Κοινοβουλευτικός έλεγχος: Λιγότερες οι απαντήσεις από τις ερωτήσεις
Μια έρευνα του Vouliwatch για το κατά πόσο ανταποκρίνονται οι κυβερνήσεις σε μια κορυφαία δημοκρατική διαδικασία, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο.
- 24 Ιουλίου 2021 07:16
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, του οποίου ο μεγάλος όγκος αποτελείται από τις ερωτήσεις των βουλευτών προς την κυβέρνηση θεωρείται ένα κοινοβουλευτικό εργαλείο ιδιαίτερα σημαντικό για τη δημοκρατία. Κυρίως γιατί αποτελεί τον δίαυλο ώστε το κυβερνητικό έργο να ελέγχεται σχετικά άμεσα από την κοινωνική βάση με την μεσολάβηση των αιρετών μελών του κοινοβουλίου. Είτε αυτό συμβαίνει με τις ερωτήσεις, τις επίκαιρες ερωτήσεις, τις επερωτήσεις ή την ώρα του πρωθυπουργού.
Παρά τη σημασία του, όμως, τα στοιχεία που προκύπτουν από την τελευταία διετία (την ΙΗ’ Σύνοδο της Βουλής δηλαδή) δείχνουν ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια βελτίωσης, όπως γράφει το vouliwatch . Οι αριθμοί αλλά και τα ποιοτικά στοιχεία δείχνουν πως ένα σημαντικός αριθμός ερωτημάτων μένει αναπάντητος. Πρόβλημα που εστιάζεται τόσο σε συγκεκριμένα υπουργεία όπως και σε συγκεκριμένα κόμματα.
Οι αριθμοί
Στην τρέχουσα κυβερνητική διετία σημαντικός είναι ο αριθμός των κοινοβουλευτικών ερωτήσεων που έχει κατατεθεί από τους βουλευτές όλων των κομμάτων (συμπεριλαμβανομένου του κυβερνητικού). Συνολικά έχουν κατατεθεί 23.090 ερωτήσεις προκειμένου να απαντηθούν είτε προφορικά στην Αίθουσα της Βουλής είτε γραπτά. Από αυτές έχουν απαντηθεί 16.761, αριθμός που αναλογεί σε ποσοστό 73,5%. Δεν έχουν απαντηθεί οι 5.503 που αντιστοιχούν σε ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 23,8%. Ένα μικρό ποσοστό ερωτήσεων του 3,5% δεν έχουν λάβει ευθεία απάντηση και οι πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων παραπέμπουν απλά σε υπηρεσιακά στοιχεία δίχως να αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη.
Τα υπουργεία
Αν η απλή παράθεση ποσοστών δείχνει μία σαφώς πλειοψηφική τάση στην απάντηση ερωτήσεων, δεν φαίνεται το ίδιο με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της «απόδοσης» του κοινωνικού διαλόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί τα τρία καίρια υπουργεία της τρέχουσας περιόδου δείχνουν απροθυμία να απαντήσουν σε κοινοβουλευτικές ερωτήσεις. Το υπουργείο Υγείας φέρεται να απαντά μόλις στο 24,92% των ερωτήσεων που έχουν κατατεθεί για το αντικείμενό του. Παρά το γεγονός ότι διαχειρίζεται το κορυφαίο ζήτημα της πανδημίας του Covid-19. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει το αυτονόητο ελαφρυντικό του φόρτου εργασίας του υπουργείου Υγείας, το ποσοστό απόκρισης στον κοινοβουλευτικό έλεγχο είναι χαμηλό.
Φόρτο εργασίας πάντως δεν μπορεί να επικαλεστεί το υπουργείο Παιδείας. Η Νίκη Κεραμέως και οι υφυπουργοί της απαντούν μόλις στο 56,02% των ερωτήσεων. Στοιχείο που επιβαρύνει την υπουργό Παιδείας την οποία σύσσωμη η αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, Μέρα 25) έχουν καταγγείλει για την πλημμελή άσκηση των κοινοβουλευτικών της καθηκόντων συνολικά, ιδίως για την παρατεταμένη περίοδο που αρνούνταν να καταθέσει στη Βουλή τη σύμβαση του υπουργείου με την πολυεθνική CISCO για την τηλεκπαίδευση. Να σημειωθεί ότι η χαμηλή απόκριση του υπουργείου Παιδείας έχει συζητηθεί ως θέμα και στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, κάτι που σπάνια συμβαίνει.
Αρνητικός πρωταγωνιστής του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι και το υπουργείο Εργασίας στο οποίο μοιράστηκαν τον θώκο ο Γιάννης Βρούτσης και ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ. Κωστής Χατζηδάκης.
Στις πρώτες θέσεις των υπουργείων που απαντούν τις περισσότερες από τις ερωτήσεις που κατατίθενται είναι το υπουργείο Τουρισμού του Χάρη Θεοχάρη, το υπουργείο Ναυτιλίας του Γιάννη Πλακιωτάκη αλλά και το υπουργείο Εξωτερικών του Νίκου Δένδια. Αξίζει να σημειωθεί πως τα συγκεκριμένα υπουργεία δέχονται μικρό αριθμό ερωτήσεων. Αν συνυπολογίσει κανείς αυτόν τον παράγοντα, τότε το υπουργείο Περιβάλλοντος, στο οποίο σήμερα προΐσταται ο Κώστας Σκρέκας, με προκάτοχό του τον Κωστή Χατζηδάκη, φαίνεται να λειτουργεί θετικά σε κοινοβουλευτικό επίπεδο έχοντας απαντήσει 1.798 ερωτήσεις, δηλαδή σε ποσοστό 84%.
Παίζει ρόλο η πολιτική προέλευση των ερωτήσεων;
Ένα ενδιαφέρον πολιτικό στοιχείο προκύπτει, όμως, και από τα στοιχεία σχετικά με το ποιες ερωτήσεις απαντώνται συγκριτικά με τον πολιτικό φορέα από τον οποίο προέρχονται. Με βάση αυτό, η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει την τάση να απαντά στους ημέτερους βουλευτές, μιας και οι ερωτήσεις που προέρχονται από την Κ.Ο. της Ν.Δ. απαντώνται σε ποσοστό σχεδόν 73%. Ωστόσο το κόμμα που κατά βάση λαμβάνει τις περισσότερες απαντήσεις είναι αυτό της Ελληνικής Λύσης αφού το 77,5% των ερωτήσεων του απαντώνται. Αντίθετα η κυβέρνηση έχει την τάση να απαντά λιγότερο στα κόμματα της αριστεράς με τις απαντήσεις σε ερωτήσεις του ΚΚΕ και το Μέρα 25 να «πέφτουν» κάτω από το 70% ενώ κάπου εκεί κυμαίνονται και οι απαντήσεις τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο ΚΙΝ.ΑΛ.
Οι πρωθυπουργοί
Φτωχή σύμφωνα με τα στοιχεία είναι και η «συγκομιδή» από τον περίφημο θεσμό της «Ώρας του Πρωθυπουργού». Οι πρόεδροι των κυβερνήσεων δεν φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να απαντούν στις ερωτήσεις που κατατίθενται από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Η σύγκριση ανάμεσα στα δύο πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019-2021) με τα δύο πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του Αλέξη Τσίπρα (2015-2017) καταδεικνύουν ότι αμφότεροι δεν απάντησαν στη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτήσεων που δέχθηκαν. Τα ποσοστά μη απαντημένων ερωτήσεων ξεπερνούν το 90% και στις δύο περιπτώσεις.
Στις περιπτώσεις των πρωθυπουργών δεν μπορεί κανείς παρά να συνυπολογίσει τις αυξημένες αρμοδιότητες του συγκεκριμένου θεσμού. Ιδίως όταν πρόκειται για περιόδους με έντονες προκλήσεις όπως π.χ. σήμερα την υγειονομική κρίση του Covid 19 ή την οικονομική κρίση της περιόδου του 2015-17. Επίσης αν συναθροίσει και τη συνολική εικόνα της άσκησης των κοινοβουλευτικών καθηκόντων ενός πρωθυπουργού, για παράδειγμα την παρουσία του στη Βουλή σε νομοσχέδια ή τη συνέπεια με την οποία λάμβαναν χώρα οι συζητήσεις σε επίπεδο αρχηγών.
Είναι σαφές ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν είναι το δυνατό χαρτί του πρωθυπουργικού θεσμού. Αξίζει να σημειωθεί και η ποιοτική διάσταση των στοιχείων. Δεν έχει σημασία μόνο το πόσες ερωτήσεις απαντά ένας πρωθυπουργός, αλλά οφείλουμε να συνυπολογίσουμε το είδος των ερωτήσεων που επιλέγει να απαντήσει, αν δηλαδή αφορούν τα ζητήματα αιχμής που θέτει κάθε φορά η αντιπολίτευση. Επίσης έχει σημασία και ο χρόνος που επιλέγει να απαντήσει σε μία κοινοβουλευτική ερώτηση ο εκάστοτε πρωθυπουργός – αν δηλαδή είναι κοντά με την επικαιρότητα του ζητήματος που τίθεται.
(Να σημειωθεί ότι στα στοιχεία που συγκρίνονται δεν περιλαμβάνονται οι ερωτήσεις που κατέθετε προς τον τέως πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ο ανεξάρτητος Βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος. Κυρίως γιατί ακολουθούσε μία ιδιότυπη τακτική συνεχών ερωτήσεων που επιφέρουν μεγάλη αλλοίωση στην στατιστική εικόνα. Αξίζει να αναφερθεί ότι μόνος του κατέθεσε 413 ερωτήσεις, δηλαδή ποσαπλάσιες από το σύνολο των υπόλοιπων 6 κοινοβουλευτικών ομάδων).
Για να δείτε αναλυτικά και σε ανοιχτή μορφή (excel) όλα τα δεδομένα πατήστε εδώ για τους Πρωθυπουργούς και εδώ για τις Κυβερνήσεις.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις