44 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ: Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ
44 χρόνια μετά την απαγωγή και την εκτέλεση του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, το Magazine ανοίγει τον φάκελο του σημαντικότερου χτυπήματος στην ιστορία της ιταλικής τρομοκρατικής οργάνωσης. Το πολιτικό πλαίσιο, τα κίνητρα, ο σχεδιασμός, η ενέδρα, οι διαπραγματεύσεις, η δολοφονία, οι δίκες.
Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Μαρτίου του 1978, όταν λίγο μετά τις 9 το πρωί, μια ομάδα μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών, έστησε ενέδρα στο κέντρο της Ρώμης στον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας, Άλντο Μόρο, εκτελώντας τους συνοδούς του και απαγάγοντας τον ίδιο. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις 54 ημερών με την ιταλική κυβέρνηση και αφού οι απαγωγείς συνειδητοποίησαν ότι τα αιτήματά τους δε θα γίνονταν δεκτά, δολοφόνησαν τον Μόρο στις 9 Μαΐου.
Ήταν με διαφορά το σημαντικότερο χτύπημα στην ιστορία της ιταλικής τρομοκρατικής οργάνωσης, ένα ορόσημο στη δράση της, που στην ουσία αποτέλεσε την αρχή του τέλους της, αφού οδήγησε στην πολιτική και κοινωνική περιθωριοποίησή της και μοιραία στην πλήρη απαξίωσή της. Πριν όμως περάσουμε στην εξιστόρηση των γεγονότων της απαγωγής, ας δούμε πρώτα μερικές πληροφορίες για τους δυο “πρωταγωνιστές”, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες από τη μια και τον Άλντο Μόρο από την άλλη.
ΟΙ ΕΡΥΘΡΕΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΕΣ (BRIGATE ROSSE)
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, αμέσως μετά τον Μάη του ’68, η Ιταλία έζησε έναν πολιτικό ανασχηματισμό στη βάση της. Πολλά μέλη επαναστατικών οργανώσεων έπιασαν δουλειά σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, όπως η Siemens, η Pirelli και η IBM, ώστε να γίνουν ένα με το προλεταριάτο. Αυτοί οι στρατευμένοι εργάτες οργανώθηκαν αυτόνομα, απορρίπτοντας την επιρροή των συνδικάτων και του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) και τάχθηκαν υπέρ της ένοπλης βίας.
Το 1969, η Πολιτική Μητροπολιτική Κολεκτίβα, οργάνωση που προήλθε από τους αγώνες των εργατών στην ΙΒΜ, έθεσε στην ημερήσια διάταξη μιας συνέλευσής της το ζήτημα του ένοπλου αγώνα. Έναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1970, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δημοσίευσαν το “Ανακοινωθέν Νο 1”, που αναφερόταν στους επιστάτες της Pirelli στο Μιλάνο. Οι Brigate Rosse είχαν “γεννηθεί”, με ιδρυτικά μέλη τον Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, τον Ρενάτο Κούρτσιο και τη σύζυγό του, Μαργκερίτα Καγκόλ.
Η “ομάδα Τρέντο” του Κούρτσιο και της Καγκόλ, είχε τις ρίζες της στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Καθολικού Πανεπιστημίου του Τρέντο (όπου είχαν φοιτήσει και οι δυο), ενώ η “ομάδα Ρέτζο-Εμίλια” του Φραντσεσκίνι, αποτελείτο κυρίως από πρώην μέλη της FGCI (Federazione Giovanile Comunista Italiana), της νεολαίας δηλαδή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που είχαν διαγραφεί λόγω των εξτρεμιστικών απόψεών τους. Τα πρώτα χτυπήματα των BR ήταν κυρίως δολιοφθορές σε μεγάλα εργοστάσια της Ιταλίας.
Τον Ιούνιο του 1974, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πραγματοποίησαν τις πρώτες τους δολοφονίες, με θύματα δυο μέλη του MSI (Movimento Sociale Italiano), ιταλικού νεοφασιστικού κόμματος, στη διάρκεια επίθεσης στα γραφεία του στην Πάντοβα. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι Κούρτσιο και Φραντσεσκίνι συνελήφθησαν από την ιταλική αστυνομία, μετά από πληροφορίες που είχε δώσει ο Σιλβάνο Τζιρότο, ένας ασφαλίτης (και πρώην μοναχός) που είχε διεισδύσει στην οργάνωση λίγο καιρό πριν.
Ο Ρενάτο Κούρτσιο απελευθερώθηκε από ένα μέλος των BR (το σχέδιο είχε καταστρώσει η Καγκόλ), αλλά συνελήφθη ξανά λίγες μέρες αργότερα. Οι δυο αρχηγοί της οργάνωσης πέρασαν από δίκη και καταδικάστηκαν σε 18 χρόνια φυλάκιση. Ήδη από το 1974, οι BR είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη βόρεια Ιταλία και είχαν αλλάξει τον τρόπο δράσης τους, υιοθετώντας τις απαγωγές πολιτικών και βιομηχάνων, αλλά και τις ληστείες τραπεζών. Το 1975, η ιταλική αστυνομία ανακάλυψε την αγροικία στην οποία οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κρατούσαν φυλακισμένο τον απαχθέντα βιομήχανο Βαλαρίνο Γκαντσία.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκαν δυο καραμπινιέροι, αλλά και η Μαργκερίτα Καγκόλ, ενώ λίγο μετά συνελήφθη ο Τζόρτζιο Σεμέρια, αφήνοντας μοναδικό αρχηγό της οργάνωσης τον σκληροπυρηνικό Μάριο Μορέτι. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής τους, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες αποτέλεσαν μια τελείως ιδιάζουσα περίπτωση στον χάρτη των ευρωπαϊκών τρομοκρατικών οργανώσεων. Αναπτύχθηκε πρώτα μια πραγματική συνεργασία με τον εργατικό κόσμο και στη συνέχεια, αυτή εξελίχθηκε σε ένα εντυπωσιακό δίκτυο μελών και συμπαθούντων.
Ξεκινώντας με ενέργειες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μορφές ένοπλου “συνδικαλισμού”, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το ειδικό βάρος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήταν και η βασική δεξαμενή από την οποία άντλησαν μέλη, αλλά και την οργανωτική ικανότητα του Κούρτσιο αρχικά και του Μορέτι στη συνέχεια, οι οποίοι οικοδόμησαν πολύ προσεκτικά το ιδεολογικό πλαίσιο των BR. Ο “ιστορικός συμβιβασμός” ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και το ΙΚΚ (1976), έφερε ακόμα περισσότερους απογοητευμένους – κυρίως νεαρούς – κομμουνιστές στις τάξεις των BR.
Σε κάθε διαδήλωση της Αριστεράς, συμμετείχαν χιλιάδες νέοι που σχημάτιζαν με τον δείκτη του χεριού το σύμβολο “P 38”, δηλαδή την κάννη του περιστρόφου, που έγινε το έμβλημα του κινήματος. Οι δολοφονίες πολιτικών και οικονομικών προσωπικοτήτων, αλλά και αστυνομικών και δημοσιογράφων, διαδέχονταν η μια την άλλη, όμως η παγίδα στήθηκε εκ των έσω, όταν η ίδια η οργάνωση αφέθηκε αυτάρεσκα στην ανεξέλεγκτη αύξηση των μελών της. Τελικά, το μόνο που πέτυχε η βία, ήταν να συγκαλύπτει διαρκώς μια δομική κρίση, η οποία ξέσπασε μετά την υπόθεση Μόρο.
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ (1916-1978)
Περνάμε τώρα στον έτερο “πρωταγωνιστή” αυτής της ιστορίας. Ο Άλντο Ρομέο Λουίτζι Μόρο γεννήθηκε το 1916 στο Μάλιε, μια μικρή πόλη κοντά στο Λέτσε, στο νοτιότερο άκρο της Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία. Ο πατέρας του ήταν σχολικός επιθεωρητής, ενώ η μητέρα του, δασκάλα. Το 1934 η οικογένεια μετακόμισε στο Μπάρι, όπου ο νεαρός Άλντο σπούδασε Νομικά στο τοπικό πανεπιστήμιο. Αφού αποφοίτησε, πήρε έδρα καθηγητή στο ίδιο πανεπιστήμιο, διδάσκοντας φιλοσοφία του δικαίου και ποινικό δίκαιο.
Το 1935, όταν ήταν πρωτοετής στη Νομική, ο Μόρο γράφτηκε στην FUCI (Federazione Universitaria Cattolica Italiana), την Ιταλική Ομοσπονδία Καθολικών Φοιτητών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1939. Κράτησε τη θέση μέχρι το 1942, όταν πήγε να πολεμήσει στο μέτωπο και τον διαδέχτηκε ο Τζούλιο Αντρεότι, που τότε ήταν φοιτητής νομικής στη Ρώμη. Ο Μόρο είχε ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για την πολιτική και τον Μάρτιο του 1943 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (Democrazia Cristiana), ανήκοντας στην αριστερή του πτέρυγα.
Το 1945 παντρεύτηκε την Ελεονόρα Κιαβαρέλι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το 1946 έγινε αντιπρόεδρος του DC, ενώ εκλέχθηκε μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης που εργάστηκε για τη σύνταξη του νέου ιταλικού συντάγματος. Το 1948 εκλέχθηκε για πρώτη φορά στη Βουλή των Αντιπροσώπων, της οποίας υπήρξε μέλος μέχρι και τον θάνατό του, το 1978. Από το 1948 μέχρι το 1950 διετέλεσε υφυπουργός των εξωτερικών στην κυβέρνηση συνασπισμού του Αλτσίντε ντε Γκάσπερι. Το 1955 επανεξελέγη στη Βουλή και υπήρξε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών.
Το 1958 ανέλαβε υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Αμιντόρε Φανφάνι και εισήγαγε το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη στα σχολεία. Το 1959, ο Μόρο εκλέχθηκε γενικός γραμματέας του Χριστινοδημοκρατικού Κόμματος. Στις εθνικές εκλογές του 1963, μετά από πολλές διεργασίες, στη διάρκεια των οποίων ο Μόρο είχε αρνηθεί τη θέση του πρωθυπουργού, ο Τζιοβάνι Λεόνε (DC) σχημάτισε τελικά κυβέρνηση συνασπισμού (Ιούνιος 1963) με τη στήριξη των Σοσιαλιστών (PSI), των Δημοκρατών Σοσιαλιστών (PSDI) και των Ρεπουμπλικάνων (PRI).
Λίγους μήνες αργότερα, όταν οι Σοσιαλιστές (PSI) αποφάσισαν να εμπλακούν πλήρως στο κυβερνητικό σχήμα, ο Λεόνε παραιτήθηκε και ο Μόρο έγινε ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του (5 Δεκεμβρίου 1963 – 25 Ιουνίου 1968), ο Μόρο εφάρμοσε ένα πρόγραμμα σημαντικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Αποφάσισε να δίνεται ετήσιο επίδομα σε φοιτητές με χαμηλό εισόδημα. Το 1965, ψηφίστηκε νομοσχέδιο που προέβλεπε την επέκταση του προγράμματος της κοινωνικής ασφάλισης.
Με τον νόμο “Legge Ponte” του 1967, ο Μόρο εισήγαγε επείγουσες διατάξεις ως μέρος μιας γενικότερης μεταρρύθμισης στον τομέα της οικοδόμησης, όπως τα ελάχιστα πρότυπα για τη στέγαση και το περιβάλλον. Το 1968 έκανε νόμο του κράτους την εθελοντική δημόσια προσχολική εκπαίδευση για παιδιά ηλικίας 3-5 ετών. Επιπλέον, αυξήθηκε ο νόμιμος κατώτατος μισθός, επανεκτιμήθηκαν όλες οι τρέχουσες συντάξεις, ενώ δόθηκε η δυνατότητα σε εργαζόμενους με 35 χρόνια εισφορών, να μπορούν να συνταξιοδοτηθούν ακόμα και αν δεν είχαν συμπληρώσει το απαραίτητο όριο ηλικίας.
Κάτι πολύ σημαντικό, ήταν η δημιουργία ενός Κοινωνικού Ταμείου (Fondo Sociale) από το Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης (INPS), διασφαλίζοντας σε όλους τους δικαιούχους που ήταν μέλη του, μια βασική ενιαία σύνταξη, γνωστή ως “κοινωνική σύνταξη”, την οποία χρηματοδοτούσε στο μεγαλύτερο μέρος της το κράτος. Παράλληλα, αποφάσισε τη δωρεάν υγειονομική περίθαλψη για τους άνεργους και δημιούργησε διευρυμένο οικογενειακό επίδομα ανεργίας για οικογενειάρχες άνεργους.
Παρά τις δυσκολίες στη συνεννόηση, η πρώτη κεντρο-αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού στη νεώτερη ιταλική ιστορία, κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία για σχεδόν πέντε χρόνια, μέχρι τις εθνικές εκλογές του 1968, όπου όλοι οι εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών γνώρισαν σημαντικές ήττες. Ο Μόρο έχασε τους συμμάχους του και παραιτήθηκε. Ένα χρόνο μετά, ο επίσης Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός, Μαριάνο Ρούμορ, έδωσε στον Μόρο το υπουργείο Εξωτερικών. Το 1971 προτάθηκε από την αριστερή πτέρυγα των DC ως υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας, όμως η δεξιά πτέρυγα του κόμματος παρουσιάστηκε κάθετα αντίθετη.
Τον Οκτώβριο του 1974, ο Ρούμορ παραιτήθηκε, μετά την αποτυχία σύναψης συμφωνίας για την αντιμετώπιση του ολοένα αυξανόμενου πληθωρισμού και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τζιοβάνι Λεόνε, έδωσε στον Μόρο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Συνασπίστηκαν οι Χριστιανοδημοκράτες μαζί με τους Ρεπουμπλικάνους, έχοντας τη στήριξη (αλλά όχι τη συμμετοχή) των PSI και PSDI. Έτσι λοιπόν, στις 23 Νοεμβρίου του 1974, ο Άλντο Μόρο ορκίστηκε ως ο νεός πρωθυπουργός, ξεκινώντας τη δεύτερη θητεία του.
Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν, με ιδιαίτερη προσοχή στους συνταξιούχους, όπως η αυτόματη ετήσια αναπροσαρμογή των κατώτατων συντάξεων. Παρά τις εντάσεις στον κυβερνητικό συνασπισμό, οι πολύ καλές σχέσεις του Μόρο με τον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, έδιναν θετικές προοπτικές για τις μελλοντικές συνεργασίες. Όμως, το 1976, ο Φραντσέσκο Ντι Μαρτίνο, ηγέτης των Σοσιαλιστών (PSI), απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την παραίτηση του Μόρο.
Τον Ιούνιο του 1976, στις εθνικές εκλογές, οι Χριστιανοδημοκράτες ήρθαν πρώτοι διατηρώντας το ποσοστό τους (38,71%), όμως ήταν οι Κομμουνιστές εκείνοι που έκαναν τη μεγάλη έκπληξη, φτάνοντας στο εντυπωσιακό 34,37%. Ο Μπερλίνγκουερ πρότεινε τη συνεργασία Κομμουνιστών και Χριστιανοδημοκρατών, σε μια περίοδο σοβαρής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στην Ιταλία. Από την πλευρά του, ο Μόρο, ως πρόεδρος του DC, επιζητούσε τη δημιουργία ενός ευρύτερου προοδευτικού μετώπου, οπωσδήποτε με τη συμμετοχή του PCI.
Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών, ήταν η συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού με τα δυο μεγάλα κόμματα και πρωθυπουργό τον Τζούλιο Αντρεότι, κάτι που στην Ιταλία ονομάστηκε “Compromesso storico”, δηλαδή “Ιστορικός συμβιβασμός”. Την ίδια εποχή, ο Μπερλίνγκουερ είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τη Μόσχα, δημιουργώντας μια καινούργια πολιτική ιδεολογία, γνωστή ως ευρωκομμουνισμό. Ο συνδυασμός σοσιαλισμού, ελευθερίας και δημοκρατίας, ο οποίος περιγράφηκε ως “σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο”, έμεινε γνωστός ως “terza via”, δηλαδή τρίτος δρόμος.
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ
Ο “ιστορικός συμβιβασμός” των Μόρο και Μπερλίνγκουερ προβλημάτισε αρκετούς κομμουνιστές, κυρίως δε τους νεώτερους σε ηλικία. Μπορεί οι ψηφοφόροι των Χριστιανοδημοκρατών να είδαν θετικά την προσέγγιση των δυο κομμάτων, πολύ περισσότερο επειδή το ΙΚΚ απομακρυνόταν από τη Σοβιετική Ένωση, όμως οι κομμουνιστές φοβήθηκαν ότι κινδύνευε άμεσα η επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, από τη στιγμή που το κόμμα τους είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με το υπ’ αριθμόν ένα αστικό κόμμα εξουσίας.
Πολύ περισσότερο εξοργισμένα με τις εξελίξεις, ήταν τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Οι BR είχαν σκοπό να χτυπήσουν ολόκληρο το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, ακριβώς επειδή το θεωρούσαν ως τον κύριο εκφραστή ενός καθεστώτος, που όπως το είχαν περιγράψει στο πρώτο ανακοινωθέν τους μετά την απαγωγή του Μόρο, ήταν εκείνο “που κατέστειλε τον ιταλικό λαό για χρόνια”. Σύμφωνα με μεταγενέστερες καταθέσεις μελών της οργάνωσης, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ήθελαν να απαγάγουν και τον άλλο ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών και τότε πρωθυπουργό, Τζούλιο Αντρεότι.
Όμως αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, ακριβώς επειδή η αστυνομική προστασία του Αντρεότι ήταν πολύ ισχυρή. Ο άλλος στόχος, ο βασικότερος, ήταν ο Άλντο Μόρο, προφανώς γιατί επρόκειτο για τον εμπνευστή της συνεργασίας των DC με το PCI. Μην ξεχνάμε ότι ήταν η πρώτη φορά από το 1947, που οι Ιταλοί κομμουνιστές είχαν θέση – έστω και έμμεση – στην κυβέρνηση. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες θεωρούσαν πως αν πετύχαινε η απαγωγή, θα σταματούσε αυτόματα η είσοδος των κομμουνιστών σε κρατικές θέσεις.
Έτσι λοιπόν, πεπεισμένοι για τα κίνητρά τους, ξεκίνησαν να σχεδιάζουν το μεγαλύτερο χτύπημα της οκτάχρονης ιστορίας τους. Όπως προκύπτει από την επίσημη αναπαράσταση στις δίκες που ακολούθησαν, έντεκα ήταν τα άτομα που συμμετείχαν στην επίθεση, όμως έχουν διατυπωθεί αρκετές αμφιβολίες σχετικά με τις δηλώσεις των τρομοκρατών, στις οποίες βασίστηκαν οι επίσημες έρευνες. Ας δούμε όμως τί συνέβη το πρωί της 16ης Μαρτίου του 1978 στη Ρώμη, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε.
Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΟΡΟ (16/3/1978)
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν στήσει την ενέδρα τους στη Via Mario Fani, έναν κατηφορικό δρόμο στη βορειοδυτική Ρώμη, πολύ κοντά στο “Stadio Olimpico”. Τα μέλη της οργάνωσης, που είχαν παρακολουθήσει για καιρό το καθημερινό δρομολόγιο του Μόρο, πήραν θέσεις στις 8:45 το πρωί της 16ης Μαρτίου. Είχαν παρκάρει σε τέσσερα αυτοκίνητα. Στο πάνω μέρος του δρόμου βρισκόταν ο Μάριο Μορέτι, αρχηγός των BR, μέσα σε ένα Fiat 128 με ψεύτικη διπλωματική πινακίδα. Ο Αλβάρο Λοτζακόνο και ο Αλέσιο Καζιμίρι βρίσκονταν σε ένα άλλο Fiat 128, μερικά μέτρα μπροστά από τον Μορέτι.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν σταματημένο ένα ακόμα Fiat 128, μέσα στο οποίο βρισκόταν η Μπάρμπαρα Μπαλζεράνι, η οποία θα έβλεπε πρώτη το αυτοκίνητο του Μόρο να πλησιάζει. Τέλος, ένα Fiat 132 με τον Μπρούνο Σεγκέτι, ήταν παρκαρισμένο πιο κάτω, εκεί που τελείωνε ο δρόμος. Τέσσερις από τους τρομοκράτες (Μορούτσι, Γκαλινάρι, Φιόρε και Μπονιζόλι) φορούσαν στολές της Alitalia ως μέτρο προφύλαξης, επειδή δεν γνωρίζονταν όλα τα μέλη μεταξύ τους, ώστε να αποφευχθούν τα φιλικά πυρά.
Ο Μόρο έφυγε από το σπίτι του λίγο πριν τις 9:00, μέσα σε ένα μπλε Fiat 130, το οποίο οδηγούσε ο Ντομένικο Ρίτσι, ενώ δίπλα του καθόταν ο Ορέστε Λεονάρντι, επικεφαλής της ομάδας σωματοφυλάκων. Πίσω τους ακολουθούσε μια λευκή Alfetta, μέσα στην οποία βρίσκονταν οι υπόλοιποι τρεις σωματοφύλακες του Μόρο, οι Φραντσέσκο Ζίτσι, Τζούλιο Ριβέρα και Ραφαέλε Ιοτσίνο. Όταν τα δυο αυτοκίνητα μπήκαν στην οδό Mario Fani, οι τρομοκράτες ειδοποιήθηκαν από τη Ρίτα Αλγκρανάτι, η οποία βρισκόταν στη γωνία του δρόμου με την οδό Trionfale. Η Αλγκρανάτι κούνησε συνθηματικά ένα μπουκέτο με λουλούδια και στη συνέχεια έφυγε από το σημείο με ένα μοτοποδήλατο.
Το Fiat του Μορέτι έκοψε το δρόμο στο αυτοκίνητο του Μόρο από μπροστά. Ο Ρίτσι προσπάθησε να κάνει μια μανούβρα για να διαφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αμέσως μετά, το Fiat του Λοτζακόνο έκλεισε το δρόμο στα δυο αυτοκίνητα του Μόρο από την πίσω πλευρά. Την ίδια στιγμή, οι τέσσερις ένοπλοι τρομοκράτες με τις στολές της Alitalia που ήταν κρυμμένοι σε θάμνους δίπλα στον δρόμο, άρχισαν να πυροβολούν τους σωματοφύλακες. Συνολικά έπεσαν 91 σφαίρες, εκ των οποίων οι 45 πέτυχαν – και σκότωσαν – τους πέντε συνοδούς του Μόρο.
Στην ενέδρα χρησιμοποιήθηκαν δυο υποπολυβόλα FNAB-43 και περίστροφα, ανάμεσά τους και μια Beretta M12. Ο Μόρο υποχρεώθηκε να μπει στο Fiat 132 του Σεγκέτι, το οποίο εγκαταλείφθηκε μερικά τετράγωνα πιο κάτω, στη Via Licinio Calvo και βρέθηκε στις 9:40 με μερικές κηλίδες αίματος στο εσωτερικό του. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν στην ενέδρα, βρέθηκαν τις επόμενες μέρες στον ίδιο δρόμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανείς από τους πέντε σωματοφύλακες δεν ήταν οπλισμένος την ημέρα της απαγωγής, όλα τα όπλα τους ήταν αποθηκευμένα σε τσάντες στα πορτ-μπαγκάζ των δυο αυτοκινήτων, ακριβώς επειδή δεν περίμεναν σε καμία περίπτωση να δεχτούν επίθεση.
Η απίστευτη αποκάλυψη όμως ήρθε από τη σύζυγο του Μόρο, Ελεονόρα Κιαβαρέλι, η οποία κατά τη διάρκεια της δίκης, είπε πως τα όπλα βρίσκονταν στα πορτ-μπαγκάζ, επειδή οι φρουροί δεν ήξεραν να τα χρησιμοποιούν! Η Κιαβαρέλι πρόσθεσε ότι οι σωματοφύλακες δεν είχαν καν εκπαιδευτεί στη σκοποβολή, ενώ για μήνες ο ασύρματος του αυτοκινήτου του Μόρο δε λειτουργούσε! Λίγη ώρα μετά την απαγωγή, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανέλαβαν την ευθύνη με τηλεφώνημα στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA.
Να πούμε εδώ ότι η ημέρα που έγινε η απαγωγή, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ο Μόρο κατευθυνόταν εκείνο το πρωί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου το σώμα θα συνεδρίαζε και στη συνέχεια θα ψήφιζε για να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Τζούλιο Αντρεότι, ώστε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση με την για πρώτη φορά άμεση συνεργασία του Ιταλικού Κομμουνιστικού κόμματος. Στις 10:00 ακριβώς, ο πρόεδρος της ιταλικής βουλής, Πιέτρο Ινγκράο, διέκοψε τη συνεδρίαση, ανακοινώνοντας την απαγωγή του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Τελικά, στην ψηφοφορία που διεξήχθη, ο Αντρεότι συγκέντρωσε πολύ μεγάλη πλειοψοφία στις ψήφους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του PCI, όμως ο Μπερλίνγκουερ, υπό το βάρος των εξελίξεων, περιορίστηκε στη στήριξη των Χριστιανοδημοκρατών, χωρίς να εμπλακεί ενεργά στο κυβερνητικό σχήμα. Ο ηγέτης των Κομμουνιστών μίλησε για ένα χτύπημα που σκοπό είχε να σταματήσει μια θετική πολιτική διαδικασία, ενώ ο Λούτσιο Μάγκρι, εκπρόσωπος του ακροαριστερού PdUP, εξέφρασε την ανησυχία του για νομοσχέδια που με αφορμή την απαγωγή του Μόρο, θα περιόριζαν τις προσωπικές ελευθερίες.
Το πού ακριβώς κρατήθηκε ο Άλντο Μόρο μετά την απαγωγή του, δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα. Πάντως, σύμφωνα με τις μαρτυρίες τρομοκρατών στις δίκες που ακολούθησαν, ο Ιταλός πολιτικός οδηγήθηκε σε διαμέρισμα το οποίο ανήκε για κάποια χρόνια σε μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών και βρισκόταν στον αριθμό 8 της Via Camillo Montalcini, στη νοτιοδυτική περιοχή της Ρώμης. Στο υπόγειο πάρκινγκ της πολυκατοικίας υποτίθεται ότι έλαβε χώρα και η δολοφονία του Μόρο στις 9 Μαΐου του 1978.
Ο αδελφός του Μόρο, Κάρλο Αλφρέντο, δικαστής στο επάγγελμα, αμφισβήτησε αυτή την εκδοχή, υποστηρίζοντας στο βιβλίο του, “Storia di un delitto annunciato”, ότι το σημείο κράτησης πρέπει να βρισκόταν σε κάποια παραθαλάσσια τοποθεσία και αυτό επειδή στο αυτοκίνητο που βρέθηκε το πτώμα, υπήρχαν και υπολείμματα άμμου. Οι απαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι είχαν ρίξει άμμο και νερό στο θύμα και στο αυτοκίνητο για να παραπλανήσουν τις αρχές, όμως οι ανακριτές και οι ιατροδικαστές δεν πείστηκαν. Το σίγουρο είναι ότι το ακριβές σημείο κράτησης του Μόρο παραμένει μέχρι σήμερα ένα άλυτο μυστήριο.
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο Άλντο Μόρο έγραψε 86 επιστολές, που απευθύνονταν σε ηγετικά στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, στην οικογένειά του και στον – στενό φίλο του – Πάπα Παύλο τον 6ο. Κάποιες από αυτές έφτασαν στους παραλήπτες τους, ενώ κάποιες άλλες δε στάλθηκαν ποτέ και βρέθηκαν αργότερα σε άλλη γιάφκα της οργάνωσης, στην οδό Monte Nevoso στο Μιλάνο. Σε αυτές τις επιστολές, ο Μόρο προσπαθούσε να βρει σημεία επαφής ανάμεσα στους τρομοκράτες και τους Χριστιανοδημοκράτες ή την κυβέρνηση, ώστε να καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις και να αφεθεί ελεύθερος.
Τα γράμματα που έγραφε ο Μόρο, παρά το γεγονός ότι δεν τα υπαγόρευαν οι απαγωγείς του, ήταν σε αρκετές περιπτώσεις καθοδηγούμενα από αυτούς. Θεωρείται όμως σίγουρο ότι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δε βασάνισαν ποτέ, ούτε κακομεταχειρίστηκαν τον Μόρο στη διάρκεια της κράτησής του. Δεν ήταν πάντως λίγοι εκείνοι, κυρίως μέλη του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, που επέκριναν τον Μόρο για την προσπάθειά του να πείσει το κράτος να διαπραγματευτεί με τους τρομοκράτες, με σκοπό να σώσει τη ζωή του.
ΤΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Στη διάρκεια των 55 ημερών της κράτησης του Μόρο, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες εξέδωσαν εννέα ανακοινωθέντα (“comunicati”), στα οποία εξηγούσαν αναλυτικά τους λόγους της απαγωγής. Στο τρίτο από αυτά, έγραφαν χαρακτηριστικά: “Η ανάκριση, το περιεχόμενο της οποίας ήδη περιγράψαμε, συνεχίζεται με την πλήρη συνεργασία του κρατούμενου. Οι απαντήσεις του ξεκαθαρίζουν όλο και περισσότερο τις αντεπαναστατικές γραμμές της ιμπεριαλιστικής πρακτικής του νέου καθεστώτος που με κινητήριο άξονα τις Πολυεθνικές, εγκαθιδρύεται στη χώρα μας έχοντας ως βασικό άξονα τη Χριστιανοδημοκρατία”.
Στις 22 Απριλίου, ο Πάπας Παύλος ο 6ος, σε δημόσια ομιλία του, ζήτησε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες να αφήσουν τον Μόρο να επιστρέψει στην οικογένειά του, χωρίς να θέτουν όρους και απαιτήσεις. Δυο μέρες αργότερα, στις 24 Απριλίου, με το 8ο ανακοινωθέν τους, οι τρομοκράτες πρότειναν να ανταλλάξουν τον Μόρο με 13 φυλακισμένους συντρόφους τους (αργότερα δέχτηκαν να γίνει ανταλλαγή με μόνο έναν φυλακισμένο τρομοκράτη των BR). Στο μεταξύ, η πολιτική σκηνή της Ιταλίας είχε χωριστεί στα δυο.
Υπήρχαν εκείνοι που ήταν υπέρ των διαπραγματεύσεων, ανάμεσά τους και ο γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού κόμματος, Μπετίνο Κράξι. Όμως η πλειοψηφία των Χριστιανοδημοκρατών και των Κομμουνιστών, ανάμεσά τους και ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, θεωρούσαν πως οποιαδήποτε συζήτηση με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, θα σήμαινε αυτόματα νομιμοποίηση της τρομοκρατικής βίας. Επιπλέον, υποστήριζαν, πως η αστυνομία, με τόσα θύματα τα τελευταία χρόνια από τρομοκρατικές επιθέσεις, δε θα αποδεχόταν μια τέτοια λύση.
Ο Μπερλίνγκουερ και ο Ούγκο Λα Μάλφα, ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων, είχαν προτείνει τη θανατική ποινή για τους τρομοκράτες. Στις 5 Μαΐου, με το 9ο ανακοινωθέν τους, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανέφεραν για πρώτη φορά σαφώς το εξής: “Σε ό,τι αφορά την πρότασή μας για ανταλλαγή πολιτικών κρατουμένων με σκοπό την αναστολή της καταδίκης και την απελευθέρωση του Άλντο Μόρο, δεν μπορούμε παρά να καταγράψουμε τη σαφή άρνηση της Χριστανοδημοκρατίας. Ολοκληρώνουμε έτσι τη μάχη που ξεκίνησε στις 16 Μαρτίου, εκτελώντας την ποινή στην οποία καταδικάστηκε ο Άλντο Μόρο”. Η αντίδραση του Αντρεότι την ίδια μέρα, ήταν να επαναλάβει την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τις BR. Ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα…
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ (9/5/1978)
Παρά το γεγονός ότι η “δίκη” του Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες είχε ολοκληρωθεί στις 15 Απριλίου, κάτι που είχε κάνει γνωστό η οργάνωση με το 6ο της ανακοινωθέν, προσθέτοντας ότι είχε κριθεί ένοχος και είχε καταδικαστεί σε θάνατο, δεν είχαν συμφωνήσει όλα τα μέλη με την εκτέλεσή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ο ίδιος ο Μορέτι είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τη σύζυγο του Μόρο, ζητώντας της να πιέσει τους Χριστιανοδημοκράτες ηγέτες για διαπραγματεύσεις.
Ένα άλλο μέλος της οργάνωσης, η Αντριάνα Φαράντα, είχε αναφέρει μια νυχτερινή συνάντηση στο Μιλάνο, λίγες μέρες πριν τη δολοφονία, όπου τόσο η ίδια όσο και άλλοι τρομοκράτες, ανάμεσά τους οι Βαλέριο Μορούτσι και Φράνκο Μπονιζόλι, που είχαν πάρει μέρος στην απαγωγή, διαφώνησαν με την απόφαση, η οποία όμως πάρθηκε μετά από ψηφοφορία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός μέλους των Ερυθρών Ταξιαρχιών αρκετά χρόνια αργότερα, οι τρομοκράτες ξύπνησαν τον Μόρο στις 6:00 το πρωί, λέγοντάς του ότι θα τον μετέφεραν σε άλλο μυστικό μέρος.
Αντίθετα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μπονιζόλι, όταν ξύπνησαν τον Μόρο, του είπαν ότι είχε χορηγηθεί αμνηστία και θα τον άφηναν ελεύθερο. Στη συνέχεια τον έβαλαν σε ένα ψάθινο καλάθι και τον μετέφεραν στο γκαράζ της πολυκατοικίας της οδού Camillo Montalcini. Εκεί τον τοποθέτησαν στο πορτ-μπαγκάζ ενός κόκκινου Renault 4 και τον σκέπασαν με ένα κόκκινο σεντόνι. Αμέσως μετά, ο Μάριο Μορέτι πυροβόλησε τον Μόρο με ένα Walther PPK των 9mm, το οποίο όμως μπλόκαρε και συνέχισε με ένα Skorpion vz. 61. Οι σφαίρες τρύπησαν τους πνεύμονες του Μόρο και τον σκότωσαν.
Στη συνέχεια, οι τρομοκράτες οδήγησαν το αυτοκίνητο με το πτώμα στην οδό Michelangelo Caetani, κοντά στον ποταμό Τίβερη και το άφησαν παρκαρισμένο εκεί, μια ώρα περίπου μετά την εκτέλεση. Στις 12:30 τηλεφώνησαν στον Φραντσέσκο Τρίτο, βοηθό του Μόρο, λέγοντάς του την ακριβή τοποθεσία του αυτοκινήτου με το πτώμα. Στις 13:30, ο Βαλέριο Μορούτσι έκανε ένα ακόμα τηλεφώνημα, αυτή τη φορά στο αρχηγείο της Αστυνομίας, ενημερώνοντας ότι το πτώμα του Μόρο βρισκόταν στην οδό Caetani.
Η ιατροδικαστική έρευνα τοποθέτησε την ώρα του θανάτου ανάμεσα στις 9:00 και τις 10:00 το πρωί. Ο Μόρο φορούσε τα ίδια γκρίζα ρούχα που είχε και την ημέρα της απαγωγής του. Ήταν γεμάτος με κηλίδες αίματος, ενώ ίχνη άμμου βρέθηκαν στις τσέπες και τις κάλτσες του, καθώς και υπολείμματα λαχανικών. Στο πορτ-μπαγκάζ υπήρχαν κάποια προσωπικά αντικείμενα του νεκρού, ένα βραχιόλι, το ρολόι του και μερικά άδεια φυσίγγια. Ο Μόρο είχε και ένα τραύμα στον μηρό, το οποίο είχε υποστεί πιθανότατα την ημέρα της απαγωγής του.
Το σοκ ήταν τεράστιο για όλη την Ιταλία, που βυθίστηκε στο πένθος. Παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει σχεδόν δυο μήνες από την απαγωγή του Μόρο και δεν είχε υπάρξει η παραμικρή πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, οι Ιταλοί πίστευαν πως έστω και την ύστατη ώρα θα βρισκόταν κάποια λύση, χωρίς να χρειαστεί να χυθεί αίμα. Αμέσως μετά την είδηση της δολοφονίας, παραιτήθηκε ο υπουργός των Εσωτερικών, Φραντσέσκο Κοσίγκα (ήταν αντίθετος σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τις BR), για τον οποίο ο Μόρο, σε μια από τις επιστολές του, είχε γράψει “το αίμα μου θα πέσει πάνω του”.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ
Αμέσως μετά τη δολοφονία του Μόρο, σχηματίστηκαν τρεις “επιτροπές κρίσης”, μια επιχειρησιακή-πολιτική επιτροπή, μια επιτροπή πληροφοριών και τέλος, μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, της οποίας ποτέ δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις και δραστηριότητες. Καμία όμως από αυτές τις επιτροπές δεν κατέληξε σε σαφή πορίσματα σχετικά με την υπόθεση Μόρο και αυτό επειδή η μεθοδολογία τους ήταν τελείως ξεπερασμένη, αφού βασιζόταν σε πρότυπα της δεκαετίας του ’50 και δεν προέβλεπε την κατανόηση και την καταπολέμηση της εσωτερικής τρομοκρατίας, που είχε εμφανιστεί στην Ιταλία πολύ αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Μέχρι σήμερα έχει εξακριβωθεί ότι δέκα ήταν οι τρομοκράτες που πήραν μέρος στην απαγωγή του Μόρο, παρά το γεγονός ότι οι μαρτυρίες των ίδιων των μελών της οργάνωσης μιλούσαν για περισσότερους (έντεκα στην απαγωγή και αρκετούς περισσότερους στην κράτηση και στη δολοφονία). Από τους δέκα, συνελήφθησαν οι οκτώ και καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, με μεγαλύτερη εκείνη του Μάριο Μορέτι (έξι φορές σε ισόβια). Όμως, το ιταλικό κράτος, κυρίως μετά τη σύλληψη το 1979 πολλών ηγετικών στελεχών των Ερυθρών Ταξιαρχιών και εκατοντάδων μελών τους, πρότεινε μια “πολιτική λύση” στους φυλακισμένους της οργάνωσης.
Οι περισσότεροι κρατούμενοι αποδέχτηκαν αυτή την πρόταση (εξαίρεση αποτέλεσαν ο Ρενάτο Κούρτσιο και η ομάδα του Τζιοβάνι Σεντσάνι, ενός καθηγητή εγκληματολογίας που είχε δραστηριοποιηθεί στις Ερυθρές Ταξιαρχίες) και αφέθηκαν ελεύθεροι με αντάλλαγμα τη δημόσια αποκήρυξη της ένοπλης πάλης. Σε ό,τι αφορά τους οκτώ της υπόθεσης Μόρο, όλοι βγήκαν από τη φυλακή, είτε με περιοριστικούς όρους, είτε χωρίς, εκτός από τη Ρίτα Αλγκρανάτι, που συνελήφθη το 2004 στο Κάιρο και εκτίει ακόμα την ποινή της.
Ο ένατος, Αλβάρο Λοτζάκονο, διέφυγε στην Ελβετία, συνελήφθη το 2004 στην Κορσική, αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ιταλία. Ο δέκατος, Αλέσιο Καζιμίρι, διέφυγε στη Νικαράγουα, όπου είναι ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου. Η δίκη των κατηγορούμενων για τη δολοφονία του Μόρο – η πρώτη, γιατί ακολούθησαν και άλλες – διεξήχθη το 1982 στη Ρώμη, προκαλώντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Εκεί μπήκε η σφραγίδα του τέλους μιας οργάνωσης που είχε αποδεκατιστεί από τις συλλήψεις, τις διαφοροποιήσεις και τις ομολογίες των μεταμελημένων.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στα επόμενα χρόνια, την ευθύνη των οποίων ανέλαβαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, ήταν απλά οι τελευταίες γραμμές στο χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, αφού η οργάνωση είχε χάσει κάθε έρεισμα στο λαό, μαζί και τη μαζική υποστήριξη από χιλιάδες συμπαθούντες, που γύρισαν την πλάτη τους στις BR μετά τη δολοφονία του Μόρο. Ο Ενρίκο Φέντσι, ένας από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους της, είχε πει χαρακτηριστικά: “Το κεφάλαιο Ερυθρές Ταξιαρχίες έχει ουσιαστικά κλείσει”.
Και είχε αναλύσει αυτό συμπέρασμά του μέσα σε ελάχιστες προτάσεις: “Η ένοπλη πάλη έχασε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά ραντεβού της τελευταίας δεκαετίας. Αν δεν έχουμε το θάρρος να απορρίψουμε συνολικά την ένοπλη βία, είμαστε καταδικασμένοι να μην καταλάβουμε αυτά που συμβαίνουν, είμαστε καταδικασμένοι στην τρέλα. Και τούτο επειδή, σε αυτό το στάδιο, η αποτυχία των Ερυθρών Ταξιαρχιών ισοδυναμεί με την αποτυχία της ένοπλης πάλης στη χώρα μας”…