“Η ΕΥΠ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΟΥΣ ΦΑΚΕΛΟΥΣ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙ ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ”
Με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, ο καθηγητής Σήφης Φιτσανάκης, που ασχολείται μεταξύ άλλων και με την κυβερνοκατασκοπεία εξηγεί στο Magazine τις παθογένειες της ΕΥΠ.
Στην Ελλάδα δεν έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τη λειτουργία, τη δομή και την ιστορία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ένα απ’ αυτά, το έγραψε το 2015 ο πλέον καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Coastal Carolina University των ΗΠΑ, Σήφης Φιτσανάκης.
Όπως ανέφερε στο βιβλίο του ο καθηγητής με καταγωγή από το Ρέθυμνο της Κρήτης που ασχολείται μεταξύ άλλων με την κυβερνοκατασκοπεία και την υποκλοπή των τηλεπικοινωνιών, «σχεδόν από την ίδρυσή τους, στη δεκαετία του 1920, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες ενήργησαν κυρίως ως πολιτική αστυνομία, στρέφοντας την προσοχή τους στον λεγόμενο “εσωτερικό εχθρό”».
Με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, την αντίδραση της κυβέρνησης, τις σπασμωδικές κινήσεις της ίδιας της ΕΥΠ αλλά και την ύπαρξη ενός απειλητικού spyware (Predator) που ακόμα δεν έχει διερευνηθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη, ο Σήφης Φιτσανάκης μιλά στο Magazine.
Όπως εξηγεί, η ΕΥΠ είναι απαραίτητο – ενώ υπάγεται στον πρωθυπουργό – να επιβλέπεται από πολλαπλούς κρατικούς φορείς που βρίσκονται έξωθεν του στενού κυβερνητικού πυρήνα, ενώ είναι επιτακτική η ύπαρξη διοικητικού δικαστηρίου που θα ελέγχει τυχόν ατασθαλίες ή παρατυπίες της Υπηρεσίας.
Αναφέρατε για την NSA ότι “το έκαναν επειδή μπορούσαν”. Ποιες είναι οι θεσμικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία της ΕΥΠ;
Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η ΕΥΠ να επιβλέπεται μονομερώς από την εκτελεστική εξουσία, καθώς κάτι τέτοιο ουσιαστικά ενισχύει την αντιδημοκρατική παραβατικότητα. Αντιθέτως, η εθνική κρισιμότητα του ρόλου της ΕΥΠ, καθώς και η πολιτικά ευαίσθητη λειτουργία της, απαιτούν την επίβλεψή της από πολλαπλούς κρατικούς φορείς που να βρίσκονται έξωθεν του στενού κυβερνητικού πυρήνα. Συνεπώς, παράλληλα με το γραφείο του πρωθυπουργού, η νομοθετική εξουσία θα πρέπει να επωμισθεί άμεσα την επίβλεψη της Υπηρεσίας. Η επίβλεψη αυτή θα πρέπει να έχει τη μορφή μιας μόνιμης και ειδικευμένης κοινοβουλευτικής επιτροπής, το μοναδικό αντικείμενο της οποίας θα είναι ο έλεγχος της ΕΥΠ. Η εντολή της νομοθετικής αυτής εποπτείας θα πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει τις επιχειρησιακές πρακτικές της Υπηρεσίας, καθώς λεπτομέρειες σχετικά με τον προϋπολογισμό της.
Ο νέος φορέας θα πρέπει να αξιολογεί στενά και δίχως μεσάζοντες τον βαθμό συμμόρφωσης της ΕΥΠ —και μόνο αυτής— με το νομοθετικό πλαίσιο που την δεσμεύει.
Ταυτόχρονα επιβάλλεται η στενή επίβλεψη των θεσμικών αρμοδιοτήτων της ΕΥΠ από εξειδικευμένα στελέχη της δικαστικής εξουσίας, τα οποία θα πρέπει να συμμετέχουν σε ένα τακτικό δικαστήριο με εκτεταμένες αρμοδιότητες σε θέματα ατασθαλιών ή παρατυπιών του μηχανισμού της Υπηρεσίας. Είναι επίσης σημαντικό το δικαστήριο αυτό να ασκεί δημοσιονομικό έλεγχο πάνω στην ΕΥΠ. Κι αυτό διότι, όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, το που καταλήγουν τα κονδύλια βοηθάει συνήθως να διαλευκανθούν θεσμικές παρατυπίες, περιπτώσεις διαφθοράς, καθώς και επιχειρήσεις που είναι εκτός της αρμοδιότητας των μυστικών υπηρεσιών.
Τέλος, ζητήματα που εφάπτονται της ΕΥΠ και αφορούν δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες, αλλά και την προστασία δεδομένων των πολιτών, θα πρέπει να εποπτεύονται από έναν καινοτόμο φορέα, που μπορεί ενδεχομένως να είναι ενταγμένος στην υπάρχουσα Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Σε αντίθεση όμως με την πιο γενική φύση που χαρακτηρίζει την ΑΔΑΕ, ο φορέας αυτός θα πρέπει να αξιολογεί στενά και δίχως μεσάζοντες τον βαθμό συμμόρφωσης της ΕΥΠ —και μόνο αυτής— με το νομοθετικό πλαίσιο που την δεσμεύει.
Θα πρέπει πάντως να τονιστεί ότι, όσο κι αν εκσυγχρονιστεί το θεσμικό υπόβαθρο της λειτουργίας της ίδιας της ΕΥΠ, και όσο κι αν αναδιοργανωθεί η εποπτεία της από εσωτερικούς ή εξωτερικούς φορείς, η Υπηρεσία θα παραμείνει στο έλεος των ευρύτερων πολιτικών πρακτικών του ελληνικού κυβερνητικού μηχανισμού. Θα πρέπει συνεπώς και αυτοί να αναμορφωθούν και να ευθυγραμμιστούν επιτέλους με τους κανόνες ενός κομματικά ουδέτερου κράτους.
Η Intellexa, η εταιρεία που εμπορεύεται το spyware Predator, πουλάει σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο αλλά όχι στις ΗΠΑ. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών διατηρεί έναν επίσημο κατάλογο φορέων (εταιριών, οργανώσεων ή μεμονωμένων ατόμων) οι οποίοι εμπλέκονται σε δραστηριότητες που είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας ή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Τον Νοέμβρη του 2021, ο κατάλογος αυτός συμπεριέλαβε για πρώτη φορά δύο Ισραηλινές εταιρίες, την NSO Group και την Candiru. Οι δύο αυτές εταιρίες εμπορεύονται λογισμικά που είναι παρόμοια με εκείνα που εμπορεύονται η Intellexa και άλλες εταιρίες αυτού του τύπου.
Το ΥπΕξ των ΗΠΑ προέβη σε αυτή την πρωτοφανή κίνηση αφού διαπίστωσε ότι τα λογισμικά ηλεκτρονικών υποκλοπών που εμπορεύονται αυτές οι εταιρείες, χρησιμοποιήθηκαν από τους κατόχους τους ενάντια σε Αμερικανούς αξιωματούχους, στελέχη αμερικανικών επιχειρήσεων και οργανισμών, κλπ.
Παράλληλα, η Ουάσινγκτον προειδοποίησε την κυβέρνηση του Ισραήλ να μην επιτρέψει σε εταιρίες αυτού του τύπου να εμπλακούν ξανά σε ενέργειες που να υπονομεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα. Κι αυτό διότι, όπως έγραψαν οι New York Times εκείνες τις μέρες, η κυβέρνηση του Ισραήλ υποστηρίζει το έργο εταιριών όπως της NSO Group και της Candiru και «βλέπει το λογισμικό Pegasus ως κρίσιμο στοιχείο της εξωτερικής της πολιτικής». Από τότε το Ισραήλ αποφεύγει να προκαλέσει τις ΗΠΑ σε αυτό το ζήτημα.
Πώς σχολιάζετε την καταστροφή των φακέλων Κουκάκη και Ανδρουλάκη;
Προφανώς η ΕΥΠ ενήργησε, σχεδόν με αυτοματισμό, όπως θα περίμενε κανείς από μια εσωστρεφή υπηρεσία ενός δυσλειτουργικού κράτους. Έδρασε δηλαδή με απώτερο σκοπό, όχι την συμμόρφωση των πρακτικών της με την νομοθεσία, αλλά αντίθετα την επικάλυψη των πρακτικών αυτών και την προφύλαξη των στελεχών της από τον έλεγχο της νομοθεσίας.
Αυτό δείχνει ότι, στη βάση της, η ΕΥΠ αποτελεί ένα γραφειοκρατικό θυλάκιο του οποίου το κύριο μέλημα είναι η επιβίωση και η ισχυροποίησή του μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Αυτές οι επιδιώξεις έχουν ουσιαστικά εκτοπίσει την πραγματική θεσμική της αποστολή, που δεν είναι άλλη από την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας.
Που βρίσκεται η διεθνής συζήτηση ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και στην ασφάλεια;
Στο πλαίσιο του υπάρχοντος ηλεκτρονικού τηλεπικοινωνιακού σύμπαντος, το ιδιωτικό απόρρητο αποτελεί μια φαντασίωση. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε εθελοντικά θυσιάσει το ιδιωτικό μας απόρρητο στο βωμό της παροχής υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Οι κρατικές οντότητες βρίσκονται πολύ πίσω σε αυτόν τον τομέα, καθώς οι περισσότερες δεν διαθέτουν ούτε τους πόρους, αλλά ούτε και το απαραίτητο προσωπικό για να ασκήσουν εκτεταμένες παρακολουθήσεις του κοινωνικού ιστού.
Ωστόσο, οι τεχνικές υποδομές που χρειάζονται για να εγκατασταθούν συστήματα μαζικής παρακολούθησης της κοινωνίας υπάρχουν, γίνονται όλο και πιο προσβάσιμα και οικονομικά, και μάλιστα έχουν ενισχυθεί στην εποχή μας μέσω της ενσωμάτωσης σε αυτά συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης.
Με άλλα λόγια, η τεχνολογία που χρειάζεται για να εξουδετερωθεί μαζικά το ιδιωτικό απόρρητο των πολιτών ήδη υφίσταται, και βλέπουμε ότι ήδη χρησιμοποιούνται εκτεταμένα σε ολοκληρωτικά κράτη όπως η Κίνα. Καθώς η δημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση διεθνώς, αναρωτιέται κανείς εάν το κινεζικό μοντέλο της ολοκληρωτικής παρακολούθησης θα είναι τελικά αυτό που θα επικρατήσει διεθνώς.