Απέτυχαν οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ;
Ο Διδάσκων Πολιτικής Επιστήμης, Κωστής Πιερίδης, γράφει για τη μιντιακή δίψα των εκτιμήσεων, για τα συμπεράσματα της ψήφου των Αμερικανών και για τα διδάγματα της αναμέτρησης Τραμπ και Μπάιντεν.
- 23 Νοεμβρίου 2020 08:47
H κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση (μέχρι την επόμενη) στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ έχει οριστικά κριθεί υπέρ του Δημοκρατικού υποψηφίου Τζο Μπάιντεν, παρά τα περίπου 72 εκατομμύρια Αμερικανών που προτίμησαν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Εξαιτίας αυτής της αύξησης της εκλογικής του επιρροής και κυρίως εξαιτίας της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου του στην επιστολική ψήφο, ο απερχόμενος Πρόεδρος Τραμπ φαίνεται διατεθειμένος, είτε να καθυστερήσει όσο περισσότερο γίνεται την διαφαινόμενη ήττα του (το κολλέγιο των εκλεκτόρων συνεδριάζει στις 14/12), είτε να μην την αποδεχθεί ποτέ.
Στις μετεκλογικές συζητήσεις και αναλύσεις, πέραν του τελικού αποτελέσματος, για μια ακόμη φορά έχει δοθεί σημαντικό βάρος στην συζήτηση για την αποτυχία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν την έκβαση της κάλπης ή μάλλον ορθότερα στο πλαίσιο του αμερικανικού εκλογικού συστήματος των πολλών και διαφορετικών κάλπεων. Η απάντηση περί αποτυχίας ή επιτυχίας δεν είναι πρέπει να εύκολη και κυρίως βιαστική.
Έπεσαν έξω οι δημοσκοπήσεις;
Η καταφατική απάντηση στο ερώτημα στηρίζεται:
1) στο παναμερικανικό προβάδισμα των 8-10% μονάδων που απέδιδαν ορισμένες εκτιμήσεις στον Μπάιντεν, δηλαδή μια μεγάλη διαφορά που θα σήμαινε και ευρεία νίκη. Βέβαια, είναι από μόνο του εξαιρετικά προβληματικό να μας ενδιαφέρει η λαϊκή ετυμηγορία σε ένα εκλογικό σύστημα που ο αριθμός των 270 εκλεκτόρων (εκ των 538 συνολικά) καθορίζει τον νικητή.
2) στην αποτυχία των δημοσκοπήσεων στην Φλόριντα. Η διεξαγωγή παναμερικανικών ερευνών είναι εξαιρετικά ακριβό σπορ και πολλές φορές οι εταιρείες που δίνουν προβλεπτικά μοντέλα (electoral forecasting) βασίζονται σε δεδομένα που προκύπτουν από έρευνες που έχουν γίνει σε κάθε πολιτεία ξεχωριστά. Η Φλόριντα, λοιπόν, μια πολιτεία που ιστορικά διαμορφώνει αποτέλεσμα, καθότι μοιράζεται μαζί με την Νέα Υόρκη τον 3ο μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων (Καλιφόρνια 55, Τέξας 38, Νέα Υόρκη και Φλόριντα από 29) μπορεί εξαιτίας της δυναμικής της να τινάξει τα προβλεπτικά μοντέλα στον αέρα. Αυτό το σενάριο επαναλήφθηκε στις εκλογές του 2020 καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών διέβλεπε νίκη Μπάιντεν στην Φλόριντα με την κάλπη να δίνει νίκη 3,4% μονάδων στον Τραμπ.
3) Τέλος, η αποτυχία των δημοσκοπήσεων εντοπίζεται σε τεχνικά και μεθοδολογικά ζητήματα. Οι κοινωνίες αλλάζουν (με εξωφρενικούς ρυθμούς) ενώ τα εργαλεία ανίχνευσης απόψεων και στάσεων της κοινής γνώμης παραμένουν τα ίδια, μια καταφανής ένδειξη ασυμβατότητας. Η μη κερδοσκοπική εταιρεία ερευνών Pew Research εκτιμά ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχει σημειωθεί μια πτώση της τάξεως του 36% στο ποσοστό συμμετοχής στις έρευνες της. Με μόλις 6% ποσοστό απόκρισης στην έρευνα (response rate) πως μπορεί να διασφαλιστεί η δειγματοληπτική αντιπροσωπευτικότητα για την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος; Δεν μπορεί και γι’ αυτό (και ίσως όχι μόνο) η Pew Research δεν κάνει πρόβλεψη αποτελέσματος.
