Π. Κουργιώτης: “Το Ισλάμ δεν είναι οιονεί ασύμβατο με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής”
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάνος Κουργιώτης, αναλύει διεξοδικά όλες τις παραμέτρους του ζητήματος της παρουσίας του Ισλάμ στην Ευρώπη με αφορμή τα πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα.
- 08 Νοεμβρίου 2020 07:17
Τα πρόσφατα “τυφλά” τρομοκρατικά χτυπήματα στη Γαλλία και την Αυστρία από φανατικούς μουσουλμάνους στάθηκαν η αφορμή να ανοίξει και πάλι η συζητήση για την εν γένει παρουσία του Ισλάμ επί ευρωπαϊκού εδάφους. Μπορεί να υπάρξει ένας γόνιμος συνδυασμός με την ευρωπαϊκή κουλτούρα; Πως μπορεί η Ευρώπη να προφυλαχθεί από τέτοιου είδους χτυπήματα; Εκφράζουν το σύνολο των Μουσουλμάνων οι ακραίοι; Πέρα από κάθε αμφιβολία, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται σε καμία περίπτωση δεν είναι εύκολες.
Ο καθηγητής Αραβικής Γλώσσας, Πολιτισμού και Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Πάνος Κουργιώτης, με τη διεισδυτική ματιά του και τη βαθιά γνώση του στο αντικείμενο φωτίζει πολλές αθέατες πλευρές του ζητήματος στις οποίες αξίζει να σταθεί κανείς. Σε κάθε περίπτωση πάντως συμπεραίνει ότι η συνύπαρξη κάθε άλλο παρά αδύνατη είναι.
Από τη μέχρι στιγμής εμπειρία τι μπορούμε να πούμε ότι οπλίζει το χέρι αυτών των ανθρώπων; Είναι η θρησκεία, είναι το ότι βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο; Ολα αυτά μαζί;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να είναι απλή. Η προσφυγή στην ακραίας μορφή βία από όλους αυτούς τους νεαρούς δράστες αποτελεί την – τραγική –απόρροια διάφορων διαπλεκόμενων συνθηκών με τη δική τους δυναμική στο χώρο και το χρόνο. Ας μου επιτραπεί η παρουσίαση ενός ερμηνευτικού σχήματος:
Πρώτον, η θρησκευτική και θεολογική διάσταση των χτυπημάτων. Υπαγορεύει το Ισλάμ ως κώδικας/τρόπος ζωής ή παράδοση αυτές τις δολοφονίες; Η απάντηση εξαρτάται από το πως ερμηνεύει κάθε μουσουλμάνος το ρόλο του μέσα στην φαντασιακή κοινότητα που ονομάζεται Ummah η οποία είναι υπερβατική των γλωσσικών, εθνικών και άλλων διαιρέσεων μεταξύ των πιστών. Κρίνοντας από τα μηνύματα και την κληρονομιά που άφησαν για τους επόμενους, οι δράστες τέτοιων πράξεων, από τη δολοφονία του Αιγύπτιου Προέδρου Ανουάρ Σαντάτ το 1981, μέχρι τις σημερινές επιθέσεις στο Παρίσι, τη Νίκαια και τη Βιέννη, θεώρησαν πως είναι ατομική τους υποχρέωση να υπερασπιστούν το Ισλάμ και τον Προφήτη, ακριβώς όπως θεωρείται υποχρέωση του κάθε πιστού ατομικά να νηστεύει στο Ραμαζάνι ή να προσεύχεται πέντε φορές τη μέρα.
Στην ισλαμική θεολογία αυτή η ατομική υποχρέωση ονομάζεται Fard al-‘Ain, τα όρια και το εύρος της οποίας αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στους κόλπους των θεολόγων του Ισλάμ. Φυσικά, ο 18χρονοςΤσετσένος που αποκεφάλισε τον Γάλλοκαθηγητή ή ο – αλβανικής καταγωγής –20χρονος Βορειομακεδόνας που γάζωνε όποιον έβρισκε στο κέντρο της Βιέννης δεν γνώριζαν καθόλου αραβικά (ο Τσετσένος ανέβασε βίντεο στα ρώσικα τη στιγμή του αποκεφαλισμού), πόσο μάλλον δεν είχαν την παραμικρή θεολογική κατάρτιση για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των πράξεών τους. Παρόλα αυτά η τζιχαντιστική τους κατήχηση δε σφυρηλατήθηκε μέσα από τη φοίτησή τους στις γνωστές θεολογικές σχολές του μουσουλμανικού κόσμου αλλά στο διαδίκτυο.
Δεύτερον, σε σχέση με τα κοινωνικά αίτια της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Προφανώς πρέπει να προϋπάρχει το γόνιμο έδαφος ώστε να βρεθούν ευήκοα ώτα για τη διαδικτυακή προπαγάνδα των ιμάμηδων της αλ-Κάϊντα ή του ISIS. Για παράδειγμα, ο μακελάρης του Bataclan το 2015, ο Abdelhamid Abaaoud, ήταν Βέλγος μαροκινής καταγωγής που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Molenbeek, ένα από τα χειρότερα προάστια των Βρυξελλών, γνωστό για την ανεργία και την γκετοποίησή του. Και πάλι βέβαια στην ιστορία του τζιχαντισμού οι θύτες δεν ήταν πάντα «της Γης οι κολασμένοι».
Οι Σαουδάραβες και οι Εμιρατιανοί αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποκλεισμένοι, ούτε ο Βρετανός πακιστανικής καταγωγής, ο Siddeeque Khan, ένας εκ των τεσσάρων βομβιστών αυτοκτονίας στην πολύνεκρη επίθεση της 7ης Ιουλίου 2005 στο μετρό του Λονδίνου, ο οποίος εργαζόταν ως δάσκαλος σε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο.
Η γκετοποίηση, η υποβάθμιση των προαστίων και ο κοινωνικός αποκλεισμός ως παράγοντες ερμηνείας του τζιχαντισμού στην Ευρώπη φαίνεται να ανταποκρίνονται καλύτερα στη γαλλική περίπτωση. Ο διακεκριμένος ισλαμολόγος Gilles Kepel σε συνέντευξή του μετά τις επιθέσεις στα γραφεία του Charlie Hebdo και το μακελειό στο Bataclan, αναζήτησε τις καταβολές του «Γαλλικού Τζιχάντ», όπως το αποκαλεί και στο ομώνυμο βιβλίο του, στις ταραχές των αραβικών προαστίων του Παρισιού και άλλων πόλεων το 2005.
Αξίζει εδώ να παραθέσουμε και τη μαρτυρία ενός βορειοαφρικανού Γάλλου μετανάστη 2ης γενιάς που μεγάλωσε στο προάστιο L’IleSaint-Denis: «τη δεκαετία ’80 μπορεί να είμασταν όλοι φτωχοί, αλλά ζούσαμε και όλοι μαζί, Άραβες, Γάλλοι, Αφρικανοί και Ανατολικοευρωπαίοι, ωστόσο η κατάσταση άλλαξε τις επόμενες δεκαετίες».
Επίσης, ενώ οι μετανάστες 1ης γενιάς αυτοπροσδιορίζονταν ως «Γάλλοι Άραβες», το 2005 τα παιδιά τους χαρακτηρίζονταν από τους συμπολίτες τους αλλά και από την ίδια την κοινότητά τους όλο και περισσότερο ως «μουσουλμάνοι».
Τρίτον, η θρησκευτική και κοινωνική διάσταση του τζιχαντισμού αλληλεπιδρούν και με τη γεωπολιτική διάσταση. Αν και οι ταραχές του 2005 δεν είχαν θρησκευτικό υπόβαθρο, εντούτοις η συνεχιζόμενη γκετοποίηση των Αράβων μεταναστών κα η εκ νέου «επινόηση» της ταυτότητάς τους ως μουσουλμάνων συνέπεσε με δύο δραματικές εξελίξεις. Από τη μια, η γενίκευση του περιβόητου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και μετά το 2014 – 2015 και στη Συρία.
Από την άλλη, παρατηρήσαμε μέσα σε 10 χρόνια (2005 – 2015) μια έξαρση των καλεσμάτων σε ατομικό Τζιχάντ υποβοηθούμενη από την επανάσταση των πληροφοριών. Οδηγίες δημοσιευμένες στο internet που εξηγούσαν στους πιστούς πως θα οργάνωναν τον αγώνα από τις χώρες τους,εφόσον δεν τους επέτρεπαν να ταξιδέψουν στο Ιράκ ή τη Συρία, όπου μαινόταν η μάχη κατά των «Σταυροφόρων» και των «αιρετικών». Κάπως έτσι προκύπτουν και οι λεγόμενοι«μοναχικοί λύκοι», όπως τους αποκαλούν οι εγκληματολόγοι, τη δόξα των οποίων συνήθως καρπώνονται αργότερα οι γνωστές οργανώσεις.
Ένας από τους δύο αδελφούςστο μακελειό του Charlie Hebdo φαίνεται πως προσπάθησε αρχικά να ταξιδέψει στο Ιράκ, ωστόσο εντοπίστηκε και φυλακίστηκε, ενώ και ο Βορειομακεδόνας τζιχαντιστής της Βιέννης φαίνεται πως προσπάθησε να ταξιδέψει στη Συρία. Η Γαλλία λοιπόν, ενώ πέρασε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σχετικά αλώβητη, λόγω και της αντίθεσής της στον αμερικανικό πόλεμο στο Ιράκ, από το 2015 μέχρι σήμερα έχει μετατραπεί στον πλέον «προνομιακό» τζιχαντιστικό στόχο επειδή «κήρυξε τον πόλεμο στους μουσουλμάνους» σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα: βομβαρδίζοντας το«Χαλιφάτο» του ISIS και προσβάλοντας τον Προφήτη με την αναδημοσίευση των επίμαχων σκίτσων.
Τέλος, σε όλα τα παραπάνω ας προστεθεί και η οργανωτική διάσταση για να έχουμε την πληρέστερη δυνατή εικόνα. Οι σημερινοί δράστες των επιθέσεων σε Παρίσι, Νίκαια και Βιέννη μπορεί να μην είναι οι αραβόφωνοι/γαλλόφωνοι μουσουλμάνοι των γκέτο που πρωτοστάτησαν στις επιθέσεις του 2015, ωστόσο και οι μεν και οι δε πιθανότατα βρίσκονται επιχειρησιακά ενταγμένοι στη στρατηγική του«αποκεντρωμένου Τζιχάντ» που προωθείται τελευταία χρόνια το – τυπικά ηττημένο στο πεδίο της μάχης – Ισλαμικό Κράτος.
Ας λάβουμε υπόψιν επίσης πως ακόμα και αν το ISIS έχει ηττηθεί στρατιωτικά με τη μορφή που το γνωρίζαμε ως εν δυνάμει κρατικό μόρφωμα μεταξύ Συρίας και Ιράκ, αυτό δε σημαίνει ότι ηττήθηκε επιχειρησιακά. Όπως και την ευθύνη για το Charlie Hebdo την ανέλαβε παράρτημα της Αλ-Κάϊντα στην Αραβική Χερσόνησο, έτσι και στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους θα μπορούσαν να οργανωθούν θεαματικά χτυπήματα από τα δραστήρια παραρτήματα στο Αφγανιστάν και την Δυτική Αφρική.
Οι περαιτέρω αστυνομικές έρευνες θα δείξουν κατά πόσο δράστες σαν τον νεαρό Τσετσένο ή τον Βορειομακεδόνα αποτελούσαν «μοναχικούς λύκους» που εκπαιδεύθηκαν στο Τζιχάντ παρακολουθώντας το σεμινάριο κάποιου Εμίρη στο YouTube ή αν ανήκαν σε ευρύτερα κελιά που παραμένουν σε «ύπνωση».
Μας ενδιαφέρει να ακούσουμε τι πιστεύει το υπόλοιπο Ισλάμ για τους ακραίους που δρουν έτσι όπως δρουν…
Εδώ ας ξεκαθαρίσουμε πως τα πρώτα θύματα της τζιχαντιστικής βίας ήταν οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι αφορίζονται και καταδικάζονται σε θάνατο ως Kuffar, δηλαδή «άπιστοι» εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Η τάση αυτή δε σταμάτησε ποτέ, ακόμη και αν από τη δεκαετία ’90 η στρατηγική του τζιχαντιστικού κινήματος προοδευτικά ανακατευθύνθηκε από τη στοχοποίηση των αραβικών «άθεων καθεστώτων» προς τα χτυπήματα εντός του εδάφους των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών που στήριζαν τα καθεστώτα αυτά.
Στην Αλγερία, κατά τη διάρκεια του τρομερού εμφυλίου, χιλιάδες μουσουλμάνοι σφαγιάστηκαν από τις τζιχαντιστικές ομάδες μέχρι τα μέσα της δεκατίας ’90, ενώ η πολιτική αποσταθεροποίηση που συνόδευσε τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» δημιούργησε νέες εστίες τζιχαντισμού στη Λιβύη, την Αίγυπτο και τη Συρία.
Σήμερα, παράλληλα με τα όσα συνέβησαν στη Βιέννη, το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη και για ένα ακόμη – λιγότερο προβεβλημένο – μακελειό στην Καμπούλ, όπου δολοφονήθηκαν δεκάδες φοιτητές. Όλοι τους ήταν Αφγανοί και μουσουλμάνοι. Φανταστείτε πως οι Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν υπογράψει συμφωνία ειρήνης με τους Αμερικανούς από πέρσι και βρίσκονται σε συνομιλίες με την αφγανική κυβέρνηση για την επόμενη μέρα στη χώρα, καταδικάζουν τις επιθέσεις του ISIS και συχνά-πυκνά συγκρούονται μαζί του.
Τέτοιες επιθέσεις πάντα καταδικάζονταν από το σύνολο των μουσουλμάνων, όχι μόνο των «απολιτίκ», αλλά ακόμα και των ακτιβιστών ή και των οργανωμένων στα πολιτικά κόμματα που αποκαλούνται ισλαμιστικά. Και αυτό διότι ο τζιχαντισμός αντιπροσώπευε πάντα από την ίδια του τη φύση (αποκλειστική πριμοδότηση της βίας και του ένοπλου αγώνα, απουσία πολιτικού προγράμματος ή μιας στρατηγικής εφικτής για την κατάληψη της εξουσίας με νόμιμα και ειρηνικά μέσα, απουσία κοινωνικών δράσεων, συνωμοτικός χαρακτήρας οργάνωσης σε κελιά) μια μειοψηφική τάση εντός του ευρύτερου ισλαμιστικού κινήματος, το οποίο διαθέτει μακρά ιστορία και ποικιλομορφία και κακώς συγχέεται ή ταυτίζεται a priori με τον εξτρεμισμό. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι για παράδειγμα και άλλα μετριοπαθή ισλαμιστικά κόμματα που διεκδικούν την εξουσία μέσω εκλογών ή προτάσσουν μεταρρυθμίσεις ουδεμία σχέση έχουν με το Τζιχάντ. Παρόλα αυτά, συχνά αποτελούν τους μόνιμους αποδιοπομπαίους τράγους των αραβικών κυβερνήσεων.
Υποδαυλίζονται τα πάθη από συγκεκριμένες μουσουλμανικές χώρες ή πρόκειται για “υπερεθνικές” δράσεις που δεν αναφέρονται σε μία μόνο χώρα ή ομάδα χωρών;
Ο τζιχαντισμός ανέκαθεν οργανωνόταν και δρούσε υπερεθνικά. Αυτή υπήρξε μια σταθερά της εν λόγω ισλαμιστικής τάσης. Όπως είχαμε τους λεγόμενους «Αφγανούς Άραβες» δηλαδή τους Άραβες εθελοντές που τότε συνέρρεαν στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς, έτσι και μετά την ανακήρυξη του «Χαλιφάτου» στη Συρία είδαμε Τσετσένους, Κοσοβάρους, Ευρωπαίους και Αμερικανούς να πολεμούν στο πλευρό Τατζίκων, Ινδονήσιων και Τυνήσιων. Η βασική διαφορά είναι πως τότε τα αραβικά κράτη δεν έθεταν κανένα πρόσκομμα στη μετακίνηση των εθελοντών μαχητών, προφανώς για λόγους που σχετίζονταν με τη γεωοπολιτική συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους θεωρητικά όλα τα κράτη προσπάθησαν να εμποδίσουν τις μετακινήσεις από και προς αυτό.
Γενικώς το τζιχαντιστικό φαινόμενο δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένα εθνικά κράτη, ούτε έχει ανάγκη τις δομές και τις λειτουργίες τους για να συντηρεί τη φονική του μηχανή. Ακόμα και τα χρυσά χρόνια της αλ-Κάϊντα την δεκαετία ’90, μπορεί κάποια κράτη να της πρόσφεραν safe heavens σαν το Σουδάν του ισλαμιστή Ομάρ Μπασίρ ή το τότε Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν επί κυβέρνησης Ταλιμπάν, ωστόσο σε τελική ανάλυση μόνο ένα «αποτυχημένο κράτος» (failed state) θα ανεχόταν στην επικράτειά του τέτοιες οργανώσεις.
Όσον αφορά τα πάθη που αναφέρετε, επισήμως δεν υποδαυλίζονται από καμία μουσουλμανική χώρα. Μάλιστα χώρες με το μέγεθος της Αιγύπτου επιστρατεύουν τα θεολογικά τους κέντρα για την έκδοση αποφάσεων (φετβάδων) όπου καταδικάζεται ρητά η ανάληψη ατομικού Τζιχάντ από τον κάθε πιστό, ερήμην της πολιτικής ηγεσίας. Στην πράξη βέβαια τα εθνικά κράτη φαίνεται πως εκμεταλλεύονται ποικιλλοτρόπως τέτοιες κρίσεις, οι οποίες λειτουργούν σαν βαλβίδες κοινωνικής εκτόνωσης και αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από άλλα πραγματικά προβλήματα.
Ο Αλγερινός 2ης γενιάς στο γκέτο, ο κάτοικος της Βαγδάτης ή κάποιας φτωχογειτονιάς του Ισλαμαμπάντ εξοργίζονται με τα σκίτσα του Προφήτη αλλά ξεχνάνε την ενδημική τους φτώχεια, τις κακές υπηρεσίες ύδρευσης και ηλεκτροδότησης και την γκετοποίηση. Έτσι εξηγείται γιατί το καθεστώς το Μπασάρ αλ-Άσαντ, που σε άλλες περιπτώσεις επιβάλει την τάξη με συνοπτικές διαδικασίες, το 2006 έκανε τα στραβά μάτια στο κάψιμο της δανέζικης πρεσβείας στην Δαμασκό από διαδηλωτές με αφορμή την κρίση του Δανού σκιτσογράφου. Παράλληλα, κράτη σαν τα Εμιράτα ή τη Σαουδική Αραβία χρησιμοποιούν αυτά τα πάθη για να αποσπάσουν διαπιστευτήρια μετριοπάθειας από την Δύση και να ξεπλύνουν τις πολεμικές τους περιπέτειες στην Υεμένη και αλλού ή τις κακές τους επιδόσεις στην παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ο δε Ερντογάν, αξιοποίησε και αυτός τη σημερινή κρίση, όπως έκανε παλαιότερα με τις αραβικές εξεγέρσεις, το Παλαιστινιακό και την Αγια Σοφιά, στην κατεύθυνση της ανάδειξης της Τουρκίας ως ηγέτιδας δύναμης του μουσουλμανικού κόσμου. Επίσης, δεδομένου ότι υπήρχαν και πρόσφυγες μεταξύ των δραστών των τελευταίων επιθέσεων, περιμένουμε να δούμε τον απόηχο τους στις τεταμένες ευρωτουρκικές σχέσεις. Προς το παρόν πάντως, ο Ερντογάν φαίνεται και πάλι έτοιμος να «πουλήσει» τη χώρα του σαν ανάχωμα στις προσφυγικές ροές, γεγονός που αποτιμάται θετικά από τις συντηρητικές ηγεσίες διάφορων χωρών της Ευρώπης.
Ο Μακρόν έχει επιλέξει προς το παρόν έναν τρόπο αντίδρασης που έχει υψώσει πολύ τους τόνους. Είναι η ενδεδειγμένη αντίδραση αυτή; Μήπως με πρόσχημα τα πρόσφατα χτυπήματα υιοθετηθεί πάλι μία αντιπροσφυγική τάση από την Ευρώπη και τι συνέπειες θα έχει αυτό;
Τόσο ο Μακρόν, όσο και ο Καγκελάριος της Αυστρίας Κουρτς, φαίνεται πως επενδύουν στην παρωχημένη (κι επικίνδυνη) φρασεολογία περί σύγκρουσης τον πολιτισμών. Ο Κουρτς αν και δεν κατονόμασε το Ισλάμ, άφησε να εννοηθεί πως εκφράζει τη «βαρβαρότητα» έναντι του «πολιτισμού» που τον εκφράζει η Ευρώπη και οι αξίες της. Είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό για τους μουσουλμάνους της Αυστρίας πως ο ηγέτης ενός ακροδεξιού κόμματος βρίσκεται στην εξουσία σε μια τέτοια συγκυρία και είναι υποχρεωμένος από την εκλογική του βάση να αντιδράσει. Το πως θα αντιδράσει θα το δούμε.
Ο δε Μακρόν οφείλει να είναι προσεκτικός στις εκφράσεις του, όταν αναφέρεται σε «κρίση του Ισλάμ» ή σε «ισλαμικό αποσχιστικό κίνημα» εντός της Γαλλίας. Πόσο μάλλον αν σκεφτούμε πως κάτι παραπάνω από το 7% των Γάλλων πολιτών δηλώνουν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Σίγουρα καταλαβαίνουμε πως η ατζέντα της ασφάλειας/ισλαμοφοβίας αποτελεί προνομιακό τόπο για την υφαρπαγή ψήφων από την ακροδεξιά συνυποψήφια του για την προεδρία της χώρας το 2002. Από την άλλη όμως υπάρχουν και εκατομμύρια μουσουλμάνοι ψηφοφόροι που σίγουρα δεν επιθυμούν να ζουν ούτε περιθωριοποιημένοι, αλλά ούτε και να απολογούνται διαρκώς για τον κάθε τζιχαντιστή που πολλές φορές δεν προέρχεται καν από την κοινότητά τους.
Η εξίσωση είναι δύσκολη και το στοίχημα για τον Μακρόν θα είναι πως να αυστηροποιήσει περαιτέρω το νομικό πλαίσιο κατά της τρομοκρατίας και της ισλαμιστικής ριζοσπαστικοποίησης, ενθαρρύνοντας παράλληλα την καλύτερη ενσωμάτωση και την απογκετοποίηση των Γάλλων μουσουλμάνων. Περισσότερα για τη στρατηγική του Μακρόν θα μάθουμε όταν δούμε το νομοσχέδιο που προτίθεται να φέρει στη βουλή στις αρχές του 2021.
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία φαίνεται πως επιδιώκεται μια «εθνικοποίηση» του Ισλάμ από το γαλλικό κράτος στη λογική της κάθαρσης του από τις ξένες επιρροές, τους ιμάμηδες ξένων κέντρων κλπ. Στο ίδιο πνεύμα ενδεχομένως να αυστηροποιηθεί το πλαίσιο λειτουργίας των τζαμιών το οποίο μέχρι στιγμής επαφίεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, θα καταργηθεί η κατ’ οίκον εκπαίδευση μεταξύ των μουσουλμάνων, ενώ θα ενισχυθεί η διδασκαλία των αραβικών και θα ανοίξουν κέντρα ισλαμολογίας. Η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων θα κριθεί, ωστόσο εδώ προκύπτουν δύο ζητήματα:
Α) κατά πόσο θα νιώθουν άνετα οι μουσουλμάνοι πολίτες της Γαλλίας, όταν γνωρίζουν πως η θρησκεία τους θα διδάσκεται και θα αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου ως κάτι το «προβληματικό» που πρέπει να διορθωθεί (εξ ού και οι δηλώσεις Μακρόν περί «πεφωτισμένου Ισλάμ»). Αυτή η προσέγγιση μου θυμίζει τα οριενταλιστικά εργαλεία άλλων εποχών.
Β) εφόσον το γαλλικό κράτος αναλάβει την όλη διαδικασία αποριζοσπαστικοποίησης των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Γαλλίας, παρεμβαίνοντας στο ιδιωτικό – από το 1905 και το νόμο περί διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας – πεδίο της θρησκείας, δεν υπονομεύει την ίδια την αρχή της laïcité που με τόσο σθένος υπερασπίζεται η Γαλλική Δημοκρατία;
Τέτοια ερωτήματα, καθώς και άλλα που θα κάνουν λόγο περί «ισλαμικής ιδιαιτερότητας» θα επανέλθουν δριμύτερα στο δημόσιο λόγο τους επόμενους μήνες.
Ο περιβόητος ευρωπαϊκός τρόπος ζωής κινδυνεύει πράγματι από το Ισλάμ;
Παρατηρείται η τάση μεταξύ των μεταναστών 2ης και πλέον 3ης γενιάς να προσδιορίζονται όλο και περισσότερο ως μουσουλμάνοι παρά ως Γάλλοι Άραβες. Η τάση αυτή συνοδεύεται και από ευρήματα ερευνών που έδειξαν πως το ποσοστό των μουσουλμάνων της Γαλλίας που τηρούν τις πέντε προσευχές τη μέρα, συμμετέχουν στις ομαδικές προσευχές της Παρασκευής και νηστεύουν στο Ραμαζάνι αυξήθηκε το 2008 στο 39%, 23% και 70% από το 31% αντίστοιχα, 16% και 60% που ήταν το 1994. Ο δε αριθμός αυτών που καταναλώνουν αλκόολ έπεσε από το 39% στο 34%. Αυτές οι τάσεις δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως παρέκκλιση των Γάλλων μουσουλμάνων από την αφοσίωσή τους στην Γαλλική Δημοκρατία. Σε άλλη έρευνα του 2004 το 68% των ερωτηθέντων θεώρησαν σημαντικό το διαχωρισμό κράτους – θρησκείας στην Γαλλία και το 93% μίλησε με θαυμασμό για τις ρεπουμπλικανικές αξίες της χώρας.
Πραγματικά δε θεωρώ πως το Ισλάμ είναι οιονεί ασύμβατο με τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», ο ακριβής ορισμός του οποίου επίσης απαιτεί μεγάλη συζήτηση. Με το ίδιο σκεπτικό και η πρόσφατη απόφαση της υπερσυντηρητικής πολωνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην απαγόρευση των αμβλώσεων θα μπορούσε να εκληφθεί εξίσου ως παραβίαση των αξιών στις οποίες υποτίθεται πως εδράζεται αυτό που ονομάζουμε Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο χριστιανός καθολικός στην Πολωνία κι εκτός αυτής δε μπορεί να θεωρηθεί υπόλογος για αυτή την οπισθοδρόμηση.
Ο Πάνος Κουργιώτης είναι δρ. Πολιτικών Επιστημών. Διδάσκει Αραβική Γλώσσα, Πολιτισμό και Ιστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Η πρώτη νιότη του Ισλαμισμού” (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος, 2016)
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.