Η ΠΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ AIRBUS ΤΗΣ “ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ”
Η ζημία 315 εκατ. ευρώ σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και η δίκη των πρώην στελεχών του Υπουργείου Μεταφορών.
Η πικρή ιστορία των τεσσάρων αεροσκαφών Airbus της Ολυμπιακής αποκαλύφθηκε στη δίκη που ολοκληρώθηκε προ ημερών στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας. Κατηγορούμενοι ήταν δύο πρώην υπηρεσιακά στελέχη του Υπουργείου Μεταφορών, που είχαν διαχειριστεί τη μίσθωση των αεροσκαφών, αρκετά χρόνια προτού αυτά πωληθούν τελικά μέσω ΤΑΙΠΕΔ σε τιμή που χαρακτηρίστηκε σκανδαλώδης.
Οι δύο πρώην υπηρεσιακοί παράγοντες – ένας εξ αυτών μέχρι πρότινος υπηρεσιακός γραμματέας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης – κατηγορούνταν για απιστία διά παραλείψεως ύψους 315 εκατ. ευρώ, ποσό που υπολογίστηκε ότι αντιστοιχεί στα μισθώματα που δεν είχε καταβάλει η εταιρεία «Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ» στο Δημόσιο την περίοδο από το 2005 ως το 2013. Το δικαστήριο τους έκρινε αθώους, αποδεχόμενο, μεταξύ άλλων, ότι η αξίωση του Δημοσίου για τα 315 εκατ. ευρώ των χαμένων μισθωμάτων παραμένει ενεργή, επομένως δεν μπορεί να αποδειχθεί ζημία για τα κρατικά ταμεία.
Αυτό, θεωρητικά, σημαίνει ότι το Δημόσιο καλείται να διεκδικήσει εκ των υστέρων τα χρήματα. Στο μεταξύ, όμως, η εξέταση της υπόθεσης στο ακροατήριο αποκάλυψε με γλαφυρό τρόπο τη διαχείριση των κρατικών πόρων και τη σοβαρότητα του Ελληνικού Δημοσίου πριν και μετά την υπογραφή των μνημονίων. Κι αυτό, διότι εκτός από την ουσία των κατηγοριών, στο ακροατήριο ακούστηκαν περιγραφές από μάρτυρες, όπως: «Βόλευε τις κυβερνήσεις να υπάρχει η Ολυμπιακή και ας χρωστούσε, για να έκαναν ό,τι ήθελαν», «Μας έλεγαν καλύτερα να πληρώνουμε πρόστιμα στην ΕΕ, παρά να την κλείσουμε».
Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Στις δύο συνεδριάσεις του Εφετείου της Αθήνας εξετάστηκαν περίπου δέκα μάρτυρες, οι οποίοι τοποθέτησαν την αρχή της ιστορίας στον Αύγουστο του 1997, όταν υπογράφηκε μεταξύ της τότε Ολυμπιακής και της ευρωπαϊκής εταιρείας Airbus η σύμβαση για την αγορά τεσσάρων αεροσκαφών τύπου Airbus A340-300. Προκειμένου να παρακαμφθούν βάρη του κρατικού αερομεταφορέα, είχε συμφωνηθεί για την αγορά το μοντέλο της χρηματοδοτικής μίσθωσης (export credit lease), το οποίο προέβλεπε ότι θα συστηνόταν μια εταιρεία ειδικού σκοπού που θα λάμβανε τα δάνεια με υποθήκη τα αεροσκάφη. Σε αυτήν την εταιρεία θα ανήκαν τα Airbus για όσο καιρό θα διαρκούσαν τα δάνεια, τα οποία θα αποπλήρωνε η κρατική Ολυμπιακή.
Το 1999 συστάθηκαν δύο οφσόρ εταιρείες ειδικού σκοπού στην Κύπρο, οι Ottinger Enterprises Ltd και Observatory Enterprises Ltd, σε κάθε μία από τις οποίες μεταβιβάστηκαν οι τίτλοι δύο αεροσκαφών. Διαχειρίστρια και των δύο εταιρειών ήταν η κυπριακή δικηγορική εταιρεία Antis Triantafyllidis & Sons LLC. Η χρηματοδότηση των Airbus, συνολικά 448,6 εκατ. ευρώ, έγινε από ομίλους τραπεζών με εκπροσώπους την Credit Lyonnais και την Royal Bank of Canada Europe Ltd αντίστοιχα, ενώ η αποπληρωμή έληγε το 2011.
Στο δικαστήριο περιγράφηκε με αναλυτικό τρόπο ο τεμαχισμός της Ολυμπιακής τα επόμενα χρόνια και οι προσπάθειες πτώχευσης και ιδιωτικοποίησης της εταιρείας, μέσω μιας σειράς νέων εταιρικών σχημάτων και τρίτων εταιρειών, διάστημα κατά το οποίο, πάντως, τα Airbus εκτελούσαν υπερατλαντικές πτήσεις. Την περίοδο 2004-2005, το Δημόσιο αποφάσισε να συνάψει τέσσερις συμβάσεις υπεκμίσθωσης των αεροσκαφών με την εταιρεία «Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ». Οι συμβάσεις, λόγω συμμετοχής των κυπριακών εταιρειών και χρηματοδότησης των ξένων τραπεζών, διέπονταν από το Αγγλικό δίκαιο, κάτι που θα ήταν κρίσιμο για τη συνέχεια της υπόθεσης.
Το 2009 η Ολυμπιακή τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης και στο τέλος της ίδιας χρονιάς τα Airbus καθηλώθηκαν στο έδαφος. Δεν ελήφθη υπόψη ποιος θα κάλυπτε το κόστος της διαχείρισής τους ούτε και ότι η αξία τους εκ των πραγμάτων θα μειωνόταν. Στο μεταξύ, η διαχείριση των τεσσάρων Airbus (σσ: η υπεκμίσθωση από το Δημόσιο στις «Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ») είχε ανατεθεί στη Διεύθυνση Διαρθρωτικών Προγραμμάτων και Εναέριων Μεταφορών του Υπουργείου Μεταφορών, δύο πρώην επικεφαλής της οποίας βρέθηκαν στο εδώλιο κατηγορούμενοι για απιστία διά παραλείψεως.
ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δεν είχαν βεβαιώσει στην αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά τα μη καταβληθέντα μισθώματα από την εταιρεία, για την περίοδο 2005-2009. Δεν φρόντισαν για την είσπραξη των αποθεματικών συντήρησης και δεν κατήγγειλαν τις συμβάσεις. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το δικαστικό συμβούλιο που παρέπεμψε την υπόθεση στο ακροατήριο, ήταν το Δημόσιο να ζημιωθεί κατά 315 εκατ. ευρώ. Στο δικαστήριο παρουσιάστηκαν με εξαντλητικό τρόπο καρτέλες πληρωμών και βεβαιωμένων οφειλών για διαφορετικές περιόδους, καθώς επίσης όλες οι συμβάσεις των διαδόχων σχημάτων της Ολυμπιακής και οι υποχρεώσεις που συρρέουν από αυτές.
Ο κατηγορούμενοι εκπροσωπήθηκαν από τους δικηγόρους Θοδωρή Καραγιάννη και Νίκο Μίχο. Η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι με διατάξεις του 2009 η ευθύνη διαχείρισης των τεσσάρων Airbus είχε ανατεθεί αποκλειστικά στην αρμόδια διυπουργική επιτροπή. Επιπλέον, ότι οι κατηγορούμενοι, χωρίς να έχουν τη νομική υποχρέωση, προσπάθησαν να κινητοποιήσουν την πολιτική ηγεσία. Υπήρχε κάτι ακόμη.
Η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι δεν επήλθε ζημία για το Δημόσιο, προσκομίζοντας πρόσφατη απόφαση των αστικών δικαστηρίων Πειραιά, βάσει της οποίας η αξίωση των 315 εκατ. ευρώ παραμένει ενεργή, καθώς λόγω της ιδιαιτερότητας των συμβάσεων, το όριο της παραγραφής είναι τα 12 χρόνια , αντίθετα με ό,τι ισχύει στις γενικές συμβάσεις (“speciality”) που διέπουν το Αγγλικό δίκαιο. Το δικαστήριο δέχτηκε τους ισχυρισμούς και αθώωσε τους πρώην υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Μεταφορών, που βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας λιγότερο γνωστής πτυχής της πικρής ιστορίας των τεσσάρων Airbus.
Σημειώνεται ότι το 2012, τα δύο εξ αυτών πουλήθηκαν ως σκραπ στην αμερικανική εταιρεία Apollo Aviation. Οι Αμερικανοί είχαν συμφωνήσει να αγοράσουν και τα άλλα δύο, όμως λόγω του χαμηλού τιμήματος (από τα 18 στα 9 εκατ. δολάρια), το Ελεγκτικό Συνέδριο μπλόκαρε την αγορά, κρίνοντας ότι ζημιώνεται το Δημόσιο. Τα δύο Airbus παρέμειναν χωρίς μνηστήρα. Έναν χρόνο αργότερα, το ΤΑΙΠΕΔ έκανε νέο διαγωνισμό, τον οποίο κέρδισε η εταιρεία Turboshaft FZE στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κάνοντας προσφοράς στα 4,2 εκατ. δολάρια, ποσό που θεωρείται σκανδαλωδώς μικρό. Τον Φεβρουάριο του 2017 τα δύο Airbus απογειώθηκαν για τελευταία φορά από την Αθήνα με τελικό προορισμό το Καζαχστάν. Δεν είναι γνωστό αν χρησιμοποιήθηκαν ως ανταλλακτικά ή αν παρέμειναν σε υπηρεσία.