1821: Γυναίκες που ξεχώρισαν με τα όπλα ή τη γραφή τους

1821: Γυναίκες που ξεχώρισαν με τα όπλα ή τη γραφή τους
Σουλιώτισσες. Alamy Stock Photo

Η ιστορικός Αννίτα Πρασσά γράφει για τέσσερις γυναίκες του 1821 που δόθηκαν ολόψυχα στον αγώνα της επανάστασης.

Τα χρόνια του Εικοσιένα είναι συναρπαστικά για τον ερευνητή και μέσα στη μικρή χρονική τους διάρκεια συμπυκνώνονται πάρα πολλά γεγονότα και φαινόμενα σε επίπεδο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και νοοτροπιών, ενώ αναδεικνύονται νέα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν στο πρώτο μισό του ρομαντικού 19ου αιώνα, του αιώνα της δημιουργίας των εθνοτήτων. Ενέργειες και συμπεριφορές συχνά φθάνουν στα άκρα και αναπτύσσονται δυνατά πάθη μέσα στις εντάσεις και στις αντιθέσεις που σημειώνονται.

Όπως συμβαίνει σε τέτοιες εποχές, αναδεικνύονται νέες μορφές που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο και ξεχωρίζουν. Μορφές ανδρών όμως. Η γυναίκα παραμένει περιορισμένη στα του οίκου και αφανής. Ωστόσο ορισμένες γυναίκες αυτή την περίοδο υπερέβησαν τις προκαταλήψεις της ανδροκρατούμενης εποχής, ξέφυγαν από το παρασκήνιο, ανέπτυξαν δημόσιο λόγο και συχνά διεκδίκησαν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Τέσσερις γυναίκες που πέρασαν στο προσκήνιο της ζωής, της δημόσιας ζωής, και συμμετείχαν στα κοινά δρώμενα, θα μας απασχολήσουν στο αφιέρωμα αυτό. Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825), Δόμνα Βισβίζη (1783-1850), Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840), Ευανθία Καΐρη (1799-1866). Όλες διακατέχονταν από βαθύ πατριωτικό αίσθημα και δόθηκαν ολόψυχα στον απελευθερωτικό αγώνα, από διαφορετικό χώρο η καθεμία. Οι τρεις πρώτες διακρίθηκαν για τη συμμετοχή και την προσφορά τους σε πολεμικές επιχειρήσεις και η τέταρτη στα γράμματα. Όλες, καθώς ήταν μεγαλωμένες στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, έζησαν στη δίνη των εξελίξεων μιας ταραγμένης εποχής. Η πρώτη και η τρίτη πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου, συζητήθηκαν περισσότερο, ζώντας μια ζωή που εξάπτει τη φαντασία και την περιέργεια. Οι άλλες δύο ήταν χαμηλών τόνων.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Η Σπετσιώτισσα Μπουμπουλίνα ήταν η δυναμική και αγέρωχη καπετάνισσα, ανεξάρτητη, πεισματάρα, αυταρχική, διεκδικητική και αρκετές φορές σκληρή. Είχε πάρει από νωρίς τη ζωή στα χέρια της και ο χαρακτήρας της σφυρηλατήθηκε στο ανδροκρατούμενο και συντηρητικό περιβάλλον του νησιού. Από τη γέννησή της ακόμη βίωσε δύσκολες εμπειρίες όταν ο πατέρας της πέθανε φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά και μεγάλωσε με αυτή τη θύμηση που της ενέπνευσε φιλοπατρία και γενναιότητα.

Έχοντας ζήσει μια μυθιστορηματική ζωή μέχρι το ξέσπασμα της Επανάστασης, δύο φορές χήρα και μητέρα επτά παιδιών, εισήλθε από την αρχή πολύ δυναμικά στον Αγώνα και στις πρώτες κιόλας μέρες έχασε τον μεγαλύτερο γιο της, Γιάννη Γιάννουζα. Γνωστή στους φιλελληνικούς κύκλους, πρόσφερε πολλά από την τεράστια περιουσία της, στη δημιουργία της οποίας είχε συμβάλει και η ίδια. Κατηγορήθηκε για φιλοχρηματία, αλλά δεν πέθανε πλούσια. Θυελλώδης και δυναμική δεν άφησε τη ζωή να την παρασύρει, αλλά κράτησε πάντα γερά το τιμόνι. Έγινε δεκτή ισότιμα στα συμβούλια των συμπολεμιστών της και επιδίωξε συμμαχίες με ισχυρούς της εποχής.

Βίωσε τη δίνη της εμφύλιας διαμάχης, δοκίμασε το φθόνο, αλλά άντεξε. Πέθανε άδοξα, όχι στα πεδία των μαχών, αλλά στο σπίτι της στις Σπέτσες (σήμερα Μουσείο Μπουμπουλίνας) στη διάρκεια διαμάχης με την οικογένεια Κούτση του νησιού που ήταν αντίθετη στον έρωτα του γιου της Μπουμπουλίνας Γιώργου Γιάννουζα με την κόρη τους Ευγενία. Οι αδιευκρίνιστες συνθήκες του φόνου της καπετάνισσας έχουν τροφοδοτήσει τη φαντασία και έχουν εμπνεύσει διάφορες εκδοχές για το τέλος της.

