Γρηγόρης Κολλάρος/ 24 MEDIA LAB

ΑΒΟΗΘΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Συνοπτικά, δεν υπάρχει ενιαίο θεσμικό πλαίσιο για την παιδική προστασία. Δηλαδή, το σύστημα δεν είναι λειτουργικό. Οι λόγοι προκαλούν απελπισία.

Απελπισμένη, άναυδη έως και μουδιασμένη από την αποκάλυψη όσων πέρασε το 12χρονο κορίτσι από τον Κολωνό, επικοινώνησα με τον Συνήγορο του Παιδιού.

Ήθελα να προσπαθήσω να καταλάβω γιατί δεν λειτουργεί τίποτα γενικά σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές υπηρεσίες και ειδικότερα όσων αφορούν την προστασία παιδιών -και δη ευάλωτων οικογενειών. Σε παλαιότερο ρεπορτάζ είχα εμπεδώσει το θέμα της υποστελέχωσης.

Μιλήσαμε με τα γραφεία του Συνήγορου του Παιδιού και επιβεβαίωσαν τις ελλείψεις προσωπικού, ως εκ των μεγαλύτερων προβλημάτων που υπάρχουν στην προστασία του παιδιού και της οικογένειας. Πρόσθεσαν ότι δεν είναι το μόνο.

Συμφωνήσαμε πως ανάλογες τραγωδίες συνέβαιναν πάντα, αλλά τώρα βγαίνουν στο ‘φως’ και μας θέτουν όλους προ των ευθυνών μας, πριν διευκρινιστεί από το Συνήγορο πως η προστασία των παιδιών είναι δημόσιο συμφέρον -γιατί χωρίς παιδιά δεν υπάρχει μέλλον.

Σχολίασα ότι προφανώς και δεν το αντιμετωπίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική πολιτεία, οπότε θα χρειαζόμουν λεπτομέρειες για το πού ‘κολλάει’ το σύστημα και σε τι είμαστε έκθετοι, σε ότι αφορά την ιδιότητα μας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεταξύ όσων έχουν υπογράψει τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Δεν υπάρχει ενιαίο θεσμικό πλαίσιο

Πάμε να δούμε πόσο εκτεθειμένοι είμαστε, συνολικά, μέσω στοιχείων που μας δόθηκαν, όπως ακούγαμε ότι θέματα αφορούν την προστασία του παιδιού θα μας απασχολήσουν ξανά και ξανά.

Το αυτό ίσχυσε και στην επικοινωνία που είχαμε με τον Σύνδεσμο Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος. Όπως μας είπαν “ένα συνταρακτικό γεγονός ήλθε να προστεθεί σε μια κλιμακωτή κατάσταση και από ό,τι φαίνεται αυτό θα συνεχιστεί. Δεν θα σταματήσει. Το ζητούμενο είναι τι κάνεις για να έχεις έγκαιρη πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση, αφού δεν μπορείς να σταματήσεις τη ψυχοπαθολογία του άλλου -που γεννιέται με αυτήν.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο θεσμικό πλαίσιο σε ό,τι έχει να κάνει με την παιδική προστασία. Δεν έχει υπάρξει νομοθετική πρωτοβουλία. Υπήρχε ένας νόμος το 1996, που δεν ευοδώθηκε ποτέ.

Τι αφορούσε; “Τις οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες στα πρωτοδικεία της χώρας, με συγκεκριμένες αρμοδιότητες που δουλεύουν πλάι πλάι με τις δικαστικές και τις εισαγγελικές αρχές”. Αυτές δεν υπάρχουν.

Το 2011 οι κοινωνικές υπηρεσίες περιήλθαν στις τοπικές αυτοδιοικήσεις. Κάτι που ήταν μια καλή αρχή. Δεν υπήρχε όμως, ανάλογη συνέχεια. “Δεν υπάρχει τμήμα προστασίας παιδιών και οικογένειας στους Δήμους. Οι κοινωνικοί λειτουργεί έχουν και πολλές άλλες αρμοδιότητες και συνηθέστερα είναι υποστελεχωμένες -ή δεν είναι άρτια καταρτισμένοι όσοι απασχολούνται.

