Η άνοιξη μέσα απ’ τα μάτια των “καταραμένων” ποιητών

Η άνοιξη μέσα απ’ τα μάτια των “καταραμένων” ποιητών
Οι ανθισμένες ροδακινιές της Βέροιας κάθε άνοιξη Eurokinissi

Πώς προσεγγίζουν οι Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Κατερίνα Γώγου, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αρθούρος Ρεμπώ και Σαρλ Μπωντλαίρ την άνοιξη στα ποιήματά τους.

Η άνοιξη αποτελεί την πιο αισιόδοξη ίσως εποχή του χρόνου, καθώς ο καιρός ζεσταίνει, η φύση ανθίζει και το φως δίνει τη θέση του στο σκοτάδι του χειμώνα. Στα λογοτεχνικά κείμενα, η άνοιξη συμβολίζει κατά κανόνα την αναγέννηση και την ελπίδα, μία συνθήκη που προσφέρει χαρά, ευφραίνει την ψυχή και ευνοεί τον έρωτα. Είναι σαν μια νέα αρχή, ένα κομβικό σημείο κατά τη διάρκεια του χρόνου, με έντονη τη διάθεση για αυτοβελτίωση, καινούργιες εμπειρίες, επικοινωνία και εξωστρέφεια.

Ωστόσο, αυτή η ιδανική συνθήκη της άνοιξης δημιουργεί συχνά συναισθήματα μελαγχολίας και θλίψης, λόγω της διάψευσης των υψηλών προσδοκιών που θέτουμε εκ των προτέρων. Η ματαίωση, όταν η εποχή δεν φέρει τελικά όσα επιθυμούσαμε και δεν πραγματώσει τη λύτρωση που ενδεχομένως αναμέναμε, υπερκαλύπτει την όποια αισιοδοξία. Και καθώς όλα γύρω ανθίζουν και γεμίζουν φως, η ψυχή τόσο πιο πολύ βυθίζεται στις αγωνίες και τα πάθη. Κάπως έτσι αντιμετώπιζαν την άνοιξη οι λεγόμενοι «καταραμένοι» ποιητές, Έλληνες και ξένοι, μέσα από τους στίχους και τα ποιήματά τους.

Πένθιμη άνοιξη Shutterstock

Ποιους ονομάζουμε “καταραμένους ποιητές”

Ως «καταραμένους» (στα γαλλικά poètes maudits) ονομάζουμε τους ποιητές που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό στα έργα τους την απαισιοδοξία και την αίσθηση της ματαίωσης. Ωστόσο, πέρα από το πεσιμιστική χροιά των ποιημάτων τους, οι «καταραμένοι» διήγαν αντισυμβατικό βίο και ήταν συχνά περιθωριοποιημένοι άνθρωποι, που κατέφευγαν στο αλκοόλ, τις ουσίες και το έγκλημα, ενώ άλλες φορές άγγιζαν τα όρια της τρέλας και της παραφροσύνης. Επίσης, ο πρόωρος θάνατος που συνήθως ήταν αποτέλεσμα αυτοχειρίας, αποτελεί σημαντικό στοιχείο της κατηγορίας αυτής των ποιητών.

Παρόλο που ο πρώτος «καταραμένος» ποιητής ήταν ο Φρανσουά Βιγιόν, που έζησε τον 15ο αιώνα, ο όρος κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ, όπου αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές «ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης» στο έργο του “Stello” του 1832 Stello. Στους «καταραμένους» ποιητές κατατάσσονται ενδεικτικά, λόγω των κοινών παραπάνω χαρακτηριστικών, οι Γάλλοι Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Αρθούρος Ρεμπώ, Λωτρεαμόν και οι Έλληνες Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κατερίνα Γώγου.

Η ωρίμανση του Κώστα Καρυωτάκη

Η περίπτωση του Κώστα Καρυωτάκη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρατηρείται μια έντονη αλλαγή στον τρόπο που προσεγγίζει την άνοιξη στα πρώιμα γραπτά του και στα ώριμα ποιήματά του. Παρατηρούμε πως ο ποιητής στους εφηβικούς του στίχους, τους οποίους έγραψε κατά τη διάρκεια του 1913 – 1916, στο ποίημα «Άνοιξη» μιλά με συναισθήματα αισιοδοξίας και χαράς, καθώς η έλευσή της διώχνει κάθε αρνητική σκέψη, κάθε φόβο και δάκρυ, αφήνοντας χώρο στον έρωτα για να κυριαρχήσει. Ο στίχος «Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!» εκφράζει τη διάθεση που διέπει ολόκληρο το ποίημα. Αισθάνεται πως η ζωή είναι μπροστά του και είναι έτοιμος να γευτεί κάθε απόλαυση που θα του φέρει, ενώ η χρήση των δύο θαυμαστικών στον ίδιο στίχο εντείνει τον ενθουσιασμό του.