Δόμνα Βισβίζη

Η Δόμνα, από την Αίνο της Θράκης, ήταν η δωρική γυναίκα, η αγωνίστρια, αλλά πάνω απ’ όλα η μητέρα. Οι συμβουλές που έδωσε στον γιο της Δημήτριο-Θεμιστοκλή όταν αναχωρούσε για το Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει με έξοδα των φιλελλήνων, φανερώνει το μεγαλείο της μάνας, της πατριώτισσας. Συμπαραστάθηκε στον άνδρα της καπετάν Χατζη Αντώνη Βισβίζη και τον ακολούθησε στο ναυτικό αγώνα παίρνοντας μαζί στο πλοίο τους τα πέντε ανήλικα παιδιά τους, κάνοντας την απελευθέρωση οικογενειακή υπόθεση.

Κι όταν πέθανε ο πατέρας των παιδιών της στη διάρκεια μιας ναυτικής επιχείρησης, δεν λύγισε και χωρίς να προλάβει να τον πενθήσει, συνέχισε παίρνοντας η ίδια αμέσως το τιμόνι του πλοίου. Η δυναμική καπετάνισσα συνέχισε με το πλοίο της μέχρι το 1824 ξοδεύοντας όλη την περιουσία τους για τη συντήρησή του. Έκτοτε, ξεριζωμένη από τον τόπο της, ξεσπιτωμένη και πάμφτωχη, βίωσε την απόλυτη ανέχεια χωρίς καμιά συμπαράσταση. Αντίθετα, έπεσε θύμα επιτήδειων που εκμεταλλεύτηκαν τη φτώχια και την ανασφάλεια της μοναχικής και απροστάτευτης γυναίκας. Περήφανη και αξιοπρεπής, δικαιολογώντας την καταγωγή, αλλά και το χαρακτήρα της, είχε την τύχη τόσων άλλων αγωνιστών που πέθαναν πάμφτωχοι και αβοήθητοι από την πολιτεία.

Μαντώ Μαυρογένους Alamy Stock Photo

 

Μαντώ Μαυρογένους

Η φαναριώτικης καταγωγής Μαντώ με ρίζες κυρίως στη Μύκονο, γεννημένη στην Τεργέστη και εγκατεστημένη προεπαναστατικά στις Κυκλάδες, ήταν η κοσμοπολίτισσα, κομψή και καλλιεργημένη γυναίκα, με ευρωπαϊκό αέρα, ρομαντική και εύθραυστη. Αναμφισβήτητα ανιδιοτελής, υπήρξε πολυαγαπημένο θέμα των φιλελλήνων και των περιηγητών της εποχής, οι οποίοι αναφέρονται σε αυτήν συχνά στα κείμενά τους, και την αναπαριστούν σε πολλές εικόνες. Ρομαντική στο έπακρο, δαπάνησε την τεράστια περιουσία της για τις ανάγκες του Αγώνα, αλλά πέθανε πάμφτωχη. Υπερέβη τα στερεότυπα της συντηρητικής εποχής, που ήθελαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς άποψη. Χειραφετημένη, δεν δίσταζε να μετακινείται συχνά, μολονότι ήταν μόνη και πολύ νέα. Η συμπεριφορά της προκαλούσε για την εποχή της.

Πρόσφερε οικονομικά στον Αγώνα και συμμετείχε η ίδια σε πολεμικές επιχειρήσεις. Έγραψε δύο επιστολές-εκκλήσεις προς τις Αγγλίδες και Γαλλίδες φιλελληνίδες καταγγέλλοντας τον εφησυχασμό και την αδιαφορία τους για τον άνισο αγώνα των συμπατριωτών της. Ερωτεύτηκε και διεκδίκησε τον αγαπημένο της, τον επίσης φαναριώτικης καταγωγής πρίγκιπα Δημήτριο Υψηλάντη. Δοκίμασε την ερωτική απογοήτευση και την κοινωνική απομόνωση, αλλά και τη χλεύη και την ειρωνεία των συγχρόνων της ανδρών για τις επιλογές της. Πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο εγκαταλειμμένη από την πολιτεία, αλλά και απομονωμένη από την οικογένειά της για την κατασπατάληση της περιουσίας για την απελευθέρωση.

Ευανθία Καΐρη

Η Ευανθία, από την Άνδρο, ήταν η λογία γυναίκα, μοναδική και σπάνια για την εποχή της περίπτωση. Αλληλογραφούσε με κορυφαίες μορφές του Διαφωτισμού. Απόλαυσε την απεριόριστη εκτίμηση του Αδαμάντιου Κοραή, στον οποίο απευθύνθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία και επηρεάσθηκε βαθύτατα από τις συμβουλές και τις κατευθύνσεις που της έδωσε τόσο για τη μετέπειτα πνευματική της πορεία όσο και για το ρόλο της ως γυναίκα. Χάρη σ’ αυτόν μετέφρασε το βιβλίο «Περί ανατροφής των νεανίδων» του γνωστού Γάλλου παιδαγωγού Φενελόν. Διακριτική αδελφή του λόγιου Θεόφιλου Καΐρη, τον οποίο θαύμαζε και αγαπούσε απεριόριστα, και στον οποίο οφείλει την ανατροφή και την πνευματική της καλλιέργεια, η ζωή της περιστράφηκε γύρω από αυτόν. Η εξέλιξη και ο χαρακτήρας της διαμορφώθηκαν από τα χρόνια του Κυδωνιών, όπου με τον αδελφό της σχολάρχη στην εκεί περίφημη Σχολή, ζούσε σε ένα ασκητικό περιβάλλον ασχολούμενη όλο το χρόνο της με τη μελέτη και αργότερα με τη διδασκαλία.

Στα χρόνια της Επανάστασης ζούσε στην Ερμούπολη επηρεασμένη και ευαισθητοποιημένη από την ενεργό συμμετοχή του αδελφού της στα γεγονότα. Γι’ αυτό η ίδια δεν έμεινε αμέτοχη θεατής. Αντίθετα με τις άλλες τρεις γυναίκες, αγωνίστηκε με τη γραφίδα της φανερώνοντας το ελεύθερο πνεύμα της. Διαμαρτυρήθηκε στους χριστιανούς της Δύσης με ένα τολμηρό κείμενο, τη δημόσια έκκληση προς τις φιλελληνίδες το 1825, που έσπευσαν να προσυπογράψουν πολλές κυρίες της εποχής.

Μία επιστολή που κατήγγελλε την ουδετερότητα των ευρωπαϊκών δυνάμεων και μέσω των γυναικών τις καλούσε να τοποθετηθούν υπέρ του ελληνικού Αγώνα. Το 1826 η ηρωική πτώση του Μεσολογγίου την ενέπνευσε για τη συγγραφή του τρίπρακτου θεατρικού δράματος «Νικήρατος», αφιερωμένου στις θυσιασθείσες γυναίκες. Ο πρωταγωνιστής Νικήρατος ήταν ο πρόκριτος της ιερής πόλης Χρήστος Καψάλης που τη νύχτα της εξόδου ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη όπου είχαν καταφύγει οι ασθενείς και τα γυναικόπαιδα, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Το πρώτο αυτό γυναικείο θεατρικό έργο της νεότερης Ελλάδας, που τυπώθηκε στο Ναύπλιο, έγινε πολύ δημοφιλές και παιζόταν για πολλά χρόνια αργότερα.

Οι Λασκαρίνα, Δόμνα και Μαντώ έζησαν για ένα διάστημα στο Ναύπλιο, η δε Δόμνα μετακινήθηκε στην Ερμούπολη όπου στην Επανάσταση βρισκόταν και η Ευανθία. Δεν γνωρίζουμε αν συναντήθηκαν ποτέ. Η Ευανθία, αντίθετα με τις άλλες γυναίκες, έκανε ελάχιστες μετακινήσεις, αλλά όπως η Μαντώ, δεν απέκτησε οικογένεια και δεν παντρεύτηκε, μολονότι αυτό έγινε για διαφορετικούς λόγους. Η προσωπική της ζωή περιστράφηκε γύρω από τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερο αδελφό και μέντορά της και στα τελευταία χρόνια της ζωής της στην Άνδρο έζησε απομονωμένη βιώνοντας αφόρητη οδύνη για τους διωγμούς και το τραγικό τέλος του Θεόφιλου λόγω της γνωστής «θεοσέβειάς» του, καταπνίγοντας μια πολύ ευαίσθητη, ρομαντική και εύθραυστη ψυχή μέσα στην κλειστή και συντηρητική κοινωνία της εποχής της.

Όπως υπήρξε διακριτική στη ζωή της η Ευανθία, έτσι διακριτική είναι και στην εικονογραφία του Εικοσιένα, αφού δεν έχει εντοπιστεί –όσο γνωρίζουμε- κάποια εικόνα της. Ελάχιστες γνωρίζουμε της Δόμνας και πάμπολλες των άλλων δύο.

Και οι τέσσερις αυτές γυναίκες έζησαν στη δίνη των εξελίξεων μιας ταραγμένης εποχής διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο η καθεμιά με το δικό της τρόπο είτε στα πεδία των μαχών είτε στη λογιοσύνη.

  • Η Αννίτα Πρασσά είναι Δρ Ιστορίας, Διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
  • Προϊσταμένη Γενικών Αρχείων του Κράτους Μαγνησίας

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα