Αλ. Μαλλιάς: Με ή χωρίς Συμφωνίες τα Δυτικά Βαλκάνια θα χαρακτηρίζονται από αστάθεια
"Ας είναι αυτή η τελευταία φορά που ακούσαμε βαριές κατηγορίες και άδικα λόγια. Από Έλληνες για Έλληνες. Αυτό είναι το σημαντικότερο Εθνικό Ζήτημα. Αυτή είναι η πιο μεγάλη μάχη. Την δίνουμε μόνοι μας, μεταξύ μας. Έλληνες κατά Ελλήνων. Δεν υπάρχει νικητής. Είμαστε όλοι νικημένοι» επισημαίνει στο News 24/7 ο πρέσβης επί τιμή και συγγραφέας Αλέξανδρος Μαλλιάς.
- 27 Ιανουαρίου 2019 08:29
Η εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών δεν θα είναι εύκολη ούτε απρόσκοπτη και στις δύο χώρες, προειδοποιεί ο πρέσβης ε.τ και συγγραφέας Αλέξανδρος Μαλλιάς. Έχοντας υπηρετήσει ως επικεφαλής του ελληνικού γραφείου συνδέσμου στα Σκόπια πιστεύει ότι το έλλειμμα εθνικής συνεννόησης είναι καθοριστικό για τη διαμόρφωση δυσμενών συνθηκών στο διπλωματικό και το κοινωνικό επίπεδο.
-Γιατί τόση ένταση και τόσος διχασμός για το μακεδονικό τόσα χρόνια μετά την αρχή του αδιεξόδου;
Εδώ και ένα χρόνο δημόσια είχα επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη η κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλία ενημέρωσης ορισμένων τουλάχιστον πολιτικών αρχηγών με σκοπό την δημιουργία ενός πλαισίου συνεννόησης υπό το φως των διαπραγματεύσεων με τη γειτονική μας χώρα και των ελπίδων και προοπτικής που ήδη διαγραφόταν για μία λύση. Δυστυχώς τούτο δεν έγινε. Είναι αυτονόητο ότι με μεγαλύτερη δύναμη και άνεση διαπραγματεύεσαι όταν έχεις μαζί σου το μεγαλύτερο κομμάτι των πολιτικών κομμάτων της Βουλής και αλλιώς όταν εκπροσωπείς μόνο το ένα κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού. Όμως το ερώτημά σας δεν αφορά στην πτυχή αυτή. Το βασικό ζήτημα είναι ότι με την λάθος μεν συνειδητή δε και αλαζονική στάση της στο διάστημα που προηγήθηκε της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Κυβέρνηση αποκόπηκε και έβαλε απέναντι της την αντιπολίτευση και αποκόπηκε από ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο εκτιμώ, τμήμα της κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα σήμερα έχει απέναντι της σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 60-65% της κοινής γνώμης. Δεν αποκλείω όμως να εκτιμά ότι συσπειρώνει πολιτικά στις κομματικές της γραμμές το 30-35% που εμφανίζεται να είναι υπέρ της Συμφωνίας.
Εξηγούμαι: Η προσπάθεια πολιτικής συνεννόησης έλειψε δραματικά και φοβούμαι συνειδητά στην περίοδο που προηγήθηκε της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εκτός της Κυβέρνησης, κανένα θεσμικό όργανο της Πολιτείας δεν εξέτασε και δεν συζήτησε την Συμφωνία. Κανείς δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει άποψη επί του κειμένου. Η ευκαιριακή συζήτηση στην Βουλή μία μόνο μέρα προ της υπογραφής της τον Ιούνιο έγινε με πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκείνο το βράδυ, το Σάββατο 16 Ιουνίου, απογοητευμένος από την έλλειψη επιχειρημάτων κατά την συζήτηση, άρχισα να γράφω το βιβλίο μου «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία- Αυτοψία της δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών». Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο από τις Εκδόσεις Ι.Σιδέρης με ένα βαρύ Πρόλογο του Βενιζέλου.
Η κυβέρνησή μας προσπάθησε συστηματικά και μέσω του Μακεδονικού να πλήξει την αντιπολίτευση. Την έσπρωξε έτσι στα ασφαλή χαρακώματα της απόλυτης άρνησης. Συνειδητά ή ασυνείδητα υπονόμευσε την μοναδική δυνατότητα που είχαμε να επιτύχουμε καλύτερο και ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής αποτέλεσμα. Κρίμα. Με την τακτική της η κυβέρνηση δυστυχώς αποδυνάμωσε τα θεμέλια και την κοινωνική και πολιτική αποδοχή της «δικής» της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η κατάσταση της σκόπιμης σύγχυσης που επιδιώχθηκε στο Μακεδονικό ζήτημα κατά τους μήνες που προηγήθηκαν της υπογραφής της Συμφωνίας αποδυναμώνει και υπονομεύει την όποια συνοχή και αξιοπιστία έχει απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα. Παρέσυρε την κοινή γνώμη. Της προκάλεσε οργή, απορία και θυμό. Πολλά ερωτηματικά και ερωτήματα κυρίως. Δυστυχώς, όσο περνά ο καιρός ο θυμός μεγαλώνει. Η αντίθεση στην Συμφωνία διογκώνεται. Αντί της συνεννόησης, δυναμώνει ο νέος διχασμός. Υπάρχει όμως όπως προσπαθώ να εξηγήσω σχέση αιτίου και αιτιατού.
-Η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ιστορική συμφωνία όπως λέει η κυβέρνηση ή μια κατάπτυστη συμφωνία όπως λένε στελέχη της αντιπολίτευσης;
Γενικά αποφεύγω τους οξείς χαρακτηρισμούς. Εξαρχής, την χαρακτήρισα ως δύσκολη Συμφωνία. Δύσκολη ως προς την εφαρμογή της. Το αν είναι ιστορική –πράγμα για το το οποίο διατηρώ ζωηρές επιφυλάξεις – θα το δείξει το μέλλον. Θα δούμε πολύ σύντομα εκτιμώ ότι η εφαρμογή της δεν θα είναι ευθύγραμμη και απρόσκοπτη και στις δύο γειτονικές χώρες. Μία συμφωνία που δεν έχει ευρύτερα και στέρεα στηρίγματα-δεν εννοώ την τυπική της κύρωση από την Βουλή-δύσκολα αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου.
-Υπάρχει δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας από μια επόμενη κυβέρνηση;
Η Συμφωνία των Πρεσπών δένει τα χέρια μας. Μετά την κύρωσή της από την Βουλή δεν προβλέπεται διαδικασία αναθεώρησης ή μη εφαρμογής της. Επίσης προβλέπει ρητώς ότι σε κάθε περίπτωση -αν υποθέσουμε δηλαδή ότι γίνεται προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης- ο σκληρός πυρήνας της (όνομα, γλώσσα, ιθαγένεια/εθνικότητα/υπηκοότητα, ένταξη της στο ΝΑΤΟ κλπ) δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Ταυτόχρονα, ας μην ξεχνάμε όμως ότι σήμερα στην Ευρώπη ζούμε μία περίοδο αναθεωρητισμού και αμφισβήτησης ακόμη και θεμελιωδών Συνθηκών και Συμφωνιών. Κοιτάξτε τις παλινωδίες με το ΒRΕΧΙΤ.
Όμως ως κυρίαρχο κράτος αναμφίβολα έχουμε την δυνατότητα της καταγγελίας ή μη εφαρμογής της Συμφωνίας. Εφόσον είμαστε έτοιμοι και διατεθειμένοι να αναλάβουμε το κόστος. Διότι υπάρχει κόστος. Σταθμίζεις τα υπέρ και τα κατά και αποφασίζεις. Ήδη βλέπουμε ότι η άλλη πλευρά έχει την δική της ερμηνεία στο ζήτημα της ταυτότητας, όπως διατυπώνεται στην Συμφωνία.
-Γιατί η κοινωνική πλειοψηφία είναι τόσο αντίθετη στη λύση του μακεδονικού την ώρα που η μη λύση σημαίνει ότι όλοι στο εξωτερικό αποκαλούν την ΠΓΔΜ Μακεδονία;
Δεν θα καταφύγω στην ανώδυνη λύση καταλογισμού λαθών και ευθυνών σε άλλους. Διότι ευθύνη έχουμε όλοι. Στο σύγχρονο Μακεδονικό Ζήτημα, τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007, ο πολίτης κρατήθηκε στο περιθώριο. Αφέθηκε να πιστεύει στην Απόφαση των Πολιτικών Αρχηγών του Απρίλη 1992. Η οποία όμως ουδέποτε δέσμευσε τις κυβερνήσεις. Έχουμε ευθύνη γιατί δεν αφήνουμε κατά μέρος τους κομματικούς φακούς και την πολιτική ταυτότητα όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Έχουμε ευθύνη όταν αντί του καθαρού και ενάρετου δημοσίου λόγου προκρίνουμε την δημαγωγία, την αιχμηρότητα της υπερβολής, της προσβολής και της απαξίωσης. Θέσεων και χαρακτήρων και προσώπων.
Ας είναι αυτή η τελευταία φορά που ακούσαμε ακόμη και από το βήμα της αντιπροσωπευτικής μας Δημοκρατίας βαριές κατηγορίες για δήθεν εθνικιστές, ακραίους, φοβικούς, δειλούς, υποκριτές, ανήμπορους και ανίκανους. Ναι όλα αυτά ακούσθηκαν σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης. Έχουμε επίσης όλοι ευθύνη γιατί δίνουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι προδότες, μειοδότες και εφιάλτες βρίσκονται ανάμεσα μας. Βαριά και άδικα λόγια. Από Έλληνες για Έλληνες.
Αυτό είναι το σημαντικότερο Εθνικό Ζήτημα. Αυτή είναι η πιο μεγάλη μάχη. Την δίνουμε μόνοι μας, μεταξύ μας. Έλληνες κατά Ελλήνων. Δεν υπάρχει νικητής. Είμαστε όλοι νικημένοι.
-Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για το μέλλον των δυτικών Βαλκανίων;
Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν αποτρέπει τους εθνικισμούς και τις συγκρούσεις. Εύκολα θα μπορούσα να επικαλεστώ την στάση της Αλβανίας ή ακόμη και της Τουρκίας. Αντιλαμβάνομαι τις σημερινές προτεραιότητες, γεωπολιτικές συγκρούσεις και επιλογές. Όμως οι ισορροπίες μεταβάλλονται. Επίσης, τα συμφέροντα μεταβάλλονται και επαναξιολογούνται.
Η εκτίμηση μου είναι ότι με ή χωρίς διεθνείς Συμφωνίες τα Δυτικά Βαλκάνια θα εξακολουθήσουν να χαρακτηρίζονται από αστάθεια. Επιλογών, πολιτικών ακόμη και συνόρων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι σχέσεις του Κοσόβου με την Σερβία. Πριν μία δεκαετία περίπου το Κόσοβο αποσχίστηκε από την Σερβία και έγινε ανεξάρτητο κράτος. Σήμερα Βελιγράδι και Πρίστινα με την στήριξη των ΗΠΑ και σημαντικών παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – αλλά και την ανοχή της Ρωσίας- συζητούν επισήμως για ανταλλαγή εδαφών (!) και επαναχάραξη συνόρων.
Τέλος, το νομικό και πολιτικό κεκτημένο της Συμφωνία των Πρεσπών δεν εξαρτάται μόνο από την τυπική της κύρωση. Εξαρτάται επίσης από τις τωρινές και αυριανές πολιτικές εξελίξεις στις δύο χώρες. Εξαρτάται και από την διάρκεια και ένταση της αντίδρασης της κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να προεξοφλήσω την ακεραιότητα της συνολικής εφαρμογής και την βιωσιμότητα της Συμφωνίας. Εφόσον κυρώθηκε από την Βουλή των Ελλήνων εκτιμώ ότι θα εφαρμοσθεί και από τις δύο χώρες βαριεστημένα, επιλεκτικά και αποσπασματικά. Ορισμένα τετελεσμένα και δρομολογημένα ακολουθούν ήδη την δική τους πορεία.
Ως ρεαλιστής γνωρίζω ότι δεν ζούμε στο κόσμο των θαυμάτων. Η ιδανική επιλογή θα ήταν να αναζητήσουμε διέξοδο στο ζήτημα αυτό με μία όσο το δυνατό γίνεται ανώδυνη λύση. Η σημερινή είναι ένας επώδυνος συμβιβασμός.