Άνοιξη [Εφηβικοί στίχοι, 1913 – 1916]

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια—

κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·

του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,

και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.


Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει

και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,

σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει

κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.

Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·


του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα

να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,

και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,

βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.


Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!

Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!

Στην πρώτη του συλλογή με τίτλο «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραμάτων» αρχίζει να γίνεται ευδιάκριτο το πεσιμιστικό ύφος του ποιητή, καθώς σε ποίημα του με τον τίτλο ξανά «Άνοιξη» τα προηγούμενα συναισθήματα χαράς και προσμονής αντικαθίστανται από τη μελαγχολία και τη νοσταλγία της περασμένης ανέμελης νιότης. Θέλοντας να τονίσει τη θλίψη του και το σκοτάδι που αισθάνεται να έχει στην ψυχή του, τονίζει εξ αρχής πως «Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους» και αφήνει να ξεδιπλωθεί στο ποίημα του η αντίθεση ανάμεσα στην ομορφιά γύρω του και τον καημό μέσα του.

Ο Κώστας Καρυωτάκης στο εξώφυλλο του βιβλίου Κ.Γ.Καρυωτάκης - Ποιήματα και πεζά

Άνοιξη [Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραμάτων, 1919]

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.

Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της

στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης

παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…


Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,

όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.

Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ’ άστρα

σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας


οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.

Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους

τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.

Αργότερα, στη συλλογή του «Ελεγεία και Σάτιρες» του 1927, το πένθιμο ύφος του Κώστα Καρυωτάκη γίνεται ακόμη πιο έντονο, με τον ίδιο να αισθάνεται πως η άνοιξη δεν μπορεί να του προσφέρει τίποτα πια. Νιώθει πως το κάλεσμά της, με τα χρώματα, το φως και τις μυρωδιές της, δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από κάλεσμα θανάτου, ο οποίος θα του εξασφαλίσει την υστεροφημία και την αναγνώριση που γύρευε εν ζωή. Η ματαιότητα κυριαρχεί στο ποίημα με τον στίχο «Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει, / κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών» να υπενθυμίζει πως η αλλαγή που καρτερεί, δεν πρόκειται να έρθει.

Υστεροφημία [Ελεγεία και Σάτιρες, 1927]

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση

και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.

Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,

κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.


Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.

Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,

κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,

στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.

Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι


δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς

τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,

κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.

Ο Απρίλης της Μαρίας Πολυδούρη

Η Μαρία Πολυδούρη ανακαλεί συχνά στην ποίησή της την άνοιξη, είτε ονομαστικά είτε με με στίχους που περιγράφουν την εποχή. Εμπνέεται από τη φύση, τα λουλούδια, το φως, τον ουρανό, τα πουλιά, τα δέντρα για να εκφράσει τα συναισθήματά της και στα στοιχεία αυτά βασίζεται, ως επί το πλείστον, το λυρικό ύφος των έργων της. Ο Απρίλης δε κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της και στα ποιήματά της, καθώς είναι ο μήνας που γεννήθηκε, ο μήνας που άφησε την τελευταία της πνοή, αλλά και ο μήνας που γνώρισε τον αγαπημένο της, Κώστα Καρυωτάκη. Η σχέση τους, άλλωστε, σημάδεψε μια για πάντα την ποιήτρια, μέχρι και το τέλος της ζωής της.

Στο ποίημα «Σαν πεθάνω», που βρίσκουμε στη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν», η οποία εκδόθηκε το 1928 – τη χρονιά που αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης – η ποιήτρια μιλά για τον θάνατό της τον Απρίλιο, σαν να ξέρει εκ των προτέρων πως πρόκειται να φύγει από τη ζωή τον συγκεκριμένο μήνα. Τη στιγμή που η φύση αναγεννιέται και δίνει ξανά ζωή σε όσα άφησε πίσω του ο χειμώνας, η ίδια θα χάνει τη δική της. Όπως και έγινε τελικά, στις 29 Απριλίου του 1930 – τρία χρόνια μετά.

Σαν πεθάνω [Οι τρίλλιες που σβήνουν 1928]

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,

όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά

ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη

και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.


Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,

που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό

στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,

στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.


Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν

και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.

Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν

και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.


Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.

Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,

όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι

– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Στο ποίημα της «Τι θέλει τούτη η Άνοιξη», το οποίο βρίσκεται στη συλλογή «Ηχώ στο χάος» του 1929, η οποία εκδόθηκε ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη, μοιάζει να «συνομιλεί» με το ποίημα «Υστεροφημία» του ποιητή, αναπαράγοντας τη χαρακτηριστική φράση «πάλιν η Άνοιξη», αλλά και με το ποίημα «Βράδυ» παραφράζοντας τον στίχο «το ανοιξιάτικο δείλι» σε «τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα». Η Μαρία Πολυδούρη εκφράζει την αδυναμία της να ακολουθήσει τη διάθεση για ζωή που φέρνει μαζί της η άνοιξη και την εναντίωση της ψυχής της στις χαρές της εποχής, καθώς έχει μέσα της ένα βαθύ πόνο.

Τι θέλει τούτη η Άνοιξη… [Ηχώ στο χάος, 1929]

Σαλεύουν

ἀόρατα, πανάλαφρα

τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.

Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ

ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα

μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο

τὴν καρδιά…


-Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας

στὰ δάχτυλα

ἕνα κορμί, φτερό.

Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ

μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,

εἶναι πουλί.


Ἕνας νέος ἀράθυμος

συλλογιέται γλυκά,

σὰ νὰ πέρασε πλάι του

πεταλούδα μυρόβολη

τὸ φιλί.


-Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο

κι᾿ ὅλο μένει

σὰν κουτσό… κοντοφτέρουγο…

Λυπημένη

τὴ ματιά μας ρουφᾶ

τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα

καὶ χλωμαίνει.

Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα

στὴ γαλήνη

καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.

Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ

τὸ δικό μας ἐναντίωμα

μὲ κλειστὸ στόμα.

Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη…

Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα…

Οπισθόφυλλο του βιβλίου "Μαρία Πολυδούρη - Μόνο γιατί μ' αγάπησες - Ποιήματα"


Η διάψευση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, που αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση «καταραμένου» ποιητή, καθώς αυτοκτόνησε φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά, αντιμετωπίζει την άνοιξη σαν την διάψευση των ελπίδων του για χαρά, έρωτα και μια καλύτερη ζωή. Πιστεύοντας πως η εποχή θα του έφερνε αφενός τα περασμένα μεγαλεία και αφετέρου νέες εμπειρίες που θα ζέσταιναν την καρδιά του, συνειδητοποιεί πως η άνοιξη που τόσο λαχταρούσε, δεν έχει τελικά τίποτα να προσφέρει σ’ αυτόν. Ούτε φίλους, ούτε αγάπες, ούτε δόξα από τα παλιά. Και αποφασίζει πια πως θα παραμείνει μόνος και βουβός, αναφέροντας: «Πρέπει ν᾿ αποχαιρετήσω κάθε σκέψη και χαρά».

1939

Τώρα, ποὺ γυρίζει πάλι,

πρὸς τὴν ἄνοιξη ὁ καιρός,

κι ὁ ἥλιος, σὰν καρδιὰ μεγάλη,

μᾶς ἀγγίζει φλογερός·


ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶνα

λυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόνα,

λαχταροῦνε γιὰ στοργή,


κι ὅλα βρίσκουν το ῾να τ᾿ ἄλλο

Σὰ χαμένο θησαυρὸ

Μὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω

Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ…


Καὶ κινώντας ἕνα γιόμα,

Σὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ

(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμα

πιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)


καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμο,

στὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανή,

γύρεψα δειλὰ στὸ δρόμο

κάτι, θέ μου νὰ φανεῖ!

Πένθιμη άνοιξη Shutterstock


Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδα

Μιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶς

Καὶ γιὰ μένα, ἀμέσως, εἶδα,

Πὼς δὲ βρίσκεται κανείς,


Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσω

Μάτια πόθου φλογερά.

Πρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσω

Κάθε σκέψη καὶ χαρά…


Τι κι ἂν ὅλα λένε, γύρα,

Πὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖ,

Κι ἀρχινᾶν, τῆς γῆς τὰ μύρα,

Τὴν παλιά τους μουσική;


Τι καὶ φέγγε, ἀπάνωθέ μου,

Πλούσιος ὁ ἥλιος ὁ παλιός;

Ὀλ᾿ αὐτά, γιὰ μένα, Θέ μου,

Πόσο, τότε, ἦταν ἀλλιῶς…


Κι ἔτσι, ἀνοίγοντας τὴ θύρα,

Ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ Παλιά,

Νὰ σκορπίσουν ὅλα, γύρα

Σὰν ἀνώφελα πουλιά,


Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ Πέρα,

Δίχως τίποτα νὰ πῶ,

Χωρισμένος κάθε μέρα

Κι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ


Καρτερώντας ὡς τὴν ὥρα,

Πάλι, Θέ μου, ποὺ θενὰ

Σμίξουμε, γιὰ πάντα τώρα

Μὲς στὸ Μέγα Πουθενά…

Η σκοτεινή άνοιξη της Κατερίνας Γώγου

Σε ένα εντελώς διαφορετικό ύφος από των τριών προηγούμενων ποιητών, απαλλαγμένη από λυρικά στοιχεία και επιρροές από τον ρομαντισμό, η Κατερίνα Γώγου εκφράζει ωμά και σκληρά τη δική της αλήθεια. Μια άνοιξη γεμάτη μοναξιά, ανθισμένους τάφους και νεκρούς, που της θυμίζει, όχι τους χαμένους έρωτες ή την διάψευση των ελπίδων, αλλά την απόγνωσή της και την άρνησή της να συνεχίσει την προσπάθεια σε αυτό που λέγεται ζωή.

Κι Εγώ; [Με λένε Οδύσσεια, 2002]

Άνοιξη… πετάει μπουμπούκια η μοναξιά

έτσι να είναι η λέξη η σωστή

ή μήπως έτσι πάει κι αυτό κι εχάθη;

Οι τάφοι βγάζουνε κλαριά

οι πεθαμένοι χτυπάνε λευτεριά

ρίμες ψάχνει η ψυχή μου να πω

να βρω το δρόμο το σωστό.

Του Άλεν Γκίνσμπεργκ

του πάει να κρέμονται χρυσές κλωστές

κι εγώ; Δεν πάει άλλο.

Η Κατερίνα Γώγου στο εξώφυλλο του βιβλίου "Με λένε Οδύσσεια"


Η ανοιξιάτικη κόλαση του Αρθούρου Ρεμπώ

Σε ηλικία μόλις 19 ετών, ο Αρθούρος Ρεμπώ έγραψε ένα από τα διασημότερα και καλύτερα ποιήματά του με τίτλο «Μια εποχή στην Κόλαση». Το ποίημα γράφτηκε την άνοιξη του 1873 και ήταν το μοναδικό που εκδόθηκε όσο ζούσε. Το κείμενο μοιάζει με παραλήρημα ή με έναν εσωτερικό διάλογο ενός ανθρώπου που έχει φτάσει στα όρια της τρέλας. Ενώ σε όλη την έκτασή του, περιγράφει έναν ήρωα – πιθανότατα τον εαυτό του – που επιλέγει την κόλαση έναντι της ομορφιάς, τη δικαιοσύνη έναντι της εξουσίας και την αμαρτία έναντι της ζωής, συναντάμε την άνοιξη που του δίνει την χαριστική βολή: «Ξεγέλασα την τρέλα. Κι’ η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου».

Μια εποχή στην Κόλαση

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα κρασιά κυλούσαν.

Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.

Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.

Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.

Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.

Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.

Μ’ ύπουλο σάλτο, χίμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες τις χαρές να τις σπαράξω.

Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους.

Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.

Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.

Κυλίστηκα στη λάσπη.

Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.

Ξεγέλασα την τρέλα.

Κι’ η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.

Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,

λέω ν’ αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.

Το κλειδί αυτό είν’ η συμπόνοια.

Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.

«Θα μείνεις ύαινα…». Ολολύζει ο διάβολος :

και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.

«Φτάσε στο θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου, τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»

Αχ ! απαύδησα.

Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.

Περιμένω μερικές βδελυρότητες, αναδρομικά.

Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ’ έναν συγγραφέα, για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

Τα σπαράγματα του Σαρλ Μπωντλαίρ

Παρά το γεγονός ότι κατέχει μια περίοπτη θέση στη λίστα των «καταραμένων» ποιητών, ο Σαρλ Μπωντλαίρ στη συλλογή ποιημάτων του “Τα Άνθη του Κακού”, τη μία και μοναδική που κατάφερε να εκδώσει το 1850, συναντάμε την αισιόδοξη πλευρά του μέσα από τα σπαράγματά του. Η έλευση της άνοιξης, που θα απαλύνει τον πόνο του ποιητή και θα φωτίσει την καρδιά του, είναι μια διαδικασία που ο ίδιος πρέπει να ακολουθήσει, συνειδητά και αποφασιστικά.

Από “Τα Άνθη του Κακού”

Ν’ ανακαλώ την άνοιξη με τη θέλησή μου,

Ν’ αντλώ απ’ την καρδιά μου ήλιο, και να κάνω

Με τις καυτές μου σκέψεις μια χλιαρή αχλύ.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα