Ο ΤΑΚΗΣ ΖΑΧΑΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
Ο sui generis σόουμαν και πλέον συγγραφέας δηλώνει ευτυχής γιατί έχουν καταλάβει όλοι ότι δεν ήρθε κάποτε από την Πάτρα για να κάνει τον σταρ. Ήρθε για να περάσουμε ωραία.
Μπορεί να είναι της Ρένας Βλαχοπούλου, της Τασσώς Καββαδία, της Βίκυς Μοσχολιού, της Μαρινέλλας, της Μαλβίνας Κάραλη, της Μελίνας Μερκούρη, μάλλον όμως είναι της Αλίκης Βουγιουκλάκη η πρώτη εικόνα που συνειρμικά ζωντανεύει στο μυαλό των περισσοτέρων στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του Τάκη Ζαχαράτου.
Εξ ου και μου προκαλεί εντύπωση -ευχάριστη, προφανώς- μόνο η εικαστική αρτιότητα και όχι η ύπαρξη καθαυτή σε έναν από τους ολόλευκους τοίχους του σπιτιού αυτού του one of a kind για τα ελληνικά δεδομένα showman, ενός μεγάλου, φωτογραφικού (αλλά όχι ακριβώς) έργου τέχνης που απεικονίζει την απαστράπτουσα εθνική μας σταρ με τα μάτια της υγρά από τη συγκίνηση και τα χέρια της διάπλατα ανοιχτά, κάπως σαν να ετοιμάζεται για άλλη μία υποδειγματική υπόκλιση στο μαγεμένο κοινό της – ή σαν να την έχει μόλις ολοκληρώσει και απλώς να απολαμβάνει το χειροκρότημα.
Ομοίως, ο ίδιος ο Τάκης Ζαχαράτος, από τις δεκάδες μιμήσεις που έχει κάνει μέχρι σήμερα, ξεχωρίζει την Αλίκη (σκέτο, προφανώς) ως την πιο κομβικής σημασίας δουλειά, αν όχι και γνωριμία, της ζωής του γενικά.
“Όλη η Ελλάδα έπαιζε στοίχημα αν ήταν εκείνη ή εγώ”, θυμάται. “Για χρόνια ολόκληρα συναντούσα κόσμο που με ‘έβριζε’ γιατί είχε ποντάρει ότι ήταν η Αλίκη, ενώ δεν ήταν τελικά. Είχα κάνει τότε με τον Γιάννη Μπέζο και ένα επεισόδιο στη σειρά ‘Της Ελλάδος τα παιδιά’ που λεγόταν ‘Μαϊμού Αλίκη’. Ήμουν όσο πιο ίδια γινόταν. Την επόμενη μέρα με πήρε ο παραγωγός και μου είπε: ‘Μέχρι και ο αδερφός της σε μπέρδεψε’. Πολλά χρόνια μετά ο ίδιος ο αδερφός της Αλίκης, ο συγχωρεμένος ο Τάκης, μου είπε ότι μόλις είδε το επεισόδιο την πήρε τηλέφωνο και της έκανε παράπονα που δεν του είχε πει ότι θα έπαιζε. ‘Δεν ήμουν εγώ’ του είπε η Αλίκη. ‘Ήταν η άλλη’”.
Έχει, προφανώς, πολλές τέτοιες ιστορίες να μοιραστεί με το Magazine, χωρίς όμως να αρκείται σε μία παρελθοντική αφήγηση, ακριβώς γιατί η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί είναι μία νέα ιστορία και μάλιστα μεγάλη, μία ιστορία που απλώνεται σε 376 σελίδες, μία ιστορία γεμάτη οικογένειες σε διάλυση και νέους ανθρώπους στα άκρα, μία ιστορία που εμπνεύστηκε και αποτύπωσε στο χαρτί με τίτλο “Πάστα Σεράνο”. Είναι η ιστορία του πρώτου του μυθιστορήματος που “είναι αφιερωμένο στον Βαγγέλη Γιακουμάκη και σε όλους τους Γιακουμάκηδες που δεν μίλησαν”.
“Τη ζωή μας μαύρη κάνει ο προσωπικός μας σαμποτέρ που έχουμε μέσα μας, κανείς άλλος” λέει. “Μου είπε αυτός ο κύριος: Δηλαδή εσύ τώρα είσαι συγγραφέας; Άκου χρυσέ μου, του είπα, γράφω πρώτα απ’ όλα γιατί βαριέμαι να κάθομαι. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Έγραψα μια ιστορία, όποιος θέλει ας τη διαβάσει”.
Προφανώς.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Πότε, πώς και γιατί αποφάσισες να γράψεις το πρώτο σου βιβλίο;
Είχα στο μυαλό μου την ιδέα πάνω από 15 χρόνια. Σε ένα τετράδιο σημείωνα πράγματα. Η δουλειά μου δεν είναι σταθερή, τα καλοκαίρια, ας πούμε, μπορεί να δουλεύω, μπορεί όμως και όχι. Για να καταλάβεις, δεν έχω καταφέρει ακόμη να βγάλω δίπλωμα οδήγησης, κι ας δουλεύω από μικρός για να μην παίρνω χρήματα από τους γονείς μου. Δεν έχω βρει όμως ακόμη ένα δίμηνο να στρωθώ για να διαβάσω τα σήματα. Το πρόγραμμά μου είναι περίεργο. Από πολύ μικρός όμως ήθελα να γράφω μυθιστορήματα ή θεατρικά έργα, να τα σκηνοθετώ και να παίζουν άλλοι.
Δεν μπορώ να μη δημιουργώ, οπότε μέσα στην καραντίνα έκανα διάφορα, από σεμινάρια αυτογνωσίας μέχρι διαλογισμό, διάβασα πολλά βιβλία, γενικά βρήκα χρόνο να αλλάξω μερικά πράγματα στη ζωή μου που δεν μου άρεσαν. Έκανα μια επανεξέταση. Είναι μια διαδικασία που δειλά ξεκίνησε πριν από 5 χρόνια. Στην αρχή με φόβισε. Ήταν σαν να είπε ο εαυτός μου: “δεν τα θέλω πια όλα αυτά, βρες άλλα”. Άντε τώρα να συστηθείς με τον νέο σου εαυτό, να συμφιλιωθείς με το πένθος για όσα πετάς και την αγωνία για όσα έρχονται στη θέση τους. Για να μην τρελαθώ μέσα στην καραντίνα άνοιξα το συρτάρι με τα τετράδιά μου και άρχισα να γράφω ασταμάτητα.
Ξέρεις τι μου είπε η life coach μου όταν τη ρώτησα πώς να κάτσω να γράψω; Κάτσε και κάν’το! Ναι, λέω, αλλά πώς; Κάτσε και κάν’ το! Αισθανόμουν κάπως σαν μητέρα με μωρό στην κοιλιά που πρέπει να βγει. Σαν να μην είχα δικαίωμα να μην το ολοκληρώσω. Ήταν μαγικό. Δεν φαντάζεσαι πόσο εντυπωσιάστηκα. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα εκδιδόταν, για μένα το έκανα. Ήταν σαν να έβλεπα τη δική μου σειρά, μετά από τόσες μπούρδες του Netflix – το σιχάθηκα πια. Ήταν σαν να άνοιξε το δικό μου κανάλι, απ’ όπου βγήκαν άνθρωποι που δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα συναντούσα. Φόρεσα τα ρούχα τους, πάτησα στα βιώματά τους, απλά αφέθηκα και “κατέβαινε” το έργο. Αισθανόμουν σαν να μου υπαγόρευε κάποιος κι εγώ απλά ήμουν το μέσο που έγραφε. Ξεκινούσα στις 4 το απόγευμα, τελείωνα στις 12 το βράδυ, έπεφτα ξερός για ύπνο και ανυπομονούσα να ξυπνήσω. Χαιρόμουν σαν μικρό παιδί, όπως τότε που μου έδινε χρήματα ο μπαμπάς μου να πάρω γλυκό.
Μακρηγορώ αλλά ήταν συναρπαστικό, καταιγιστικό, συγκινητικό, σκληρό, τρυφερό, ερωτικό, παθιασμένο, ευγενές, φωτεινό, σκοτεινό. Τόσες αποχρώσεις που δεν ξέρω από πού ήρθαν, σαν μια πάλη του φωτός με το σκοτάδι, όπως είναι και η ζωή μας πολλές φορές. Χόρεψα με τους χαρακτήρες, αφέθηκα στο τανγκό.
Από μικρός, ξέρεις, έχω ένα θέμα: Δεν μπορώ να βλέπω στενοχωρημένο, σκυθρωπό άνθρωπο. Θέλω να είναι όλοι χαμογελαστοί. Με πιάνει κάτι. Το παίρνω προσωπικά. Ξέρω, δεν είναι σωστό, αλλά μέσα από αυτό το μη σωστό, είμαι αυτός που είμαι. Επίσης δεν πιστεύω ότι υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Υπάρχουν πολύ τραυματισμένοι άνθρωποι. Κανείς δεν γεννιέται κακός. Στην πορεία βγαίνει. Ήθελα λοιπόν γράφοντας να ψάξω την καταγωγή της βίας. Η συγγραφή του βιβλίου συνέπεσε και με όλες αυτές τις καταγγελίες για τις κακοποιήσεις. Η βία είναι κάτι που δεν σταματάει. Με τον εαυτό μου η κουβέντα ήταν: Εσύ τι κάνεις γι’ αυτό; Οπότε προσπάθησα να μπω ακόμη πιο βαθιά στο backstage των χαρακτήρων μου, και του θύτη και του θύματος. Κατάλαβα ότι όλα είναι θέμα επιλογής. Ανά πάσα στιγμή έχουμε χιλιάδες επιλογές από το χειρότερο ως το καλύτερο – σχετικό και αυτό, ανάλογα με τη φάση που είσαι. Κουβαλάμε πολλές πλευρές μέσα μας, χρειάζεται να τις ανακαλύψουμε, να τις αποδεχτούμε. Είναι πολύ απαιτητικό. Θέλει δουλειά. Αυτό που με “έλυσε” ήταν το ότι κατάλαβα ότι δεν φταίει κανείς για ό,τι μπορεί να με έχει πληγώσει. Έχω επιλέξει να είμαι χαρούμενος και ξέρω ότι δεν μπορεί κανείς να μου κάνει κακό, παρά μόνο αν εγώ το επιτρέψω.
Γράφοντας είχες άγχος μήπως ο κόσμος αντιμετώπιζε είτε με θετική είτε με αρνητική προκατάληψη το βιβλίο ακριβώς επειδή είσαι ο Τάκης Ζαχαράτος;
Τη ζωή μας μαύρη κάνει ο προσωπικός μας σαμποτέρ που έχουμε μέσα μας, κανείς άλλος. Μου είπε αυτός ο κύριος: Δηλαδή εσύ τώρα είσαι συγγραφέας; Άκου χρυσέ μου, του είπα, γράφω πρώτα απ’ όλα γιατί βαριέμαι να κάθομαι. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Έγραψα μια ιστορία, όποιος θέλει ας τη διαβάσει. Δεν θέλω να έχω καμία ιδιότητα πέρα από το όνομά μου. Δεν φοβάμαι την κριτική. Πιστεύω πολύ στην πρόθεση με την οποία γίνεται κάτι. Το βιβλίο δεν γράφτηκε με την πρόθεση να εκδοθεί. Ήταν η ανάγκη μου να βγουν πράγματα που είχα αποθηκεύσει μέσα μου, γιατί πάντα παρατηρούσα πολύ τους ανθρώπους – σε σημείο που ενοχλούμουν κι εγώ ο ίδιος. Ταξίδευα στο εξωτερικό και έπιανα τον εαυτό μου να σχολιάζει, από μέσα μου, τους περαστικούς. Μπορείς να σταματήσεις χριστιανέ μου, σκεφτόμουν, και να δεις το ωραίο σιντριβάνι μπροστά σου; Για να μην πολυλογώ, δεν μπήκα καθόλου στη διαδικασία που λες. Είχα μια αγνότητα που απέτρεψε τον σαμποτέρ να τα κάνει όλα λαμπόγυαλο. Θεωρώ επιτυχία που κάθισα και έγραψα. Αν δεν αρέσει, τι να κάνουμε; Δεν έχω τέτοιες μουτζούρες στο κεφάλι μου.
Γιατί αφιερώνεις το βιβλίο “στον Βαγγέλη Γιακουμάκη και σε όλους τους Γιακουμάκηδες που δεν μίλησαν”;
Ο Άγγελος, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, έχει πολλά κοινά με τον Βαγγέλη. Ένα τρυφερό αγγελούδι που ανέχεται, δεν μιλάει, δεν μπορεί να βάλει όριο στη βία που ασκείται πάνω του.
Τι λέει για τον κόσμο μας το ότι πολλοί συνάνθρωποι μας κινδυνεύουν ακόμη εξαιτίας της σεξουαλικότητας τους;
Μαθαίνουμε αγγλικά, γαλλικά, άλγεβρα, γεωμετρία και δεν μαθαίνουμε τον εαυτό μας. Για να σταματήσει η μάστιγα του μπούλινγκ θα πρέπει να υπάρξει ειδικό μάθημα στα σχολεία για τη σεξουαλική αγωγή και τη διαφορετικότητα. Να υπάρχει από το νηπιαγωγείο -πιστεύω πολύ σ’ αυτό- group therapy και των γονιών και των παιδιών. Κανείς δεν γεννιέται έτοιμος να γίνει γονιός. Μπορεί όμως να μάθει. Και αν δεν μπορεί μόνος του, ας του το μάθει το κράτος.
Ξέρουμε όμως πόσο βαθιά ριζωμένα είναι μερικά στερεότυπα. Όλο αυτό ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, μια ουτοπία.
Ακριβώς επειδή είμαστε έτσι το 2021, οφείλουμε να σκεφτούμε σοβαρά. Δεν αρκεί να πιάσεις κάποιον και να τον βάλεις φυλακή. Θα βγει χειρότερος. Οι άνθρωποι πρέπει να συνειδητοποιούν τι έχουν κάνει, να θεραπεύονται, να γίνονται καλύτεροι, όχι χειρότεροι. Δεν αρκεί το σύστημα να τιμωρεί. Η επανένταξη πρέπει να προϋποθέτει θεραπεία. Δεν είμαι ούτε υπουργός δικαιοσύνης ούτε παιδείας. Αλλά γράφοντας αυτό το βιβλίο συνειδητοποίησα από πού μπάζει το καράβι.
Το καράβι της ελληνικής κοινωνίας πλέει σε βαθιά συντηρητικά νερά;
Ναι, λέμε πάρα πολλά ψέματα στον εαυτό μας, στη μάνα μας, τον πατέρα μας… Βασικό θέμα είναι η σεξουαλικότητα. Μικρός, για παράδειγμα, δεν φανταζόμουν ότι η μαμά μου μπορεί να είχε σεξουαλικές επαφές με τον μπαμπά μου, το απαγόρευα. Όπως και εκείνοι δεν άγγιζαν το θέμα της δικής μου ερωτικής ζωής ή της αδερφής μου. Ξέρεις, δεν μιλάμε γι’ αυτά, παίζουμε όλοι τους άγιους, καταπιέζουμε την ερωτική μας φύση που είναι ό,τι πιο ωραίο υπάρχει, είναι πηγή ζωής. Είναι η ίδια η ζωή! Είναι τόσο κρίμα να μη μπορείς να συζητήσεις γι’ αυτά με τους κοντινούς σου ανθρώπους. Δεν μιλάω μόνο για γκέι, αλλά και για στρέιτ. Γιατί δηλαδή να μην υπάρχει αποδοχή από τα παιδιά ότι οι γονείς έχουν ερωτική ζωή και το αντίστροφο; Κάνει ο ένας διάφορα κρυφά από τον άλλο και όλο αυτό κάποια στιγμή φουσκώνει τόσο πολύ που σκάει. Ένα καρναβάλι είναι. Ψέμα στο ψέμα, μάσκα στη μάσκα, περνάνε τα χρόνια, φτάνεις 60-70 και δεν έχεις καταλάβει ποιος είσαι, ούτε ποιοι είναι οι γονείς σου γιατί υποδύεστε το τέλειο. Ε, χεστήκαμε γι’ αυτό το “τέλειο”, είδαμε τα αποτελέσματά του. Δεν υπάρχει τέλειο. Το πιο βασικό είναι η αλήθεια.
Η πρόθεση μου ήταν πάντα να δίνω χαρά στον κόσμο, όχι να το παίζω κάποιος. Δεν θέλω τις ταμπέλες. Πνίγομαι.
Με τους γονείς σου είχες από μικρός καλή σχέση, με ανοιχτά χαρτιά;
Επέλεξα να έχω. Σε κάποια θέματα ήταν αυστηροί, σε άλλα καθόλου. Επειδή όμως ήμουν -πώς να το πω;- ζιζάνιο, έσπασα το ψέμα που σου λέω τόση ώρα. Τα αδέρφια μου δεν είχαν τολμήσει ποτέ να ρωτήσουν τον πατέρα μου: “Πώς φλέρταρες τη μαμά;” Τους ρωτούσα λοιπόν τέτοια κι άρχισαν να χαλαρώνουν. Μεγαλώνουμε χωρίς να μας επιτρέπουν να μοιραστούμε τα θέλω μας κι εμείς δεν το επιτρέπουμε στους επόμενους.
Η πορεία σου, που ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν ακόμη πιο δέσμια στερεοτύπων σε σχέση με σήμερα, είναι η απόδειξη αφενός ότι υπάρχει και αυτός ο δρόμος, αφετέρου της σημασίας να σε στηρίζουν οι δικοί σου άνθρωποι.
Θεωρώ ότι από τότε που ξεκίνησα τα σόου, τώρα είναι η πιο συντηρητική στιγμή της Ελλάδας. Ποτέ δεν αισθάνθηκα εξωγήινος. Για μένα ήταν το κανονικό όλο αυτό. Θεωρούσα, ας πούμε, ότι όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι ένας άντρας που κάνει την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην επίδειξη του Μιχάλη Ασλάνη στο Intercontinental. Βγήκα τότε, σοκαρίστηκαν όλοι και στα παρασκήνια ζητούσα συγνώμη από τον Μιχάλη. “Σου κατέστρεψα την επίδειξη”, του έλεγα κι εκείνος έλεγε: “Έχεις καταλάβει ότι όλοι νόμιζαν ότι είναι η Αλίκη;”. Ήμουν δηλαδή λίγο γιούχου. Η πρόθεση μου ήταν πάντα να δίνω χαρά στον κόσμο, όχι να το παίζω κάποιος. Δεν θέλω τις ταμπέλες. Πνίγομαι.
Μπορείς να ξεχωρίσεις τις πιο κομβικής σημασίας μιμήσεις σου;
Σίγουρα η Αλίκη. Όλη η Ελλάδα έπαιζε στοίχημα αν ήταν η εκείνη ή εγώ. Για χρόνια ολόκληρα συναντούσα κόσμο που με “έβριζε” γιατί είχε ποντάρει ότι ήταν η Αλίκη ενώ δεν ήταν τελικά. Είχα κάνει τότε με τον Γιάννη Μπέζο ένα επεισόδιο στη σειρά “Της Ελλάδος τα παιδιά” που λεγόταν “Μαϊμού Αλίκη”. Ήμουν όσο πιο ίδια γινόταν. Την επόμενη μέρα με πήρε ο παραγωγός και μου είπε: “Μέχρι και ο αδερφός της σε μπέρδεψε”. Πολλά χρόνια μετά ο ίδιος ο αδερφός της Αλίκης, ο Τάκης, μου είπε ότι μόλις είδε το επεισόδιο την πήρε τηλέφωνο και της έκανε παράπονο που δεν του είχε πει ότι θα έπαιζε.“Δεν ήμουν εγώ”, του είπε. “Ήταν η άλλη”.
Τι να πρωτοπώ και για τη Μελίνα. Όλες αυτές τις κορυφαίες, σπουδαίες γυναίκες, αισθάνομαι τυχερός που έστω και για λίγο τις αισθάνθηκα. Ή τη Μαλβίνα, αυτό το είδωλο, το φαινόμενο, που με ξετρύπωσε και μου είπε: “βάλε ό,τι γουστάρεις κι έλα στην εκπομπή”. Πήγα ως Μελίνα και κάναμε μια συνέντευξη που τη βλέπω τώρα και τρέμω. Ευτυχώς είχα τόση άγνοια κινδύνου που οι απαντήσεις που έδινα ως Μελίνα ήταν απίστευτα άρτιες. Πιο μετά έκανα την ίδια τη Μαλβίνα. Έκανα τη Μαρλέν Ντίτριχ. Η Μαλβίνα ήθελε να κάνουμε συνέχεια συνεντεύξεις. Είναι τεράστια η έλλειψή της, είμαι πάρα πολύ τυχερός που τη γνώρισα και αγαπηθήκαμε.
Ήταν εντάξει με τις μιμήσεις σου όλες αυτές οι εμβληματικές γυναίκες;
Εννοείται. Της Μελίνας, ας πούμε, ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι. Πριν φύγει για την Αμερική, έβλεπε το βίντεο σπίτι της κι έλεγε: “Εγώ πότε πήγα στη Μαλβίνα;”. “Δεν είσαι εσύ”, της έλεγαν. “Εγώ δεν είμαι εγώ;” έλεγε. Είχε πάρα πολύ χιούμορ. Σχεδίαζα, μάλιστα, όταν θα γυρνούσε από την Αμερική να ντυνόμουν Μελίνα και να έκανα ένα σόου μόνο για εκείνη στο σπίτι της. Μια φορά με είχε δει και στο Intercontinental. Είχα έρθει από την Πάτρα γιατί έκαναν οι ηθοποιοί ένα χορό και ήταν εκεί η Αλίκη, η Μελίνα με τον Ντασέν, όλοι. Βγήκα ως Στέλλα, με βρεγμένα μαλλιά και μαύρο φόρεμα. Τη θυμάμαι να φωνάζει μπράβο με τη χαρακτηριστική της φωνή. Όλες αυτές οι σπουδαίες γυναίκες έχουν διεθνή στόφα, ξέρουν ότι για να σε μιμηθεί κάποιος πρώτα απ’ όλα σ’ αγαπάει και αναγνωρίζει ότι είσαι κάτι μοναδικό. Το θεωρούν μεγάλη τους τιμή. Όταν είσαι η Μελίνα, η Αλίκη, η Μαρινέλλα, δεν έχεις καμία ανασφάλεια. Όταν το πρωτότυπο φοβάται, σημαίνει ότι έχει πρόβλημα με τον καθρέφτη του.
Νωρίτερα είπες ότι έχεις καταφέρει η ιδιότητά σου να είναι το ίδιο σου το όνομα. Μήπως αυτό είναι τελικά ο ορισμός της επιτυχίας;
Πάνω απ’ όλα χαίρομαι γιατί έχω κρατήσει τη ματιά του αγοριού που ερχόταν με το ΚΤΕΛ από την Πάτρα και είχε την περιέργεια να δει την πρωτεύουσα. Είμαι ευγνώμων για το ότι δεν έχω χάσει την περιέργειά μου για τη ζωή και την τέχνη μου. Αν έπρεπε να βάλω ταμπέλες, δεν θα μπορούσα να κάνω ό,τι μου ‘ρχεται. Τώρα έγραψα ένα βιβλίο. Αύριο μπορεί να γράψω ένα θεατρικό έργο. Μετά μπορεί να παίξω ένα ρόλο στο θέατρο. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο μπαίνω στη διαδικασία να ετοιμάσω μια ολοκαίνουργια παράσταση, για την οποία γράφω τα κείμενα, σκηνοθετώ, παίζω, μπλέκομαι στα κοστούμια και γενικά οργανώνω τις λεπτομέρειες. Είναι μια χορογραφία μπρος και πίσω από τη σκηνή. Έκανα, ας πούμε, τώρα τα βίντεο για την παράσταση στο Άλσος και ήμουν μια βδομάδα από τις 7 το πρωί ως τις 2 τη νύχτα. Την ώρα του μακιγιάζ μου κρατούσαν το κεφάλι γιατί κοιμόμουν. Βγήκα λίγο από τον εαυτό μου, με είδα από ψηλά και σκέφτηκα ότι αν δεν έχεις πάθος για αυτό το πράγμα, δεν το κάνεις, δεν αντέχεται.
Ήθελες από μικρός να γίνεις σταρ;
Δεν θεωρώ ότι είμαι σταρ. Καταρχάς δεν με βλέπω, άρα δεν θα το πω ποτέ. Κάποιος που με βλέπει άμα θέλει ας το πει. Μου έλεγε μια φίλη μου τις προάλλες: “Αχ, τι κρίμα που δεν μπορείς έστω μία φορά να σε δεις”. Γέλασα με την ψυχή μου. Δεν έχω καταλάβει πώς πέρασαν 30 χρόνια, δεν έχω καθίσει λεπτό.
Η όρεξή σου σήμερα δηλαδή παραμένει αμείωτη;
Είναι περισσότερη! Είναι σαν λύσσα! Φέτος αισθάνομαι σαν να μηδένισε το κοντέρ και να ξεκινάω από την αρχή. Βλέπω αλλιώς τη ζωή, πιστεύω ότι είναι σαν ένα διαμάντι, πρέπει να το κοιτάς από διαφορετικές πλευρές. Παλιά έκανα λάθος, έμενα στο ίδιο σημείο και κοίταζα. Έχει και πιο πέρα όμως. Πρέπει να το αξιοποιήσεις.
Θυμάσαι να υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή που να συνειδητοποίησες ότι τα είχες καταφέρει ως επαγγελματίας;
Όχι. Κάτι τέτοιο θα ήταν βάλτωμα.
Δεν σκέφτηκες ποτέ ούτε καν ότι είσαι στη σωστή ράγα;
Αυτή η δουλειά, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν σου αφήνει περιθώριο. Δεν θεωρώ δεδομένο ότι ο κόσμος θα έρχεται κάθε φορά να με βλέπει. Πέρυσι γέμισε ασφυκτικά το Άλσος. Ξέρεις τι σκέφτηκα φέτος; Γιατί να έρθει κάποιος να με ξαναδεί; Άρα, στρώσε το κωλαράκι σου και το μυαλουδάκι σου και γράψε κάτι καλό, είπα στον εαυτό μου. Όλος αυτός ο κόσμος που με αγαπά και με εμπιστεύεται είναι οι συμπαραστάτες μου, είναι σαν συγγενείς μου. Με υποστηρίζουν 30 χρόνια. Υποκλίνομαι βαθιά μπροστά τους. Δεν είναι καθόλου απλό ότι κάποιος ντύνεται, χτενίζεται, παίρνει ταξί και πληρώνει από το εισόδημά του για να με δει. Οφείλω κάθε επόμενη φορά να είμαι καλύτερος από την προηγούμενη. Τουλάχιστον αυτό προσπαθώ. Δεν γίνεται να αφεθείς. Ξέρεις τι πιστεύω; Στην επιτυχία πρέπει να λειτουργείς σαν να είναι αποτυχία. Και στην αποτυχία να λειτουργείς σαν να είναι επιτυχία.
Δεν έχεις πιάσει δηλαδή ποτέ τον εαυτό σου να λέει: “Μεγάλε, είσαι πολύ καλός”;
Ποτέ! Θεωρώ τραγικό και απαράδεκτο να το πει κάποιος για τον εαυτό του. Άσε μας, ρε φίλε. Πώς λες κάτι τέτοιο; Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αισθάνθηκα πολύ ωραία. Αυτή η δουλειά έχει μια καύλα, για να το πω απλά, λαϊκά κι ωραία. Είναι το μαγείρεμα. Φαντάσου ότι είμαι ζαχαροπλάστης. Η χαρά μου είναι να μου λένε πόσο νόστιμο είναι το γλυκό και να ανακαλύπτω κι άλλες συνταγές. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ αν είμαι καλός. Απλώς μου αρέσει να είμαι μέσα στο εργαστήρι μου.
Ας υποθέσουμε ότι έρχεται ένας φίλος από το εξωτερικό και θέλει να πάει σε ένα σόου στην Αθήνα. Πώς να σε περιγράψω σε κάποιον που δεν έχει ιδέα ποιος είσαι και τι κάνεις;
Απερίγραπτος! (Γέλια). Σοβαρά όμως, επειδή πχ στην Αμερική το βαρετέ υφίσταται ως θέαμα, με σάτιρα, χορό κλπ, θα καταλάβει. Είμαι λίγο σαν δεκαθλητής. Πρέπει να χορεύω, να τραγουδάω, να κάνω τον άλλο να κλάψει ή να γελάσει ή να χορέψει. Νομίζω ότι γεννιέσαι με αυτό, δεν διδάσκεται. Πρέπει να έχεις την τρέλα και να μπορείς να βγάλεις με αρμονία από μέσα σου όλα τα συναισθήματα και τους χαρακτήρες.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που μεταμφιέστηκες σε γυναίκα μπροστά στον καθρέφτη;
Η πρώτη μεταμφίεση ήταν σε μια καρτ-ποστάλ της Μάρλεν Ντίτριχ. Ήμουν 4-5 ετών. Πήρα ένα μολύβι του σχολείου, έκανα τα φρύδια μου και απορούσα γιατί δεν έγραφε. Πώς ένας ζωγράφος έχει μπροστά του ένα λευκό καμβά και κάνει μια ωραία αντιγραφή της Τζοκόντα; Αυτό ήθελα. Και μετά ήθελα να μιλήσει το έργο μου, να κινηθεί. Πέρα δηλαδή από το έξω, ήθελα και τη φωνή, ήθελα να ζωντανέψει.
Μερικές φορές απορώ γιατί δεν παρουσιάζεις ήδη στην Ελλάδα το Drag Race του Ru Paul.
Μα δεν είμαι παραγωγός. Ας το φέρει κάποιος…
Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να σταθεί εδώ μια τέτοια εκπομπή; Θα τη σήκωνε η ελληνική κοινωνία;
Και ναι και όχι. Είμαι στη μέση. Νομίζω ότι θα γελούσαμε, θα περνούσαμε καλά. Εξαρτάται από το πώς σερβίρεις ένα προϊόν. Είμαι σε μία φάση που θα μπορούσα να το τολμήσω. Γιατί όχι; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι καλλιτέχνες και δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό για να μεταμορφωθούν και να δώσουν χαρά στον κόσμο. Είναι ένα σόου αισιοδοξίας, κι ας μην είναι το θέμα του κάτι πολύ κοινό. Ο μπαμπάς μου είναι σιδηρουργός, έκανε όλες αυτές τις υπέροχες πόρτες που είναι σαν κεντήματα. Θυμάμαι να λιώνει το σίδερο και να του λέω: “Μπαμπά, δεν γίνεται αυτό που θες”.“Γίνεται, θα δεις, άμα θέλεις όλα γίνονται”, έλεγε. Στη δική μου δουλειά, μπορεί να πει κάποιος ότι δεν γίνεται να κάνω πχ τη Ματίνα Παγώνη. Κι όμως γίνεται. Όλα γίνονται. Το να μεταμορφωθείς από άντρας σε γυναίκα, αν η πρόθεση σου είναι να δώσεις χαρά, θα περάσει. Πιστεύω πάρα πολύ στην πρόθεση και τη διάθεση. Πάντα η πρόθεση μου ήταν η χαρά. Και τώρα δεν μπορώ άλλο κλείσιμο μέσα, καραντίνα, εντοιχισμό. Στην κλεισούρα και τη μαυρίλα θέλω να τους αρπάξω όλους και να πηδήξουμε πάνω από το μαύρο σύννεφο.
Είμαι καλά τώρα. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ πιο ωραία με τον εαυτό μου. Εκεί έξω πάντα θα υπάρχουν θέματα. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ασκήσεις και προβληματισμούς.
Δεν νταουνιάζεις ποτέ;
Έχω βάλει όριο στον εαυτό μου τρεις μέρες το πολύ κάθε οχτάμηνο. Δεν με εξυπηρετεί. Έχω βρει ένα κόλπο. Όταν είσαι έτσι, σημαίνει ότι κάπως έχεις παραμελήσει τον εαυτό σου. Όταν είμαι στα κάτω μου, λέω: “Μπάστα μάγκες. Έλα εαυτούλη μου εδώ. Τι έχουμε;”. Σαν να μιλάω σε ένα παιδί. Γιατί το παιδάκι μέσα μας πάντα ζητάει προσοχή. Δεν πρέπει να αφήνεις κάτι άλυτο. Ποιο είναι το θέμα; Ότι με είπε κάποιος μαλάκα, ξέρω ‘γω. Και τι έγινε; Αξίζει να χαλάσει το κέφι σου; Τέλος πάντων ρώτα γιατί σε είπε μαλάκα αν πιστεύεις ότι αξίζει τον κόπο. Αν δεν αξίζει, μην ασχολείσαι. Όταν κάνω σκοτεινές σκέψεις, αναρωτιέμαι πώς θα ήμουν αν δεν τις είχα κάνει. Αφού λοιπόν θα ήμουν καλύτερα, ουστ μαλακισμένες σκέψεις. Όπως σου είπα, ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο σαμποτέρ που έχουμε εμείς οι ίδιοι μέσα μας, όχι αυτός που θα με πει μαλάκα. Το θέμα είναι πώς εγώ θα αντιδράσω σε αυτό. Είναι ευθύνη δική μου να είμαι καλά. Φυσικά άνθρωπος είμαι, πέφτω, έχω θέματα, αλλά τα τακτοποιώ.
Αγχώνεσαι που μεγαλώνεις;
Παραδόξως καθόλου. Περίμενα ότι θα αγχωνόμουν πολύ. Νιώθω όμως υπέροχα. Έχω καλύτερη σχέση με μένα. Μ’ αρέσω όπως είμαι. Επιτέλους δηλαδή είμαι ευχαριστημένος με τη ζωή μου, με τον τρόπο που συζώ με αυτό το σώμα και αυτό το μυαλό.
Αν μπορούσες να πατήσεις ένα μαγικό κουμπί και να ξαναγίνεις 22;
Με τίποτα! Δεν ήμουν τόσο ευτυχισμένος, δεν ήξερα τι μου γινόταν. Όχι, ευχαριστώ. Είμαι καλά τώρα. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ πιο ωραία με τον εαυτό μου. Εκεί έξω πάντα θα υπάρχουν θέματα. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ασκήσεις και προβληματισμούς. Έχω βγει όμως από την παραμύθα -ίσως αυτό να είναι η ωριμότητα- του να λέω αχ το ένα, αχ το άλλο, σαν να ήθελα η ζωή μου να μην έχει κανένα πρόβλημα ή κανένα μάθημα. Κάθε πρόβλημα για μένα είναι άσκηση ώστε να βελτιωθείς. Δεν μπορείς να νομίζεις ότι σε σένα τυχαίνουν όλα τα στραβά. Στη ζωή υπάρχει και το καλό και το κακό. Είμαστε σαν τις εποχές. Σε όλων τις ζωές, είτε είναι επιτυχημένοι είτε όχι, υπάρχουν περίοδοι που απαιτούν δουλειά. Η μαγκιά είναι να κάνεις το καλύτερο που μπορείς. Όταν λοιπόν αποφάσισα ότι δεν τρέχει και τίποτα αν υπάρχει ένα πρόβλημα ή δέκα ή τριάντα, ξαφνικά μίκρυναν τα προβλήματα.
Αυτή είναι η συμβουλή που θα ευχόσουν να μπορούσες να δώσεις στον νεότερο εαυτό σου;
Θα του έλεγα: “Αγοράκι μου έλα εδώ. Νομίζεις ότι η ζωή θα είναι πάντα στρωμένη και τα πράγματα θα έρχονται μόνο όπως τα θες εσύ; Πριτς! Ετοιμάσου, αγάπη μου, για τα μεγάλα όχι. Και για τα αλλιώς”.
Τα οποία μεγάλα όχι, τουλάχιστον σύμφωνα με το κλισέ, ίσως να είναι πιο διδακτικά από τα ηχηρά ναι.
Λες μεγάλη κουβέντα. Στη φάση που είμαι νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που ήταν πολύ σκληροί μαζί μου. Θα μπορούσαν να με είχαν ισοπεδώσει, αλλά με δυνάμωσαν πάρα πολύ. Γιατί όταν έχω να επιλέξω ανάμεσα στο να ισοπεδωθώ ή να δυναμώσω, διαλέγω πάντα το δεύτερο μονοπάτι κι ας ματώσω. Ποιος ξέρει, ίσως και λόγω αθλητισμού, έχω τεράστια ευγνωμοσύνη απέναντι στους τύραννους της ζωής μου.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λες στον εαυτό σου όταν τον κοιτάς στον καθρέφτη το πρωί;
Καλημέρα στην αγάπη, καλημέρα στη ζωή. Το ’χω κάνει μοτο αυτό. Κι όταν αγχώνομαι και κουράζομαι λέω: “Τακούλη μου, άλλοι κάνουν καριέρα, άλλοι κάνουν κρουαζιέρα. Εσύ κάνεις καριέρα. Πάτα το γκάζι και μη μασάς”. Πραγματικά όμως πίστευα ότι θα είχα κόμπλα μεγαλώνοντας. Προσέχω βέβαια τον εαυτό μου κι ευτυχώς έχω καλό DNA από τους γονείς μου. Ο μπαμπάς μου είναι 84 και τον κάνεις 64. Όχι μόνο σαν εμφάνιση, αλλά και σαν διάθεση. Το ίδιο και η μαμά. Δεν είδα ποτέ στο σπίτι μου “γριοσύνη”. Ο φόβος του ανθρώπου είναι ο φόβος του θανάτου. Πέρα από αυτό όμως, τίποτα δεν τελειώνει, απλά όλα αλλάζουν. Όταν το δεις έτσι, αφήνεσαι και εξελίσσεσαι, δεν μένεις σαν νάιλον κούκλα.
Προσέχεις πολύ τον εαυτό σου;
Ναι, τον αγαπώ. Γυμνάζομαι, κοιμάμαι, προσέχω τι τρώω. Όταν δεν δουλεύω μπορεί να χτυπήσω κάνα ποτάκι παραπάνω, να το ευχαριστηθώ. Ή να φάω αυτά που θέλω. Μ’ αρέσει πολύ να μαγειρεύω. Και να γράφω!.
Τώρα αν πίναμε ποτά θα τσουγκρίζαμε για το πρώτο σου βιβλίο και θα σου έλεγα “άντε και στο επόμενο”.
Κάτσε ντε μη με αγχώνεις! Το πιο ωραίο γενικά είναι το πάθος και η καύλα με ό,τι κάνω στη δουλειά μου. Πειράζει που μιλάω έτσι;
Ποιον να πειράξει;
Ωραία, γιατί εγώ έτσι τα λέω. Από μικρός μέχρι σήμερα κάνω τις περισσότερες φορές αυτά που επιθυμώ. Όχι αυτά που θα ήταν το ζητούμενο για μία μεγάλη καριέρα. Έχω κάνει τρέλες. Για αλλού ξεκινούσα και αλλού βρισκόμουν. Είναι ωραίο να κάνεις πράγματα επειδή γουστάρεις, ρε παιδί μου. Δεν μιλάω μόνο για μεγάλα πράγματα. Σημαντικό είναι να δώσεις στον εαυτό σου ακόμη και το χρόνο να πιεις έναν ωραίο καφέ ή να κάτσεις λίγο στο παγκάκι. Δεν μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου 5’ να κοιτάξει τα δέντρα;
Δεν σε πειράζει που μπορεί να σε κοιτάζουν οι περαστικοί να κοιτάζεις τα δέντρα;
Δεν περπατάω και με κοιτάζει ο κόσμος. Άσε που νομίζω ότι μπερδεύονται όταν είμαι εκτός θεάτρου. Αν τύχει στην ουρά μιας τράπεζας να με κοιτάξει επίμονα κάποιος, αναρωτιέμαι αν έχω λεκέ στα ρούχα. Μετά πιάνω τι συμβαίνει. Για να καταλάβεις, τις προάλλες με ρώτησε κάποιος έξω: “Είστε ο Τάκης Ζαχαράτος;” “Ορίστε; Α ναι, εγώ είμαι!” είπα. Μου πήρε δηλαδή λίγη ώρα γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν εγώ, δεν ήμουν ο άνθρωπος που είμαι στο θέατρο. Ήμουν ένας άλλος που απλά έκανε τις πρωινές του δουλειές. Έχει κάποιος στο μυαλό του τον Ζαχαράτο με τα φτερά και τα κοστούμια κι εγώ είμαι εκεί για να πληρώσω τους λογαριασμούς. Σήμερα, ας πούμε, πήγα να πάρω ένα καφέ με βερμούδα, αμάνικο και παντόφλες. Με κοίταζε κάποιος και καταλάβαινα ότι σκεφτόταν: “Αποκλείεται να είναι ο Ζαχαράτος, να κυκλοφορεί ντυμένος έτσι”. Σε ταξί μια φορά έκανα μεγάλη φάρσα: “Εσύ δεν είσαι…πώς τον λένε…αυτός που κάνει τα σόου…” μου λέει ο οδηγός. “Άσε μας ρε φίλε, ποιος Ζαχαράτος, τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτόν;” του λέω με βαριά φωνή. “Συγνώμη, αλλά του μοιάζεις” μου λέει. “Από πού κι ως πού; Δεν μου το ‘χουν ξαναπεί ποτέ”, του λέω. Τον τρέλανα τον άνθρωπο. Και όταν φτάσαμε, του είπα: “Εγώ είμαι”. Μ’ αρέσει πολύ η επαφή με τον κόσμο. Πρότυπο μου ως προς αυτό ήταν ο Κώστας Βουτσάς. Υπάρχει αμεσότητα στη σχέση μου με τον κόσμο. Μια πεθερά, δηλαδή, θα μου πει το πρόβλημα που έχει με τη νύφη της. Ή θα μου πει να πάω να φάω σπίτι της, να μου φτιάξει γεμιστά. Δεν υπάρχει σταριλίκι. Έχουν καταλάβει όλοι ότι δεν ήρθα από την Πάτρα για να κάνω τον σταρ. Ήρθα από την Πάτρα για να περάσουμε ωραία. Λοιπόν, ψήσε καφέ και πες τα μου όλα για τη νύφη σου εδώ και τώρα. Αυτά θέλω εγώ, αγάπη μου. Έτσι έκανα καριέρα. Αυτή είναι η πρόθεσή μου. Να τα πούμε, όχι να δοξαστώ. Χέστηκα για τη δόξα. Συγνώμη, κιόλας!