ΚΕΠΕ: Τρεις παράγοντες κρίνουν την πορεία της οικονομίας το 2023 – Καμπανάκι για πληθωρισμό επιτόκια
Η επιβράδυνση της Ευρώπης δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την Ελλάδα, αφού η Ε.Ε. είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της, απορροφώντας περίπου το 75% των συνολικών εξαγωγών.
- 01 Νοεμβρίου 2022 21:13
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά με τις επιδόσεις της το 2022, σημειώνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στο δελτίο του «Οικονομικές Εξελίξεις», στο οποίο επικεντρώνεται στους τρεις παράγοντες οι οποίοι θα επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας το 2023.
Όπως, πάντως, επισημαίνει ο Πρόεδρος του Δ.Σ. και Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας, οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι: το μέγεθος της επιβράδυνσης στην Ευρώπη, η συνέχιση του μετασχηματισμού της οικονομίας και η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, το τι τελικά θα συμβεί στην ελληνική οικονομία το 2023 εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
1ος Παράγοντας: Το μέγεθος της επιβράδυνσης στην Ευρώπη
Το ότι η επιβράδυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών θα επιδεινώσει και τις προοπτικές της δικής μας είναι δεδομένο. Η ζήτηση από το εξωτερικό θα μειωθεί και προφανώς αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές μας. Αλλά και οι επενδύσεις θα επιβραδυνθούν λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της ύφεσης στην Ευρώπη, τόσο ισχυρότερες θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία μας και τόσο πιθανότερη η ενδεχόμενη ύφεση και στην Ελλάδα το 2023. Βέβαια ο αντίλογος σε μια τέτοια εξέλιξη προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ. Τα δύο αυτά σημαντικά εργαλεία, εφόσον αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, μπορούν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στην ενδεχόμενη μείωση της ζήτησης, άρα και στην αποτροπή της ύφεσης. Το Ταμείο Ανάκαμψης, για παράδειγμα, μπορεί να προσθέσει περίπου 3 δισ. ευρώ σε πραγματικούς όρους στο επίπεδο του ΑΕΠ το επόμενο έτος, περιορίζοντας έτσι τον αντίκτυπο της αναμενόμενης επιβράδυνσης.
2ος Παράγοντας: Η συνέχιση του μετασχηματισμού της οικονομίας
Η παρατηρηθείσα αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας με έμφαση στις εξαγωγές, τις επενδύσεις και την καινοτομία έγινε κάτω από επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές και σε μια εποχή που η Ευρώπη και οι διεθνείς οικονομίες χαρακτηρίζονταν από μεγέθυνση. Το 2023 όμως, τέτοιες συνθήκες δεν θα υπάρχουν. Αντίθετα, η ενίσχυση της ύφεσης στην Ευρώπη και η ενίσχυση της αβεβαιότητας, λόγω αυξημένων επιτοκίων αλλά και λόγω των επερχόμενων (αλλεπάλληλων;) εκλογών στην Ελλάδα, διαμορφώνουν ένα αρνητικό κλίμα. Όμως, ακόμη και σε ένα τέτοιο κλίμα, ο μετασχηματισμός της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί. Διαφορετικά, η οικονομία θα εισέλθει εκ νέου σε έναν φαύλο κύκλο. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα πρέπει να δεσμευτούν ώστε να μην υπάρξει επιστροφή σε παλιές συνήθειες, όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η κατανάλωση, η εσωστρέφεια, ο δανεισμός, η κρατικοδίαιτη και αδιαφανής οικονομική δράση και οι ψηφοθηρικές συμπεριφορές.
3ος Παράγοντας: Η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων
Συναφής με τα παραπάνω είναι και η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων. Παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος τα τελευταία, χρόνια, ιδίως στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στους τομείς των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και ειδικά σε αγορές δικτύων, του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών και επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), της εργασίας και παραγωγής (μείωση των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών) και της δικαιοσύνης. Ειδικά, ο τομέας της Δικαιοσύνης υστερεί σημαντικά έναντι σχεδόν όλων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Στην Ελλάδα η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια (στοιχεία 2020)4. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών, ο οποίος είναι υπερδιπλάσιος ακόμη και σε σύγκριση με την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, που έχουν εκσυγχρονίσει τα συστήματά τους. Οι δύο αυτές χώρες προσεγγίζουν, πλέον, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (455 ημέρες). Η μεγάλη αναμονή για εκδίκαση δυσχεραίνει τις ελληνικές επι χειρήσεις αλλά και την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ακόμη στην «εποχή του χαρτιού» περιορίζει τη δυνατότητα διαχείρισης του απαραίτητου αριθμού υπο- θέσεων, με αποτέλεσμα ο ρυθμός επίλυσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων να διαμορφώνεται στην 24η θέση στην Ε.Ε. Οι καθυστερήσεις που δημιουργούνται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια μεταφράζονται σε τρεις εκκρεμείς υποθέσεις για κάθε 100 πολίτες στο τέλος κάθε χρονιάς (21η θέση της Ε.Ε.), δεδομένου ότι συχνά απαιτούνται 18 μήνες για μια αστική ή εμπορική υπόθεση.
Αυτό σημαίνει ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, άρα, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και τη μείωση των τιμών των αγαθών.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά , αλλά…
Με βάση το ΚΕΠΕ, πλήθος στοιχείων και αναλύσεων επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά, ωστόσο παρά θετικές εκπλήξεις, υπάρχουν εύλογες ανησυχίες προερχόμενες αρχικά από τον πληθωρισμό, ο οποίος τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά «μονιμότητας». Σε εθνικό επίπεδο, ο δομικός πληθωρισμός (δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς να υπολογίζονται τα καύσιμα και τα εποχικά φρούτα και λαχανικά) έφτασε τον Σεπτέμβριο στο 4,98%, δείχνοντας πλέον ότι η ακρίβεια έχει διαχυθεί σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του «καλαθιού» καταναλωτή.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον αντίστοιχο δείκτη του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, χωρίς τα καύσιμα και τους φόρους, βρέθηκε τον Σεπτέμβριο για την Ελλάδα στο 5,2%, έναντι 4% για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Τα στοιχεία αυτά είναι ανησυχητικά τόσο για τις κοινωνικές τους επιπτώσεις όσο και για την επίδρασή τους στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια στις εξαγωγές.
Επιτόκια κι ΑΕΠ
Παράλληλα αναφέρεται ότι η άνοδος των επιτοκίων του ευρώ, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πορεία του πληθωρισμού, θα είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος το 2023 για το ενδεχόμενο ροκάνισμα της ανάπτυξης από το 2,1% που είναι η επίσημη πρόβλεψη του προσχεδίου του Προϋπολογισμού για το 2023. Η ανησυχία προκύπτει από το γεγονός ότι το περιθώριο για αύξηση των επιτοκίων είναι μεγάλο, καθώς ακόμα και μετά τις δύο αυξήσεις επιτοκίων (0,50% τον Ιούλιο και 0,75% τον Σεπτέμβριο) τα πραγματικά επιτόκια του ευρώ είναι αρνητικά, άρα η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ παραμένει επεκτατική.
Πιο συγκεκριμένα, η ονομαστική αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 1,25% αντιστοιχεί σε πραγματικά επιτόκια -8,75% αν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, που έφτασε το 10,1% τον Σεπτέμβριο στην Ευρωζώνη. Συναφώς, αναμένονται σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα πλήξει πρωταρχικά χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, οι οποίες θα δουν τις οικονομίες τους να επιβραδύνουν τη μεγέθυνσή τους ή να περνούν σε ύφεση, καθώς λειτουργούσαν μέχρι τώρα με χαμηλά επιτόκια δανεισμού και οριακά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η επιβράδυνση της Ευρώπης δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την Ελλάδα, αφού η Ε.Ε. είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της, απορροφώντας περίπου το 75% των συνολικών εξαγωγών.
Στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού η επίδραση αποτυπώνεται με τη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών από το 9%, που αναμένεται φέτος, στο 1,8% το 2023. Είναι σαφές ότι η αύξηση του 1,8% μπορεί να γίνει μηδενική ή να μετατραπεί σε μείωση ανάλογα με την ύφεση στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία θα οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων. Αρνητική επίδραση από την ύφεση στην Ευρώπη θα έχει και ο τουρισμός, αφού μεγάλος αριθμός επισκεπτών προέρχεται από τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις