ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ: Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Εμβληματικός σινεκριτικός, εμβριθής μελετητής της έβδομης τέχνης, ιθύνων νους του διεθνούς φεστιβάλ Πανοράμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Μίλησε στο Magazine για την πολυδεκαετή, συναρπαστική του πορεία που μερικές φορές μοιάζει βγαλμένη από σενάριο ταινίας.
“Εδώ και περισσότερα από 60 χρόνια γράφω, συζητώ και γενικά ασχολούμαι με τον κινηματογράφο και την τέχνη του” γράφει ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης στον πρόλογο του βιβλίου “Μαγικά Ταξίδια” (εκδ. Ιωλκός), ένα πόνημα σχεδόν 700 σελίδων που περιέχει κείμενά του για τον κινηματογράφο από το 1959 ως το 1974.
Πρόκειται για την πρώτη περίοδο της πολυδεκαετούς καριέρας του, δηλαδή για τα χρόνια που ακολούθησαν τη σύλληψή του από τους Άγγλους (και τη φυλάκισή του στο Φρούριο της Κερύνειας και στο Στρατόπεδο Κοκκινοτριμιθιάς, σε “block που ήταν σαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ή των Άγγλων με τους Μάου Μάου”, όπως λέει στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί), συνέπεσαν με τις σπουδές του σε Αθήνα, Λονδίνο και Παρίσι και προηγήθηκαν εκείνων κατά τα οποία συνίδρυσε την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, με το ελαφρώς “εξωτικό” του όνομα να παγιώνεται στη συνείδηση εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών ως συνώνυμο εγκυρότητας και εμβρίθειας μέσα από τη στήλη της κριτικής κινηματογράφου της Ελευθεροτυπίας όπου έγραφε από το 1975 μέχρι το άδοξο κλείσιμό της, αλλά και από το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που ίδρυσε το 1988 και συνεχίζει να διευθύνει.
Αυτή η doorstopper έκδοση αποτέλεσε την αφορμή για να μιλήσει στο Magazine για όλη του τη ζωή, μια συναρπαστική πορεία που ξεκίνησε το 1936 στη Λευκωσία, για να ακολουθήσουν, μέχρι σήμερα, ουκ ολίγες στιγμές που μοιάζουν βγαλμένες από σενάριο ταινίας.
Κύριε Μικελίδη, θυμάστε πώς νιώσατε όταν είδατε την πρώτη ταινία στη ζωή σας;
Θυμάμαι πότε πήγα πρώτη φορά σινεμά, όχι τον τίτλο της ταινίας. Ήταν ένα από τα σίριαλ που έφτιαχναν τότε η Columbia και κυρίως η Republic και προβάλλονταν σε κινηματογραφικές αίθουσες. Ορισμένες ιστορίες ήταν γουέστερν, όπως “Η Μάσκα του Ζορό”, άλλες ήταν φανταστικές, όπως “Flash Gordon”, “Batman” και “Superman”. Μιλάω για τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, αν και τα σίριαλ είχαν ξεκινήσει από την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Συνήθως ήταν 12-15 επεισόδια διάρκειας 15-20’. Σε κάποιες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, χώριζαν τα επεισόδια σε τρία μέρη, που σημαίνει ότι γίνονταν μια κανονική ταινία διάρκειας 80’, που την πρόβαλλαν σε τρεις διαδοχικές εβδομάδες, Παρασκευή και Σάββατο. Κάθε επεισόδιο τελείωνε με τη φράση “To be continued”, συνήθως με τον ήρωα σε ένα τρένο που ανατιναζόταν ή έπεφτε από το άλογο ή τον πυροβολούσαν.
Κάθε επεισόδιο τελείωνε δηλαδή με cliffhanger.
Ναι, έτσι τα λέγανε, cliffangers. Σταματούσε το επεισόδιο και στο επόμενο έβλεπες πώς γλίτωνε ο ήρωας. Ήμουν 9 χρονών κι έμενα στα περίχωρα της Λευκωσίας. Μετά το σχολείο, με ένα γείτονα συμμαθητή, περπατώντας προς το σπίτι περάσαμε μέσα από ένα οικόπεδο για να μην πάμε από το δρόμο, κλωτσούσαμε πέτρες και ξαφνικά είδα ένα χαρτονόμισμα. «Α!» φώναξε ο συμμαθητής μου, που είχε ξεκινήσει ήδη να πηγαίνει σινεμά. «Με αυτό μπορούμε να πάμε το Σάββατο σινεμά!» Τα απογεύματα του Σαββάτου άφηναν δύο παιδιά με ένα εισιτήριο, ο συμμαθητής μου το ήξερε γιατί ο πατέρας του έπαιζε παλιότερα μουσική στον βουβό κινηματογράφο. Πήγαμε λοιπόν, μπήκαμε μόλις είχε αρχίσει η ταινία, καθίσαμε στην πρώτη σειρά και ξαφνικά είδα τρένα να έρχονται κατά πάνω μου και στην αρχή έσκυψα. Ήταν η πρώτη μου φορά! Μαγεύτηκα! Ευτυχώς μετά από μερικούς μήνες μετακομίσαμε στο κέντρο της Λευκωσίας. Τα σινεμά ήταν κοντά μου, και άρχισα να πηγαίνω δυό-τρεις φορές την εβδομάδα.
Υπήρχε το “μικρόβιο” του σινεμά ήδη μέσα στο σπίτι σας;
Ξέρω ότι η μητέρα μου, η οποία πέθανε μόλις γεννήθηκα, πήγαινε σινεμά με τη θεία μου όταν ήταν μικρές. Σε ένα μπαούλο βρήκα φυλαγμένα προγράμματα. Τότε, επειδή οι ταινίες ήταν βουβές, και δυσκολεύονταν στη μετάφραση, τύπωναν πρόγραμμα που είχε όλη την υπόθεση με λεπτομέρειες, εκτός από το τέλος. “Η συνέχεια επί της οθόνης” έγραφαν όταν πλησίαζε το φινάλε. Θυμάμαι να διαβάζω σε αυτά τα προγράμματα ότι κατά τη διάρκεια της ταινίας θα παίζει βιολί ο τάδε, καμιά φορά είχαν και περισσότερα όργανα. Η πλάκα είναι ότι αγοράσαμε το σπίτι στο κέντρο της Λευκωσίας από τον πιο γνωστό βιολιστή αυτών των ταινιών. Τι σύμπτωση!
Από το σπίτι λοιπόν είχατε το ελεύθερο να πηγαίνετε σινεμά.
Ναι, πήγαινα κιόλας σε αγγλικό σχολείο που το επέτρεπε. Στα ελληνικά γυμνάσια το απαγόρευαν, εκτός κι αν ήταν κάποιες ειδικές προβολές. Πήγαινα τα Σαββατοκύριακα -όχι τις καθημερινές γιατί είχα διαβάσματα- και τα καλοκαίρια, που άνοιγαν οι θερινοί, σχεδόν κάθε μέρα.
Πώς ήταν η ζωή στην Κύπρο τότε για ένα παιδί στην ηλικία σας;
Η Λευκωσία αν και μικρή, ήταν άνετη. Τότε όλοι ως παιδιά είχαμε ποδήλατα, έτσι πηγαίναμε στο σχολείο. Απέναντι από το σπίτι μου τότε ήταν ο προμαχώνας, το παλιό τείχος και παίζαμε συχνά καουμπόηδες και ινδιάνους.
Ήσασταν καλός μαθητής;
Ναι, καλός ήμουν, έβγαλα το σχολείο με υποτροφία.
Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που να αποφασίσατε συνειδητά ότι ο κινηματογράφος ήταν ο επαγγελματικός προορισμός σας;
Από την αρχή πήγαινα όσο πιο συχνά μπορούσα να δω ταινίες. Το σχολείο μου ήταν αγγλικό κι επειδή ήθελα να σπουδάσω στο Λονδίνο, έπρεπε να δώσω εξετάσεις στα αγγλικά, άρα έπρεπε να διαβάσω διάφορα βιβλία. Τα παραγγελνα από ένα βιβλιοπωλείο κοντά στο σπίτι, μαζί με δύο κινηματογραφικά περιοδικά: Picture Goer και Picture Show. Είχαν μέσα πορτρέτα ηθοποιών και στη μέση κριτικές με αστεράκια. Τα αγόραζα, έκοβα τις φωτογραφίες και κρατούσα ημερολόγιο των ταινιών που έβλεπα, σημειώνοντας με αστεράκια πόσο μου είχαν αρέσει. Έγραφα και τον αριθμό, πχ 28η ή 53η. Έβλεπα καμιά διακοσαριά ταινίες το χρόνο. Αυτά τα ημερολόγια, από την τριετία ’50-’53, τα έχω ακόμη. Τότε είχαμε ένα καθηγητή στην Αγγλική Σχολή που μας βοηθούσε πολύ, μας είχε βάλει να διαβάσουμε Τ.Σ. Έλιοτ και Καβάφη, και μας πρότεινε να βγάλουμε ένα δικό μας περιοδικό. Όντως το κάναμε. Το λέγανε The Schoolboy’s Spirit. Εκεί έγραψα την πρώτη μου κριτική, για την ταινία “Μια θέση στον ήλιο”.
Πόσα αστεράκια βάλατε;
Α, εκεί δεν βάζαμε αστεράκια.
Και μετά;
Μετά ήρθε η δουλειά στο ΡΙΚ και πολλά άλλα.
Μεταξύ των οποίων και η φυλάκισή σας το 1955.
Ναι, με πιάσανε ως μέλος της ΕΟΚΑ. Δεν ήμουν, απλά είχα μιλήσει κατά των Άγγλων. Ο γενικός διευθυντής του ΡΙΚ τότε ήταν Άγγλος. Η πρώτη έκρηξη της ΕΟΚΑ έγινε έξω από το ΡΙΚ. Από τότε φρουρούσαν το κτίριο συνέχεια Άγγλοι στρατιώτες. Για κάποιο λόγο όμως προέκυψε ένα κενό από τις 5 ως τις 7 το απόγευμα και μας ζήτησαν να το φυλάμε οι υπάλληλοι. Εμείς αρνηθήκαμε και το ανακοίνωσα εγώ. “Τι είναι αυτά που λες, δεν θα κάνετε ό,τι θέλετε” είπε ο διευθυντής. “Όχι, εσείς δεν θα κάνετε ότι θέλετε” είπα. “Έξω!” φώναξε. “Δεν πάω πουθενά, να φύγετε εσείς” απάντησα. “Απολύεσαι!” φώναξε. Τέλος πάντων έφυγα. Στο τέλος του μήνα πήγα να πληρωθώ και έγινε πάλι μια έκρηξη. Σου λέει, λοιπόν, ο διευθυντής, τυχαίο είναι ότι έγινε τη μέρα που ήρθε αυτός που μου είχε μιλήσει άσχημα; Οπότε με πιάσανε. Ήμουν τότε 19 ετών. Έμεινα μέσα έξι μήνες.
Στο ΡΙΚ τι κάνατε ακριβώς;
Ήμασταν τρία άτομα που κάναμε το ελληνικό πρόγραμμα. Θυμάμαι ότι στην αρχή έκανα το μουσικό πρόγραμμα. Μετά έκανα μια σειρά ταξιδιωτικών εκπομπών, με υλικά από βιβλία του Καζαντζάκη, του Μυριβήλη, του Καραγάτση, του Ψαθά. Έπαιρνα κομμάτια και ενδιάμεσα βάζαμε μουσική. Εγώ ετοίμαζα το σενάριο και είχαμε ηθοποιούς που το διάβαζαν.
Ήταν τραυματική εμπειρία η φυλακή;
Τραυματική ήταν τις πρώτες μέρες που ήμουν απομονωμένος και προσπαθούσαν να με κάνουν να μαρτυρήσω ότι είχα βάλει τη βόμβα. Τότε, βάσει νόμου, μπορούσαν να σε κρατήσουν οχτώ μέρες για να βρουν στοιχεία. Αλλιώς έπρεπε να σε αφήσουν ελεύθερο. Όμως όσο ήμουν μέσα, υπέγραψε ο Κυβερνήτης ένα νόμο που καταργούσε το habeas corpus, και μπορούσαν να σε κρατήσουν όσο ήθελαν, αρκεί να ανανέωναν το χαρτί κάθε τρεις μήνες. Αυτό ξεκίνησε το ’55 και κράτησε χρόνια, μέχρι τη συμφωνία του ’59. Σε κρατούσε “ο εκπρόσωπος της αυτούς εξοχότητας της βασίλισσας κλπ” ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Ακόμη έχω το χαρτί!
Στις οχτώ μέρες με πάνε στο δικαστήριο, με αφήνει ελεύθερο ο δικαστής και με το που βγαίνω, μου δείχνουν το χαρτί και μου ξαναβάζουν χειροπέδες. Με κρατούσαν στο φρούριο της Κερύνειας, απ’ όπου κάποιοι δραπέτευσαν – κάποιους τους πιάσανε, κάποιοι τη γλίτωσαν κι αργότερα πολέμησαν με την ΕΟΚΑ. Έγιναν φασαρίες, τα σπάσαμε μέσα γιατί ο στρατός έριξε στα κελιά δακρυγόνα, και βγήκαμε στην αυλή να διαμαρτυρηθούμε. Μετά κάναμε απεργία πέντε μέρες, μας τάισαν τελικά με το ζόρι κι επειδή φοβόντουσαν ότι θα δραπετεύαμε κι άλλοι από το φρούριο, μας μετέφεραν στο στρατόπεδο Κοκκινοτριμιθιάς που ήταν σε κάμπο. Εκεί φτιάξανε ένα block που ήταν σαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ή των Άγγλων με τους Μάου Μάου. Συρματοπλέγματα, στρατιώτες με σκύλους, παρατηρητήρια στις τέσσερις γωνίες και κάτι τεράστια παραπήγματα από λαμαρίνες και χώμα στο πάτωμα που χωρούσαν δώδεκα κρατούμενους από τη μία μεριά και δώδεκα από την άλλη. Μας μετέφεραν εκεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μας δώσανε δυο σόμπες και παγώναμε, ενώ το καλοκαίρι σκάγαμε μέσα στις λαμαρίνες. Μάλιστα εκτός από τα γενικά συρματοπλέγματα, γύρω από το κάθε παράπηγμα υπήρχε κι άλλο συρματόπλεγμα. Μπορούσαμε να βγαίνουμε μόνο σε μια μικρή αυλή να περπατάμε.
Πώς καταφέρατε να αποφυλακιστείτε μετά από έξι μήνες;
Είχα ένα θείο δικηγόρο που αγωνιζόταν για το Κυπριακό και ζήτησε να με εκπροσωπήσει ένας συνάδελφος του που αργότερα έγινε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης. Εγώ είχα τελειώσει την Αγγλική Σχολή, είχα περάσει κιόλας τις εξετάσεις για να πάω να σπουδάσω στο Λονδίνο, υποτίθεται νομική, αν και προτιμούσα να γίνω καθηγητής, όχι δικηγόρος. Ο Κληρίδης έκανε συνέχεια αιτήσεις να αποφυλακιστώ. Κάθε τόσο “ξεκούραζαν” το σύστημα, άφηναν τρεις-τέσσερις και έφερναν δεκατέσσερις. Σκέψου ότι όταν πήγα εκεί είχα τον αριθμό 88. Όταν έφυγα ήταν πάνω από πεντακόσιοι σε αυτά τα παραπήγματα.
Οι αιτήσεις μου απορρίπτονταν συνέχεια ώσπου τελικά μου έδωσαν άδεια. Αλλά στη Λευκωσία απαγορευόταν να κυκλοφορώ μετά τη Δύση του ηλίου ή να φύγω από την πόλη χωρίς ειδική άδεια της αστυνομίας και έπρεπε καθημερινά να δίνω το παρών. Κάθε τόσο γίνονταν εκρήξεις. Μια μέρα σκοτώθηκε ένας στρατιώτης και απέκλεισαν όλη την περιοχή που ζούσαμε κι εμείς, μπούκαραν στο σπίτι για έλεγχο κλπ. Μετά διέταξαν να πάνε όλοι οι άντρες ως 60 χρονών στο κτίριο του σχολείου. Πήγα κι εγώ. Μας έβαζαν έναν-έναν στο κτίριο που ήταν ένας κουκουλοφόρος κι έδειχνε. Πιάσανε αρκετούς εκείνη τη μέρα. Αμάν, σκέφτομαι, θα με πιάσουν. Κι ας μην είχα κάνει τίποτα. Μπαίνω στο κτίριο, βλέπω μια πόρτα, την ανοίγω νομίζοντας ότι θα μπω στο δωμάτιο με τον κουκουλοφόρο, βγήκα όμως από την άλλη άκρη του κτιρίου! Ήταν εκεί ένας φρουράκος. “Τι στέκεσαι; Φύγε!” μου λέει. Και πήγα τρέχοντας στο σπίτι μου.
Αφού τη γλίτωσα, έπρεπε να φύγω το συντομότερο. Σκέφτηκα να πάω πρώτα στην Αθήνα και μετά στο Λονδίνο. Για να μην πει κανείς ότι είμαι της ΕΟΚΑ και πάω στην Ελλάδα για μπλεξίματα, δήλωσα ότι ήθελα να πάω στη Βηρυττό που είχε αμερικάνικο κολέγιο. Μου έδωσαν άδεια και όταν έφτασα, έβγαλα άλλο εισιτήριο για Αθήνα μέσω Καΐρου. Έτσι έφτασα εδώ και σπούδασα ελληνική και αγγλική φιλολογία.
Μια περιπέτεια με αίσιο τέλος. Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση τότε στην Αθήνα;
Ήταν μια μεγάλη πόλη με γεμάτους δρόμους. Ένα διάστημα έμεινα στα Εξάρχεια που στα κτίρια υπήρχαν ακόμη τρύπες από τις σφαίρες του Εμφυλίου. Αργότερα έμεινα στου Γκύζη. Τότε στην Αλεξάνδρας υπήρχαν εννιά σινεμά. Έβλεπα συνέχεια ταινίες. Οι προβολές άρχιζαν το πρωί. Πολλές φορές κάναμε σκασιαρχείο και πηγαίναμε από το μεσημέρι. Μια χρονιά πριν τελειώσω τη σχολή, έγινε η συμφωνία του ’59 στην Κύπρο και μου έδωσαν πάλι θέση στο ΡΙΚ. Επέστρεψα αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε για μένα μέλλον εκεί. Αποφάσισα να πάω στο Λονδίνο να σπουδάσω κινηματογράφο στο National Film School, όπως λέγεται σήμερα. Σπούδασα εκεί δυο χρόνια σκηνοθεσία, παράλληλα έκανα θεωρία κινηματογράφου και τα πρωινά δούλευα σε πολυκαταστήματα. Τα Σαββατοκύριακα έτρεχα στην ταινιοθήκη, έβλεπα από το μεσημέρι ως τα μεσάνυχτα τρεις-τέσσερις ταινίες. Θυμάμαι όταν βγήκε “Η Περιπέτεια” του Αντονιόνι και το “Χιροσίμα, αγάπη μου” του Ρενέ, τα είδα δέκα φορές. Είχα μάθει τις ταινίες πλάνο-πλάνο.
Είχαν ξεκινήσει τότε τα swinging 60s στο Λονδίνο;
Δεν ήταν swinging ακόμη. Το ’59 ήταν ακόμη πολύ συντηρητική πόλη. Swinging ήταν όταν ξαναπήγα επί δικτατορίας με τη γυναίκα μου, από το ’67 ως το ’75.
Πότε αρχίσατε να γράφετε επί πληρωμή για σινεμά;
Όταν επέστρεψα για λίγο στο ΡΙΚ, πριν το Λονδίνο, ξεκίνησα να γράφω για κινηματογράφο και θέατρο, σε μια κυπριακή εφημερίδα και μερικά περιοδικά. Όταν πήγα στο Λονδίνο, έστελνα κείμενα από εκεί. Τόσο τη δεύτερη περίοδο, επί δικτατορίας, όσο και την πρώτη, ’59-’62, τότε που γύρισα και την ταινία “Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν” πάνω σε δύο ποιήματα του Σεφέρη (σ.σ. μικρού μήκους ταινία βραβευμένη σε Κάρλοβι Βάρι και Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
Ενδιάμεσα, το διάστημα ’64-’67 εργαζόσασταν ως κριτικός κινηματογράφου στην Αθήνα;
Ναι, στη Μεσημβρινή και την Αυγή. Αλλά με το που έγινε το πραξικόπημα, έφυγα για Λονδίνο κι επειδή αυτές οι εφημερίδες έκλεισαν, έστελνα ανταποκρίσεις σε κυπριακά έντυπα.
Πότε βρεθήκατε στο Παρίσι;
Την περίοδο που ήμουν στην Κύπρο κι έκανα την ταινία για τον Σεφέρη, σκηνοθέτησα και δύο θεατρικά, Μπέκετ και Μπρεχτ – και οι δύο ανέβηκαν για πρώτη φορά στην Κύπρο. Είχα ήδη γνωρίσει στην Αθήνα τον Ροζέ Μιλλιέξ (σ.σ. Γάλλος διανοούμενος και φιλέλληνας με πολύ σημαντική πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα στην Ελλάδα), ο οποίος το ’59 ανέλαβε το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Κύπρο. Βλέποντας το ενδιαφέρον μου για τον κινηματογράφο και το θέατρο, μου πρότεινε να πάω στη Γαλλία για σπουδές. Έμαθα γαλλικά στα γρήγορα και πήγα το ’63 με υποτροφία στο Παρίσι για ένα χρόνο. Στην Ταινιοθήκη γνώρισα και τον ιδρυτή της, Ανρί Λανγκλουά, ο οποίος μου έδωσε ένα πάσο για να μπαίνω δωρεάν. Για ένα χρόνο κάθε βράδυ ήμουν εκεί.
Αμέσως μετά το Παρίσι, ήρθα στην Αθήνα. Είχε συμβεί και το εξής: Πηγαίνοντας να καλύψω το φεστιβάλ της Μόσχας, γνώρισα στο αεροπλάνο τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Αλίκη Γεωργούλη, ήταν ζευγάρι τότε. Κάναμε παρέα και μου είπε ότι αν ήθελα να γυρίσω πίσω, θα μπορούσα να δουλέψω ως βοηθός του στην ταινία που ετοίμαζε, τη “Ζωή εν Τάφω” του Μυριβήλη. Εννοείται με ενδιέφερε, οπότε ήρθα. Η ταινία ως γνωστόν δεν πραγματοποιήθηκε. Τότε γνώρισα και τον Αντώνη Μοσχοβάκη που με έβαλε στην Αυγή, αλλά επειδή ήταν ο ίδιος κριτικός κινηματογράφου, μου ζήτησε να γράφω γενικά κείμενα σε ένα κυριακάτικο ένθετο που έβγαζαν. Ήταν όμως λίγα τα λεφτά οπότε πήγα να δω την Ελένη Βλάχου στην Μεσημβρινή. Είδε δυο κείμενα μου και αμέσως μου είπε να ξεκινήσω. Ήδη όμως έγραφαν η Ειρήνη Καλκάνη και η Ροζίτα Σώκου, που δεν με καλοδέχτηκαν, οπότε κάπως ο Τάκης Λαμπρίας με τοποθέτησε στο ειδησεογραφικό κομμάτι. Έρχονταν μέσω telex κείμενα από το εξωτερικό κι επειδή τα αγγλικά μου ήταν καλά, τα μετέφραζα κι έκανα μια σύνοψη.
Όλα αυτά μέχρι τη δικτατορία. Για να καταλάβεις, όταν έγινε το πραξικόπημα ξεκίνησα να πάω στην εφημερίδα στις 5 το πρωί. Φτάνω και βλέπω απ’ έξω θυροκολλημένο ότι έκλεισε. Ξεκινάω προς την Αυγή και μαθαίνω ότι τους έχουν συλλάβει. Πέρασε ένας μήνας, δεν ήξερα τι να κάνω, και επειδή είχα αγγλικό διαβατήριο -διότι το 1936 που γεννήθηκα η Κύπρος ήταν ακόμη αγγλική αποικία- αποφάσισα να επιστρέψω στο Λονδίνο. Όντας πια ήδη τρία χρόνια παντρεμένος, από το ’73.
Όλη αυτή η περιπετειώδης διαδρομή ομαλοποιήθηκε όταν γυρίσατε μόνιμα στην Ελλάδα το ’75, οπότε και ξεκινήσατε να δουλεύετε στην Ελευθεροτυπία.
Όπου έγραφε ο καθένας ό,τι ήθελε, ήταν πολύ ωραία ατμόσφαιρα επί Φυντανίδη, στον οποίο πρότεινα και το Πανόραμα. Το 1976 φτιάξαμε και την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.). Τότε υπήρχε μια άλλη Ενωση Κριτικών (ΕΚΚΑ) αλλά δεν μας δέχονταν. Την έλεγχαν η Αγλαΐα Δημητρόπουλου και η Ροζίτα Σώκου. Απέρριπταν τον Μπακογιαννόπουλο, τον Ραφαηλίδη και εμένα. Μάλιστα η πρώτη προσπάθεια για μια νέα ένωση κριτικών είχε γίνει το 1966. Φτιάξαμε ένα καταστατικό, το υποβάλλαμε και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Απριλίου 1967, μια πέρα πριν το πραξικόπημα. Την επομένη η Χούντα ανακοίνωσε ότι καταργούνταν όσα σωματεία είχαν φτιαχτεί τους προηγούμενους έξι μήνες. Οπότε η νέα ένωση δεν λειτούργησε.
Μαζευτήκαμε ξανά το ’75 κι έγινε η ΠΕΚΚ. Στην αρχή μας έκαναν πόλεμο, ότι είμαστε κομμουνιστές κλπ. Όταν ο γιος του Παύλου Ζάννα μετά από πολλά χρόνια έβγαλε ένα βιβλίο, ανακάλυψε χαρτιά της ασφάλειας από το 1977 για τα μέλη του συμβουλίου της ΠΕΚΚ. Βασίλης Ραφαηλίδης: με κομμουνιστικές απόψεις. Νίνος Μικελίδης: Με κομμουνιστικές απόψεις. Δημήτρης Δανίκας: Ριζοσπάστης. Αντώνης Μοσχοβάκης: Αυγή. Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: Φιλικός. Παύλος Ζάννας: Έγκειται φιλικά. Τέλος πάντων, το 1976 το κράτος δεν αναγνώριζε την ΠΕΚΚ και δεν μπαίναμε σε διάφορες επιτροπές, όπως για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ώσπου το 1979 καταφέραμε να μας αναγνωρίσει ο Ανδριανόπουλος που τότε ήταν υπουργός πολιτισμού επί ΝΔ.
Πώς τον πείσατε;
Τον είχα γνωρίσει κατά τύχη επιστρέφοντας από Λονδίνο. Τότε στο σινεμά Άμλετ έφτιαξα την πρώτη λέσχη επιστημονικής φαντασίας και ταινιών τρόμου, κάθε Σάββατο μετά τα μεσάνυχτα, με μεγάλη επιτυχία. Ερχόταν και ο Ανδριανόπουλος, πριν γίνει υπουργός. Μάλιστα μια φορά το μήνα κάναμε ολονύχτιες προβολές, μέχρι τις 7, μετά πηγαίναμε για πατσά και καφέ στη Φωκίωνος Νέγρη και μετά για ύπνο. Ο Ανδριανόπουλος το ’79 με πρότεινε να πάω ως μέλος στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αναγνώρισε την ΠΕΚΚ.
Χρόνια αργότερα, με υπουργό τη Μελίνα, υπήρχε μια συμβουλευτική επιτροπή του υπουργείου και ως εκπρόσωπος της ΠΕΚΚ ήμουν μέλος. Η Κομισιόν είχε κηρύξει το ’88 ως “Χρονιά ευρωπαϊκού κινηματογράφου και τηλεόρασης”. Πρότεινα λοιπόν να γίνει ένα φεστιβάλ με ευρωπαϊκές και ελληνικές ταινίες. “Ναι”, λέει η Μελίνα, “αλλά ποιος θα το αναλάβει; Δεν έχω άλλα λεφτά; Πρότεινέ το στην εφημερίδα σου”. Το πρότεινα στον Φυντανίδη και δέχτηκε. Κάναμε ένα πρόγραμμα για τέσσερις εβδομάδες: Μία αφιερωμένη στον ελληνικό κινηματογράφο, μία στον αγγλικό, μία στον ρωσικό γιατί τότε ξεκινούσε η Περεστρόικα, και μία στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό. Βγάλαμε και ένα βιβλίο με δηλώσεις σκηνοθετών, διευθυντών φωτογραφίας κλπ για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου. Το κοιτούσα τυχαία πρόσφατα και οι απαντήσεις τους ισχύουν σήμερα. Τα ίδια προβλήματα τόσα χρόνια μετά. Εκτός αυτού είχαμε βγάλει και τέσσερις καταλόγους. Στην ελληνική εβδομάδα κάναμε αφιερώματα στις νέες ταινίες, στο ντοκιμαντέρ, στον πολιτικό κινηματογράφο, άλλο ένα στον Σταύρο Τορνέ που είχε πεθάνει μόλις πριν από ένα μήνα. Αντίστοιχα και στις άλλες χώρες. Προβάλλαμε στο Στούντιο, την Αλκυονίδα και την Όπερα με μεγάλη επιτυχία, ουρές κόσμου, τουλάχιστον 15 χιλιάδες εισιτήρια. Οπότε είπα στον Φυντανίδη να το συνεχίσουμε και δέχτηκε. Για ένα διάστημα είχαμε και το Παλλάς. Θυμάμαι όταν ήρθε ο Αντονιόνι γέμισε ασφυκτικά. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το Πανόραμα…
Ένα μεγάλο πολιτιστικό κεφάλαιο για τη χώρα.
Δυστυχώς δεν το βλέπουν πια έτσι ούτε το κράτος ούτε ο δήμος. Τέλος πάντων, ας τα αφήσουμε αυτά.
Ποια περίοδο των 60 χρόνων που είστε κριτικός κινηματογράφου θα επιλέγατε ως την πιο σημαντική για την έβδομη τέχνη;Τέλη δεκαετίας του ’60 και αρχές ’70, τότε που βγήκε ο νέος αμερικανικός κινηματογράφος με τον Σκορσέζε, τον Άλτμαν, τον Κόπολα. Επίσης μπορεί το Νέο Κύμα να είχε προχωρήσει, αλλά ο γαλλικός κινηματογράφος συνέχιζε με τον Ρενέ, τον Σαπρόλ, τον Ρομέρ. Ή ο ρωσικός με τον Ταρκόφσκι. Ο ιταλικός ήταν επίσης σε άνθιση με Μπερτολούτσι, Παζολίνι, Φελίνι, Αντονιόνι, Φραντσέσκο Ρόσι, Έτορε Σκόλα. Στην Ισπανία ο Κάρλος Σάουρα εκείνη την εποχή έδωσε ένα σημαντικό έργο και πολιτικά. Στον κινηματογράφο της Λατινικής Αμερικής είχαμε το Σίνεμα Νόβο. Ο Σατιαζίτ Ρέι στην Ινδία επίσης εξαιρετικός. Δηλαδή γενικά τότε έβραζε το πράγμα.
Η καλύτερη περίοδος για τον ελληνικό κινηματογράφο;
Ξεκινάει λίγο πριν το τέλος της Χούντας και συνεχίζεται μετά για μια δεκαετία. Ξεκινάει με Αγγελόπουλο, Δαμιανό, Τορνέ και συνεχίζεται με νεότερους όπως ο Νικολαΐδης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Τάσος Ψαρράς, ο Βασίλης Βαφέας, ο Τώνης Λυκουρέσης, η Φρίντα Λιάππα, η ψώνια Μαρκετάκη, ο Χριστόφορος Χριστοφής που έκανε την “Περιπλάνηση”, ο Τσεμπερόπουλος, ο Περάκης. Είναι μια μεγάλη γκάμα.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά μπορείτε να επιλέξετε μερικές ταινίες που αν δεν έχει δει κάποιος, ουσιαστικά δεν ξέρει τι εστί ελληνικό σινεμά;
Είναι πολύ δύσκολο. Για να πάρει όμως κάποιος μια ιδέα θα του έλεγα να δει το “Τελευταίο Ψέμα” του Κακογιάννη, για να δει τον παλιό κινηματογράφο που πάει να πει κάτι καινούργιο, για μένα είναι η καλύτερη ταινία του. Θα του έλεγα να δει τον “Θίασο” του Αγγελόπουλου. Και θα του έλεγα να δει Τορνέ, για να δει ένα άλλο είδος κινηματογράφου που γίνεται με λίγα λεφτά, είναι ανεξάρτητος και πάει να πει κάτι άλλο. Αλλά ξέρεις, ακόμη και δέκα να διάλεγα τώρα, πάλι άσχημα θα ένιωθα. Είναι πολύ λίγες.
Με το χέρι στην καρδιά, υπήρξαν περίοδοι διαπλοκής εταιριών και κριτικών;
Ναι υπήρξαν. Ίσως τώρα που έχουν πέσει οι εφημερίδες και υπάρχουν τόσα sites, να μην έχει νόημα. Παλιά βασίζονταν στην κριτική κι έκαναν το λάθος να την κατηγορούν. Αν χτυπούσες για παράδειγμα μια ταινία του James Bond -κάτι που εγώ δεν έκανα ποτέ, μου φαίνονταν απλά ωραίες περιπέτειες- έβλεπαν σκοπιμότητες. Όμως μια τέτοια ταινία, είτε γράψεις καλά είτε κακά, θα τη δουν όλοι. Για τον “Πόλεμο των Άστρων”, που μ’ αρέσει πολύ, είτε δεν γράψεις τίποτα, είτε γράψεις εναντίον, πάλι θα πάει ο κόσμος. Για τον “Χάρι Πότερ”, ακόμη κι αν γράψεις ότι είναι κακή ταινία -που δεν είναι- πάλι θα πάει ο κόσμος. Οι εταιρίες τότε αν σε έβλεπαν να μη γράφεις για εμπορικές ταινίες αλλά να υποστηρίζεις το νέο ελληνικό κινηματογράφο, έλεγαν ότι είσαι κομμάτι μιας κλίκας. Ακόμη όμως κι αν ορισμένες κριτικές ήταν ίσως υπερβολικά ενθουσιώδεις για νέες ελληνικές ταινίες, έπρεπε να γίνει, χρειαζόταν να στηριχθεί το καινούριο που έβγαινε. Δεν χρειαζόταν υποστήριξη η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη, ο Μπάρκουλης ή ο Χατζηχρήστος. Με τον οποίο γελάς γιατί ήταν όντως καλός κωμικός αλλά σε κακές ταινίες. Όλες εκείνες οι ταινίες είχαν δυό-τρεις καλούς διαλόγους. Δηλαδή και σήμερα δεν τις βλέπεις γιατί ήταν καλές ταινίες, καλά έργα τέχνης. Είναι όπως στο ποδόσφαιρο: πας στο γήπεδο γιατί σου αρέσει το άθλημα όχι για τον αγώνα καθαυτό. Έτσι και με αυτές τις κωμωδίες, τις βλέπεις για να γελάσεις, γιατί είχαν μερικούς καλούς διαλόγους και ηθοποιούς που ήξεραν να τους ζωντανεύουν. Εκεί τελειώνει το πράγμα. Από καλλιτεχνικής και σκηνοθετικής πλευράς, ήταν τίποτα.
Κατά καιρούς λοιπόν υπήρχαν προβλήματα. Θυμάμαι κάποια στιγμή είχαν απαγορεύσει στον Ραφαηλίδη από κάποιες προβολές. Θυμάμαι να έχει κόψει ένας διανομέας μια ξένη ταινία για να την κάνει πιο σύντομη. Το έγραψα και μου απαγόρευσαν να πηγαίνω στις προβολές. Μια φορά που μπήκα, θυμάμαι σαν τώρα να μπαίνουν μαζί μου στο ασανσέρ δυο τύποι που ήταν του διανομέα, που με ψιλοέσπρωχναν για να με τρομοκρατήσουν αλλά έκανα ότι δεν κατάλαβα. Μετά η ΠΕΚΚ έβγαλε ανακοίνωση ότι δεν θα ξαναπάει κανένας κριτικός στις προβολές της συγκεκριμένης εταιρίας αν δεν επέτρεπαν σε μένα. Γίνονταν αυτά γιατί ορισμένοι ήθελαν να επιβάλλουν τη γνώμη τους.
Πώς ορίζετε τον καλό κριτικό κινηματογράφου; Πόσες ταινίες πρέπει να έχεις δει για να κάνεις αυτή τη δουλειά;
Πρέπει οπωσδήποτε να έχεις δει τις ταινίες που οριοθετούν τον πυρήνα της ιστορίας του κινηματογράφου, να ξέρεις για τι πράγμα μιλάς. Όπως αν γράφεις για ζωγραφική, πρέπει να έχεις πάει στα μουσεία, να ξέρεις ποιος είναι ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Πικάσο, τα κινήματα κλπ. Δεν μπορείς να γράφεις για σινεμά και να μην ξέρεις ποιος είναι ο Αϊζενστάιν, ο Μιζογκούτσι, ο Όρσον Γουέλς. Αν έχεις πάει και σε σχολή, ακόμη καλύτερα, γιατί θα καταλαβαίνεις περισσότερα σχετικά την κίνηση της μηχανής, το τράβελινγκ κλπ. Ο Γκοντάρ βέβαια έλεγε ότι αυτά μπορείς να τα μάθεις βλέποντας συνέχεια ταινίες. Παρεμπιπτόντως, όταν ήμουν στο Παρίσι και πήγαινα στην Ταινιοθήκη, έβλεπα συνέχεια τον Γκοντάρ και τον Τριφό, υπήρχε πχ αφιέρωμα στον Ρότζερ Κόρμαν και ο Τριφό δεν έχανε ταινία. Ή έβλεπα τον Σαντούλ, τον ιστορικό κινηματογράφου που ήταν μεγάλος σε ηλικία και πήγαινε να ξαναδεί ταινίες. Χρειάζεται μία συνεχής παιδεία. Χρειάζεται να ξαναβλέπεις και ταινίες. Πέρα από αυτά, πρέπει να έχεις και γενικότερες γνώσεις. Δηλαδή να καταλαβαίνεις τι εννοούμε όταν λέμε ότι τα χρώματα είναι σαν από πίνακα της αναγέννησης. Δηλαδή πρέπει να ξέρεις και ζωγραφική και μουσική και ποίηση και ιστορία. Όλα βοηθούν να τοποθετήσεις καλύτερα μία ταινία.
Είναι όλες οι ταινίες, από τον Αντονιόνι ως το τελευταίο “σκουπίδι”, καλές για αυτό που είναι;
Ο Μπουνιουέλ έλεγε ότι και η χειρότερη ταινία έχει πέντε καλά λεπτά. Μπορεί να μην είναι καν 5’, αλλά 3’ ή μόλις 1’. Έχω δει ελληνικές ταινίες του ’40 που είχαν μόνο μία καλή σκηνή, όπως η “Άννα Ροδίτη” του 1948. Μου έχει μείνει η σκηνή που βγαίνει ο Κωνσταντάρας από ένα κτίριο. Το να κάτσεις να δεις όμως, αν δεν είσαι κριτικός, όλες τις ελληνικές ταινίες που βγήκαν από το ’40 ως το ’70 μόνο και μόνο για τα λίγα καλά λεπτά που έχει η κάθε μία, είναι τρελό. Καλύτερα να δεις για δεύτερη ή δέκατη φορά το “Χιροσίμα, αγάπη μου”. Επίσης ακόμη και μια ταινία που είναι τεχνικά άρτια, μπορεί να είναι το τίποτα, κάτι που βλέπεις μόνο για να ξεσκάσεις, δεν σου αφήνει κάτι. Κι εγώ το κάνω καμιά φορά στο σπίτι το βράδυ, μπορεί να δω μια αμερικανική αστυνομική σειρά που ξεχνάω αμέσως.
Είναι οι λεγόμενες ένοχες απολαύσεις;
Είναι σαν αυτά τα σίριαλ που σου είπα ότι είδα πρώτη φορά στα σινεμά. Δηλαδή ταινίες καλλιτεχνικά ανύπαρκτες που μπορεί να σε κάνουν να διασκεδάσεις. Ένα διάστημα που ήμουν στην ΕΡΤ2, είχα στήσει ένα μεταμεσονύχτιο πρόγραμμα για το βράδυ του Σαββάτου με ταινίες τρόμου και φαντασίας. Πολλές ήταν guilty pleasures. Αλλά και πάλι, το guilty είναι σχετικό. Υπάρχουν ταινίες τρόμου που έχουν και σοβαρές κινηματογραφικές αρετές ή τουλάχιστον είναι καλοφτιαγμένες, οπότε δεν μπορείς να τις απορρίψεις. Υπάρχουν όμως κάποιες τρόμου ιταλικές, όπως του Αρτζέντο ή ακόμη και του Ρομέρο, που είναι πολύ καλές από κινηματογραφικής πλευράς.
Ένα εμπορικό franchise σαν το Fast & Furious έχει κάτι;
Τι να σου πω, εμένα δεν μου αρέσει καθόλου. Δεν μου λέει απολύτως τίποτα. Αν θες κάτι σε αυτό το στιλ, γιατί να μη δεις το Mad Max;
Πόσο καλός είναι ο “παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος”;
Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο ήταν πολλές περισσότερες οι κακές ταινίες, γιατί τότε γύριζαν 50 και 100 κάθε χρόνο. Αυτός είναι ο παλιός κακός ελληνικός κινηματογράφος. Υπάρχει όμως και ο καλός εκείνης της εποχής. Δηλαδή ο Τζαβέλλας έκανε μερικές καλές, όπως και ο Σακελλάριος, ο Κατσουρίδης, ο Κακογιάννης, ο Κούνδουρος, ο Καψάσκης.
Η Βουγιουκλάκη ήταν καλή ηθοποιός;
Η Βουγιουκλάκη σαν κομεντιέν τότε ήταν καλή στις κωμωδίες, είχε και μια εμφάνιση κινηματογραφική. Τώρα για τις ερμηνείες σε όλα αυτά τα “αμάρτησα για το παιδί μου”, τι να πω; Ο κόσμος πήγαινε γιατί ήταν η μόνη τους διασκέδαση και γιατί πολλοί δεν μπορούσαν να διαβάσουν τους υπότιτλους των ξένων ταινιών. Ευτυχώς υπήρχαν στον αντίποδα καλές ταινίες, όπως η “Συνοικία το Όνειρο” του Αλεξανδράκη.
Και μετά ήρθε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος…
Που πρόσφερε πολλά, προσπάθησε να αλλάξει τα πράγματα, αλλά δεν είναι φυσικά όλες οι ταινίες καλές.
Το επόμενο σημείο καμπής για τον ελληνικό κινηματογράφο υπήρξε το Greek Weird Wave;
Ναι, το οποίο κράτησε πολύ λίγο και στην πραγματικότητα μόνο τρεις-τέσσερις είναι οι ταινίες που όντως έχουν πολλά κοινά στοιχεία, οι περισσότερες έχουν λίγα και μετά πάνε σε άλλες κατευθύνσεις. Δεν μπορείς δηλαδή να βάλεις σε αυτό το τσουβάλι τον Γιάννη Οικονομίδη που κάνει άλλου είδους κινηματογράφο. Όπως και ο Βασίλης Μαζωμένος. Ή ο Φάγκρας.
Ο “Κυνόδοντας” σας άρεσε;
Αν το δεις απομονωμένα, θα σου φανεί ότι όντως πάει να πει κάτι. Αν καταλάβεις ότι μέχρι ένα σημείο τουλάχιστον, είναι αντιγραφή της ταινίας “Το κάστρο της αγνότητας” (El castillo de la pureza) του Μεξικανού Αρτούρο Ριπστάιν, αλλάζει το πράγμα. Μερικές σκηνές είναι ολόιδιες, απλώς ο Λάνθιμος τις έκανε πιο στιλιζαρισμένες. Αν το δεις λοιπόν ως ένα στιλιζάρισμα, ναι, είναι μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή του θέματος, στέκεται, δεν είναι για πέταμα. Απορώ όμως γιατί ο Λάνθιμος είπε ότι δεν είχε δει την ταινία του Ριπστάιν, γιατί δεν το παραδέχθηκε. Στο βιβλίο έχω μια συνέντευξη με τον Ζαν-Πιέρ Μελβίλ. Όταν του είπα ότι μια ταινία του Κακογιάννη μου θύμισε μια δική του, μου απάντησε το εξής: “Χαίρομαι να με αντιγράφουν, κι εγώ το κάνω”. Δηλαδή είναι κάτι που μπορείς να το χαίρεσαι και να το παραδέχεσαι. Γιατί να το κρύβεις; Από κει και πέρα, πιστεύω ότι ο Λάνθιμος θα έπρεπε να συνεχίσει την προσπάθεια να κάνει ένα δικό του κινηματογράφο. Ενώ τώρα πια κάνει ταινίες που θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε στο Χόλιγουντ και όσο πάει θα κάνει όλο και πιο τυποποιημένα πράγματα. Επίσης είναι ξεκάθαρο ότι πια δεν έχει ελληνικότητα το σινεμά του.
Από αυτά που λέτε καταλαβαίνω ότι δεν είστε φαν του Λάνθιμου.
Όχι, δεν είμαι.
Από τη γενιά του ποιον εκτιμάτε περισσότερο;
Νομίζω ότι ο Οικονομίδης έχει μια πολύ ιδιαίτερη ειλικρίνεια και αμεσότητα με τα θέματά του.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια παίρνουν στο εξωτερικό πραγματικά στα σοβαρά το ελληνικό σινεμά ή μόνοι μας ευλογάμε τα γένια μας;
Τα φεστιβάλ έξω ζητούν συνέχεια ελληνικές ταινίες. Κάτι λέει αυτό.
Σας άρεσε το Digger που είναι η η επίσημη υποβολή της Ελλάδας για τα Οσκαρ;
Ναι, είναι πολύ ωραία ταινία, έχει να πει πράγματα. Και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παίχτηκαν φέτος ωραίες ταινίες, όπως το “18” του Βασίλη Δούβλη, που δείχνει πώς δημιουργείται το κλίμα φασισμού και ρατσισμού στους νέους.
Έχει τύχει μετά από χρόνια να αποκαθηλώσετε ταινίες και σκηνοθέτες που αποθεώσατε κάποτε ή το αντίθετο;
Ουσιαστικά όχι, δηλαδή όσοι μου άρεσαν εξακολουθούν να μου αρέσουν και μάλιστα κάποιοι ακόμη περισσότερο. Θυμάμαι όμως ότι κάποια στιγμή δεν μου πολυάρεσε ο Γκοντάρ, κάτι που άλλαξε βλέποντας τις ταινίες του ξανά και ξανά.
Κατά τη γνώμη σας ποιος είναι ο καλύτερος εν ζωή Έλληνας ηθοποιός;
Πολύ δύσκολη ερώτηση, δεν μπορώ να απαντήσω.
Σκηνοθεσία, σενάριο, υποκριτική. Με ποια σειρά τοποθετείτε αυτούς τους τρεις πυλώνες ως προς τη σημαντικότητά τους για μια ταινία;
Πρώτα είναι η σκηνοθεσία. Ειδικά στην Αμερική όμως δεν είναι καθόλου σπάνιο να βλέπεις ταινίες με μέτριους σκηνοθέτες, δηλαδή όχι τόσο καλούς όσο ο Σκορσέζε ή ο Άντερσον, και πολύ καλούς ηθοποιούς όπως ο Άντονι Χόπκινς, η Τζούλια Ρόμπερτς, ο Μπιλ Μάρεϊ, ο Ντενίρο, ο Πατσίνο.
Ποιος είναι καλύτερος; Ο Πατσίνο ή ο Ντενίρο;
50-50!
Κύριε Μικελίδη, πρέπει να διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη;
Κανονικά πρέπει. Έχουν ακουστεί τόσα για τον Όρσον Γουέλς ως άνθρωπο. Γίνεται να μη θαυμάσεις τις ταινίες του;
Άρα σήμερα μπορεί κανείς να δει εύκολα μια ταινία του Γούντι Άλεν;
Του έχω πάρει έξι-επτά φορές συνέντευξη, έχει περίεργο χιούμορ. Τι να πω, εγώ τον συμπαθώ. Μου αρέσουν οι ταινίες του. Είναι πολύ περίεργη όλη αυτή η υπόθεση.
Συμμερίζεστε την άποψη του Σκορσέζε ότι όλες αυτές οι ταινίες της Marvel δεν είναι ακριβώς…κινηματογράφος;
Μπορεί μία να λέει κάτι παραπάνω γιατί ο σκηνοθέτης κατάφερε με τα χίλια ζόρια να το περάσει. Συμφωνώ όμως με τον Σκορσέζε για το 97% αυτών των ταινιών. Είναι, όπως έλεγα πριν, περιπέτειες που τις βλέπεις και είναι τα ίδια και τα ίδια. Διασκέδαση που δεν σου αφήνει τίποτα την επόμενη μέρα.
Ποια είναι η καλύτερη ταινία του Σκορσέζε;
Μάλλον το “Οργισμένο Είδωλο”.
Του Κόπολα;
Προτιμώ τον δεύτερο “Νονό”. Αλλά η αγαπημένη μου ταινία του είναι μάλλον η “Συνομιλία”.
Σκορσέζε ή Κόπολα;
Και οι δύο είναι σπουδαίοι. Τους έχω πάρει, μάλιστα, συνέντευξη. Από τον Σκορσέζε στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, μου έδειξε και τις αφίσες ταινιών που έχει, πολύ συμπαθητικός, άνετος και με χιούμορ. Με τον Κόπολα πήγαμε μια μέρα για φαγητό στο Δίπορτο, που σύχναζα εγώ 40 χρόνια. Ξετρελάθηκε! Είχε έρθει για μερικές μέρες στην Ελλάδα και ήθελε να τον πηγαίνω συνέχεια εκεί. Αν πας και μιλήσεις στον ιδιοκτήτη, κάπου έχει τη φωτογραφία του από εκείνη την επίσκεψη.
Δεν εμπεριέχει μια γερή δόση ειρωνίας ότι ένας παλαιάς κοπής σκηνοθέτης σαν τον Σκορσέζε κατάφερε να βρει χρηματοδότηση για τον “Ιρλανδό” από την πλατφόρμα που υποτίθεται ότι “σκοτώνει” το σινεμά όπως το ξέραμε;
Το Netflix κάνει και καλές ταινίες. Και η Warner Bros κάποτε έκανε τις ταινίες του Τζον Φορντ, νουάρ κλπ, έκανε όμως και κάτι κωμωδίες της πλάκας, καθαρά εμπορικές, για να βγάλει λεφτά.
Άρα το streaming δεν σκοτώνει το σινεμά.
Όχι, είναι ένα συμπλήρωμα. Μπορεί δηλαδή να πει κανείς ότι δεν ήταν πολύ ωραία ταινία το “Mank” του Φίντσερ για τον Όρσον Γουέλς; Και ήταν στο Netflix.
Από το streaming λοιπόν δεν κινδυνεύει ο κινηματογράφος αλλά η κινηματογραφική αίθουσα;
Η αίθουσα υποτίθεται ότι άρχισε να κινδυνεύει όταν βγήκε η τηλεόραση. Μετά ήρθε το dvd. Τώρα έχουμε το streaming. Μπορείς να σταματήσεις την εξέλιξη; Όχι. Απλώς χρειάζεται υποστήριξη η αίθουσα για να εξακολουθήσει να υπάρχει.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον συγκεκριμένα του ελληνικού κινηματογράφου;
Κάθε χρόνο βγαίνουν καλές ταινίες. Αυτό από μόνο του λέει κάτι. Πρέπει όμως να υπάρχει υποστήριξη από τους θεσμούς.
Αν ήμουν παραγωγός και σας έλεγα ότι θέλω να χρηματοδοτήσω μια ταινία για τα έργα και τις ημέρες του Νίνου Μικελίδη, ποιον σκηνοθέτη θα θέλατε να την αναλάβει;
Δεν θα μπορούσα ποτέ να αναγκάσω κάποιον με το ζόρι. Ίσως να διάλεγα τον Τορνέ. Αλλά δυστυχώς δεν ζει.
Οπότε;
Οπότε ας το αφήσουμε, δεν πειράζει.