ΦΙΣΕΡ VS ΣΠΑΣΚΙ, Η ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η μεγαλύτερη σκακιστική αναμέτρηση του 20ου αιώνα, αυτή ανάμεσα στον Μπόμπι Φίσερ και τον Μπόρις Σπάσκι. Η πορεία των δυο παικτών, ο Ψυχρός Πόλεμος, η εξέλιξη του αγώνα, οι ιδιοτροπίες του Αμερικανού, η αριστουργηματική 13η παρτίδα, η εγκατάλειψη του Σοβιετικού, η ρεβάνς του 1992. Σαν σήμερα (1/9/1972) πριν από μισό αιώνα.
Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου 1972, Ρέικιαβικ, Ισλανδία. Μέσα στο Laugardalsholl, ένα κλειστό αθλητικό κέντρο πολλαπλών χρήσεων, ο Μπόμπι Φίσερ, Αμερικανός διεθνής γκρανμαίτρ, οι άνθρωποι της Διεθνούς Σκακιστικής Ομοσπονδίας (FIDE), ο Τύπος και οι παρευρισκόμενοι θεατές, περίμεναν την άφιξη του Σοβιετικού Μπόρις Σπάσκι, εν ενεργεία παγκόσμιου πρωταθλητή, για να συνεχιστεί η κρίσιμη 21η παρτίδα του Παγκόσμιου Σκακιστικού Πρωταθλήματος, που είχε διακοπεί την προηγούμενη μέρα, με σαφέστατο πλεονέκτημα του Αμερικανού. Κάποια στιγμή, ο Δυτικογερμανός αρχιδιαιτητής της αναμέτρησης, Λόταρ Σμιντ, ενημέρωσε τον Φίσερ και το κοινό, ότι ο Σπάσκι είχε παραιτηθεί τηλεφωνικά από τη συνέχεια του αγώνα, κάτι που σήμαινε ότι ο Αμερικανός ήταν ο νέος παγκόσμιος πρωταθλητής.
Κάπως έτσι τελείωσε το μέχρι και σήμερα γνωστό ως “ματς του αιώνα”, μια σκακιστική “μάχη” με τεράστιες πολιτικές προεκτάσεις για την εποχή, μια συνάντηση που κράτησε αμείωτη την προσοχή ολόκληρης της υφηλίου μετατρέποντας το Ρέικιαβικ σε κέντρο της παγκόσμιας προσοχής και τον Φίσερ – άθελά του – σε απόλυτο όπλο της αμερικανικής προπαγάνδας στα χέρια του γνωστού και μη εξαιρετέου Χένρι Κίσιντζερ. Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη νίκη του Αμερικανού, το Magazine θυμάται την πιο ξακουστή σκακιστική αναμέτρηση του 20ου αιώνα, η οποία παίχτηκε πάνω στη σκακιέρα του Ψυχρού Πολέμου και έβαλε τέλος στην 24χρονη απόλυτη κυριαρχία των Σοβιετικών.
ΜΠΟΜΠΙ ΦΙΣΕΡ, Ο “ΤΡΕΛΟΣ” ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΚΑΚΙΕΡΑΣ
Πριν περάσουμε στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1972, που ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου, ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στους δυο φιναλίστ, ξεκινώντας με τον μεγάλο θριαμβευτή, Μπόμπι Φίσερ, ο οποίος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1943 στο Σικάγο από γονείς μετανάστες και το 1949 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του, Ρετζίνα και την αδερφή του, Τζόαν στη Νέα Υόρκη, αφού ο πατέρας του τους εγκατέλειψε. Εκείνη την ίδια χρονιά, τα δυο αδέρφια αγόρασαν μια σκακιέρα, όμως πολύ γρήγορα η Τζόαν έχασε το ενδιαφέρον της στο καινούργιο παιχνίδι και ο μικρός Μπόμπι αναγκαστικά άρχισε να παίζει μόνος του με φανταστικούς αντιπάλους.
Το 1951, ο Φίσερ αντιμετώπισε σε έναν αγώνα επίδειξης τον μαιτρ Μαξ Πάβεϊ, από τον οποίο έχασε, όμως εκεί ήταν παρών ο πρόεδρος του συλλόγου σκακιστών του Μπρούκλιν, Καρμάιν Νίγκρο, που ενθουσιάστηκε με τις ικανότητες του πιτσιρικά και ανέλαβε να του διδάξει τα μυστικά του παιχνιδιού. Το 1956, ο Φίσερ γνωρίστηκε με τον Τζακ Κόλινς, προπονητή πολλών μεγάλων σκακιστών της εποχής στην Αμερική, ο οποίος έγινε ο μέντοράς του και τον έφερε σε επαφή με τη σκακιστική βιβλιογραφία. Ο Κόλινς είχε σοκαριστεί μαθαίνοντας ότι ο δείκτης ευφυΐας του μαθητή του ήταν 180, μεγαλύτερος και από αυτόν του Αϊνστάιν!
ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΑ ΡΕΚΟΡ ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΛΛΟ
Τον Ιούλιο του 1956, στα 13 του, ο Φίσερ κατέκτησε το εθνικό πρωτάθλημα νέων των ΗΠΑ και έγινε ο νεότερος σκακιστής που κατάφερνε κάτι τέτοιο. Άρχισε να παίρνει μέρος σε τουρνουά και οι εμφανίσεις του εντυπωσίασαν πολλούς ειδήμονες, κυρίως για την αναλυτική του ικανότητα και το γρήγορο παίξιμό του. Μετά από μια εκπληκτική νίκη σε τουρνουά της Νέας Υόρκης το 1956, απέναντι στον διεθνή γκρανμαίτρ Ντόναλντ Μπερν, όπου θυσίασε τη βασίλισσά του εξαπολύοντας μετά μια “θανατηφόρα” επίθεση, ο Φίσερ πήρε το 1957 τον τίτλο του μαιτρ (ο νεότερος μέχρι τότε παίκτης που το πετύχαινε).
Αμέσως μετά προσκλήθηκε στο εθνικό πρωτάθλημα ανδρών των ΗΠΑ, το οποίο κατέκτησε για πρώτη φορά το 1958 (και πάλι ο νεότερος στα χρονικά), ενώ παράλληλα, πήρε τον τίτλο του διεθνούς γκρανμαίτρ. Ήταν μόλις 15 ετών και ο νεότερος σκακιστής στην ιστορία που το πετύχαινε. Ακολούθησε μια πρώτη επίσκεψη στη Μόσχα, όπου μεταξύ άλλων, αντιμετώπισε σε παρτίδες γρήγορου σκακιού τον Τιγκράν Πετροσιάν (μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή), όχι όμως τον εν ενεργεία παγκόσμιο πρωταθλητή Μιχαήλ Μποτβίνικ, γεγονός που τον οδήγησε να δηλώσει στον Τύπο “έχω βαρεθεί τα ρώσικα γουρούνια”, κάτι που φυσικά έκανε έξαλλους τους Σοβιετικούς.
Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΤΟΥΡΝΟΥΑ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ
Τότε ήταν που η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία προσκάλεσε τον Φίσερ στο “Interzonal” του 1958, τουρνουά που τότε προηγείτο του “τουρνουά των υποψηφίων”, ήταν δηλαδή ο προκριματικός γύρος, μέσα από τον οποίο προέκυπταν οι έξι σκακιστές που στη συνέχεια, μαζί με τον φιναλίστ του προηγούμενου παγκόσμιου πρωταθλήματος και τον φιναλίστ του προηγούμενου τουρνουά των υποψηφίων, σχημάτιζαν την οκτάδα από την οποία προέκυπτε ο νέος διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου. Ελάχιστοι του έδιναν πιθανότητες να πλασαριστεί στην πρώτη εξάδα, αλλά αυτός πήρε πανηγυρικά την πρόκριση προσθέτοντας άλλο ένα ρεκόρ στη συλλογή του.
Έγινε ο μικρότερος σε ηλικία σκακιστής που προκρίθηκε στο τουρνουά των υποψήφιων προς διεκδίκηση του παγκόσμιου τίτλου, τερματίζοντας στην τιμητική έκτη θέση. Το ίδιο πλασάρισμα πέτυχε και την επόμενη χρονιά, στο Τουρνουά των Υποψηφίων του 1959, χάνοντας και τις τέσσερις παρτίδες από τον νικητή Μιχαήλ Ταλ (ο οποίος στη συνέχεια πήρε τον παγκόσμιο τίτλο από τον Μποτβίνικ). Οι επιτυχίες αυτές τον έκαναν να πάρει την απόφαση στα 16 του χρόνια να αφήσει το σχολείο και να γίνει επαγγελματίας σκακιστής, συνέχισε όμως να μαθαίνει ξένες γλώσσες, ώστε να μπορεί να διαβάζει την ξένη σκακιστική βιβλιογραφία. Μάλιστα, μέσα στο 1959 εξέδωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο “Bobby Fischer’s Games of Chess”.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ INTERZONAL
Να πούμε εδώ ότι ο Μπόμπι Φίσερ πήρε μέρος σε οκτώ εθνικά πρωταθλήματα των ΗΠΑ, από το 1958 μέχρι το 1967 και τα κέρδισε όλα, έχοντας σε συνολικά 90 παρτίδες, 61 νίκες, 26 ισοπαλίες και μόλις 3 ήττες! Στη διοργάνωση του 1964 πέτυχε το απόλυτο, αφού κέρδισε και τις 11 παρτίδες, κάτι που ποτέ άλλοτε δεν πέτυχε άλλος παίκτης! Πάμε τώρα πίσω, στο 1960, όταν ο Φίσερ αντιμετώπισε για πρώτη φορά τον ανερχόμενο Σοβιετικό αστέρα Μπόρις Σπάσκι, στο τουρνουά του Μαρ ντελ Πλάτα στην Αργεντινή. Οι δυο τους κατατρόπωσαν όλους τους αντιπάλους τους και έπαιξαν τον τίτλο μεταξύ τους. Η τελική νίκη του Σπάσκι σηματοδότησε την αρχή μιας σχέσης φιλίας και αλληλοεκτίμησης ανάμεσα στους δυο σκακιστές.
Το 1962, στο Interzonal της Στοκχόλμης, ο Φίσερ τερμάτισε πρώτος και αήττητος. Έγινε έτσι ο πρώτος μη Σοβιετικός παίκτης που κέρδισε το συγκεκριμένο τουρνουά από το 1948, όταν το πρωτοκαθιέρωσε η FIDE. Η νίκη του αυτή, τον έκανε πρώτο φαβορί στο Τουρνουά των Υποψηφίων που ακολούθησε στο Κουρασάο, όμως τελικά περιορίστηκε στην τέταρτη θέση, πολύ πίσω από τον πρώτο Τιγκράν Πετροσιάν. Αμέσως μετά από αυτή του την αποτυχία, ο Φίσερ ισχυρίστηκε σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο Sports Illustrated, ότι οι τρεις από τους πέντε Σοβιετικούς παίκτες (οι Πετροσιάν, Γκέλερ και Κέρες), είχαν προσυμφωνήσει να παραχωρούν γρήγορα ισοπαλίες στις μεταξύ τους παρτίδες, ώστε να κρατούν την ενέργειά τους για τις παρτίδες εναντίον του Φίσερ.
ΦΟΒΙΚΟΣ, ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΟΤΕ ΠΑΡΑΝΟΪΚΟΣ
Δήλωσε μάλιστα ότι δε θα έπαιρνε ξανά μέρος σε τουρνουά των υποψηφίων, αφού ο μέχρι τότε σχεδιασμός του, σε συνδυασμό με τη “συμπαιγνία” των Σοβιετικών, καθιστούσε αδύνατη τη νίκη σε οποιονδήποτε μη Σοβιετικό παίκτη. Λαμβάνοντας υπόψη της η FIDE τα όσα είχε γράψει ο Φίσερ, ψήφισε στο τέλος του 1962 τη ριζική αλλαγή του συστήματος των play-off, αντικαθιστώντας το με νοκ-άουτ αγώνες στη μορφή των προημιτελικών, των ημιτελικών και του τελικού. Όμως, παρά την ικανοποίηση του αιτήματός του από την Παγκόσμια Ομοσπονδία και προς γενική έκπληξη όλων, ο Φίσερ αρνήθηκε να πάρει μέρος στο Interzonal του 1964, θέτοντας αυτόματα εαυτόν εκτός διεκδίκησης του παγκόσμιου τίτλου το 1966.
Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ο Φίσερ θα μπορούσε να έχει φτάσει στην κορυφή του σκακιστικού στερεώματος πολύ νωρίτερα από το 1972, αν δεν είχαν εκδηλωθεί οι φοβίες του και αν η ανασφάλειά του δεν τον εξωθούσε σε αμέτρητες και συχνά παράλογες απαιτήσεις προς τους διοργανωτές και τους χρηματοδότες. Άρχισε να αρνείται τη συμμετοχή του σε τουρνουά FIDE, γιατί θεωρούσε πως οι Σοβιετικοί αλλοίωναν και επηρέαζαν με διάφορους τρόπους το παιχνίδι του, αλλά συγχρόνως αγόραζε κάθε σοβιετικό σύγγραμμα σχετικό με το σκάκι, αφού παραδεχόταν πως μόνο εκεί μπορούσε κάποιος να βρει την πραγματική ουσία του παιχνιδιού.
Όταν στα 16 του είχε σταματήσει το σχολείο, οι αμοιβές των επαγγελματιών σκακιστών εκείνη την εποχή ήταν ασήμαντες. Ο ίδιος τότε δήλωνε απερίφραστα ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν “να παίζει, να παίζει και να παίζει”. Μέσα σε μια πενταετία όμως, άλλαξε τελείως η στάση του απέναντι στο σκάκι. Οι απαιτήσεις του πλέον ξεκινούσαν από τις άψογες συνθήκες φωτισμού, την απόλυτη ησυχία και την απουσία φωτογράφων και τηλεοπτικών συνεργείων και κατέληγαν – πάνω απ’ όλα – στα μεγάλα χρηματικά έπαθλα. Αν όλα αυτά δεν ικανοποιούνταν μέχρι κεραίας, ο Μπόμπι δεν κουνούσε πιόνι. Παρά το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’60 συνέχιζε να παίρνει μέρος σε διάφορα τουρνουά, ουσιαστικά έμοιαζε με παίκτη που είχε μισο-αποσυρθεί από τη – σοβαρή – αγωνιστική δράση.
Ήταν όμως μόνο ένα σύντομο διάλειμμα. Το 1966 συμμετείχε στο πολύ δυνατό Piatigorsky Cup της Σάντα Μόνικα, χάνοντας την πρώτη θέση από τον Σπάσκι (11½ έναντι 11). Στα 23 του πλέον χρόνια, από εκείνο το σημείο και μετά, ο Φίσερ θα κέρδιζε κάθε αγώνα ή τουρνουά που θα ολοκλήρωνε, μέχρι το τέλος της καριέρας του. Το 1967 κατέκτησε το εθνικό πρωτάθλημα των ΗΠΑ για όγδοη και τελευταία φορά, κάτι που του έδωσε το δικαίωμα να πάρει μέρος στον επόμενο κύκλο του Παγκοσμίου πρωταθλήματος. Στο Interzonal της ίδιας χρονιάς, στην Τυνησία, ο Φίσερ βρισκόταν μπροστά στην κατάταξη μετά την ολοκλήρωση των δέκα πρώτων παρτίδων.
Ο ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ 1970-1972
Όμως στη συνέχεια διαφώνησε με τους διοργανωτές στο θέμα του προγραμματισμού του τουρνουά και των ημερών που είχε στη διάθεσή του για να ξεκουραστεί, με αποτέλεσμα πρώτα να μην παρουσιαστεί σε δυο παρτίδες διαμαρτυρόμενος και τελικά να αποσυρθεί, κάτι που οδήγησε στην ακύρωσή του και τον αποκλεισμό του από τη διεκδίκηση του παγκόσμιου τίτλου (ο οποίος κατέληξε το 1969 στον Μπόρις Σπάσκι, ύστερα από τη νίκη του 12½-10½ επί του Τιγκράν Πετροσιάν). Για τους επόμενους 18 μήνες, ο Φίσερ αποσύρθηκε εκ νέου από την αγωνιστική δράση και κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο “My 60 memorable games”, που έγινε αμέσως επιτυχία.
Το 1970 ξεκίνησε μια καινούργια προσπάθεια για την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου. Παρά το γεγονός ότι δεν πήρε μέρος στο εθνικό πρωτάθλημα λόγω διαφωνιών του με τους διοργανωτές, οι δυο εκ των τριών πρώτων (Μπένκο και Λομπάρντι), του παραχώρησαν τις θέσεις τους. Και τότε ήταν που ξεκίνησε μια διετία κυριαρχίας που όμοιά της ο κόσμος ούτε είχε ξαναδεί πριν, ούτε ξαναείδε ποτέ. Τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1970, διοργανώθηκε στο Βελιγράδι ο αγώνας “USSR vs The rest of the World”, όπου οι 10 κορυφαίοι Σοβιετικοί σκακιστές αντιμετώπισαν τους 10 κορυφαίους σκακιστές από τον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι εξεπλάγησαν όταν ο Φίσερ δήλωσε ότι θα συμμετείχε.
Οι Σοβιετικοί μπορεί να κέρδισαν (20½-19½), όμως ο Φίσερ – κορυφαίος της ομάδας του – εντυπωσίασε με το δικό του 3-1 απέναντι στον Πετροσιάν (2 νίκες και 2 ισοπαλίες). Ήταν φανερό ότι ο Αμερικανός είχε εκμεταλλευτεί σωστά τους 18 μήνες της απουσίας του, εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο το “οπλοστάσιό” του. Αμέσως μετά, ακολούθησε το ανεπίσημο παγκόσμιο πρωτάθλημα “αστραπιαίου σκακιού” (παρτίδες 5 λεπτών), με τους Πετροσιάν και Ταλ να θεωρούνται τα φαβορί. Όμως ο Φίσερ, με εκπληκτικές εμφανίσεις, κατάφερε να διαλύσει τους αντιπάλους του και να έρθει πρώτος, χάνοντας μόνο μια παρτίδα από τον Βίκτορ Κορτσνόι.
Ο Φίσερ συνέχισε να κυριαρχεί σε όλα τα τουρνουά που συμμετείχε, στο Ζάγκρεμπ και το Μπουένος Άιρες, ενώ στη 19η Ολυμπιάδα Σκακιού, ως “πρώτη σκακιέρα” των ΗΠΑ, κέρδισε ένα ασημένιο – ατομικό – μετάλλιο, με μια μόνο ήττα (και πάλι από τον παγκόσμιο πρωταθλητή Μπόρις Σπάσκι). Τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1970 διεξήχθη το Interzonal στη Μαγιόρκα, με τον Φίσερ να “εξαφανίζει” τους αντιπάλους του και να τερματίζει στην πρώτη θέση, ολοκληρώνοντας το τουρνουά με επτά συνεχόμενες νίκες. Το 1971 ξεκίνησαν οι μάχες των Υποψηφίων και στα προημιτελικά ο Αμερικανός κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Μαρκ Ταϊμάνοφ, Σοβιετικό γκρανμαίτρ και πιανίστα.
ΣΑΡΩΤΙΚΟΣ ΣΤΟ ΤΟΥΡΝΟΥΑ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΤΟΥ 1971
Ο Φίσερ τον “εξαφάνισε” με το απίστευτο όσο και σπάνιο 6-0 για τέτοιου επιπέδου αναμετρήσεις. “Μου απέμεινε η μουσική”, ήταν τα λόγια του Ταϊμάνοφ, όταν συνεχάρη τον αντίπαλό του, όμως οι Σοβιετικοί φρόντισαν να τον τιμωρήσουν για αυτή του την ήττα, αποβάλλοντάς τον από την ομάδα, κλείνοντάς του τα σύνορα για δυο χρόνια και απαγορεύοντάς του να ξαναπαίξει για μεγάλο διάστημα δημόσια πιάνο. Επόμενο εμπόδιο στον ημιτελικό, ήταν ο Δανός γκρανμαίτρ, Μπεντ Λάρσον, τον οποίο ο Φίσερ φιλοδώρησε με ένα ακόμα 6-0, διαλύοντας κάθε προηγούμενη στατιστική. Ο Γκάρι Κασπάροφ είχε πει κάποια χρόνια αργότερα, ότι ποτέ άλλος παίκτης δεν είχε επιδείξει τέτοια σαρωτική κυριαρχία επί των αντιπάλων του, όσο ο Φίσερ με εκείνο το μοναδικό 12-0 στα δυο παιχνίδια.
Απέμενε ο τελικός, εκεί όπου ο Αμερικανός θα αντιμετώπιζε τον πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή (1963-1969), Τιγκράν Πετροσιάν. Μετά το αρχικό 1-1 και τρεις συνεχόμενες ισοπαλίες, ο Φίσερ “πήρε μπροστά” και με τέσσερις διαδοχικές νίκες, έφτασε στο τελικό 6½-2½, παίρνοντας το εισιτήριο για τη διεκδίκηση του παγκόσμιου τίτλου. Αμέσως μετά τον αγώνα, ο Πετροσιάν είχε δηλώσει ότι “μέχρι τώρα ο Φίσερ ήταν ένας πολύ καλός σκακιστής, πλέον είναι μια ιδιοφυΐα του παιχνιδιού”. Με την ολοκλήρωση του τουρνουά των Υποψηφίων, η ELO (σύστημα αξιολόγησης της δυναμικότητας ενός σκακιστή) του Φίσερ έφτασε στο υψηλότερο σημείο από οποιονδήποτε άλλο παίκτη στην ιστορία μέχρι τότε, στους 2.785 βαθμούς, τη στιγμή που εκείνη του Σπάσκι, βρισκόταν στους 2.660 βαθμούς.
ΜΠΟΡΙΣ ΣΠΑΣΚΙ, ΕΝΑΣ “ΤΖΕΝΤΛΕΜΑΝ” ΤΗΣ ΣΚΑΚΙΕΡΑΣ
Πριν περάσουμε στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1972, ας πούμε μερικά πράγματα και για τον σκακιστή που θα έβρισκε απέναντί του ο Μπόμπι Φίσερ. Ο Μπόρις Βασίλιεβιτς Σπάσκι γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1937 στο Λένινγκραντ της Ρωσίας, από πατέρα στρατιωτικό και μητέρα δασκάλα. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το σκάκι σε ηλικία 5 ετών, μέσα σε ένα τρένο, με το οποίο η οικογένειά του εγκατέλειψε το Λένινγκραντ στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τις ναζιστικές δυνάμεις του Χίτλερ στον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1947, σε ηλικία 10 ετών, προκάλεσε την προσοχή των ειδικών, όταν νίκησε σε σιμουλτανέ αγώνα επίδειξης τον Σοβιετικό πρωταθλητή Μιχαήλ Μποτβίνικ (που ένα χρόνο μετά θα κέρδιζε τον παγκόσμιο τίτλο).
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο μικρός Μπόρις ξεκίνησε να μελετάει καθημερινά και για πολλές ώρες σκάκι υπό την καθοδήγηση προπονητών που είχαν τον τίτλο του μαιτρ. Στα 15 του έγινε ο ίδιος μαιτρ και ένα χρόνο αργότερα, το 1953, πραγματοποίησε το διεθνές του ντεμπούτο σε τουρνουά στο Βουκουρέστι, όπου νίκησε τον Βασίλι Σμισλόφ (διεκδικητή το 1954 του παγκόσμιου τίτλου), για να πάρει μετά από λίγους μήνες τον τίτλο του διεθνούς μαίτρ από τη FIDE. Το 1955 αναδείχθηκε νικητής στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων στην Αμβέρσα και ένα χρόνο μετά, προκρίθηκε στο τουρνουά των υποψηφίων στο Άμστερνταμ, έχοντας πλέον τον τίτλο του διεθνούς γκρανμαίτρ (στα 19 του, ο νεότερος που το είχε πετύχει μέχρι τότε).
Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΓΚΡΑΝ ΠΕΤΡΟΣΙΑΝ
Ακολούθησε μια πτώση στην απόδοσή του, με αποτέλεσμα να χάσει τα δυο επόμενα Interzonals (του 1958 και του 1962), την πρώτη φορά από τον Μιχαήλ Ταλ και τη δεύτερη από τον Λεονίντ Στάιν. Το 1960, στο τουρνουά της Μαρ ντελ Πλάτα στην Αργεντινή, νίκησε τον Μπόμπι Φίσερ στην πρώτη τους αναμέτρηση. Μετά τις δυο διαδοχικές αποτυχημένες του προσπάθειες να προκριθεί στα Interzonals, αποφάσισε να αλλάξει προπονητή, απολύοντας τον Αλεξάντερ Τόλους και προσλαμβάνοντας τον Ιγκόρ Μπονταρέφσκι, κάτι που αποδείχτηκε καθοριστικό στην αγωνιστική του “αναγέννηση”. Έτσι, το 1961 κέρδισε για πρώτη φορά το Σοβιετικό πρωτάθλημα στο Μπακού, παίρνοντας στη συνέχεια αρκετές νίκες σε σημαντικά διεθνή τουρνουά.
Το 1964, στο Interzonal του Άμστερνταμ, ισοβάθμισε στην πρώτη θέση μαζί με τους Σμισλόφ, Λάρσεν και Ταλ, παίρνοντας την πρόκριση για το τουρνουά των υποψηφίων την επόμενη χρονιά, όπου απέκλεισε κατά σειρά τους Κέρες, Γκέλερ και Ταλ, για να αποκτήσει το δικαίωμα να διεκδικήσει για πρώτη φορά στην καριέρα του τον παγκόσμιο τίτλο. Στον μεγάλο τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος το 1966 στη Μόσχα, ο Σπάσκι αντιμετώπισε τον Τιγκράν Πετροσιάν και μετά από σκληρό αγώνα (3 νίκες για τον Σπάσκι, 4 για τον Πετροσιάν και 17 ισοπαλίες), έχασε 12½-11½. Αμέσως μετά κέρδισε το πολύ δυνατό τουρνουά Piatigorsky Cup της Σάντα Μόνικα, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον Μπόμπι Φίσερ στο δεύτερο ραντεβού τους (11½ έναντι 11).
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΣΤΑ 32 ΤΟΥ
Ως φιναλίστ του παγκόσμιου πρωταθλήματος του 1966, ο Σπάσκι προκρίθηκε αυτόματα στο τουρνουά των υποψηφίων το 1968, όπου απέκλεισε στα προημιτελικά τον Εφίμ Γκέλερ (5½-2½) και στα ημιτελικά τον Μπεντ Λάρσεν με το ίδιο σκορ. Ο τελικός του τουρνουά αποδείχτηκε ένας θρίαμβος για τον Σπάσκι, που νίκησε στο Κίεβο 6½-2½ τον Βίκτορ Κορτσνόι, παίρνοντας το εισιτήριο για το δεύτερο συνεχόμενο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, και πάλι απέναντι στον Τιγκράν Πετροσιάν. Η μεγάλη αναμέτρηση διεξήχθη στη Μόσχα από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1969.
Η “ευελιξία” του Σπάσκι πάνω στη σκακιέρα υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας της τελικής του νίκης (12½-10½) και έτσι, στα 32 του χρόνια, έγινε ο δέκατος επίσημος (αδιαφιλονίκητος) παγκόσμιος πρωταθλητής. Το 1970 στο Βελιγράδι, αγωνίστηκε ως “πρώτη σκακιέρα” των Σοβιετικών στο “USSR vs The rest of the World” και συνέχισε να παίρνει μέρος σε διάφορα διεθνή τουρνουά, όμως πολλοί ήταν οι ειδικοί που έλεγαν ότι ο Σπάσκι είχε χάσει τον ενθουσιασμό του για το σκάκι και την απόλυτη προσήλωσή του σε αυτό, από τη στιγμή που κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο. Κάπως έτσι κύλησε η επόμενη διετία και φτάσαμε στο 1972, με το πολυαναμενόμενο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, εκεί όπου θα είχαμε τη μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στον κάτοχο Σπάσκι και τον διεκδικητή Φίσερ.
ΤΟ ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΡΕΪΚΙΑΒΙΚ
Η συνάντηση Σπάσκι-Φίσερ, που ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1972, είχε ήδη ενταχθεί μέσα στο πολιτικό πλαίσιο του “Ψυχρού Πολέμου”. Παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ πρόσφατη η επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στη Μόσχα (Μάιος 1972), εκεί όπου μαζί με τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχαν υπογράψει δυο συμφωνίες για τον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δυο υπερδυνάμεων, χαρακτηρίζοντάς τις ως μια “νέα εποχή ειρηνικής συνύπαρξης”, η σκακιστική μονομαχία του Ρέικιαβικ, χρησιμοποιήθηκε τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΣΣΔ, ως το απόλυτο μέσο προπαγάνδας, εξυπηρετώντας φυσικά σκοπούς που καμία σχέση δεν είχαν με το σκάκι.
Να πούμε εδώ ότι οι Σοβιετικοί κυριαρχούσαν στο παγκόσμιο σκάκι χωρίς διακοπή από το 1948, ύστερα δηλαδή από τη διετία 1946-1948, κατά την οποία η θέση του παγκόσμιου πρωταθλητή έμεινε κενή, λόγω του θανάτου του κατόχου του τίτλου, Αλεξάντερ Αλιέχιν, τον Μάρτιο του 1946. Μετά τον Αλιέχιν, ακολούθησαν ο Μιχαήλ Μποτβίνικ σε τρεις διαφορετικές περιόδους (1948-1957, 1958-1960 & 1961-1963), ο Βασίλι Σμισλόφ (1957-1958), ο Μιχαήλ Ταλ (1960-1961), ο Τιγκράν Πετροσιάν (1963-1969) και ο Μπόρις Σπάσκι (1969-1972), όλοι τους Σοβιετικοί σκακιστές. Η προπαγάνδα της ΕΣΣΔ χρησιμοποιούσε το γεγονός αυτό σαν απόδειξη πως ο λαός της ήταν διανοητικά ανώτερος από τους Δυτικούς.
Η σοβιετική σκακιστική 24χρονη μονοκρατορία αποτελούσε τίτλο τιμής του υπαρκτού σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό. Από την άλλη μεριά, για τις ΗΠΑ, ο τελικός του Ρέικιαβικ ήταν η σύγκρουση της αμερικανικής ευφυΐας (Φίσερ) με το σοβιετικό μονοπώλιο (Σπάσκι). Όπως λοιπόν γίνεται εύκολα αντιληπτό, και οι δυο αντίπαλοι δέχτηκαν τρομερές πιέσεις για να νικήσουν. Κανένας Αμερικανός δεν είχε κατακτήσει τον παγκόσμιο τίτλο, πέραν του πρώτου παγκόσμιου πρωταθλητή, του Αυστριακού – που κατόπιν πολιτογραφήθηκε Αμερικανός – Βίλχελμ Στάινιτς, από τον 19ο αιώνα (1886-1894). Το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε πριν καν ξεκινήσει η αναμέτρηση, ονομάστηκε “ματς του αιώνα” (Match of the century).
Οι αναλυτές πάντως παρουσιάζονταν διχασμένοι σχετικά με το ποιος από τους δυο ήταν το φαβορί. Οι μεν υποστήριζαν ότι οι φοβερές εμφανίσεις του Φίσερ στο τουρνουά των υποψηφίων ήταν τέτοιες που δεν άφηναν πολλές ελπίδες στον Σπάσκι, οι δε υπενθύμιζαν ότι ο Φίσερ δεν είχε κερδίσει ποτέ τον Σπάσκι (σε πέντε παρτίδες, ο Σοβιετικός είχε τρεις νίκες και δυο ισοπαλίες). Γράψαμε ήδη ότι ο Φίσερ είχε μεγαλύτερο ELO από τον αντίπαλό του (2.785 έναντι 2.660), κάτι που χρησιμοποιούσαν ως πρόσθετο επιχείρημα όσοι έδιναν προβάδισμα στον Αμερικανό. Φυσικά κανείς δεν περίμενε να εξελιχθούν όλα φυσιολογικά πριν την έναρξη του αγώνα, γνωρίζοντας τον δύσκολο χαρακτήρα του Φίσερ και εκείνος φρόντισε να τους επιβεβαιώσει, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ο ΦΙΣΕΡ ΒΑΖΕΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ
Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν η FIDE κλήθηκε να ορίσει τον τόπο διεξαγωγής του παγκόσμιου πρωταθλήματος. Η πρώτη επιλογή του Φίσερ ήταν το Βελιγράδι, ενώ του Σπάσκι το Ρέικιαβικ. Έγινε μια προσπάθεια να “σπάσει” το πρωτάθλημα και να μοιραστεί και στις δυο αυτές πόλεις, αλλά απέτυχε. Μόλις ο Φίσερ αποδέχτηκε τη λύση του Ρέικιαβικ, αρνήθηκε να παρουσιαστεί εκεί, αν δεν αυξανόταν το χρηματικό έπαθλο, το οποίο αρχικά είχε οριστεί στα 125.000 δολάρια. Ένας Άγγλος επενδυτής, ο Τζιμ Σλέιτερ, έδωσε τελικά τη λύση, δωρίζοντας άλλα 125.000 δολάρια και ανεβάζοντας έτσι το έπαθλο στα 250.000 δολάρια, ποσό ρεκόρ για τη διοργάνωση, που έπεισε τον Φίσερ να πει το “ναι”.
Ακόμα όμως και μετά την αύξηση του χρηματικού επάθλου στα 250.000 δολάρια (5/8 για τον νικητή, 3/8 για τον ηττημένο), αλλά και τη διαβεβαίωση μέσω επίσημης συμφωνίας, ότι οι δυο φιναλίστ θα μοιράζονταν και το 30% από τα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά δικαιώματα, ο Φίσερ επανήλθε απαιτώντας και το 30% του box-office, από τα κέρδη δηλαδή που θα εισέπραττε η εταιρεία παραγωγής από τη διανομή του φιλμ του αγώνα! Σε εκείνο το σημείο αρκετοί άρχισαν να ανησυχούν, πιστεύοντας ότι ο Φίσερ απλά έψαχνε δικαιολογία για να μην εμφανιστεί στον αγώνα. Άλλοι θεωρούσαν ότι όλα αυτά ήταν μέρος της στρατηγικής του Αμερικάνου για να εκνευρίσει και τελικά να σπάσει ψυχολογικά τον Σπάσκι.
Το σίγουρο είναι ότι ο Φίσερ δεν ταξίδεψε έγκαιρα στο Ρέικιαβικ, ώστε να είναι παρών στην τελετή έναρξης του παγκοσμίου πρωταθλήματος, που είχε οριστεί για την 1η Ιουλίου. Στις 29 Ιουνίου είχε βρεθεί στο αεροδρόμιο JFK της Νέας Υόρκης για να πετάξει στην Ισλανδία, όμως όταν τον ανακάλυψαν οι δημοσιογράφοι, έτρεξε έξω από το τέρμιναλ, μπήκε σε ένα αυτοκίνητο και εξαφανίστηκε! Τελικά, δυο τηλέφωνα έπεισαν τον Φίσερ να αναχωρήσει για το Ρέικιαβικ. Το πρώτο ήταν από τον Μαξ Όιβε, τον Ολλανδό Πρόεδρο της FIDE (και πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή), ο οποίος του είπε ότι θα ανέβαλλαν για δυο μέρες την έναρξη της πρώτης παρτίδας και το δεύτερο ήταν από τον Χένρι Κίσιντζερ, σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Νίξον, ο οποίος του εξήγησε πόσο σημαντική ήταν για τις ΗΠΑ η παρουσία του στο παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Ο Φίσερ, που είχε βαλθεί να τρελάνει τους Σοβιετικούς, αφού αποφάσισε ότι θα πήγαινε στην Ισλανδία, έστειλε μια προσωπική επιστολή στον Σπάσκι και τους συνοδούς του, ζητώντας συγνώμη για τη συμπεριφορά του! Πράγματι, στις 4 Ιουλίου προσγειώθηκε στο Ρέικιαβικ, δηλώνοντας πλέον έτοιμος να αγωνιστεί. Η τελευταία του ιδιοτροπία εξαντλήθηκε στη σκακιέρα, αφού επέμεινε ότι το Staunton chess set (το κλασικό δηλαδή σκακιστικό σετ που συνιστάται μέχρι και σήμερα από τη FIDE για τις μεγάλες διοργανώσεις), θα έπρεπε να προέρχεται αποκλειστικά από τον οίκο Jaques of London (οικογενειακή επιχείρηση που κατασκευάζει σκακιστικά σετ από τα μέσα του 19ου αιώνα). Αφού ικανοποιήθηκε και αυτή του η απαίτηση, όλα ήταν επιτέλους έτοιμα για να ξεκινήσει η αναμέτρηση.
ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Το παγκόσμιο πρωτάθλημα συμφωνήθηκε να διεξαχθεί στο Laugardalsholl, ένα κλειστό αθλητικό κέντρο πολλαπλών χρήσεων, στο Ρέικιαβικ, την πρωτεύουσα της Ισλανδίας. Ο αγώνας θα παιζόταν σε 24 παρτίδες (η νίκη έδινε ένα βαθμό, η ισοπαλία μισό), κάτι που σήμαινε ότι ο παίκτης που θα έφτανε πρώτος τους 12½ βαθμούς, θα ήταν ο νέος παγκόσμιος πρωταθλητής. Αν ο αγώνας έληγε ισόπαλος 12-12, τότε ο εν ενεργεία παγκόσμιος πρωταθλητής (δηλαδή ο Σπάσκι), θα διατηρούσε τον τίτλο στην κατοχή του. Ο πρώτος χρονικός έλεγχος ορίστηκε στις 40 κινήσεις για 2,5 ώρες, ενώ θα διεξάγονταν τρεις παρτίδες την εβδομάδα, οι οποίες θα ξεκινούσαν Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη.
Στην περίπτωση διακοπής μιας παρτίδας, αυτή θα συνεχιζόταν την επόμενη μέρα. Τέλος, κάθε παίκτης είχε το δικαίωμα να ζητήσει τρεις αναβολές για ιατρικούς λόγους κατά τη διάρκεια του αγώνα. Στο Ρέικιαβικ, ο Σπάσκι είχε μαζί του τρεις “δεύτερους” (βοηθοί ενός παίκτη στην προετοιμασία του, πριν και κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου τουρνουά), τους Εφίμ Γκέλερ, Νικολάι Κρόγκιους και Λίβο Νέι, ενώ ο Φίσερ μόνο έναν, τον Γουίλιαμ Λομπάρντι. Ο Αμερικανός είχε μαζί του και τον δικηγόρο του, Πολ Μάρσαλ, αλλά και έναν εκπρόσωπο της Σκακιστικής Ομοσπονδίας των ΗΠΑ, τον Φρεντ Κρέιμερ. Η σοβιετική αποστολή ήταν πολύ μεγαλύτερη σε αριθμό. Διαιτητής είχε οριστεί ο Δυτικογερμανός γκρανμαίτρ Λόταρ Σμιντ.
ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΜΕ ΕΝΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ 2-0 ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΣΠΑΣΚΙ
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου του 1972. Ο Φίσερ έκανε και πάλι τα δικά του, αφού εμφανίστηκε εννιά λεπτά αφότου ο Σπάσκι είχε κάνει την πρώτη του κίνηση στη σκακιέρα και είχε πατήσει το ρολόι. Ο Αμερικανός έδωσε το χέρι του στον Ρώσο και αμέσως μετά πήρε τη θέση του στο τραπέζι. Ακολούθησε μια σειρά ανταλλαγής κομματιών και όλα έδειχναν πως η παρτίδα θα κατέληγε σε ισοπαλία. Όμως δυο λάθος κινήσεις του Φίσερ έδωσαν το πλεονέκτημα στον Σπάσκι και στην 56η κίνηση ο Αμερικανός εγκατέλειψε, δίνοντας έτσι το προβάδισμα στον αντίπαλό του: 1-0.
Αμέσως μετά την ήττα του στην πρώτη παρτίδα, ο Φίσερ απαίτησε από τους διοργανωτές να απομακρύνουν από τη μεγάλη αίθουσα όλες τις κάμερες (τηλεοπτικές και κινηματογραφικές), επειδή τον ενοχλούσε ο θόρυβος, όμως εισέπραξε μια μεγαλοπρεπή άρνηση, με αποτέλεσμα να μην εμφανιστεί ποτέ στη δεύτερη παρτίδα, την οποία έχασε άνευ αγώνα, με τον Σπάσκι να παίρνει πλέον ένα σοβαρό προβάδισμα: 2-0. Ο Ανατόλι Κάρποφ είχε πει αργότερα, ότι εκείνη η χαμένη παρτίδα, ήταν ένα “αριστούργημα” στρατηγικής του Φίσερ, μια κίνηση που είχε σχεδιαστεί ειδικά για να ταράξει την ηρεμία του Σπάσκι.
Ο ΦΙΣΕΡ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΤΙΔΕΣ
Με το σκορ στο 2-0, πολλοί αναλυτές θεώρησαν ότι το παιχνίδι είχε ουσιαστικά λήξει, περιμένοντας μάλιστα την άμεση αναχώρηση του Φίσερ από την Ισλανδία. Πράγματι ο Αμερικανός είχε ετοιμαστεί για να πάρει την πρώτη πτήση από το Ρέικιαβικ, όμως κατάφεραν να τον μεταπείσουν, πρώτα ο “δεύτερός” του, Λομπάρντι και κατόπιν, ο Κίσιντζερ που για μια ακόμα φορά επικοινώνησε μαζί του, πιέζοντάς τον να συνεχίσει τον αγώνα. Σε αυτό βοήθησε και η fair-play παραχώρηση του Σπάσκι, να παίξουν την τρίτη παρτίδα σε μια βοηθητική αίθουσα του κλειστού, χωρίς κάμερες και θεατές. Οι ειδικοί πάντως, χαρακτήρισαν εκείνη την απόφαση, ως σοβαρό ψυχολογικό λάθος του Σοβιετικού σκακιστή.
Η 3η παρτίδα (16 Ιουλίου) αποδείχτηκε καθοριστική για την εξέλιξη του αγώνα. Ο Σπάσκι, παίζοντας με τα λευκά, ενίσχυσε την πτέρυγα του βασιλιά του, όμως ο Φίσερ πραγματοποίησε μια κίνηση στο άνοιγμα που δεν είχε εφαρμόσει στο παρελθόν, η οποία του έδωσε ελεύθερο πεδίο για αντεπίθεση, αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλό του και οδηγώντας τον σε λανθασμένες απαντήσεις. Η παρτίδα διακόπηκε και την επόμενη μέρα, όταν ο Σπάσκι είδε ότι η σφραγισμένη κίνηση του Φίσερ ήταν η καλύτερη δυνατή, εγκατέλειψε. Εκείνη ήταν η πρώτη ήττα του Σοβιετικού από τον Αμερικανό, ο οποίος μείωσε σε 2-1. Στην 4η παρτίδα (18 Ιουλίου), οι δυο σκακιστές επέστρεψαν στην κεντρική αίθουσα, ύστερα από αίτημα του Σπάσκι, χωρίς όμως κάμερες, ύστερα από αίτημα του Φίσερ.
Ο Σπάσκι θυσίασε ένα πιόνι, αποκτώντας ένα μικρό πλεονέκτημα και στη συνέχεια ανέπτυξε μια δυνατή επίθεση από την πτέρυγα του βασιλιά, την οποία όμως δεν μπόρεσε να μετατρέψει σε νίκη, με την παρτίδα να καταλήγει σε ισοπαλία και το σκορ να διαμορφώνεται σε 2½-1½. Στην 5η παρτίδα (20 Ιουλίου), ο Φίσερ απέκρουσε με επιτυχία την απόπειρα επίθεσης του Σπάσκι στο άνοιγμα και καθώς οι θέσεις ήταν ισορροπημένες, όλοι περίμεναν μια ισοπαλία. Όμως ένας λάθος υπολογισμός του Σοβιετικού, έδωσε μια ακόμα νίκη στον Αμερικανό, που ισοφάρισε τον αγώνα σε 2½-2½. Αμέσως μετά τη λήξη εκείνης της παρτίδας, ο Φίσερ είπε στον Λομπάρντι ότι ετοίμαζε μια έκπληξη στον αντίπαλό του.
Πριν το ξεκίνημα της 6ης παρτίδας (23 Ιουλίου), η σοβιετική ομάδα προσπαθούσε να καταλήξει αν ο Φίσερ θα ξεκινούσε με την αγαπημένη του κίνηση (1.e4) ή θα προτιμούσε κάποια άλλη για να αιφνιδιάσει τον αντίπαλό του. Ο Σπάσκι είχε απαντήσει: “Μην ασχολείστε με τέτοιες ανοησίες. Θα παίξω την άμυνα Tartakower. Δε θα μπορέσει να κάνει κάτι”. Όμως τελικά ο Φίσερ έπαιξε 1.c4 για μόλις τρίτη φορά στην καριέρα του σε σοβαρό παιχνίδι. Στη συνέχεια ο Αμερικανός πέρασε σε μη αποδεκτό Γκαμπί της βασίλισσας, κάτι που όχι μόνο δεν το είχε κάνει ποτέ μέχρι τότε παίζοντας με τα λευκά, αλλά και το είχε καταδικάσει δημόσια ως άνοιγμα.
Ο Σπάσκι, που δεν είχε χάσει ποτέ παίζοντας την άμυνα Tartakower, είδε τον Φίσερ να χτυπάει τα μαύρα στο κέντρο της σκακιέρας, αφήνοντάς τον χωρίς εναλλακτικές. Μόλις τα πιόνια του Ρώσου έχασαν κάθε ελπίδα περαιτέρω προώθησης και ο λευκός αξιωματικός απέκτησε ανεμπόδιστο πεδίο δράσης, ο Αμερικανός, που είχε πλέον το πάνω χέρι, εξαπέλυσε μια συντριπτική επίθεση, που τον οδήγησε σε μια εντυπωσιακή νίκη. Ο Σπάσκι σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να χειροκροτεί – μαζί με τους θεατές – τον Φίσερ, κάτι που εξέπληξε τον Αμερικανό, ο οποίος αμέσως μετά δήλωσε στους δημοσιογράφους πως “ο αντίπαλός του ήταν ένας πραγματικός sportsman”.
Ο Λομπάρντι είχε μείνει εκστασιασμένος μετά την παρτίδα, δηλώνοντας ότι “ο Σπάσκι δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια ιδιοφυΐα στο παρελθόν και πως αυτό που βίωνε στο Ρέικιαβικ, ήταν ένα σοκ για τον ίδιο”. Ο Χιού Αλεξάντερ (αναλυτής κρυπτοσυστημάτων και σκακιστής, που είχε δουλέψει πάνω στη μηχανή Enigma των Ναζί στον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο), είχε πει στον Τύπο: “Αυτή η παρτίδα ήταν αξιοσημείωτη για δυο λόγους. Πρώτον, επειδή ο Φίσερ έπαιξε το Γκαμπί της βασίλισσας για πρώτη φορά στη ζωή του σε σοβαρό αγώνα και δεύτερον, επειδή το έπαιξε με έναν τέλειο τρόπο, σκορπώντας αμφιβολίες σε ολόκληρο το σύστημα ανοίγματος των μαύρων”. Το πλέον σημαντικό ήταν, ότι ο Φίσερ είχε πετύχει την ολική ανατροπή μέσα σε μόλις τέσσερις παρτίδες, μετατρέποντας το αρχικό 0-2 σε 3½-2½ υπέρ του.
Ο ΦΙΣΕΡ ΧΤΙΖΕΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Στην 7η παρτίδα (25 Ιουλίου), ο Σπάσκι έπαιξε 1.e4 για πρώτη φορά στο πρωτάθλημα, με τον Φίσερ να αμύνεται πολύ επιθετικά και να παίρνει το πλεονέκτημα. Όλα έδειχναν ότι θα έφτανε σε μια ακόμα νίκη, όμως στο φινάλε έπαιξε απρόσεκτα και επέτρεψε στον Σπάσκι να αποσπάσει την ισοπαλία (4-3). Στην 8η παρτίδα (27 Ιουλίου), ο Φίσερ (όπως και στην νούμερο 6) ξεκίνησε με 1.c4 και ήταν η σειρά του Σπάσκι να υποπέσει σε δυο φτηνά λάθη, τα οποία του στοίχισαν τελικά μια ακόμα ήττα, με το σκορ να διαμορφώνεται στο 5-3. Η 9η παρτίδα (1η Αυγούστου) καθυστέρησε δυο μέρες, επειδή ο Σπάσκι ζήτησε αναβολή λόγω ασθένειας. Χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, κατέληξε σε ισοπαλία, μετά από μόλις 29 κινήσεις (5½-3½).
Στη 10η παρτίδα (3 Αυγούστου), ο Φίσερ χρησιμοποίησε το άνοιγμα Ρουί Λόπεζ, στο οποίο θεωρείτο ένας από τους κορυφαίους εξπέρ στον κόσμο. Στο μέσον της παρτίδας, ο Αμερικανός απέκτησε το πλεονέκτημα μετά από μια επικίνδυνη επίθεση στον αντίπαλο βασιλιά, φέρνοντας τα μαύρα σε μια κρίσιμη κατάσταση. Ο Σπάσκι κατάφερε να εξισορροπήσει στο φινάλε τη μικρή υλική υπεροχή του αντιπάλου του, όμως υπέπεσε και πάλι σε λάθη, χάνοντας την ευκαιρία της ισοπαλίας. Ήταν μια ακόμα νίκη για τον Φίσερ, που αύξησε ακόμα περισσότερο τη διαφορά από τον Ρώσο, με το σκορ πλέον στο 6½-3½. Τα περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν επικίνδυνα για τον Σπάσκι, που μετά το αρχικό 2-0, μετρούσε ένα αρνητικό επιμέρους 1½-6½!
Ο Ρώσος αντέδρασε τελικά στην 11η παρτίδα (6 Αυγούστου), παίρνοντας μια δραματική νίκη, την πρώτη του μετά τις πρώτες δυο παρτίδες, αλλά και την τελευταία του σε όλο το πρωτάθλημα. Ο Σπάσκι αιφνιδίασε τον Φίσερ, υποχωρώντας τον ίππο του στην αρχική του θέση. Η ανάλυση της παρτίδας έδειξε ότι αν ο Αμερικανός είχε απαντήσει σωστά, τότε θα έπαιρνε την ισοπαλία. Όμως η κίνησή του ήταν λανθασμένη, με αποτέλεσμα ο Σπάσκι να παγιδεύσει τη βασίλισσά του και να μειώσει σε 6½-4½. Ακολούθησε η 12η παρτίδα (8 Αυγούστου), με τον Φίσερ να παίρνει στην αρχή ένα μικρό πλεονέκτημα, τον Σπάσκι να εξισορροπεί και το φινάλε με τους δυο αντίπαλους αξιωματικούς να οδηγεί σε ισοπαλία μετά από 55 κινήσεις: 7-5.
13η ΠΑΡΤΙΔΑ, ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΣΕΡ
Και κάπως έτσι φτάσαμε στις 10 Αυγούστου και την 13η παρτίδα. Ο Φίσερ, που έπαιζε με τα μαύρα, απέφυγε τη σικελική άμυνα, με την οποία είχε χάσει την 11η παρτίδα, επιλέγοντας την άμυνα Αλιέχιν. Το πλεονέκτημα άλλαζε συνεχώς πλευρά, μέχρι που στην 42η κίνηση η αναμέτρηση διακόπηκε για την επόμενη μέρα, με τον Αμερικανό να έχει ένα ελάχιστο προβάδισμα, το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν του εξασφάλιζε τη νίκη. Οι Σοβιετικοί ανέλυσαν την παρτίδα και σιγουρεύτηκαν ότι θα τελείωνε ισόπαλη. Ο Φίσερ έμεινε ξύπνιος μέχρι τις 8 το πρωί (οι δυο αντίπαλοι θα συνέχιζαν στις 2.30 το μεσημέρι), προσπαθώντας να βρει “διέξοδο” για τη νίκη, χωρίς όμως να το καταφέρει.
Παρόλα αυτά, κατάφερε να κερδίσει μέσα από ένα περίπλοκο φινάλε πιονιών εναντίον πύργου, αφού πρώτα ο Σπάσκι είχε κάνει μια λάθος κίνηση, που επέτρεψε στον Αμερικανό να περάσει την καμήλα μέσα από την κλειδαρότρυπα. Οι Σοβιετικοί “δεύτεροι” δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους, ενώ ο Σπάσκι παρέμεινε στην καρέκλα του για αρκετή ώρα μετά τη λήξη της παρτίδας, κοιτάζοντας σοκαρισμένος τη σκακιέρα. Λίγο αργότερα, αναρωτιόταν μπροστά στους δημοσιογράφους: “Πώς γίνεται να χάσεις, όταν ο μοναδικός πύργος του αντιπάλου σου είναι τελείως ακινητοποιημένος;”
Ο διαιτητής Λόταρ Σμιντ, λυπήθηκε τόσο πολύ τον Σπάσκι, ώστε κάθισε δίπλα του, για να εξετάσουν μαζί τα λάθη στα οποία είχε υποπέσει ο Ρώσος. Αμφότεροι προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατόν ο Φίσερ να φτάσει στη νίκη, όταν ολόκληρη η σοβιετική ομάδα, αποτελούμενη από κορυφαίους σκακιστές, ήταν απόλυτα σίγουρη στην ανάλυσή της ότι η παρτίδα θα τελείωνε ισόπαλη. Ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής, Μιχαήλ Μποτβίνικ, αποκάλεσε την παρτίδα ως “το ανώτατο δημιουργικό επίτευγμα του Φίσερ”. Και συνέχισε λέγοντας: “Κατάφερε να αποφύγει ένα φινάλε ανάμεσα στους αντίπαλους αξιωματικούς που οδηγούσε στην ισοπαλία, θυσιάζοντας τον δικό του αξιωματικό και παγιδεύοντας τον δικό του πύργο. Ποτέ ξανά δεν έχουμε δει κάτι παρόμοιο στο σκάκι”!
Ο Ντέιβιντ Μπρόνσταϊν (κορυφαίος Σοβιετικός γκρανμαίτρ) είχε πει από την πλευρά του: “Όποτε ξανακοιτάζω αυτή την παρτίδα, μου είναι αδύνατο να κατανοήσω είτε το συνολικό σχέδιο, είτε κάθε μεμονωμένη κίνηση. Σαν κάποιο αίνιγμα, συνεχίζει να εξάπτει τη φαντασία μου”. Ήταν τόσο απίστευτο, αλλά και τόσο δύσκολο να αντιληφθεί ο κόσμος αυτό που είχε πετύχει ο Φίσερ, ώστε όταν αντάλλαξαν χειραψία οι δυο παίκτες, οι θεατές νόμισαν ότι είχαν συμφωνήσει ισοπαλία. Με αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο λοιπόν, ο Αμερικανός αύξησε και πάλι τη διαφορά του στους τρεις βαθμούς (8-5), δείχνοντας σε όλους ότι ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί για τον παγκόσμιο τίτλο.
ΕΠΤΑ ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΕΣ ΙΣΟΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ MATCH POINT
Οι επτά επόμενες παρτίδες, από τη 14η μέχρι και την 20η, έληξαν όλες ισόπαλες. Ο Φίσερ προσπαθούσε μάταια να πάρει την πρωτοβουλία, κάνοντας επιθέσεις και δημιουργώντας απειλές, ενώ από την άλλη, ο Σπάσκι διάλεγε γραμμές που ο αντίπαλός του δεν μπορούσε να διασπάσει. Έχοντας υπέρ του το προβάδισμα των τριών βαθμών, ο Φίσερ ήξερε ότι κάθε ισοπαλία – ή έστω, κάθε μη ήττα – τον έφερνε πιο κοντά στον τίτλο, τη στιγμή που ο Σπάσκι, από τη 13η παρτίδα και μετά, έδειχνε να έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. Σε αυτό το διάστημα, από τις 15 μέχρι τις 29 Αυγούστου, πιο ενδιαφέροντα πράγματα συνέβησαν εκτός αγώνα, παρά πάνω στη σκακιέρα.
Ο Τσέστερ Φοξ, ο παραγωγός που είχε αναλάβει την κινηματογράφηση του αγώνα, κατέθεσε μήνυση κατά του Φίσερ για διαφυγόντα κέρδη, ο Φίσερ από τη μεριά του ζήτησε να αδειάσουν τελείως οι επτά πρώτες σειρές από θεατές (τελικά συμβιβάστηκε με τις πρώτες τρεις), ενώ οι Σοβιετικοί υποστήριξαν ότι ο Αμερικανός χρησιμοποιούσε ηλεκτρονικές και χημικές (!) συσκευές για να “ελέγξει” τον Σπάσκι. Η ισλανδική αστυνομία, συνοδευόμενη από πράκτορες της KGB, εισέβαλε απροειδοποίητα στο Laugardalsholl, ερευνώντας τα πάντα.
Πέρασαν όλο τον χώρο με ακτίνες, εξέτασαν με ειδικά μηχανήματα την πιθανότητα ύπαρξης ακουστικών σημάτων σε πολύ υψηλές συχνότητες, έλεγξαν όλα τα προσωπικά αντικείμενα των παριστάμενων, έψαξαν τα χαλιά, τα φώτα και έστειλαν με πτήση εξπρές σε εργαστήριο της Μόσχας τον χυμό πορτοκαλιού που προοριζόταν για τον Σπάσκι. Από τον έλεγχο δε γλίτωσαν ούτε δυο νεκρές μύγες που βρήκαν οι αστυνομικοί μέσα στην αίθουσα. Αφού τελικά δεν ανακαλύφθηκε τίποτα το ύποπτο, ο αγώνας συνεχίστηκε.
Ο ΜΠΟΜΠΙ ΦΙΣΕΡ ΝΕΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ
Και κάπως έτσι φτάσαμε στην 21η παρτίδα (31 Αυγούστου). Με τις επτά συνεχόμενες ισοπαλίες που είχαν προηγηθεί, το σκορ μεταξύ των δυο αντιπάλων είχε διαμορφωθεί στο 11½-8½ υπέρ του Φίσερ, κάτι που σήμαινε ότι ο Αμερικανός χρειαζόταν μια νίκη για να φτάσει στον παγκόσμιο τίτλο. Παρά το αρχικό πλεονέκτημα του Φίσερ, ο Σπάσκι ισορρόπησε γρήγορα, όμως υπέπεσε για μια ακόμα φορά σε λάθη στο φινάλε. Όταν η παρτίδα διακόπηκε για την επόμενη μέρα, το αβαντάζ του Αμερικανού ήταν τεράστιο. Και όπως γράψαμε και στην αρχή του κειμένου, ο Σπάσκι δεν εμφανίστηκε ποτέ στην αίθουσα την 1η Σεπτεμβρίου.
Ο διαιτητής Λόταρ Σμιντ ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Φίσερ για το τηλεφώνημα του Σπάσκι. Με τελικό σκορ 12½-8½, ο Αμερικανός ήταν ο νέος – ενδέκατος – παγκόσμιος πρωταθλητής. Από τις 21 παρτίδες που παίχτηκαν, ο Φίσερ κέρδισε τις επτά, ο Σπάσκι τις τρεις, ενώ έντεκα τελείωσαν ισόπαλες. Ο πρόεδρος της FIDE, Μαξ Όιβε, εξέφρασε την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι ο Σπάσκι δεν προσήλθε στη μεγάλη αίθουσα για να συγχαρεί τον αντίπαλό του, όμως ήταν προφανές ότι η απόφαση είχε ληφθεί από τη σοβιετική αποστολή, η οποία δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει τον ηττημένο της πρωταθλητή να γίνει “βορά” στα φλας και τα μικρόφωνα δεκάδων δημοσιογράφων από όλο τον κόσμο.
Μετά από 24 ολόκληρα χρόνια απόλυτης ηγεμονίας, οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να υποκλιθούν στο μοναδικό ταλέντο του Φίσερ και οι Αμερικάνοι βρήκαν την ευκαιρία να εξαπολύσουν μια μεγάλη επίθεση προπαγάνδας, εκμεταλλευόμενοι πολιτικά στο έπακρο τον θρίαμβο του συμπατριώτη τους. Ο ίδιος ο Φίσερ κέρδισε το έπαθλο των 160.000 δολαρίων, ενώ το όνομα του έκανε το γύρο του κόσμου. Ένας από τους κορυφαίους σκακιστές της ιστορίας τα κατάφερε απέναντι σε μια υπερδύναμη. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Φίσερ προετοίμασε τον τελικό ουσιαστικά μόνος του, σε αντίθεση με τον Σπάσκι, ο οποίος είχε στη διάθεσή του όλη τη σκακιστική ΕΣΣΔ.
Η μεγάλη νίκη του Αμερικανού, τον έκανε αμέσως διασημότητα σε όλο τον κόσμο. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Τζον Λίντσεϊ, τον υποδέχτηκε με μια μεγαλοπρεπή τελετή που ονομάστηκε “Bobby Fischer Day”. Αμέτρητες εταιρείες του πρόσφεραν συμβόλαια εκατομμυρίων δολαρίων για να διαφημίσει τα προϊόντα τους, όμως απάντησε αρνητικά σε όλες. Εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Sports Illustrated, αλλά και σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης. Τα μέλη της Σκακιστικής Ομοσπονδίας των ΗΠΑ διπλασιάστηκαν μέσα στο 1972 και έφτασαν στον μεγαλύτερο αριθμό της ιστορίας της το 1974.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΟΥ 1972
Μετά την ήττα του στο Ρέικιαβικ, ο Σπάσκι πήρε μέρος σε τέσσερα ακόμη τουρνουά Υποψηφίων, χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ ξανά να προκριθεί σε τελικό παγκοσμίου πρωταθλήματος. Το 1974 έχασε από τον Ανατόλι Κάρποφ, το 1977 από τον Βίκτορ Κορτσνόι, το 1980 από τον Λάγιος Πόρτις, ενώ το 1986 τερμάτισε μόλις έκτος. Το 1976 μετανάστευσε στη Γαλλία μαζί με την τρίτη σύζυγό του και τα επόμενα χρόνια συνέχισε να παίρνει μέρος σε τουρνουά, έχοντας όμως πλέον πτωτική πορεία. Το 2006 υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, ενώ το 2012 επέστρεψε στη Ρωσία και τη Μόσχα, όπου ζει μέχρι σήμερα. Στα 85 του χρόνια, είναι ο πρεσβύτερος εν ζωή πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής.
Ο Φίσερ, που μετά το Ρέικιαβικ δεν είχε δώσει κανένα επίσημο παιχνίδι, έστειλε τον Σεπτέμβριο του 1973 στην Παγκόσμια Ομοσπονδία – σε συνεννόηση με τον αντιπρόεδρο της FIDE, Φρεντ Κρέιμερ – μια επιστολή-πρόταση, όπου υπήρχαν τρεις μη διαπραγματεύσιμες απαιτήσεις. 1. Ο τελικός του παγκοσμίου πρωταθλήματος να κρίνεται στις 10 νίκες, χωρίς να υπολογίζονται οι ισοπαλίες. 2. Να μην υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των παρτίδων που θα παίζονται. 3. Στην περίπτωση ισοπαλίας 9-9, ο εν ενεργεία πρωταθλητής να διατηρεί τον τίτλο του και το χρηματικό έπαθλο να μοιράζεται ισόποσα στους δυο φιναλίστ.
Στο συνέδριό της τον Ιούνιο του 1974 στη Νίκαια, η FIDE ψήφισε υπέρ της πρώτης απαίτησης του Φίσερ, απέρριψε όμως τις άλλες δυο (περιορίζοντας τον ανώτατο αριθμό των παρτίδων στις 36). Στις 27 Ιουνίου, ο Φίσερ με τηλεγράφημά του στον πρόεδρο της FIDE, Μαξ Όιβε, έκανε γνωστή την απόφασή του να μην υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον Ανατόλι Κάρποφ (που είχε κερδίσει το τουρνουά των υποψηφίων), αφού είχαν απορριφθεί οι μη διαπραγματεύσιμες απαιτήσεις του. Προσπαθώντας να βρει λύση στο αδιέξοδο, η FIDE διοργάνωσε ένα έκτακτο συνέδριο τον Μάρτιο του 1975 στο Μπέργκεν της Ολλανδίας.
Εκεί οι σύνεδροι ψήφισαν υπέρ των απεριόριστων παρτίδων, όμως με ψήφους 35 έναντι 32, δεν πέρασε το 9-9. Η FIDE αποφάσισε ότι μέχρι την 1η Απριλίου του 1975, οι Φίσερ και Κάρποφ θα έπρεπε να επιβεβαιώσουν τη συμμετοχή τους στον τελικό. Μέχρι τις 3 Απριλίου δεν είχαν πάρει καμία απάντηση από τον Αμερικανό, έτσι ο Κάρποφ πήρε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή άνευ αγώνος. Με αυτόν τον τρόπο, τελείως άδοξα, τελείωσε μια μεγάλη και ζηλευτή καριέρα, μακριά από τη σκακιέρα και τα πιόνια. Ο Φίσερ δεν έπαιξε ποτέ ξανά στην καριέρα του επαγγελματικό σκάκι, αφήνοντας με το παράπονο τον Κάρποφ, ο οποίος συναντήθηκε πολλές φορές μαζί του τα επόμενα χρόνια, προσπαθώντας μάταια να τον πείσει να καθίσει απέναντί του στο τραπέζι.
ΦΙΣΕΡ VS ΣΠΑΣΚΙ, Η ΑΤΥΠΗ ΡΕΒΑΝΣ ΤΟΥ 1992
Από εκείνη τη στιγμή η ζωή του Φίσερ έγινε συνώνυμο της εκκεντρικότητας και της περιπέτειας. Το 1981 συνελήφθη καταλάθος ως ύποπτος ληστείας σε τράπεζα. Ο ίδιος έγραψε την εμπειρία του σε ένα 14σέλιδο φυλλάδιο και το εξέδωσε με τον τίτλο: “Με βασάνισαν στη φυλακή της Πασαντίνα”. Οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ καλές. Ο Φίσερ πίστευε πως τον εκμεταλλεύονταν για να ικανοποιήσουν πολιτικούς σκοπούς. Η οργή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν το 1987 η Γερουσία μπλόκαρε τον νόμο που τον αναγνώριζε ως παγκόσμιο πρωταθλητή και του πρόσφερε κάποια προνόμια. Παράλληλα αρνιόταν να παίξει επαγγελματικό σκάκι και απέρριπτε όλες τις προτάσεις που του γίνονταν.
Είκοσι χρόνια μετά την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου, το 1992, ο Φίσερ αποφάσισε να επανεμφανιστεί. Το κίνητρο ήταν διπλό. Από τη μια μεριά, τα 3,35 εκατομμύρια δολάρια (από τα 5 συνολικά εκατομμύρια δολάρια του χρηματικού επάθλου) που πρόσφερε στον νικητή ο Γέζντιμιρ Βασίλιεβιτς, ένας σκοτεινών δραστηριοτήτων Γιουγκοσλάβος τραπεζίτης. Και από την άλλη, η ευκαιρία να πάει κόντρα στην κυβέρνησή του, η οποία απαγόρευε σε κάθε Αμερικανό πολίτη να πατήσει γιουγκοσλαβικό έδαφος – ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη ο πόλεμος και το εμπάργκο κατά της βαλκανικής χώρας – απειλώντας με πολύ σοβαρές κυρώσεις τους παραβάτες της εντολής.
Ο Φίσερ απαίτησε από τους διοργανωτές να ονομάσουν τη συνάντηση “Παγκόσμιο Πρωτάθλημα σκακιού”, παρά το γεγονός ότι αυτόν τον τίτλο κατείχε τότε ο Γκάρι Κασπάροφ. Ο Φίσερ επέμενε ότι ο ίδιος συνέχιζε να είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής, προσθέτοντας πως όλα τα αποτελέσματα στους τελικούς των παγκόσμιων πρωταθλημάτων από το 1978 και μετά, ανάμεσα στους Κάρποφ, Κορτσνόι και Κασπάροφ, ήταν προσυμφωνημένα! Πριν τον αγώνα, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, προειδοποίησε επίσημα τον Φίσερ ότι η συμμετοχή του ήταν παράνομη και πως οι συνέπειες θα ήταν αυστηρότατες.
Στην πρώτη προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου, πριν την αναμέτρηση, ο Φίσερ έφτυσε μπροστά στις κάμερες το επίσημο έγγραφο των ΗΠΑ που του απαγόρευε να αγωνιστεί στη Γιουγκοσλαβία, λέγοντας ότι “αυτή ήταν η απάντησή του”. Η άτυπη ρεβάνς μεταξύ Φίσερ και Σπάσκι διεξήχθη πρώτα στο Σβέτι Στέφαν του Μαυροβουνίου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι. Παρά το γεγονός ότι μετά τις πρώτες πέντε παρτίδες, ο Σπάσκι βρέθηκε να προηγείται 3-2, από εκεί και μετά ο Φίσερ μετέτρεψε τον αγώνα σε “περίπατο”, κερδίζοντας τη δεύτερη “μονομαχία” με σκορ 17½-12½ (10 νίκες, 5 ήττες, 15 ισοπαλίες σε 30 παρτίδες). Ο Κασπάροφ περιορίστηκε στην εξής δήλωση: “Ο Μπόμπι έπαιξε καλά, τίποτα περισσότερο. Ίσως η δυναμική του να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο 2.600 ή 2.650 (σ.σ. ELO), αρκετά μακριά από εμάς”.
ΦΥΓΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Αυτό υπήρξε και το τελευταίο δημόσιο παιχνίδι του Φίσερ στο σκάκι, ο οποίος πήρε τα 3,35 εκ. δολάρια και για μια ακόμα φορά έγινε καπνός, εξαφανίστηκε. Παράλληλα στις ΗΠΑ εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του. Ο Φίσερ μετατράπηκε σε φάντασμα και πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ουγγαρία, στο Χονγκ Κονγκ και στις Φιλιππίνες. Εκεί έδωσε μια ραδιοφωνική συνέντευξη την ημέρα της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους, δικαιολογώντας ανοιχτά την ενέργεια της Αλ Κάιντα. Όταν ο δημοσιογράφος τον ενημέρωσε για τα συμβάντα, ο Φίσερ απάντησε: “Χειροκροτώ την πράξη”, ενώ στη συνέχεια πήρε το μέρος των Αράβων λέγοντας: “Μήπως δεν είναι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ που σφαγιάζουν για δεκαετίες ολόκληρες τους Παλαιστίνιους;”
Το 2005 συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Τόκιο ενώ ετοιμαζόταν να πετάξει στις Φιλιππίνες. Αιτία το ληγμένο αμερικανικό διαβατήριο που είχε επιδείξει στον έλεγχο. Οι ΗΠΑ ζήτησαν την έκδοσή του, αλλά οι Ιάπωνες αρνήθηκαν να τον παραδώσουν. Τότε ήταν που ο Μπόρις Σπάσκι έστειλε μια επιστολή στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, “παρακαλώντας τον να δείξει έλεος και φιλανθρωπία, και αν αυτό δεν ήταν δυνατό, τότε ας έκλεινε και τους δυο στο ίδιο κελί, δίνοντάς τους μια σκακιέρα”! Ο Φίσερ ζήτησε πολιτικό άσυλο από την κυβέρνηση της Ισλανδίας, η οποία αποφάσισε να του το παραχωρήσει για ανθρωπιστικούς λόγους. Η τελευταία του εμφάνιση σχετική με το σκάκι έγινε στις 10 Δεκεμβρίου του 2006, όταν τηλεφώνησε στην ισλανδική τηλεόραση δίνοντας τη λύση σε ένα περίπλοκο σκακιστικό πρόβλημα. Στις 17 Ιανουαρίου του 2008 άφησε την τελευταία του πνοή στο Ρέικιαβικ λόγω νεφρικής ανεπάρκειας σε ηλικία 64 ετών, όσα και τα τετράγωνα του αγαπημένου του παιχνιδιού…
* Βίντεο: Fischer vs Spassky, 1972