μιας επιχείρησης που τρέχει εδώ και χρόνια. Σε κάθε γωνιά της κουζίνας αναπτύσσεται και μια διαφορετική ιστορία, όπου κάποιος διαφορετικός πρωταγωνιστής ζει τη δική του πιθανή στιγμή θριάμβου ή καταστροφής. (Ποτέ δεν πιστεύαμε πως θα ζούσαμε τέτοια αγωνία για το αν θα καταφέρει ο Μάρκους να μαγειρέψει το τέλειο γλυκό ντόνατ.) Φιλοσοφίες νέες, παλιές ή απλώς διαφορετικές συγκρούονται πάνω από κατσαρόλες που βράζουν και τηγάνια που καίνε– όταν το δράμα κορυφώνεται (κάτι που συμβαίνει απρόσμενα, αλλά και διαρκώς) νιώθεις το σασπένς, νιώθεις τα διακυβεύματα, νιώθεις την ίδια την –κυριολεκτικά– καυτή ατμόσφαιρα του χώρου.

Η σειρά δεν ξεχνά ποτέ αυτό ακριβώς, τον χώρο της. Όχι μόνο σε απλό επίπεδο εικόνας ή επιμέρους ιστοριών, αλλά ως κάτι το ολοζώντανο, κάτι που διαρκώς κοχλάζει. Πίσω από δύο σεφ που τσακώνονται πάντα κάποιο πιάτο ετοιμάζεται. Σκηνές ανοίγουν και κλείνουν με υλικά που ετοιμάζονται ή μαγειρεύονται. Νευραλγικής σημασίας σεκάνς διαλόγων (όπως το εκπληκτικό άνοιγμα του 6ου επεισοδίου με μια εμφάνιση-έκπληξη από τον Τζον Μπέρνθαλ) κάνουν την ίδια τη διαδικασία της μαγειρικής, αναπόσπαστο κομμάτι της κίνησης και της ύπαρξης των κεντρικών ηρώων.

Μια πρόσφατη ταινία που διαδραματίζεται στον χώρο της κουζίνας, το Boiling Point (Σημείο Βρασμού, όπως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στριμάρει τώρα στο Cinobo), παίζει κι εκείνη σε πολύ παρόμοιο τερέν αποτελώντας επίσης μια φυσική μετεξέλιξη των όσων συζητούσαμε στην αρχή του άρθρου. Σε εκείνη την ταινία, ο σεφ ενός μεγάλου εστιατορίου του Λονδίνου φτάνει με καθυστέρηση στη δουλειά και βρίσκει τα πάντα εκτός ρυθμού, μια απροειδοποίητη επιθεώρηση μειώνει το rating του εστιατορίου την ώρα που η βραδινή βάρδια επιφυλάσει κάθε λογής έκπληξη κι εμπόδιο, ένας παλιός συνεργάτης του είναι εκεί, μαζί με μια κριτικό εστιατορίων, για δικούς του σκιώδεις λόγους, την ώρα που σε ένα τραπέζι οι πελάτες είναι ιδιότροποι και αγενείς κι οι παραγγελίες των υλικών έχουν μείνει πίσω. Ό,τι μπορεί να πάει λάθος σε μια βάρδια, θα πάει.

Όπως γράφαμε κατά την κυκλοφορία του φιλμ, πρόκειται για ένα αγνό κομμάτι αγχώδους entertainment, που μας ρίχνει βαθιά στον κόσμο των υψηλής πίεσης εστιατορίων με μια θρίλερ διάθεση και μια αφήγηση σε μονοπλάνο που πιάνει το θεατή από το λαιμό και δεν τον αφήνει μέχρι το τέλος. Υπήρχε, όμως, «μια σαφής αίσθηση χορογράφησης που τελικά λειτουργεί αντίθετα, υπογραμμίζοντας διαρκώς την φύση κατασκευής του έργου σε συνδυασμό με το εκθετικής απιθανότητας σερί από απρόοπτα που συμβαίνουν στη διάρκεια μιας νύχτας».


Το The Bear, εμφανέστατος συγγενής αυτής της ταινίας, καταφέρνει μέσω της αφηγηματικής του αποσυμπίεσης να πετύχει ακόμα πιο αποτελεσματικά αυτό στο οποίο στόχευε το Σημείο Βρασμού– ακόμα και το αγωνιώδες δραματικό μονοπλάνο που καταφθάνει, στο ήδη πολυθρύλητο 7ο επεισόδιο, όταν τα πάντα θα πάνε αναμενόμενα κατά διαόλου. Διότι ως σειρά, ξέρει πότε να αφήσει τα πράγματα να ηρεμήσουν και πότε να ανεβάσει την ένταση, ξέρει πότε να βάλει φωτιά και πότε να σβήσει (με λίγο κρασί). Είναι, και συγγνώμη γι’αυτό, τέλεια μαγειρεμένο.

Και μαζί, μια σειρά που καταλαβαίνει τόσο το γιατί η κουζίνα μπορεί να μοιάζει με σκηνικό κόλασης, αλλά κι ένας χώρος αγνά καθηλωτικός, χώρος απαράμιλλης γοητείας και πρόκλησης. Ό,τι κάνει τις υψηλής μαγειρικής αφηγήσεις τόσο αρεστές, υπάρχει με τον τρόπο κάπου μέσα στα πρώτης τάξεως υλικά του The Bear.

Το The Bear το βρίσκετε στο Disney +

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα