Ιστορίες Ενσωμάτωσης: Ο Καλένγκ – “Έχω κονγκολέζικο αίμα, με ελληνικό μυαλό”

Ιστορίες Ενσωμάτωσης: Ο Καλένγκ – “Έχω κονγκολέζικο αίμα, με ελληνικό μυαλό”
Ο Καλένγκ από το Κονγκό Αγγελική Σταματάκη για το Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων

"Αυτό που μου είπε ο Καθηγητής με ξύπνησε. Μου θύμισε πόσο πολύ υπέφερα για να τελειώσω τη σχολή. Δεν ήταν κάτι εύκολο. Κι εγώ είχα χάσει το δρόμο μου. Αναρωτήθηκα γιατί δεν το είχα προσπαθήσει. Και σκεφτόμουν: μαύρος γεωπόνος στην Ελλάδα;"

Ο Καλένγκ είναι 42 ετών και γεννήθηκε στο Κολγουέζι, στο νοτιοανατολικό Κονγκό. Ευγενής, ταπεινός και καθ’ όλα ευπρεπής, ένας άνθρωπος ευγνώμων για όσα κατάφερε στη ζωή του. Σήμερα, ενώ έχει περάσει από διάφορες δουλειές, διατηρεί το δικό του εστιατόριο. Εκεί μας υποδέχθηκε για να αφηγηθεί τη δική του ιστορία. Αυτή είναι η ιστορία ενός «τυχερού φτωχού», όπως ο ίδιος επέλεξε να πει.

«Είμαι 20 χρόνια στην Ελλάδα. Ήρθα στις 28 Σεπτεμβρίου του 1998 με υποτροφία που κέρδισα μετά το λύκειο στο Κονγκό. Ήρθα εδώ στα 22 μου χρόνια. Μιλάω Σουαχίλι, Λινγκάλα, Κινγκόγκο, Τσιλούμπα, Γαλλικά, Αγγλικά κι Ελληνικά. Για έναν μέσο Κονγκολέζο το να μιλάει τις γλώσσες αυτές είναι φυσιολογικό. Μιλάω τη γλώσσα του χωριού και τη γλώσσα της πόλης.

Οι γονείς μου και οι δύο είναι συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί, δούλεψαν για πολλά χρόνια στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στην οικογένειά μου είμαστε οκτώ αδέρφια: εγώ είμαι ο Καλένγκ, ο αδερφός μου ο Λομανίκ, η μικρή μας η Μαμί, μετά είναι η Λιντί, μετά είναι η Κλιστέν, μετά η Βιβιάν, ο μικρός ο Φρανκ και ο Σεντρίκ. Ε, δεν είμαστε και τόσοι πολύ. Υπάρχουν και μεγαλύτερες οικογένειες. Είναι συνηθισμένο. Σήμερα έχουν όλοι μεγαλώσει, έχουν κάνει τα παιδιά τους και έχουν πάει σε διάφορες πόλεις. Μιλάμε μέσω WhatsApp, με Viber, Facebook. Πριν ήταν πολύ δύσκολο. Τα τρία πρώτα χρόνια που ήρθα στην Ελλάδα επικοινωνούσαμε μέσω αλληλογραφίας. Ήταν δύσκολο. Σήμερα, όμως, έχω καθημερινή επικοινωνία. Σήμερα, μπορώ να μιλάω μαζί τους συνέχεια.

Για μένα η Ελλάδα ήταν μια σπουδαία ευκαιρία. Άφηνα τους δικούς μου, ναι. Αλλά ήταν τεράστια χαρά να έρθω εδώ. Ήταν ευκαιρία σπουδών, ευκαιρία ζωής. Όποιος τα κατάφερνε στους βαθμούς, ξέραμε ότι θα έχει καλύτερες ευκαιρίες. Ήρθα σε ένα χριστιανικό οικοτροφείο (ο Σωτήρ) στους Αμπελόκηπους που πραγματικά με αγκάλιασε και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Ήταν δύσκολη η αρχή. Όμως, μας βοήθησαν πολύ και η μοναξιά έσπαγε με την παρέα. Εμείς μαθαίναμε στους Έλληνες γαλλικά κι εκείνοι μας μάθαιναν ελληνικά. Να είναι καλά. Μαθαίνω νέα τους και πότε πότε ανάβω κι ένα καντηλάκι στην εκκλησία γι’ αυτούς…

Τα Σαββατοκύριακα, πέρα από το διάβασμα, υπήρχε η ανάγκη και για χαρτζιλίκι. Έκανα πολλά μεροκάματα, κυρίως στις μετακομίσεις. Όταν είχα ένα δεκάευρω ή εικοσάευρω παραπάνω, το έστελνα στα αδέρφια μου στο Κονγκό.»

Η στιγμή που σημάδεψε την πορεία του

«Μετά τις σπουδές έδωσα πόλεμο για τα χαρτιά. Έπρεπε να ανανεώσω την άδεια παραμονής μου εδώ. Η λύση ήταν μία. Να βρω δουλειά. Τελείωσα το 2007. Όταν πήγα στην ορκωμοσία μου, ήμουν “παράνομος”. Δεν είχα άδεια παραμονής στη χώρα, καθώς είχε λήξει. Έμεινα έτσι για ένα χρόνο.

Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα και πήρα άδεια παραμονής εξαρτημένης εργασίας. Βρήκα δουλειά κι όταν είχα, επιτέλους, τα απαραίτητα ένσημα, πήρα και την άδεια. Τα πρώτα μου ένσημα τα πήρα από τη δουλειά του εισπράκτορα. Με βοήθησε ένας φίλος που είχε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών στην πλατεία Αττικής και πούλαγε τηλεκάρτες (τότε). Κυκλοφορούσα τότε με ένα μηχανάκι σε όλη την Αθήνα. Μετά από ένα χρόνο βρήκα δουλειά σε μια αποθήκη με έπιπλα κατοικίας στο Μενίδι.

Ένα Σάββατο δούλεψα υπερωρία κι εξυπηρετούσα τους πελάτες. Ξαφνικά, έρχεται ως πελάτης ένας παλιός καθηγητής μου από τη Γεωπονική Σχολή. Πήγα να του μιλήσω. Λέω “κ. Καλτσίκη, εσείς; Ήμουν φοιτητής σας”. Ήμουν, στο μεταξύ, μέσα στις σκόνες από τη δουλειά στην αποθήκη, ντρεπόμουν και λίγο. Και μου λέει: “εσύ, είσαι δικός μας. Αυτή τη δουλειά βρήκες να κάνεις;” Με κοιτούσε με αυστηρό ύφος. Και αυτό που μου είπε με χτύπησε στο κεφάλι. Δε μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι.

Το ίδιο βράδυ, όταν γύρισα σπίτι, στρώθηκα κι έγραψα το βιογραφικό μου. Από εκείνο το βράδυ αποφάσισα ότι πρέπει να αλλάξω κατεύθυνση. Έστειλα βιογραφικό σε όποια εταιρεία ασχολούνταν με γεωπονική και τρόφιμα. Με απέρριψαν την πρώτη φορά, αλλά βρήκα μία δουλειά στο κάτω Σούλι, στα θερμοκήπια. Μία μεγάλη εταιρεία, μετά από λίγο καιρό, με προσέλαβε σαν γεωπόνο. Αυτό που μου είπε ο Καθηγητής με ξύπνησε. Μου θύμισε πόσο πολύ υπέφερα για να τελειώσω τη σχολή. Δεν ήταν κάτι εύκολο. Κι εγώ είχα χάσει το δρόμο μου. Αναρωτήθηκα γιατί δεν το είχα προσπαθήσει. Και σκεφτόμουν: μαύρος γεωπόνος στην Ελλάδα;»

Ένας «τυχερός φτωχός»

Ο Καλένγκ εξηγεί πως τον πρώτο καιρό μετά τις σπουδές του υπερίσχυσε η ανάγκη για επιβίωση έναντι της φιλοδοξίας του να δουλέψει στο πεδίο που σπούδασε, στη γεωπονική. Έπρεπε, λοιπόν, να προσαρμοστεί. Πρόσκαιρα, μέχρι να επιστρέψει ξανά στην κατεύθυνσή του. Στην κατεύθυνση που εκείνος ορίζει.

«Τελείωσα τη Γεωπονική Σχολή Αθηνών μετά από επτά χρόνια φοίτησης. Παράλληλα, μάθαινα τα ελληνικά γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα ποτέ να τελειώσω τη σχολή. Όταν αποφοίτησα χρειαζόμουν τα ένσημα για την άδεια παραμονής. Ο χρόνος τελείωνε, άρπαξα όποια ευκαιρία εμφανίστηκε. Δούλεψα στην οικοδομή, στις μεταφορές, σαν γεωπόνος. Και το 2010 ήρθε η μεγάλη ευκαιρία. Για οκτώ χρόνια δούλεψα σε ένα πολύ ωραίο project όταν η εταιρεία ξεκινούσε. Ήταν όλα στην αρχή. Έστησα από την αρχή το χημείο της εταιρείας, τις μεθόδους, το κτιριακό, ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Κέρδισα πολλά. Έζησα τη ζωή του επιστήμονα. Ό,τι σπούδασα, το έκανα και στην πράξη. Ήταν σπουδαία εμπειρία. Όμως, ο κύκλος μου εκεί έληξε. Είμαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτά που κατάφερα εκεί.

Όλοι ξέρουν ότι ήθελα, πάντοτε, να κάνω ένα εστιατόριο. Όλα αυτά τα χρόνια μάζευα μερικά χρήματα στην άκρη. Τα επένδυσα όλα σε αυτό το εστιατόριο. Ό,τι είχα και δεν είχα το έριξα εδώ. Ήθελα να φτιάξω ένα σημείο για όσους θέλουν να δοκιμάσουν την αφρικάνικη κουζίνα. Με βάση, πάντοτε, τα κονγκολέζικα πιάτα. Το κοινό μας είναι περισσότερο από τις αφρικάνικες κοινότητες και κυρίως από την κονγκολέζικη. Τρελαίνονται, ξέρεις, για τάμπα (κατσικίσιο κρέας στο κάρβουνο) που συνοδεύεται από σικουάνγκα (κονγκολέζικη συνταγή για ψωμί). Αυτό είναι το περίφημο κονγκολέζικο πιάτο.

Είμαι ένας τυχερός φτωχός. Εάν δεν υπήρχαν κάποιοι καλοί άνθρωποι να μου δώσουν την υποτροφία και να σπουδάσω, η ζωή μου θα ήταν σίγουρα διαφορετική. Είμαι Κονγκολέζος Έλληνας. Έχω κονγκολέζικο αίμα, με ελληνικό μυαλό. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου με τα όλα της. Με τα καλά και τα κακά της. Όλα μες στη ζωή είναι. Ήμουν ένας φτωχός από ένα χωριό του Κονγκό στην Αφρική. Έχω δει κόσμο που έχει υποφέρει φτάνοντας εδώ. Εγώ υπήρξα πολύ τυχερός. Ο άνθρωπος πάντα θέλει πολλά. Εγώ είμαι χαρούμενος με όσα πέτυχα. Για την Μπριάνα, την 6χρονη κόρη μου, και τον Κριστιάν, το 10χρονο γιο μου, θα ήθελα να έχουν ένα καλύτερο μέλλον, να μη ζήσουν αυτά που ζήσαμε εμείς. Και δεν θα τα ζήσουν. Έχουν, ήδη, καλύτερες βάσεις σε σχέση με εμάς. Γιατί ζουν εδώ, γεννήθηκαν εδώ. Γι’ αυτά παλεύω.

*Το “Ιστορίες Ενσωμάτωσης: Ο Καλένγκ από το Κονγκό” είναι ένα από τα 12 κείμενα που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό της ActionAid «Write for Inclusion» με θέμα την ένταξη προσφύγων και μεταναστών στην κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα