ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΡΟΥ Ο ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΚΑΤΙ ΑΝΗΘΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ
Μία συζήτηση με τους συντελεστές της παράστασης «Τα Μάτια Τέσσερα»με αφορμή τις Αρχές και του Νόμους.
Μέσα από μια φρέσκια ματιά ο Γιώργος Πυρπασόπουλος σκηνοθετεί το έργο του Γιάννη Τσίρου, «Τα Μάτια Τέσσερα» που βραβεύθηκε με το βραβείο Δραματουργίας Κάρολος Κουν, το 2010. Πρόκειται για ένα έργο – σπουδή στην αδυναμία και το απύθμενο χάος των Αρχών και του Νόμου, σε μια κοινωνία που αγγίζει τα όρια του παραλογισμού και ο κοινωνικά αδύναμος είναι καταδικασμένος στη μοίρα του.
«Ποτέ ένα μόνο πράγμα δεν είναι ικανό να ωθήσει για τη συγγραφή ενός έργου. Οπότε και η ιδέα για το συγκεκριμένο έργο διαμορφώθηκε από μια σειρά γεγονότων και καταστάσεων της εποχής, αλλά κυρίως από ένα καταστάλαγμα οργής για την κοινωνική αδιαφορία. Το εξαιρετικό σε αυτό το έργο, είναι ότι ενώ ο νόμος και η δικαιοσύνη λειτουργούν άψογα, αυτό που παράγουν είναι άδικο, ανήθικο και αποκρουστικό. Ο τίτλος “Τα Μάτια Τέσσερα” έχουν έναν διττό συμβολισμό. Τα μάτια των τεσσάρων εξουσιών, αλλά και την προτροπή για προσοχή» αναφέρει ο Γιάννης Τσίρος στο Magazine.
Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που τον γοήτευσε στο έργο αυτό ώστε να το σκηνοθετήσει λέγοντας πως «αυτό που με γοητεύει πάντα στα έργα του Τσίρου είναι ο λόγος του, καθαρός άμεσος ειλικρινείς, οι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι με μια πλευρά ανθρώπινη και συγκινητική, η θεματολογία του στην συγκεκριμένη περίπτωση η δικαιοσύνη ως ανθρώπινο δημιούργημα αδυνατεί να είναι δικαία όπως λέει χαρακτηριστικά και ένας απο τους ήρωες του έργου. Εγω φαντάστηκα ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι καλούνται να παίξουν ρόλους οπως ο δικαστής, ο βουλευτής, η αστυνομικός, κλπ. Και πως συγκρούονται απέναντι σε αυτούς τους ρόλους με την φύση τους πράγμα που το εχει ο Τσίρος απο γραφής».
Αυτό που τρέφει την απάνθρωπη κρατική μηχανή, είναι η άγνοια, ο φόβος και η αδιαφορία..
Τι είναι αυτό όμως που τρέφει την απάνθρωπη κρατική μηχανή που αφήνει τους δυνατούς ατιμώρητους και τους αδύναμους εκτεθειμένους;
«Συνήθως οι “δυνατοί” γίνονται μέρος ενός συστήματος θεσμών, και η τιμωρία τους θα διατάρασσε τις βασικές δομές αυτού του συστήματος, πράγμα ασύμφορο για όσους έχουν μια θέση στον μηχανισμό του. Αντιθέτως η τιμωρία των “αδύναμων” γίνεται το πρόσχημα και η απόδειξη της ομαλής λειτουργίας των θεσμών μας. Δυστυχώς το “γράμμα του νόμου” εξαντλείται πάντα σε ισχνές ράχες, και συνήθως με την σύμφωνη γνώμη μας. Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτό που τρέφει την απάνθρωπη κρατική μηχανή, είναι η άγνοια, ο φόβος και η αδιαφορία» τονίζει ο Γιάννης Τσίρος.
Κατακλυζόμαστε καθημερινά αφενός μεν από εικόνες σκληρής αστυνομικής βίας και αφετέρου δε από τη λεγόμενη τηλεοπτική δικαιοσύνη, καθώς στα τηλεοπτικά παράθυρα δικάζονται δεκάδες καθημερινά. Ποια είναι τα περιστατικά που σας έχουν συγκλονίσει/ευαισθητοποιήσει ιδιαίτερα;
«Πιστεύω ότι όσο κι αν αλλάζουν τα μέσα προβολής, οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η τηλεοπτική δικαιοσύνη δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα λαϊκά δικαστήρια στις πλατείες, όπου με τη συμμετοχή του όχλου οδηγούσαν σε κρεμάλες τους ενόχους. Προσωπικά με συγκλονίζει κάθε περιστατικό, όπου το δικαίωμα της ατομικής ελευθερίας καταπατάται με πρόσχημα τη δημόσια ασφάλεια. Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο καθένας που παρακολουθεί αδιάφορος το λιντσάρισμα αυτής της ύστατης ανθρώπινης ελευθερίας, αγνοεί ότι σύντομα θα έρθει η σειρά του” αναφέρει ο Γιάννης Τσίρος.
Και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος προσθέτει πως: “δεν θα αναφερόμουν τόσο στα περιστατικά που είναι απολύτως τραγικά στην πλειονότητα τους, αλλά στο πως η τηλεοπτική και σοσιαλμιντιακή δικαιοσύνη ορίζει τα πράγματα. Είναι γεγονός οτι το σύστημα δικαιοσύνης είναι απαξιωμένο. Η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί εξωφρενικά, Η διαδικασία της απονομής υποβαθμίζει τελείως τον ρόλο της με άπειρο κόσμο να ταλαιπωρείται. Απο τους δικαστές χωρίς υποστήριξη που πνίγονται απο τις στοιβαγμένες υποθέσεις που αγγίζουν το ταβάνι, εως του δικηγόρους και τους πολίτες που σέρνονται στις ανεπαρκείς και ελάχιστες δικαστικές αίθουσες και ξοδεύουν ατελείωτες ώρες αναμονής χωρίς αποτέλεσμα. Όσο η δικαιοσύνη εξαρτάται από την κομματική Βούλή τόσο η παρανομία θα ανθίζει και το έγκλημα θα επικρατεί. Ενα μεγάλο κομμάτι της παρανομίας της εγκληματικότητας και της αυτοδικίας συμβαίνει γιατί επι της ουσίας η δικαιοσύνη είναι απούσα. Ο κόσμος εκφράζεται δημόσια με μια συσσωρευμένη οργή προς το άδικο που τόσα χρόνια υπομένει”.
Η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί εξωφρενικά, Η διαδικασία της απονομής υποβαθμίζει τελείως τον ρόλο της με άπειρο κόσμο να ταλαιπωρείται.
Η υπόθεση του έργου μοιάζει σαν να βγήκε από το σήμερα και περιστρέφεται γύρω από τη νεαρή Άννα που όταν συλλαμβάνεται για μια μικροκλοπή ο παππούς της κινεί γη και ουρανό για να την συνδράμει. Η κατηγορία όμως που την βαραίνει είναι αδιαπραγμάτευτη. Αντίσταση κατά της αρχής. Και τότε ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός μπαίνει σε λειτουργία για την αντιμετώπιση του «κακουργήματος». Το αστυνομικό όργανο, άκαμπτο, εφαρμόζει το νόμο, ο νομοθέτης αποποιείται τις προσωπικές του σχέσεις με τον παραβάτη, ο δικαστής τηρεί τις δέουσες αποστάσεις. Μόνο ο δημοσιογράφος αναζητά «δικαίωση» για τον αδύναμο. Τότε η τηλεοπτική δημοσιοποίηση, γίνεται το έσχατο καταφύγιό του παραβάτη έτοιμο να τον κατασπαράξει.
Οι τέσσερις πρωταγωνιστές της παράστασης σκιαγραφούν τον ρόλο τους και τον συμβολισμό του στη σύγχρονη κοινωνία.
Μαρία Κατσανδρή
Στην παράστασή μας, ο κάθε ηθοποιός υποδύεται δύο ρόλους-χαρακτήρες. Στη δική μου περίπτωση ο ένας είναι εντελώς αντίθετος από τον άλλον. Αστυνομικός, η μία, Υπηρέτρια η άλλη.
Εξουσία και το ακριβώς αντίθετό της. Ποιά όμως έχει μεγαλύτερο ηθικό βάρος-σθένος; Η Εξουσία (αστυνομικός) ή η εξουσιαζόμενη (υπηρετρια); Πώς διαχειρίζονται αυτοί οι δύο χαρακτήρες-ανθρωποι τον Νόμο, την Ηθική, τη συντριβή τους από το Σύστημα; Η μία είναι όργανο της Εξουσίας, η άλλη εξουσιαζομενη- εξαρτημένη. Ποιά έχει μεγαλύτερη ελευθερία σκέψης και δράσης;
Όσον αφορά τωρα στη βία της αστυνομίας και στις αυθαίρετες συμπεριφορές δεν έχουμε παρά να δούμε τα καθημερινα δρώμενα. Πανεπιστημια, Εξάρχεια, δολοφονίες που οι θύτες (αστυνομικοί), αθωώνονται…
Όσον αφορά τωρα στη βία της αστυνομίας και στις αυθαίρετες συμπεριφορές δεν έχουμε παρά να δούμε τα καθημερινα δρώμενα. Πανεπιστημια, Εξάρχεια, δολοφονίες που οι θύτες (αστυνομικοί), αθωώνονται κλπ, κλπ. Κι απ΄την άλλη οι εξουσιαζόμενοι (καθαρίστριες πχ.) που δικαζονται για το τίποτα.
Δυστυχώς τα παραδείγματα είναι πολλά και καθημερινά, καθρεφτες αυτης της Δυστοπίας…. Όμως πιστεύω πως υπάρχει Ελπίδα . Και την κραταμε στα χέρια μας”.
Χρήστος Σαπουντζής
“Στην παράσταση, Μάτια Τέσσερα, ερμηνεύω δύο ρόλους. Ο πρώτος είναι ένας άνθρωπος ηλικιωμένος, επαρχιώτης, μια ζωή με βάσανα, χαρακωμένος απ την δουλειά, τις πίκρες και τον θάνατο. Προσπαθεί να σώσει την εγγονή του, από ένα σύστημα εξουσιών, αστυνομικής, νομοθετικής και δικαστικής, που την θέλουν φυλακή για μια ασήμαντη παράβαση. Παρακολουθούμε, την προσπάθειά του να τη σώσει, να συνθλίβεται από το αδιάλλακτο τσεκούρι αυτών των εξουσιών και τέλος να εξοντώνεται κι ο ίδιος. Οπως συμβαίνει πάντα με τους αδύνατους. Αλλιώς συμπεριφέρονται αυτές οι εξουσίες στους δυνατούς κι αλλιώς στους αδύνατους.
Αλλιώς συμπεριφέρονται αυτές οι εξουσίες στους δυνατούς κι αλλιώς στους αδύνατους.
Ο δεύτερος ρόλος, είναι ένας δικαστής, πολλά χρόνια στο επάγγελμα, που είναι ανήμπορος να βοηθήσει, γιατί είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί το γράμμα του νόμου. Ξέρει ότι οι νόμοι δεν είναι ίσοι για όλους, αλλά δεν μπορεί ν αντιδράσει στην νομοθετική εξουσία, στους νόμους που επιβάλλουν οι “εκάστοτε νομοθέτες”. Είναι ένα εκτελεστικό όργανο των ” νομοθετών” κι έχει συμβιβαστεί με αυτό.
Πανάγος Ιωακειμ
Δύο ρόλοι. Δύο μορφές εξουσίας. Η νομοθετική και η λεγόμενη τέταρτη εξουσία. Ο βουλευτής και ο δημοσιογράφος. Δύο διαφορετικές διαδρομές μέσα στην κοινωνική δομή. Στην πραγματικότητα, στην αποτύπωση ενός γεγονότος, στην ερμηνεία του αλλά και στη διαστρέβλωση του ή βεβαίως ακόμη και στην συγκάλυψη του.
Ο βουλευτής. Ο άριστος, ο υπεράνω υποψίας άνθρωπος, ο οποίος εισχωρώντας στην κεντρική πολιτική βιώνει την αποπλάνηση της πολιτικής του θέσης. Εκμεταλεύεται την θεσμική του ιδιότητα και την ανάγκη των συμπολιτών του υφαρπάζοντας νεανικά, εργασιακά ακόμη και οικογενειακά όνειρα, χωρίς να ανησυχεί για το κράτος δικαίου καθότι συγκαλύπτονται όλα. Όλα!
Το δημοσιογραφικο ήθος και η ανθρώπινη πλευρά της είδησης έχει πάει περίπατο. Το τι είναι είδηση ή δεν είναι έχει αλλοιωθεί, συντριβεί θα έλεγα στο βωμό της τηλεθέασης. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται πολλές φορές παραπέμπουν σε λίθινη εποχή.
Ένας αιρετός λοιπόν που όχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί με εντιμότητα και ειλικρίνεια, όπως διατείνεται, στο πλευρό των πολιτών αλλά ούτε καν να σταθεί στο πλευρό της εγκυμονούσας γυναίκας του με αγάπη και σεβασμό στον άνθρωπο σύντροφο του. Έχει αποδεχτεί την πολιτική ασυδοσία και την θεωρεί κανονικότητα έχοντας ως σύμμαχο τον μηχανισμό, τα γρανάζια του συστήματος, τα οποία πνίγουν, στραγγαλίζουν, εξουθενώνουν, ενίοτε σκοτώνουν την οποιαδήποτε φωνή διαμαρτυρίας που τολμά να ορθώσει τη φωνή του δικαίου. Παραδείγματα ανάξιων “άξιων” πάμπολλα.
Αναμφίβολα το έργο του άνωθεν πολιτικού δε θα μπορούσε να προοδεύσει, εξελιχθεί και γιγαντωθεί αν δεν υπήρχαν και δημοσιογράφοι όπως ο δεύτερος ρόλος που υποδύομαι. Το δημοσιογραφικο ήθος και η ανθρώπινη πλευρά της είδησης έχει πάει περίπατο. Το τι είναι είδηση ή δεν είναι έχει αλλοιωθεί, συντριβεί θα έλεγα στο βωμό της τηλεθέασης. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται πολλές φορές παραπέμπουν σε λίθινη εποχή. Επιπλέον, στα σημεία των καιρών μας, προκειμένου να πετύχει η αποκλειστικότητα, καταστρατηγείται οποιαδήποτε μορφή ανθρώπινης έκφρασης. Η εμπορευματοποίηση του συναίσθηματος τρέφεται φυσικά και από το αδηφάγο κοινό το οποίο επιλέγει να μπει στην αρένα των τηλεοπτικών δικών να παρακολουθήσει τη βορά να ξεσκίζεται πάνω στην λογική “ευτυχώς εμείς δεν πάθαμε και τίποτα”.
Ναταλία Σουίφτ
“Τα μάτια 4” του Γιάννη Τσίρου είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό και φοβερά επίκαιρο. Oι ρόλοι μου είναι δύο, η Νάντια και η Άννα. Η Άννα έρχεται αντιμέτωπη με την αστυνομική βία και, μετέπειτα, με την αδικία της Ελληνικής δικαιοσύνης. Πιάνεται να επιχειρεί να κλέψει ένα κραγιόν από ένα κατάστημα καλλυντικών και διαφεύγει. Μετά από κάποιες μέρες βρίσκεται και συλλαμβάνεται. Στην προσπάθεια διαφυγής της πυροβολείται στο πόδι από αστυνομικό και τραυματίζεται σοβαρά. Αν και το έργο του Γιάννη Τσίρου είναι γραμμένο το 2006, πριν τα περιστατικά του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Ζακ Κωστόπουλου, είναι σχεδόν σαν να τα προμηνύει.
Αν και το έργο του Γιάννη Τσίρου είναι γραμμένο το 2006, πριν τα περιστατικά του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Ζακ Κωστόπουλου, είναι σχεδόν σαν να τα προμηνύει.
Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με την διαχρονικότητα της βίας και της εξουσιαστικότητας στην Ελλάδα. Η αστυνομική βία και αυθαιριεσία στην χώρα μας, όχι απλά δεν έχει μειωθεί από όταν γράφτηκε το έργο, αλλά έχει πολλαπλασιαστεί. Ο Αλέξης, ο Ζακ, η Άννα δεν είναι καθόλου μακριά από εμάς. Είναι εμείς