ΚΑΡΛΟΣ ΤΟ ΤΣΑΚΑΛΙ, Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗ
28 χρόνια πέρασαν από την κινηματογραφική σύλληψη του Κάρλος στο Σουδάν. Διαβάστε στο Magazine την αδιέξοδη πορεία του τρομοκράτη, που από τη Βενεζουέλα, περιπλανήθηκε στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη, πραγματοποίησε πλήθος εγκληματικών ενεργειών, κυνηγήθηκε από τις μισές μυστικές υπηρεσίες του κόσμου και τελικά κατέληξε στις γαλλικές φυλακές, καταδικασμένος σε τρις ισόβια.
Ήταν Δευτέρα, 15 Αυγούστου του 1994, όταν ο Γάλλος Υπουργός Εσωτερικών, Σαρλ Πασκουά, προέβη στην εξής δήλωση σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου: “Ο Κάρλος βρίσκεται στα χέρια της γαλλικής δικαιοσύνης και θα δικαστεί για τα εγκλήματά του”. Λίγες ώρες πριν, ο 44χρονος τρομοκράτης από τη Βενεζουέλα, είχε προσγειωθεί στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Villacoublay, λίγο έξω από το Παρίσι, προερχόμενος από το Χαρτούμ του Σουδάν, εκεί όπου είχε συλληφθεί από Γάλλους πράκτορες της DST, της γαλλικής υπηρεσίας πληροφοριών. “Πρόκειται για μια πολύ σημαντική στιγμή”, συνέχισε ο Πασκουά: “Τα ισλαμικά κράτη δε μας έχουν συνηθίσει να παραδίδουν μέλη τους, ακόμα και αν πρόκειται για τρομοκράτες. Όμως εδώ έχουμε μια καθαρά ισλαμική χώρα, που με εντυπωσιακό τρόπο, σπάει τους δεσμούς με την τρομοκρατία”.
Με αυτόν τον τρόπο μπήκε τέλος σε ένα ανθρωποκυνηγητό που διήρκεσε σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, με στόχο έναν από τους πιο καταζητούμενους τρομοκράτες σε όλο τον κόσμο. Σήμερα, 28 χρόνια μετά τη σύλληψη του Κάρλος, το Magazine κάνει μια αναδρομή στη δράση του, ξεκινώντας από την “κινηματογραφική” παγίδα, την οποία του έστησαν από κοινού Γάλλοι και Σουδανοί. Για να κατανοήσουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τη συνεργασία Γαλλίας και Σουδάν, θα πρέπει να πούμε ότι το αφρικανικό κράτος είχε μπει στη λίστα των ΗΠΑ με τις χώρες εκείνες που στήριζαν την τρομοκρατία, κάτι που με τη σειρά του σήμαινε δυσμενείς συνέπειες για τους Σουδανούς, αλλά και μια τελείως αρνητική εικόνα στη διεθνή σκηνή.
Ο Κάρλος, τα τελευταία χρόνια πριν τη σύλληψή του και ειδικότερα μετά την πτώση του τείχους στην Ανατολική Γερμανία, αντιμετώπιζε πρόβλημα στο να βρει “φιλικά” κράτη για να τον φιλοξενήσουν. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, είχε εγκατασταθεί στη Συρία, με τον όρο να παραμείνει ανενεργός. Ο Κάρλος είχε αποδεχτεί την υποχρεωτική “αποχή” και είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο, με αποτέλεσμα πολλές μυστικές υπηρεσίες να υποπτεύονται ότι ίσως είχε πεθάνει. Το 1991, γερμανικά περιοδικά είχαν δημοσιεύσει φωτογραφίες του από τη Δαμασκό, όμως εκείνη την ίδια χρονιά, αναγκάστηκε να φύγει από τη Συρία, έχοντας χάσει τη στήριξη του προέδρου Χαφέζ αλ Άσαντ.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΤΟ ΣΟΥΔΑΝ
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Ιορδανία, κατέληξε στο Σουδάν, το οποίο συμφώνησε να του παράσχει προστασία. Σύμφωνα με ανώτατους Σουδανέζους κυβερνητικούς αξιωματούχους, ήταν ένα αραβικό κράτος (δεν το κατονόμασαν) εκείνο που είχε προμηθεύσει τον Κάρλος με ένα – πλαστό – διπλωματικό διαβατήριο και στη συνεχεια τον είχε υποχρεώσει να επιβιβαστεί σε μια πτήση για το Χαρτούμ. Από εκεί και μετά ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο το παρασκήνιο, κυρίως με τις μυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας, των ΗΠΑ και του Σουδάν, αν και πραγματοποιήθηκαν επαφές ανάμεσα και σε κυβερνητικά στελέχη. Ήταν οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες εκείνες που έμαθαν πρώτες στις αρχές του 1994, ότι ο Κάρλος βρισκόταν πιθανότατα στο Σουδάν.
Αμέσως οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί ενημέρωσαν τη σουδανική πλευρά, ότι θα πρόσφεραν σημαντικά ανταλλάγματα στην περίπτωση που οι Αφρικανοί συνεργάζονταν για τη σύλληψη του Κάρλος. Αρχικά το Σουδάν απέκλεισε την παρουσία του τρομοκράτη στο έδαφός της, υποστηρίζοντας ότι οι Γάλλοι είχαν λανθασμένες πληροφορίες. Στο τέλος Ιουλίου του 1994, ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας, Σαρλ Πασκουά, έστειλε μια επιστολή στον ομόλογό του στο Σουδάν, Ταγέμπ Ιμπραΐμ Μοχάμεντ Χαΐρ, με την οποία τον ενημέρωνε ότι οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες είχαν λάβει τη διαβεβαίωση και από μυστικές υπηρεσίες άλλων κρατών, ότι ο Κάρλος βρισκόταν σε σουδανικό έδαφος, καλώντας τον να συνεργαστεί για τη σύλληψή του.
Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΩΝ ΣΟΥΔΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΑΛΛΩΝ
Όταν οι Σουδανοί κατάλαβαν ότι η παρουσία του Κάρλος στη χώρα τους ήταν πλέον κοινό μυστικό στις χώρες της Δύσης, αποφάσισαν να αλλάξουν τακτική. Στις 11 Αυγούστου, ο Κάρλος εισήχθη σε κλινική του Χαρτούμ για να υποβληθεί σε επέμβαση λόγω θρόμβωσης στους όρχεις. Δυο μέρες μετά, Σουδανοί αξιωματούχοι είπαν στον τρομοκράτη ότι θα έπρεπε να τον μετακινήσουν σε μια βίλα, επειδή είχαν πληροφορίες ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονικής απόπειρας εναντίον του και πως θα του έδιναν σωματοφύλακες για προστασία. Ένα 24ωρο μετά την άφιξη του Κάρλος στη νέα του κατοικία, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου και ενώ ο ίδιος κοιμόταν, οι σωματοφύλακες τον νάρκωσαν με ένεση, τον έδεσαν και τον παρέδωσαν στους Γάλλους πράκτορες της DST.
Εκείνοι τον πήγαν κατευθείαν στο αεροδρόμιο του Χαρτούμ και τον ανέβασαν στο αεροπλάνο με προορισμό το Παρίσι. Ο Κάρλος ξύπνησε κατά τη διάρκεια της πτήσης και αντέδρασε ψύχραιμα όταν συνειδητοποίησε τί συνέβαινε. Αμέσως μετά την προσγείωση στο Ορλί, μεταφέρθηκε με ισχυρή αστυνομική συνοδεία στο κτίριο της γαλλικής εισαγγελίας, όπου ανακρίθηκε από τον Ζαν Κλοντ Μπριέρ, εισαγγελέα ειδικευμένο σε τρομοκρατικά εγκλήματα και αμέσως μετά οδηγήθηκε σε φυλακή στο ανατολικό Παρίσι. Από το πρωί της 14ης Αυγούστου, οι Σουδανοί είχαν ενημερώσει τους Γάλλους ότι είχαν αποδείξεις πως ο Κάρλος σχεδίαζε χτυπήματα εναντίον ξένων στόχων στο έδαφος της χώρας τους και πλέον ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν για τη σύλληψή του.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ
Πώς όμως φτάσαμε στο σημείο, οι μισές μυστικές υπηρεσίες της υφηλίου να ασχολούνται με τον τρομοκράτη από τη Βενεζουέλα; Ποια ήταν η δράση του, από πού ξεκίνησε και γιατί έφτασε να είναι ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος σε όλο τον κόσμο; Ο Ραμίρες Σάντσες γεννήθηκε το 1949 στην πόλη Μιτσελένα της Βενεζουέλας. Ο πατέρας του, Χοσέ, γνωστός ευκατάστατος μαρξιστής δικηγόρος, του έδωσε το όνομα Ίλιτς, προς τιμήν του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν (σκεφτείτε ότι ονόμασε τα δυο μικρότερα αγόρια του, Λένιν και Βλαντιμίρ!). Από πολύ μικρή ηλικία, ο Ίλιτς έγινε μέλος της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας (PCV) και στα 17 του χρόνια πέρασε το καλοκαίρι στο Camp Matanzas, μια “κατασκήνωση” ανταρτοπόλεμου κοντά στην Αβάνα της Κούβας.
Την ίδια χρονιά (1966) οι γονείς του χώρισαν και ο ίδιος, μαζί με τα αδέρφια του, ακολούθησε τη μητέρα του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, με τον οποίο συνέχισε να διατηρεί στενές σχέσεις, θέλησε αρχικά να τον εγγράψει στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι, όμως τελικά επέλεξε το “Patrice Lumumba” της Μόσχας, το οποίο είχε τη φήμη στη Δύση ότι στρατολογούσε ξένους κομμουνιστές φοιτητές για λογαριασμό της KGB. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους, το 1970, ο Ίλιτς αποβλήθηκε από το μοσχοβίτικο πανεπιστήμιο, επειδή είχε παραβιάσει αμέτρητες φορές τον εσωτερικό κανονισμό, με τα συνεχόμενα πάρτι που διοργάνωνε στην εστία με γυναίκες και αλκοόλ, αλλά και με την προβληματική συμπεριφορά του.
ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ ΣΤΟ PFLP
Από τη Μόσχα, ο Ίλιτς ταξίδεψε στη Βηρυτό του Λιβάνου, όπου τον Ιούλιο του 1970 προσχώρησε εθελοντικά στο PFLP (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Λίγο μετά, στάλθηκε στην Ιορδανία, σε στρατόπεδο εκπαίδευσης ξένων εθελοντών του PFLP στο Αμμάν. Ήταν ο Μπασάμ Αμπού Σαρίφ, ο αξιωματικός στρατολόγησής του στο PFLP, εκείνος που του έδωσε το κωδικό όνομα Κάρλος, λόγω της λατινοαμερικάνικης καταγωγής του, όνομα το οποίο θα τον συνόδευε για πάντα στο εξής. Όταν η οργάνωση εκδιώχθηκε από την Ιορδανία, επέστρεψε στη Βηρυτό και ακολούθησε ακόμα πιο σκληρή εκπαίδευση δίπλα στον Γουαντί Χαντάντ, έναν εκ των ηγετών του PFLP.
Αμέσως μετά, γύρισε στην Αγγλία, γράφτηκε στο Πολυτεχνείο του Κεντρικού Λονδίνου και φυσικά συνέχισε τη συνεργασία του με το PFLP, ως μέλος πια του δικτύου των επιχειρησιακών πρακτόρων της οργάνωσης, η οποία του είχε δώσει μια λίστα με πιθανούς στόχους. Τον Ιούλιο του 1973, ο Κάρλος ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου ανέλαβε αρχηγός του λεγόμενου κομάντο “Boudia”, πραγματοποιώντας παράλληλα επαφές με μέλη άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η γερμανική RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός), ο Ιαπωνικός Κόκκινος Στρατός και οι γερμανικοί Επαναστατικοί Πυρήνες (RZ). Η πρώτη γνωστή επιχείρηση που ανέλαβε ο Κάρλος, ήταν η δολοφονία του Τζόζεφ Έντουαρντ Σιφ, ιδιοκτήτη της αλυσίδας Marks & Spencer και αντιπροέδρου της Βρετανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ “ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ”
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1973, ο Κάρλος μπήκε στην οικία του Σιφ και η υπηρέτρια του σπιτιού, υπό την απειλή του πιστολιού, του έδειξε το μπάνιο. Ο Σιφ βρισκόταν στη μπανιέρα, όταν ο Κάρλος τον πυροβόλησε με το Tokarev 7,62 mm περίστροφό του στο κεφάλι, ανάμεσα στη μύτη και το άνω χείλος. Ο Σιφ σωριάστηκε λιπόθυμος, αλλά ο Κάρλος δεν μπόρεσε να του ρίξει τη χαριστική βολή (μπλόκαρε το όπλο) και αναγκάστηκε να φύγει. Η αποτυχημένη απόπειρα είχε γίνει ως απάντηση στη δολοφονία ενός ηγέτη της PFLP, του Μοχάμεντ Μπουντία. Από εκεί και μετά, ακολούθησαν πολλά “χτυπήματα” από τον Κάρλος, με πρώτη μια αποτυχημένη βομβιστική επίθεση στην Bank Hapoalim στο Παρίσι.
Σειρά είχε η τριπλή βομβιστική επίθεση με παγιδευμένα αυτοκίνητα και στόχο τρεις γαλλικές εφημερίδες που κατηγορήθηκαν για φιλο-ισραηλινή γραμμή. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1974, ο Κάρλος συνεργάστηκε με τον Ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό, τρία μέλη του οποίου επιτέθηκαν και κατέλαβαν τη γαλλική πρεσβεία στη Χάγη της Ολλανδίας, κρατώντας ομήρους τον πρέσβη και δέκα ακόμα διπλωματικούς υπάλληλους. Τα αιτήματα ήταν η απελευθέρωση από γαλλική φυλακή του μέλους της οργάνωσης, Γιατσούκα Φουρούγια, ένα εκατομμύριο δολάρια και η διάθεση ενός γαλλικού αεροσκάφους για τη διαφυγή τους. Ολλανδοί και Γάλλοι αποφάσισαν να διαπραγματευτούν με τους τρομοκράτες, αντί να διακινδυνεύσουν μια επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Δυο μέρες μετά (15/9) και ενώ η κατάληψη της πρεσβείας συνεχιζόταν, ο Κάρλος, που είχε οργανώσει την επιχείρηση των Γιαπωνέζων στη Χάγη, πέταξε μια χειροβομβίδα μέσα σε ένα καφέ στο Παρίσι, σκοτώνοντας δυο άτομα και τραυματίζοντας άλλα 34, ανάμεσά τους και δυο παιδιά που ακρωτηριάστηκαν. Η PFLP ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης, το ίδιο έκανε και ο Κάρλος το 1979 σε μια συνέντευξή του σε αραβικό περιοδικό, όμως αργότερα αρνήθηκε την ανάμιξή του. Η ομηρία στη Χάγη έληξε στις 17 Σεπτεμβρίου, με τους τρομοκράτες να παίρνουν 300.000 δολάρια και ένα αεροπλάνο διαφυγής, αφού πρώτα είχε απελευθερωθεί από τους Γάλλους ο Φουρούγια, ενώ οι όμηροι στην πρεσβεία αφέθηκαν επίσης ελεύθεροι.
Λίγους μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 1975, ο Κάρλος, μετά από εντολή του PFLP, αποφάσισε να χτυπήσει τον ισραηλινό αερομεταφορέα El Al στο Παρίσι. Στις 13 Ιανουαρίου, στην πρώτη απόπειρα στο αεροδρόμιο Ορλί, ο Κάρλος μαζί με τον Γιοχάνες Βάινριχ των Επαναστατικών Πυρήνων, εκτόξευσαν δυο ρουκέτες από αντιαρματικό ρουκετοβόλο με στόχο αεροπλάνο της El Al, όμως αστόχησαν και τελικά χτύπησαν ένα γιουγκοσλαβικό αεροσκάφος, αλλά και ένα διοικητικό κτίριο, με απολογισμό τρεις τραυματίες. Έξι μέρες μετά (19/1), ο Κάρλος επέστρέψε στο Ορλί με τρεις ακόμα Παλαιστίνιους, όμως η δεύτερη απόπειρα ματαιώθηκε, με τους τέσσερις τρομοκράτες να περικυκλώνονται από εκατοντάδες Γάλλους αστυνομικούς.
Η ΤΡΙΠΛΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ RUE TOULLIERS
Οι Παλαιστίνιοι πήραν όμηρους, έριξαν είκοσι χειροβομβίδες τραυματίζοντας είκοσι άτομα, ενώ ο υπουργός Εσωτερικών Μισέλ Πονιατόφσκι έφτασε στο αεροδρόμιο και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις. Μετά από 17 ώρες έληξε η ομηρεία, οι Παλαιστίνιοι πέταξαν για τη Βαγδάτη στο Ιράκ, όμως ο Κάρλος είχε γίνει καπνός στη διάρκεια της ανταλλαγής των πυρών ανάμεσα στις δυο πλευρές. Στις 26 Ιουνίου του 1975, η γαλλική αστυνομία συνέλαβε στο Παρίσι έναν από τους συνεργάτες του Κάρλος, τον Λιβανέζο Μισέλ Μουκχαρμπάλ. Στην ανάκριση ο κρατούμενος έσπασε και είπε στους πράκτορες ότι γνώριζε τον αρχηγό του δικτύου, τον Ίλιτς Ραμίρες, ο οποίος έμενε σε ένα σπίτι με άλλους Λατινοαμερικάνους, με το ψεύτικο όνομα Κάρλος Μαρτίνες.
Τρεις πράκτορες της DST πήγαν μαζί με τον Μουκχαρμπάλ στο διαμέρισμα της οδού Rue Toulliers για να ελέγξουν την πληροφορία. Εκεί τους υποδέχτηκε ο Κάρλος και όταν ο συνεργάτης του τον κατηγόρησε ότι είχε στην κατοχή του μια βαλίτσα με όπλα και έγγραφα του PFLP, τότε εκείνος έβγαλε ένα πιστόλι, σκότωσε εν ψυχρώ τον Μουκχαρμπάλ και τους δυο πράκτορες, ενώ ο τρίτος σωριάστηκε βαριά τραυματισμένος. Για αυτή την τριπλή δολοφονία, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά το 1997. Ο Κάρλος έφυγε αμέσως από το διαμέρισμα και μέσω Βρυξελλών, κατέφυγε στη Βηρυτό. Από εκεί σχεδίασε το επόμενο χτύπημα, αυτό εναντίον του ΟΠΕΚ, του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΔΡΑ ΤΟΥ ΟΠΕΚ
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1975, ο Κάρλος και μια ομάδα πέντε τρομοκρατών (ανάμεσά τους ο Χανς Γιόαχιμ Κλάιν των Επαναστατικών Πυρήνων και η Γκαμπριέλε Κρέχερ Τίντεμαν, μέλος της δεύτερης γενιάς της RAF), εισέβαλλαν στην έδρα του ΟΠΕΚ στη Βιέννη, όπου συνεδρίαζαν οι υπουργοί πετρελαίου των χωρών μελών. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, πιάστηκαν πάνω από 90 όμηροι (ανάμεσά τους όλοι οι υπουργοί πετρελαίου) και δολοφονήθηκαν τρεις, ένας Αυστριακός αστυνομικός, ένας Ιρακινός αξιωματικός ασφάλειας του ΟΠΕΚ και ένας Λίβυος οικονομολόγος. Ο στόχος του Κάρλος ήταν να χρησιμοποιήσει τους υπουργούς πετρελαίου για λύτρα, εκτός από εκείνους της Σαουδικής Αραβίας (Αχμέντ Ζακί Γιαμανί) και του Ιράν (Τζαμσίντ Αμουζεγκάρ), τους οποίους θα εκτελούσε.
Οι τρομοκράτες απαίτησαν από τις αυστριακές αρχές να διαβάζουν ένα ανακοινωθέν σχετικό με το παλαιστινιακό ζήτημα σε ραδιόφωνο και τηλεόραση κάθε δυο ώρες, σε αντίθετη περίπτωση απείλησαν ότι θα εκτελούσαν έναν όμηρο κάθε 15 λεπτά. Η αυστριακή κυβέρνηση αποδέχτηκε το αίτημα, ενώ ξεκίνησαν διαπραγματεύσει ανάμεσα στις δυο πλευρές. Ο Κάρλος ζήτησε ένα λεωφορείο που θα μετέφερε το κομάντο και τους ομήρους σε ένα αεροπλάνο DC-9 με πλήρωμα. Την επόμενη μέρα (22/12), οι τρομοκράτες άφησαν ελεύθερους περίπου 50 ομήρους κατοίκους της Βιέννης και στις 6:40 το πρωί μπήκαν στο λεωφορείο μαζί με ακόμα 42 ομήρους, κατευθυνόμενοι προς το αεροδρόμιο της αυστριακής πρωτεύουσας.
Επιβιβάστηκαν σε ένα DC-9 της Austrian Airlines και απογειώθηκαν στις 9:00 το πρωί, ενώ οι τρομοκράτες είχαν τοποθετήσει εκρηκτικά κάτω από το κάθισμα του Γιαμανί. Το αεροπλάνο έκανε μια πρώτη στάση στο Αλγέρι, όπου ο Κάρλος συναντήθηκε με τον υπουργό εξωτερικών της Αλγερίας, Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα. Πέντε υπουργοί πετρελαίου και 31 όμηροι απελευθερώθηκαν, ενώ συνέχισαν να κρατούνται πέντε ακόμα υπουργοί, με το αεροπλάνο να συνεχίζει την πτήση του προς την Τρίπολη της Λιβύης. Εκεί υπήρξε πρόβλημα στην αλλαγή αεροσκάφους, αλλά τελικά επιβιβάστηκαν σε ένα Boeing 707 και επέστρεψαν στο Αλγέρι, αφήνοντας ακόμα δέκα ομήρους ελεύθερους.
Φτάνοντας στο Αλγέρι στις 3:40 τα ξημερώματα της 23ης Δεκεμβρίου, ο Κάρλος κατέβηκε από το αεροπλάνο και αφού συναντήθηκε με Αλγερινούς αξιωματούχους, επέστρεψε στην καμπίνα, μίλησε με την υπόλοιπη ομάδα και στη συνέχεια ανακοίνωσε στους Γιαμανί και Αμουζεγκάρ ότι τελικά θα έμεναν ελεύθεροι το μεσημέρι. Αμέσως μετά, ο Κάρλος έφυγε και πάλι από το αεροπλάνο και απουσίασε για δυο ώρες, διάστημα στο οποίο πιστεύεται ότι μίλησε τηλεφωνικά με τον αλγερινό πρόεδρο, Χουαρί Μπουμεντιάν, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι αν εκτελούσε τους δυο υπουργούς, τότε θα διέταζε επίθεση στο αεροπλάνο. Θεωρείται σίγουρο, ότι ο Μπουμεντιάν τού πρόσφερε άσυλο και οικονομική αποζημίωση, για τη μη επιτυχημένη ολοκλήρωση της αποστολής του.
Επιστρέφοντας ξανά στο αεροπλάνο, ο Κάρλος είπε στους Γιαμανί και Αμουζεγκάρ ότι λυπόταν πολύ που δε θα τους εκτελούσε και στη συνέχεια, ενημέρωσε τους εναπομείναντες ομήρους, ότι μόλις ο ίδιος και οι σύντροφοί του κατέβαιναν από το αεροπλάνο, θα ήταν πλέον ελεύθεροι, όπως και συνέβη λίγο αργότερα. Όμως το PFLP θεώρησε ότι ο Κάρλος είχε παρακούσει τις εντολές που του είχαν δοθεί, ενώ ο τρομοκράτης από τη Βενεζουέλα κατηγορήθηκε από την οργάνωση ότι είχε “ξεπουληθεί”, αποδεχόμενος λύτρα για να μην εκτελέσει τους δυο υπουργούς. Ο Κλάιν είχε μιλήσει για ένα ποσό ανάμεσα στα 20 και τα 50 εκατομμύρια δολάρια, που είχε δοθεί στον Κάρλος από κάποιον Άραβα πρόεδρο.
Ο Κάρλος από τη μεριά του δεν το διέψευσε, επιβεβαίωσε πως τα λύτρα δόθηκαν από τη Σαουδική Αραβία για λογαριασμό του Ιράν, ξεκαθάρισε όμως ότι τα χρήματα “χάθηκαν στο δρόμο”. Στη συνέχεια αναχώρησε από το Αλγέρι για τη Λιβύη (να πούμε εδώ ότι χρηματοδότης της επίθεσης στον ΟΠΕΚ θεωρήθηκε ο πρόεδρος της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι) και αμέσως μετά έφτασε στο Άντεν της Υεμένης, όπου συναντήθηκε με ανώτατους αξιωματούχους του PFLP, για να απολογηθεί για το ότι δεν εκτέλεσε τους Γιαμανί και Αμουζεγκάρ. Οι εξηγήσεις του δεν έπεισαν την οργάνωση και ήταν ο ίδιος ο πρώην εκπαιδευτής του, Γουαντί Χαντάντ, εκείνος που του ανακοίνωσε ότι πλέον δεν υπολογιζόταν ως μέλος του Λαϊκού Μετώπου.
ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ PFLP
Παρά τη διαγραφή του από το PFLP, ο Κάρλος ήταν πλέον – μετά την επίθεση στον ΟΠΕΚ – πασίγνωστος σε όλο τον κόσμο. Στο μεταξύ, είχε “ολοκληρωθεί” και το προσωνύμιό του, μετά την ανακάλυψη από την αστυνομία μιας γιάφκας του στο Λονδίνο. Ένας δημοσιογράφος του Guardian, που είχε βρεθεί εκεί για το ρεπορτάζ, ανακάλυψε ανάμεσα στα πράγματα του τρομοκράτη το βιβλίο μπεστ-σέλερ του 1971 του Φρέντερικ Φόρσαϊθ, “The Day of the Jackal”, το οποίο μιλάει για έναν εκτελεστή που θέλει να σκοτώσει τον Σαρλ ντε Γκολ. Έτσι λοιπόν, το χρησιμοποίησε στο άρθρο του, αποκαλώντας τον τρομοκράτη ως “Κάρλος, το Τσακάλι”, κάτι που από εκεί και μετά υιοθετήθηκε από όλους (εκτός από τον ίδιο τον Κάρλος, που δεν του άρεσε καθόλου).
Τον Σεπτέμβριο του 1976, ο Κάρλος συνελήφθη και κρατήθηκε στη Γιουγκοσλαβία, ενώ στη συνέχεια απελάθηκε στη Βαγδάτη. Εγκαταστάθηκε στο Άντεν της Υεμένης, από όπου προσπάθησε να αναδιοργανώσει την ομάδα του, την οποία ονόμασε Οργάνωση Ένοπλου Στρατού. Στρατολόγησε Σύριους, Λιβανέζους και Γερμανούς, με υπαρχηγό τον Γιοχάνες Βάινριχ, ιδρυτικό μέλους των Επαναστατικών Πυρήνων, οι οποίοι ναι μεν είχαν ουσιαστικά διαλυθεί, διατηρούσαν όμως ακόμα ισχυρούς δεσμούς με την Ανατολική Γερμανία και πιο συγκεκριμένα με την κρατική ασφάλεια, την περίφημη Στάζι. Ο Κάρλος χρησιμοποίησε αυτές τις επαφές και έλαβε σημαντική χρηματοδότηση από τους Ανατολικογερμανούς, αλλά και από τον Καντάφι.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΖΙ
Η Στάζι τού παραχώρησε γραφείο, μια ομάδα από 75 συνεργάτες, ένα δίκτυο από γιάφκες, αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις του και άδεια οπλοφορίας. Παράλληλα ο Κάρλος ανέπτυξε στενές σχέσεις με το Ιράκ, τη Ρουμανία και τη Συρία, ενώ ξεκίνησε και μια αισθηματική σχέση με την Μαγκνταλένα Κοπ, πρώην μέλος της RAF, εκείνο το διάστημα υπεύθυνη για τα πλαστογραφημένα έγγραφα των Επαναστατικών Πυρήνων και πρώην σύντροφο του Βάινριχ. Από εκεί και μετά, με βάση το Ανατολικό Βερολίνο, ο Κάρλος ξεκίνησε μια σειρά επιθέσων με στόχους σε όλη την Ευρώπη, όπως το βομβιστικό χτύπημα τον Φεβρουάριο του 1981 στα γραφεία του Radio Free Europe στο Μόναχο, που ήταν μέρος μιας αποτυχημένης επιχείρησης για τη δολοφονία ενός Ρουμάνου αποστάτη, του στρατηγού Ίον Μιχάι Πατσέπα, που είχε χρηματοδοτήσει ο Νικολάε Τσαουσέσκου.
Τον Φεβρουάριο του 1982, δυο από τα μέλη της οργάνωσης του Κάρλος, ο Ελβετός Μπρούνο Μπρεγκέ και η Μαγκνταλένα Κοπ, συνελήφθησαν από τη γαλλική αστυνομία μέσα σε ένα αυτοκίνητο γεμάτο εκρηκτικά. Αμέσως μετά, μια επιστολή στάλθηκε στη γαλλική πρεσβεία της Χάγης, απαιτώντας την άμεση απελευθέρωση των δυο κρατούμενων. Φυσικά οι Γάλλοι δεν υπάκουσαν και ο Κάρλος, ως αντίποινα, εξαπέλυσε ένα κύμα βομβιστικών ενεργειών. Στις 29 Μαρτίου βόμβα εξερράγη μέσα στο τρένο TGV από το Παρίσι στην Τουλούζη με 5 νεκρούς και 77 τραυματίες. Στις 22 Απριλίου εξερράγη παγιδευμένο αυτοκίνητο έξω από τα γραφεία της εφημερίδας Al Watan Al Arabi στο Παρίσι με έναν νεκρό και 63 τραυματίες.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ KGB
Τον Αύγουστο του 1983, νέα βομβιστική επίθεση, αυτή τη φορά στο γαλλικό προξενείο του Δυτικού Βερολίνου, είχε ως αποτέλεσμα ένα νεκρό και 22 τραυματίες. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1983, τρεις βόμβες εξερράγησαν. Η μια στον σιδηροδρομικό σταθμό Saint Charles της Μασσαλίας με 2 νεκρούς και 33 τραυματίες και οι άλλες δυο στο τρένο TGV από τη Μασσαλία στο Παρίσι με 3 νεκρούς και 12 τραυματίες. Λίγες μέρες μετά από τη διπλή ενέργεια, ο Κάρλος έστειλε προκηρύξεις σε τρία διαφορετικά πρακτορεία ειδήσεων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και μιλώντας για εκδίκηση λόγω της αεροπορικής επίθεσης της γαλλικής πολεμικής αεροπορίας εναντίον στρατοπέδου του PFLP έναν μήνα νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1983.
Να αναφέρουμε εδώ, ότι μετά την πτώση του Τείχους και την επανένωση της Γερμανίας, ιστορικοί αναλυτές που εξέτασαν φακέλους της Στάζι, βρήκαν ότι ο Κάρλος είχε αναπτύξει σύνδεσμο – πάντα μέσω της ανατολικογερμανικής κρατικής ασφάλειας – με την KGB. Όταν το 1981 ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε επισκεφθεί τη Δυτική Γερμανία, η KGB είχε απαιτήσει από τον Κάρλος να μην προβεί σε καμία τρομοκρατική ενέργεια. Πολύ καλές σχέσεις διατηρούσε και με την ηγεσία του ASALA, του Μυστικού Αρμενικού Στρατού για την Απελευθέρωση της Αρμενίας. Γι’ αυτό η Στάζι είχε ζητήσει από τον Κάρλος να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στον ASALA, ώστε να σταματήσει τις αντισοβιετικές του ενέργειες.
ΣΦΙΓΓΕΙ Ο ΚΛΟΙΟΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΡΛΟΣ
Έχοντας εξασφαλισμένη την – υπό όρους – στήριξη από τον Σαντάμ Χουσεΐν και μετά τον θάνατο του Γουαντί Χαντάντ το 1978, ο Κάρλος προσέφερε τις υπηρεσίες του και πάλι στο PFLP, αλλά και σε άλλα αυτονομιστικά κινήματα, κάτι που έφερε νέες συνεργασίες με διάφορες τρομοκρατικές οργανώσεις εντός και εκτός Ευρωπης. Μια από αυτές ήταν η αποτυχημένη απόπειρα στον γαλλικό πυρηνικό σταθμό Supérphenix τον Ιανουάριο του 1982, ο οποίος χτυπήθηκε με αντιαρματικό ρουκετοβόλο από έναν Ισραηλινό ακτιβιστή, τον Χαΐμ Νισίμ. Οι πέντε ρουκέτες που εκτοξεύθηκαν δε βρήκαν τον στόχο, όμως το σημαντικό ήταν ότι ο Κάρλος ήταν εκείνος που είχε προμηθεύσει το υλικό στον Νισίμ, μέσω της Βελγικής τρομοκρατικής οργάνωσης Κομμουνιστικοί Μαχητικοί Πυρήνες.
Όλα αυτά τα χτυπήματα, είτε προέρχονταν απευθείας από την ομάδα του Κάρλος, είτε από άλλες που συνεργάζονταν με τον Βενεζολάνο τρομοκράτη, δημιούργησαν ένα κλίμα διεθνούς πίεσης κατά των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών που του πρόσφεραν καταφύγιο. Η πίεση αυτή άρχισε να γίνεται αφόρητη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν δηλαδή η αυτόνομη δράση του Κάρλος και της ομάδας του είχε κορυφωθεί. Από το 1983 είχε εγκατασταθεί στην Ουγγαρία, σε ένα σπίτι που βρισκόταν στην πιο πολυτελή συνοικία της Βουδαπέστης. Όμως ο κλοιός είχε αρχίσει να σφίγγει σιγά-σιγά. Οι Ούγγροι τον έδιωξαν στο τέλος του 1985 και με τη σειρά τους, αρνήθηκαν να τον δεχτούν στο έδαφός τους, το Ιράκ, η Λιβύη και η Κούβα.
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ
Τελικά ήταν η Συρία που του έδωσε άσυλο και έτσι ο Κάρλος εγκαταστάθηκε στη Δαμασκό μαζί με την Κοπ (που στο μεταξύ είχε εκτίσει την ποινή της στις γαλλικές φυλακές και είχε παντρευτεί τον Ίλιτς) και την κόρη τους, Έλμπα Ρόσα. Η συριακή κυβέρνηση είχε θέσει ως απαράβατο όρο, την πλήρη αποχή του “φιλοξενούμενου” από οποιαδήποτε επιχείρηση. Όμως το 1990, η κυβέρνηση του Ιράκ τον προσέγγισε για να συνεργαστούν. Οι μυστικές υπηρεσίες της Συρίας έμαθαν για τις μυστικές επαφές Σαντάμ Χουσεΐν-Κάρλος και ο πρόεδρος Χαφέζ αλ Άσαντ εκδίωξε τον τελευταίο από τη χώρα. Κάπως έτσι λοιπόν, ο Κάρλος κατέφυγε στο Σουδάν, με την κατάληξη που διαβάσατε στην αρχή του κειμένου, τη σύλληψή του δηλαδή από τους Γάλλους.
Από τις 15 Αυγούστου του 1994, που ο τρομοκράτης έφτασε στο Παρίσι, φυλακίστηκε στην Le Santé Prison στο Παρίσι, περιμένοντας να δικαστεί με την κατηγορία της τριπλής δολοφονίας των δυο πρακτόρων της DST και του Μουκχαρμπάλ το 1975. Το 1996 η πλειοψηφία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απέρριψε το αίτημά του σχετικά με τη διαδικασία σύλληψής του. Η δίκη ξεκίνησε στις 12 Δεκεμβρίου του 1997 και ολοκληρώθηκε έντεκα ημέρες αργότερα, στις 23. Η έδρα ανακοίνωσε την πλήρη ενοχή του Κάρλος, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς δυνατότητα αναστολής. Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες, είχε αλληλογραφία με τον τρομοκράτη, αποκαλώντας τον σε μια επιστολή του, “διακεκριμένο συμπατριώτη”.
ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ
Το 2001, αφού ασπάστηκε τον ισλαμισμό, ο Κάρλος παντρεύτηκε τη δικηγόρο του, Ιζαμπέλ Κουτόν Περ, με μουσουλμανική τελετή, ενώ ήταν ακόμα παντρεμένος με τη δεύτερη σύζυγό του, την Λάνα Τζαράρ. Να πούμε εδώ, ότι Κάρλος και Κοπ είχαν χωρίσει όταν εκδιώχθηκαν από τη Συρία. Ο γάμος του τρομοκράτη με την Κουτόν Περ δεν έχει αναγνωριστεί νομικά στη Γαλλία, αφού όταν έγινε, τόσο ο Κάρλος όσο και η δικηγόρος του, ήταν ήδη παντρεμένοι. Το 2003, ο φυλακισμένος Ίλιτς δημοσίευσε μια συλλογή από γραφόμενά του μέσα στο κελί, με τίτλο “Επαναστατικό Ισλάμ”. Στα κείμενα αυτά θέλησε να εξηγήσει και μαζί να υπερασπιστεί την ένοπλη βία, ενταγμένη στο πλαίσιο της ταξικής σύγκρουσης, ενώ πήρε το μέρος του Οσάμα Μπιν Λάντεν για τις επιθέσεις στις ΗΠΑ.
Το 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαωμάτων, εξέτασε την καταγγελία του Κάρλος, ότι τα πολλά χρόνια απομόνωσής του συνιστούσαν “απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση”. Το 2006, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε παραβιαστεί το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που αφορά την απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, ωστόσο θεώρησε ότι δεν είχε εφαρμοστεί σωστά το άρθρο 13 σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής. Έτσι, επιδίκασε – μόνο – 10.000 δολάρια στον Κάρλος για δικαστικά έξοδα, αφού στην καταγγελία του ο τρομοκράτης, δε ζητούσε άλλου είδους αποζημίωση. Λίγο μετά, μεταφέρθηκε από τη Le Santé Prison, στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Clairvaux.
Τον Νοέμβριο του 2009, ο Τσάβες υπερασπίστηκε δημόσια τον Κάρλος, λέγοντας ότι ήταν λάθος να τον θεωρούν ως το “κακό παιδί” και πως είχε καταδικαστεί άδικα. Επίσης τον χαρακτήρισε ως έναν από τους μεγάλους μαχητές της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Αποτέλεσμα αυτών των δηλώσεων ήταν η κλήση του πρέσβη της Βενεζουέλας στο Παρίσι για να δώσει εξηγήσεις, όμως ο Τσάβες δεν αναίρεσε τα λεγόμενά του. Τον Μάιο του 2007, ο δικαστής Ζαν Λουί Μπρουγκιέρ, διέταξε νέα δίκη για τον Κάρλος για τις βομβιστικές επιθέσεις της διετίας 1982-83. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2011 και ο Κάρλος αρνήθηκε κάθε ανάμιξη σε αυτές τις ενέργειες, ενώ έκανε απεργία πείνας για εννέα ημέρες, διαμαρτυρόμενος για τις συνθήκες κράτησής του.
Τελικά η έδρα καταδίκασε τον Κάρλος σε μια ακόμα ισόβια κάθειρξη, ποινή που δεν άλλαξε μετά την έφεση του τρομοκράτη και την τελεσίδικη απόφαση το 2013. Τον Οκτώβριο του 2014 κατηγορήθηκε και για τη ρίψη της χειροβομβίδας τον Σεπτέμβριο του 1974 στο παρισινό καφέ, με τους δυο νεκρούς και τους 34 τραυματίες. Μετά από συνεχόμενες προσφυγές, η δίκη μπόρεσε να ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2017 και εκεί προστέθηκε μια ακόμα, η τρίτη συνολικά, ισόβια κάθειρξη για τον Κάρλος. Αυτή ήταν η πορεία του Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες, από τη Βενεζουέλα και τις πατρικές μαρξιστικές επιρροές, στη Μέση Ανατολή και τα στρατόπεδα των Παλαιστίνιων. Από την Ευρώπη και τα τρομοκρατικά χτυπήματα, στην κορυφή της λίστας των καταζητούμενων τρομοκρατών όλου του κόσμου. Από την απόλυτη στήριξη αραβικών και ανατολικών κρατών, στην πλήρη απομόνωση. Από το Σουδάν και τη σύλληψη στο Χαρτούμ, στις γαλλικές φυλακές και τα τριπλά ισόβια. “Θύμα” του ακραίου φανατισμού του, της αλλοπρόσαλλης φιλοδοξίας του, των ανεξέλεγκτων παθών του και της βίαιης, δολοφονικής του φύσης…
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στις 14 Αυγούστου 2021