Από την άλλη, μπορεί να υπάρξουν και οπτικές επιτυχίας των ερευνητικών εγχειρημάτων:
1) ήδη μερικές εβδομάδες πριν τις εκλογές στον δημόσιο διάλογο σε παγκόσμιο επίπεδο η συζήτηση είχε στραφεί στο ενδεχόμενο επανάληψης του σεναρίου των εκλογών του 2000, όπου η προεδρία κρίθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά την προσφυγή του Δημοκρατικού Αλ Γκορ (αναγνώρισε την ήττα του στις 16/12/2000). Αυτό σημαίνει πως πληθώρα ερευνών είχε εκτιμήσει σωστά πως πρόκειται για μια οριακή αναμέτρηση. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ ― προφανώς ορθά ενημερωμένος από το επιτελείο του ― σημειώνει αναλόγως εδώ και καιρό ότι δεν θα δεχθεί μια ήττα από την επιστολική ψήφο και ότι θα αμφισβητήσει με κάθε τρόπο το αποτέλεσμα.
2) Εν τέλει, σε θεωρητικό επίπεδο η πολιτική έρευνα σημαίνει ερμηνεία ή πρόβλεψη του αποτελέσματος;
Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια μιντιακή δίψα για εκτιμήσεις νικητή με ακρίβεια στο εύρος διαφοράς καθώς και εκτιμήσεις για ακριβείς κατανομές των εδρών στα νομοθετικά και κοινοβουλευτικά σώματα. Όμως, η πολιτική έρευνα δεν μπορεί να αναλώνεται στο «πόσα κόρνερ θα κερδίσει ο Πανιώνιος». Ανέφερα τη δική μου ομάδα για να θίξω και το θέμα της συναισθηματικής πολλές φορές σχέσης των ίδιων των δημοσκόπων (ή των μιντιακών πελατών τους) με το αντικείμενο της έρευνας. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η διάσταση της ερμηνείας και της κατανόησης ενός αποτελέσματος, η σε βάθος διεισδυτική έρευνα και η μακροχρόνια ανάλυσή της αποτελούν τις μόνες συνθήκες επιτυχημένης εκτίμησης (εκτός από τη συγκυριακή τύχη).
Σε αυτές τις εκλογές διαπιστώσαμε ότι:
α) η μη λευκή ψήφος δεν είναι συμπαγής, ιδίως γιατί οι Ισπανόφωνοι χωρίζονται σε πολύ διαφορετικές ομάδες (Κουβανοί στην Φλόριντα υπέρ Τραμπ, Μεξικανοί σε Καλιφόρνια και Αριζόνα υπέρ Μπάιντεν).
β) Η διάσταση των Ακτών (East side και West side) εναντίων των μεσοπολιτειών συμπληρώνεται και από μια διάσταση βορρά – νότου καθώς ο ανατολικός νότος τείνει να γίνει προπύργιο των Ρεπουμπλικανών.
γ) Η διαίρεση πόλης – υπαίθρου σχετίζεται σημαντικά με την εκλογική προτίμηση. Η Δημοκρατική ψήφος ισχυροποιείται στα μεγάλα αστικά κέντρα, με τις αγροτικές και κυρίως τις ημι-αστικές περιοχές να κλίνουν προς μια Ρεπουμπλικανική προτίμηση.
Μήπως, λοιπόν, αν στραφούμε στο «γιατί κέρδισε ο Χ;» την επόμενη φορά θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε καλύτερα;
Αυτό που πρέπει να πυκνώσει είναι η κατανόηση και η θεωρία και όχι οι καφενειακές εκτιμήσεις του ποιος θα κερδίσει. Έτσι, η έρευνα θα επιστρέψει ακόμα και προβλεπτικά. «Μελέτησε το παρελθόν αν θες να ορίσεις το μέλλον» που έλεγε και ο Κομφούκιος.
Ο Κωστής Πιερίδης είναι Διδάσκων Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.