Ως Σύνδεσμος προσπαθούμε να εγκαλέσουμε και να κινητοποιήσουμε. Έχουμε συμμάχους και αποτυπώνουμε την πραγματικότητα, με επιστημονικά δεδομένα. Όχι αερολογίες πολιτικής σκοπιμότητας.

Όταν ζητάς στελέχωση, δεν το κάνεις γιατί θες να καλύψεις συναδέλφους σου με θέσεις εργασίας. Υπάρχει αντικειμενική ανάγκη. Αν κάποιος το βλέπει περιοριστικά από την πολιτεία, είναι μονομερής και λανθασμένη σχέση που δεν βασίζεται στην κοινή λογική“.

Είμαστε πολύ πίσω ακόμα. Getty Images/iStockphoto

Αν δίναμε εξετάσεις -σε επίπεδο προστασίας παιδιού- θα κοβόμασταν

Τα παιδιά δεν είχαν δικαιώματα έως τα μέσα του 18ου αιώνα. Έως τότε ήταν “μικροί άνθρωποι” που από τα 7 τους χρόνια δούλευαν. Ήταν αναλώσιμα και η θέση τους στην κοινωνία ήταν εξισωμένη με αυτήν των γυναικών και των εγκληματιών, στο κατώτερο επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, όπως έχει εξηγήσει η Λίζα Τσαλίκη, καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.

Στην πρώτη φάση της νομικής προστασίας του παιδιού, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Παιδιού της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1959), η αναπαράσταση της παιδικής ηλικίας προέκυπτε από την ιστορική πρόσληψη του παιδιού ως “ατελούς υποκειμένου, ανώριμου, αδύναμου, άδειου δοχείου”. Η ανάγκες του ήταν η προστασία από εκμετάλλευση, η παροχή τροφής, περίθαλψης, ανακούφισης, αλλά και η καλλιέργεια δεξιοτήτων για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου.

Ο μετασχηματισμός (η αλλαγή) αυτής της αναπαράστασης θεσμικά εκφράστηκε για πρώτη φορά ουσιαστικά το 1989, όταν υπεγράφη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Για την ιστορία, η Σύμβαση έχει επικυρωθεί από κάθε χώρα του πλανήτη, εξαιρουμένων των ΗΠΑ. Είναι η πιο ευρέως επικυρωμένη συμφωνία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην παγκόσμια ιστορία.

Νομιμοποίησε το Κράτος και το έκανε υπεύθυνο για να αναλαμβάνει τον ρόλο του υπερασπιστή του συμφέροντος του παιδιού (ως αυθύπαρκτου μέλους της οικογένειας που έχει γνώμη που πρέπει να ακούγεται), στο οποίο θα δινόταν προτεραιότητα έναντι του συμφέροντος άλλων π.χ. των γονέων ή και άλλων συγγενών.

Στην Ελλάδα κυρώθηκε με νόμο το 1992 (ν.2101/92). Τριάντα χρόνια αργότερα, αν δίναμε εξετάσεις στο τι πετύχαμε, θα ‘κοβόμασταν’.

Η κατ’ αρχάς ολιγωρία

Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεδομένου ότι έχουμε κυρώσει όλες τις διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των παιδιών, βάσει των επιταγών οφείλουμε να οικοδομήσουμε συνεντικό σύστημα. Δεν μας υποδεικνύει κάποιος πώς θα το κάνουμε αυτό -δεν υπάρχει ‘συνταγή’, όπως μας είπαν από τον ΣΚΛΕ.

Κάθε χώρα πρέπει να ψηφίσει τροπολογίες και να κάνει ένα σύστημα με συνοχή που να αφορά την προστασία του παιδιού. Η Ελλάδα δεν έχει ασχοληθεί σχετικά.

Στο εξωτερικό υπάρχουν γραφεία προστασίας παιδιού μέσα στους χώρους της τοπικής αυτοδιοίκησης, κάτι που είναι ξένο για την ελληνική πραγματικότητα.

Ποιος κινεί τις διαδικασίες; Το υπουργείο Εσωτερικών και το Δικαιοσύνης, για τις πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες. Στην Ελλάδα οι τοπικές υπηρεσίες ανήκουν στους Δήμους, οι οποίοι έχουν αυτοτέλεια.

Άρα κάποιος πρέπει να θεσπίσει το πλαίσιο και να υποχρεώσει τους Δήμους και τους εσωτερικούς οργανισμούς να κάνουν τα δέοντα. Προς το παρόν, όλα βασίζονται στην πρωτοβουλία του κάθε Δήμου -και αν θα την πάρει.

Συνήθως η ελληνική πραγματικότητα αφορά το ‘όσα βλέπει η πεθερά’. Δηλαδή, έχουμε υπηρεσίες που σπάνια λειτουργούν όπως πρέπει.

Εν προκειμένω, δεν υπάρχει ούτε αυτό.

Πράγμα που έγινε πιο ξεκάθαρο από ποτέ το 2020 στην έκθεση που είχε δημοσιεύσει ο Συνήγορος του Πολίτη, κατόπιν έρευνας που είχε κάνει σε δήμους της Ελλάδας. Έκτοτε επί της ουσίας, δεν έχει αλλάξει τίποτα.

Τα μόνα που έχουν γίνει είναι

α) ο νόμος 4837 του 2021 που υποχρεώνει τις δομές παιδικής προστασίας (παιδικούς, βρεφονηπιακούς σταθμούς, ιδρύματα, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης και κατασκηνώσεις) να ορίσουν υπεύθυνο παιδικής προστασίας, για να αναγνωρίσει έγκαιρα την κακοποίηση και να την αναφέρει στις αρχές. Του παρέχεται και πλήρης νομική προστασία και

β) στο αίτημα για πρωτόκολλο σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, προκειμένου να μπορούν να μάθουν να αναγνωρίζουν τα παιδιά πότε παραβιάζονται τα όρια του σώματος τους, το υπουργείο Παιδείας έβαλε στα εργαστήρια δεξιοτήτων, αποσπασματικές προβλέψεις για σεξουαλική αγωγή.

Αντιθέτως, στο πάγιο αίτημα του Συνηγόρου του Παιδιού να θεσπιστεί το ακαταδίωκτο των εκπαιδευτικών (σε περίπτωση καταγγελίας) και των άλλων επαγγελματικών του πεδίου, δεν έχει υπάρξει εξέλιξη. Κάτι που είναι το σύνηθες.

Η αργοπορία στη διαδικασία. Getty Images

Δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο και κανόνες για τους Εισαγγελείς

Ακολουθούν τα βασικά βήματα για να σωθεί ένα παιδί και όσα του ‘σκοτώνουν’ την ελπίδα (και αναφέρονται στην έκθεση του 2020). Ιδού πως ‘λειτουργεί’ το σύστημα.

α) H καταγγελία για κακοποίηση διαβιβάζεται στην Εισαγγελία

“Συνήθως, με την υποβολή μιας καταγγελίας, η αρμόδια εισαγγελική αρχή αποστέλλει στις κατά τόπους κοινωνικές υπηρεσίες εντολή για διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας”.

β) H Εισαγγελία εκδίδει εντολή για διερεύνηση και κοινωνικοί λειτουργοί (συνήθως των Δήμων) μεταβαίνουν στην κατοικία του παιδιού

Η κάθε Εισαγγελία, ή ακόμη και ο κάθε Εισαγγελέας, ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση -άλλοτε δίνοντας αναγκαίες διευκρινίσεις και αναλυτικές κατευθυντήριες στον κοινωνικό λειτουργό πριν την έρευνα (σπανιότερα), άλλοτε στέλνοντας τυπικά την εντολή χωρίς άλλες, ενδεχομένως κρίσιμες πληροφορίες (για το είδος, την προέλευση και το ακριβές περιεχόμενο της καταγγελίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού κ.ά. ).

Aυτό συμβαίνει διότι, γιατί

  • η διαδικασία αυτή δεν διέπεται από ενιαίο πρωτόκολλο και κανόνες για όλες τις Εισαγγελίες και
  • κατ’ αρχήν δεν λειτουργούν οι θεσμικά προβλεπόμενες κοινωνικές υπηρεσίες στα Πρωτοδικεία -που θα βρίσκονταν σε στενή επικοινωνία και συνεργασία με τις Εισαγγελίες, για την υποστήριξη του έργου τους“.

γ) Aν κριθεί αναγκαία η απομάκρυνση για την προστασία του, τότε συνήθως το παιδί μεταφέρεται σε Νοσοκομείο (όπου παραμένει σε αρκετές περιπτώσεις για μεγάλο διάστημα).

Οι κοινωνικές υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι σοβαρά υποστελεχωμένες.

Επιπλέον, δεν διαθέτουν ένα σαφές και επαρκές θεσμικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων σε σχέση με την παιδική προστασία και την υποστήριξη οικογενειών με σύνθετα ψυχοκοινωνικά προβλήματα.

Οι επαρκώς και κατάλληλα στελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες αποτελούν την πιο σημαντική εγγύηση για την υποστήριξη των οικογενειών.

Κατά συνέπεια, για την πρόληψη της παραμέλησης, κακοποίησης και εγκατάλειψης των παιδιών, αλλά και βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και διεύρυνση εφαρμογής του θεσμού της αναδοχής και, γενικότερα, για τη μετάβαση της φροντίδας από το ίδρυμα στην κοινότητα”.

δ) Mετά από παραμονή του στο Νοσοκομείο, μεταφέρεται σε ιδρυματική δομή. Συνήθως, στην πράξη η αναζήτηση της δομής γίνεται από την κοινωνική υπηρεσία του Νοσοκομείου

“Χωρίς τα κατάλληλα εφόδια από άποψη ανθρώπινου δυναμικού, επιστημονικής επάρκειας, πρωτοκόλλων και πόρων, η απλή ύπαρξη κοινωνικών υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια και η εισαγωγή νομοθεσίας για την διεύρυνση των υποχρεώσεων και αρμοδιοτήτων τους δεν μπορούν να διασφαλίσουν την παιδική προστασία στην κοινότητα”.

Οι παραφωνίες που δεν επιτρέπουν την αποτελεσματικότητα

Μετά από διαβούλευση με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και τον Σύνδεσμο Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος (ΣΚΛΕ), επιχειρήθηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη χαρτογράφηση των αναγκών και της μεθοδολογίας των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων.

Στην έρευνα που είχε κάνει η Ανεξάρτητη Αρχή, είχαν επιλεγεί οι Δήμοι Αθηναίων, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρέων, Ηρακλείου, Λαρισαίων, Γλυφάδας, Περιστερίου, Αιγάλεω, Κομοτηνής, Καβάλας, Βόλου, Ρόδου, Ιωαννίνων, Νίκαιας-Ρέντη και Κερατσινίου-Δραπετσώνας.

Από την έρευνα προέκυψαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

Ο αριθμός των κοινωνικών λειτουργών στους Δήμους κάνει ξεκάθαρη την υποστελέχωση. Συνήγορος του Πολίτη

1) Αδυναμία των κοινωνικών υπηρεσιών για διενέργεια κοινωνικών ερευνών και συνεχιζόμενη παρακολούθηση των οικογενειών παιδιών σε κίνδυνο

  • Οι 14 ερωτώμενοι Δήμοι λαμβάνουν κατά μέσο όρο (στο σύνολό τους) πάνω από 1000 εισαγγελικές εντολές ανά έτος.
  • Από την έρευνα προέκυψε ότι, σε σύνολο 260 κοινωνικών λειτουργών και 45 ψυχολόγων που απασχολούνται στους 14 Δήμους, 42 κοινωνικοί λειτουργοί ασχολούνται με την διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης/παραμέλησης.
  • Αυτό συμβαίνει γιατί το προσωπικό είναι επιφορτισμένο με πολλές και διαφορετικές αρμοδιότητες και διαμοιρασμένο και σε άλλες υπηρεσίες των Δήμων (όπως σε ΚΑΠΗ, κέντρα κοινότητα, δημοτικούς παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.α)
  • Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απάντηση του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με την οποία, τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης ανέρχονται σε 70-100 ετησίως, με την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία να δύναται να παρακολουθήσει μέχρι 20.
  • Σημαντικό ποσοστό των Δήμων (10/14) δηλώνει ότι διαθέτει τη δυνατότητα παρακολούθησης των οικογενειών σε συνέχεια της διερεύνησης.
  • Επισημαίνουν ωστόσο, πως τα στοιχεία αφορούν σε οικογένειες για τις οποίες έχει ήδη υποβληθεί καταγγελία κακοποίησης ή παραμέλησης και έχει εκδοθεί εισαγγελική εντολή για διενέργεια κοινωνικής έρευνας -σε πολλές περιπτώσεις ακολουθείται και από εισαγγελική εντολή για παρακολούθηση.
  • Πρόκειται δηλαδή, για περιπτώσεις όπου υπάρχουν de facto υπόνοιες ή που έχει διαπιστωθεί ότι παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο.
  • Δεν αναφέρονται στο σύνολο των οικογενειών με σοβαρά ψυχο-κοινωνικά προβλήματα στην κοινότητα -που χρήζουν παρακολούθησης και υποστήριξης για την διασφάλιση της προστασίας και των δικαιωμάτων των παιδιών και την πρόληψη της κακοποίησης και της ενδεχόμενης απομάκρυνσής τους.
  • Αυτές οι περιπτώσεις υπερβαίνουν κατά πολύ τις καταγγελλόμενες περιπτώσεις, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων δεν παρακολουθείται και δεν υποστηρίζεται από καμία κοινωνική υπηρεσία
  • Στο σκέλος των αναγκών ψυχολογικής υποστήριξης των οικογενειών σε κίνδυνο, παρατηρείται πολύ μικρός αριθμός ψυχολόγων στις κατά τόπους κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων (και σε άλλες δομές προστασίας).
  • Από αυτόν τον ήδη περιορισμένο αριθμό ψυχολόγων, αρκετοί εξ αυτών απασχολούνται προσωρινά με επισφαλή σχέση εργασίας (πχ μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ)” και με δελτία παροχής υπηρεσιών που κάνουν τη θέση τους επισφαλή αν επιμείνουν για κάτι -ή αν πουν κάτι παραέξω.
Ο αριθμός των ψυχολόγων που απασχολούνται στους Δήμους Συνήγορος του Πολίτη

2) Aνομοιογενείς πρακτικές και σημαντικά κενά

  • Από τους 13 Δήμους, μόνο οι 5 (38%, Δ. Θεσσαλονίκης, Δ. Βόλου, Δ. Κομοτηνής, Δ. Κερατσινιού, Δ. Αιγάλεω) ανέφεραν ότι προβαίνουν σε διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης/παραμέλησης χωρίς την προηγούμενη έκδοση εισαγγελικής εντολής.
  • Οι 4 εξ’ αυτών, υπό προϋποθέσεις, όπως είναι οι εξής: i. Ενημερώνεται ο αρμόδιος Εισαγγελέας από την Κοινωνική Υπηρεσία .(Θεσσαλονίκη), ii. Η διερεύνηση χωρίς εντολή Εισαγγελέα γίνεται μόνο σε περιπτώσεις που οι καταγγελίες προέρχονται από φορείς ή που αφορούν οικογένειες με τις οποίες έχει υπάρξει συνεργασία της υπηρεσίας στο παρελθόν (Δ. Βόλου), iii. Έπειτα από έγγραφη υποβολή αναφοράς-καταγγελίας από κάποια υπηρεσία ή φορέα (Δ. Κομοτηνής), iv. Όταν υπάρχει διάθεση συνεργασίας της οικογένειας (Δ. Κερατσινίου). Ο Δήμος Γλυφάδας δεν απάντησε με σαφήνεια στο συγκεκριμένο ερώτημα.
  • Οι περισσότεροι Δήμοι (62%) ανέφεραν ότι δεν προβαίνουν σε διερεύνηση χωρίς εντολή εισαγγελέα, και όταν κρίνεται ότι μια υπόθεση χρήζει παρέμβασης. Είτε καθοδηγούν τον αναφερόμενο προς την υποβολή καταγγελίας στην αρμόδια εισαγγελία, είτε διαβιβάζουν την καταγγελία σε αυτήν για την έκδοση εντολής διερεύνησης.
  • Διαφοροποιημένες ήταν οι πρακτικές και ως προς τη χρήση εργαλείων για την διερεύνηση καταγγελιών πιθανής κακοποίησης-παραμέλησης.
  • Κάποιοι κάνουν “ημιδομημένη συνέντευξη ερωτήσεων βάσει περιστατικού”. Σε άλλους “κάθε κοινωνικός λειτουργός καταγράφει τα στοιχεία, κατά την κρίση του”, ενώ μόνο οι 10 είπαν πως κάνουν χρήση του Πρωτόκολλου Διαγνωστικής Εκτίμησης Κακοποίησης-Παραμέλησης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.
  • Στις περισσότερες περιπτώσεις, η χρήση του εν λόγω πρωτοκόλλου εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του επαγγελματία.
  • Στο σκέλος της επιστημονικής εποπτείας των ανωτέρω επαγγελματιών, παρατηρούνται επίσης σημαντικά κενά.
  • Ειδικότερα, οι περισσότεροι Δήμοι ανέφεραν ότι δεν υφίσταται μέριμνα για την εποπτεία τους ή δεν απάντησαν στην αντίστοιχη ερώτηση.
  • Ιδιαίτερα ανομοιογενείς προσεγγίσεις παρατηρήθηκαν και στις απαντήσεις που έλαβε η Αρχή για την επιμόρφωση του προσωπικού. Στο σύνολο των περιπτώσεων αναδείχθηκε η έλλειψη ενός συγκροτημένου σχεδιασμού και η συνακόλουθη αποσπασματικότητα των πρωτοβουλιών, καθώς και η συμμετοχή των επαγγελματιών κατά την κρίση τους και όχι υποχρεωτικά.
  • Διαφοροποιήσεις και προβλήματα, αναδείχθηκαν και ως προς την ύπαρξη εμπιστευτικής επικοινωνίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της εκάστοτε οικογένειας και των παιδιών.
  • Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η διερεύνηση εκ μέρους των υπηρεσιών έχει κομβική σημασία για την μετέπειτα εξέλιξη της εκάστοτε υπόθεσης και την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών.

Η έλλειψη ενιαίων κανόνων και πρακτικών και σχετικής επιμόρφωσης μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκείς ή εσφαλμένες προσεγγίσεις εκ μέρους επαγγελματιών του πεδίου (π.χ. διερεύνηση χωρίς ακρόαση του παιδιού ) ή σε μια διεκπεραιωτική διαχείριση της υπόθεσης, που τελικά δεν εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.

Οι λύσεις που υπάρχουν, προτάθηκαν, αλλά αγνοήθηκαν

Βάσει αυτών που διάβασες και πολλών άλλων που υπάρχουν στις 62 σελίδες της έκθεσης του Συνήγορου του Πολίτη, έγιναν προτάσεις που μπορούν να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει, προς όφελος εκείνων που το έχουν πραγματική ανάγκη.

Αφορούσαν

  1. Την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για την παιδική προστασία στην κοινότητα και για την εναλλακτική φροντίδα, με την συγκέντρωση και σύνθεση των σχετικών επιμέρους προβλέψεων και νομοθετημάτων σε ένα νόμο πλαίσιο για την παιδική προστασία.
  2. Τη θέσπιση ειδικών και επαρκών προβλέψεων, εντός του ανωτέρω πλαισίου, για τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των κοινωνικών υπηρεσιών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
  3. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αποσαφηνίζονται οι αρμοδιότητες κάθε φορέα, καθώς επίσης και να επανεξεταστεί και να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο αρμοδιοτήτων για την παιδική προστασία των ΟΤΑ Α’ βαθμού.
  4. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται επίσης, η ένταξη όλων των δομών κοινωνικής φροντίδας που ανήκουν και υπάγονται σε κάθε Δήμο, στην Διεύθυνση Κοινωνικής Πολιτικής (Κοινωνική Υπηρεσία) του οικείου ΟΤΑ, καθώς και η δημιουργία, εντός αυτής, Τμήματος Προστασίας Οικογένειας και Παιδιού, με διεπιστημονική στελέχωση και καθορισμένες από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας αρμοδιότητες -για την προστασία του παιδιού και της οικογένειας, στις οποίες θα περιλαμβάνονται και οι αρμοδιότητες των σημερινών Ομάδων Προστασίας Ανηλίκων (ΟΠΑ), όπως προτείνει και ο ΣΚΛΕ.
  5. Την θεσμοθέτηση ενός ενιαίου πρωτοκόλλου και διαδικασιών διαχείρισης καταγγελιών κακοποίησης-παραμέλησης από τις κατά τόπους Εισαγγελίες και από τις κοινωνικές υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και για την μεταξύ τους δικτύωση και συνεργασία.
  6. Τη θεσμοθέτηση της συνεργασίας των σχολείων και άλλων φορέων με τις κατά τόπους κοινωνικές υπηρεσίες ως προς την δυνατότητα υποβολής αναφοράς ή αιτήματος συνδρομής σε περιπτώσεις ενδείξεων παραβίασης δικαιωμάτων ενός παιδιού (πχ παραμέληση) -πέραν εκείνων που αφορούν σε άσκηση ενδοοικογενειακής βίας ή τέλεση άλλου ποινικού αδικήματος όπου, βάσει του νόμου, απαιτείται άμεση ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα, για την έγκαιρη παρέμβαση. Δηλαδή, αν διακοπεί η σχολική φοίτηση, αν είναι ελλιπής, αν υπάρχει αδυναμία επαρκούς φροντίδας του παιδιού και άλλων σοβαρών προβλημάτων.
  7. Καθοριστικής σημασίας, σε σχέση με τα παραπάνω, θα ήταν η σύσταση σχολικών κοινωνικών υπηρεσιών σε όλες τις σχολικές μονάδες, με αποκλειστικό αντικείμενο την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσκολιών παιδιών και οικογενειών που γίνονται αντιληπτές στον χώρο του σχολείου, σε συνεργασία με τις κοινωνικές και άλλες υπηρεσίες της κοινότητας.
  8. Ανάγκη είναι και η πρόβλεψη της δυνατότητας να απευθύνονται προς τις κοινωνικές υπηρεσίες και ιδιώτες για την προστασία παιδιών από ενδοοικογενειακή βία (περίοικοι, επαγγελματίες, συγγενικά πρόσωπα, κ. ά.), και την ενεργοποίηση των υπηρεσιών τουλάχιστον για αρχική διερεύνηση της υπόθεσης, υπό την προϋπόθεση της επαρκούς θεσμικής κατοχύρωσης και νομικής προστασίας των επαγγελματιών -με την ενημέρωση της αρμόδιας εισαγγελικής αρχής να ακολουθεί εφόσον κριθεί ότι υπάρχει ανάγκη, ή σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας της οικογένειας.
  9. Επισημαίνεται ότι, υπό την προϋπόθεση πάντα της θέσπισης ενός επαρκούς θεσμικού πλαισίου για τις αρμοδιότητες των κοινωνικών υπηρεσιών, η εμπλοκή του εισαγγελέα δεν θα γίνεται πλέον αντιληπτή, από τις υπηρεσίες, ως προϋπόθεση για την ενεργοποίηση -ή για οιαδήποτε παρέμβαση συνδέεται με την παιδική προστασία.
  10. Θα περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου, βάσει της φύσης της καταγγελίας ή κατόπιν αρχικής διερεύνησης, αυτή κρίνεται αναγκαία για την περαιτέρω έρευνα, ή για την λήψη μέτρων προστασίας των παιδιών (π.χ. υπόνοια κακοποίησης ή τέλεσης άλλου ποινικού αδικήματος, ανάγκη διενέργειας ιατροδικαστικής εξέτασης, παιδοψυχιατρικής εκτίμησης ή πραγματογνωμοσύνης, ανάγκη απομάκρυνσης παιδιού για λόγους προστασίας του, κ.ά.), ή σε περιπτώσεις άρνησης συνεργασίας της οικογένειας με την κοινωνική υπηρεσία.
  11. Η προοπτική αυτή -σε συνδυασμό με την θεσμική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων τους και ένα πρωτόκολλο συνεργασίας με τις εισαγγελίες– θα επιτρέψει στις κοινωνικές υπηρεσίες να αναπτύξουν ουσιαστική δράση στον τομέα της παιδικής προστασίας στην κοινότητα.
  12. Συγχρόνως θα διευκολύνει σημαντικά το έργο των εισαγγελικών αρχών, απαλλάσσοντάς τες από το βάρος ενός τεράστιου αριθμού υποθέσεων, και επιτρέποντάς την επικέντρωσή τους σε εκείνες όπου η παρέμβασή τους είναι αναγκαία για την προστασία των ενδιαφερόμενων παιδιών.
  13. Προτείνουμε και την θεσμοθέτηση συστηματικής και ενιαίας υποχρεωτικής επιμόρφωσης στους κοινωνικούς λειτουργούς των ΟΤΑ για την ανίχνευση, διάγνωση και αντιμετώπιση περιπτώσεων παραμέλησης και κακοποίησης παιδιών και, γενικότερα, για την διαχείριση θεμάτων παιδικής προστασίας.
  14. Χρειάζεται και σύσταση δομών επείγουσας φιλοξενίας για την άμεση υποδοχή, αξιολόγηση και υποστήριξη παιδιών που απομακρύνονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον, αντί της εισαγωγής τους σε νοσηλευτικά ιδρύματα, μέχρι την ανεύρεση πιο μακρόχρονης λύσης για την φροντίδα τους, με παράλληλη μέριμνα για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την κάλυψη της ανάγκης αυτής μέσω άμεσης τοποθέτησης των παιδιών σε επείγουσα βραχεία αναδοχή.

Υπάρχει πρόβλημα και με το τι απογίνεται το παιδί, μετά τη λύτρωση του

Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλα διεθνή κείμενα για τα δικαιώματα των παιδιών προβλέπουν μόνο ως “έσχατη λύση” την τοποθέτηση παιδιών σε ίδρυμα. Προκρίνεται υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο παιδί και τονίζεται η ανάγκη για περιορισμό της διάρκειας παραμονής σε αυτά στο ελάχιστο.

Οι επικρατούσες αντιλήψεις και πρόσφατες πρακτικές στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών πλέον αντιμετωπίζουν ως επιβεβλημένη την εναλλακτική φροντίδα των παιδιών εκτός ιδρυμάτων και τη μεταφορά της φροντίδας από το ίδρυμα στην κοινότητα.

Στην Ελλάδα, η διάρκεια παραμονής των παιδιών στα ιδρύματα υπερβαίνει σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, φτάνει μέχρι την ενηλικίωσή τους, ενώ σπανίως υποστηρίζεται η σχέση με τη φυσική οικογένεια ή διερευνάται η δυνατότητα επιστροφής σε αυτήν, ή υλοποιείται η εξωιδρυματική εναλλακτική φροντίδα των παιδιών μέσω της αναδοχής ή η οριστική αποκατάσταση μέσω της τεκνοθεσίας.

Η αναδοχή εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως δευτερογενής προς την ιδρυματική φροντίδα παρά τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματά της.

Παρά την ομόθυμη αναγνώριση των σημαντικών πλεονεκτημάτων της αναδοχής από τους αρμόδιους φορείς της πολιτείας και το σύνολο των επαγγελματιών. Παρά την ψήφιση του ν. 4538/18, η αναδοχή εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε εξαιρετικά περιορισμένη κλίμακα, δεδομένης της ανεπάρκειας στελέχωσης, εξειδίκευσης και διαθέσιμων πόρων στο σύνολο των αρμοδίων -για την εφαρμογή και τακτική παρακολούθηση του θεσμού, κοινωνικών υπηρεσιών σε ολόκληρη την επικράτεια- και της μη υλοποίησης της επαγγελματικής αναδοχής στη χώρα μας”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα