Ο πραγματικός λόγος της πρόωρης εισβολής των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση
Η ηγεσία μέσα από το πρίσμα του διεθνούς φήμης ιστορικού, Andrew Robert. Η σχέση του Χίτλερ με τον Τσώρτσιλ, η στρατηγική της ήττας των ναζί και ο ρόλος της Ελλάδας και των Βαλκανίων.
- 27 Ιουνίου 2020 07:13
Ήταν Ιούνιος του 22ας Ιουνίου 1941, όταν η Γερμανία αποφάσισε να “σπάσει” το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ του 1939, που ρύθμιζε τις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ και να ξεκινήσει την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.
Παρά την κυριαρχία των ναζί στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο Χίτλερ ήθελε να επιτεθεί εναντίον των δυνάμεων του Στάλιν για πολύπλευρους ιδεολογικούς λόγους.
Αφενός αποζητούσαν “ζωτικό χώρο” στα ανατολικά, αφετέρου ήθελαν να επιβάλλουν την ηγεμονία τους εξοντώνοντας τους Εβραίους. Οι περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους Εβραίους ζούσαν στην ΕΣΣΔ το 1941 και αποτελούσαν τον απόλυτο στόχο των SS.
Βάσει του σχεδιασμού, ο Χίτλερ πίστευε πως θα καταλάμβανε τη Ρωσία με μεγάλη ευκολία πριν την έλευση του χειμώνα. Οι δυνάμεις τους περιελάμβαναν 3.700.000 στρατιώτες, 2.600 τανκς, 7.000 πυροβόλα και 2.700 αεροπλάνα.
Από την άλλη πλευρά ο Στάλιν πίστευε πως οι Γερμανοί θα αυξήσουν τις δυνάμεις τους στα σύνορα, αλλά δεν θα επιτεθούν.
Η εισβολή αιφνιδίασε τη σοβιετική ηγεσία, ωστόσο ένα μήνα μετά την έναρξη της επιχείρησης, κατάλαβαν πως είχαν υποτιμήσει τον αντίπαλό τους. Όπως είναι γνωστό, η Βόρεια Στρατιά του Χίτλερ έφτασε στο Λένινγκραντ τον Σεπτέμβριο του 1941 αποφασίζοντας πολιορκία του, ενώ η Νότια Στρατιά κατέλαβε το Κίεβο καταγράφοντας όμως τεράστιες απώλειες.
Η επίθεση προς τη Μόσχα άρχισε στις 2 Οκτωβρίου 1941. Απέναντι στους ναζί παρατάχθηκαν 800.000 άνδρες του Στάλιν σε 83 Μεραρχίες. Στις 13 Οκτωβρίου οι Γερμανοί έφθασαν 120 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, όμως τους είχε βρει ο ρωσικός χειμώνας.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες 155.000 άνδρες τέθηκαν εκτός μάχης, οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1941 ο σοβιετικός στρατηγός Γκιόρκι Ζούκοφ, που υπερασπιζόταν τη Μόσχα, πέρασε στην αντεπίθεση και απώθησε τους Γερμανούς μακριά από τη σοβιετική πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1942.
174.000 Γερμανοί σκοτώθηκαν κατά την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, ενώ ο αριθμός των Σοβιετικών είναι ανυπολόγιστος. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο συνεχίστηκαν μέχρι τον Απρίλιο 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός του Ζούκοφ, μπήκε στο Βερολίνο.
Η κενοδοξία του Χίτλερ
Ποια ήταν όμως τα αίτια της πρόωρης επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της ΕΣΣΔ; Ο Χίτλερ μιλούσε στους στρατηγούς του από τον Ιούλιο του 1940, ένα χρόνο δηλαδή πριν την επίθεση, ενώ ακόμη δεν είχε “καθαρίσει” με τη Βρετανία. Η ναζιστική του ιδεολογία, ο αμοραλισμός και η μεγαλομανία του, τον έκαναν να πάρει βιαστικές αποφάσεις, χωρίς να συμβουλεύεται τους στρατηγούς του.
Μάλιστα, όπως σημειώνει ο ιστορικός Andrew Roberts, η επίθεσή του θα ήταν να επιτεθεί ακόμη νωρίτερα εναντίον της ΕΣΣΔ, ωστόσο η Ελλάδα τον “φρέναρε”, χάνοντας έξι εβδομάδες ζωτικής σημασίας.
Παρακάτω, διαβάστε το απόσπασμα που εξασφάλισε το News 24/7 από το βιβλίο του Andrew Roberts, “Ηγεσία πολέμου: Μαθήματα από ηγέτες που έγραψαν Ιστορία”.
Φυσικά, ο Χίτλερ μισούσε τον Τσόρτσιλ επειδή είχε αναπτερώσει το ηθικό των Βρετανών, κατηγορώντας τον ότι ήταν αλκοολικός, ασταθής και μαριονέτα των Εβραίων. «Ο Τσόρτσιλ είναι χαρακτηριστικό δείγμα διεφθαρμένου δημοσιογράφου», είπε στους ακολούθους του τον Φεβρουάριο του 1942. «Δεν υπάρχει χειρότερη πόρνη στην πολιτική. Είναι ένα απολύτως ανήθικο, απεχθές πλάσμα. Είμαι σίγουρος ότι έχει ένα καταφύγιο έτοιμο πέρα από τον Ατλαντικό. Στον Καναδά θα τον έδερναν. Θα πάει στους φίλους του τους Γιάνκηδες». Ήταν εντυπωσιακό ότι ένας ηγέτης σαν τον Χίτλερ είχε ανέλθει στην εξουσία περίπου την ίδια εποχή με ηγέτες όπως ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, αν σκεφτεί κανείς πόσο εντελώς διαφορετικός ήταν ο Χίτλερ από τους άλλους δύο. Το καθοριστικό στοιχείο ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ προσπαθούσαν συνεχώς να αποταθούν στα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης – στην τιμή, το καθήκον, τη θυσία, την αδελφοσύνη και ούτω καθεξής.
Ο Χίτλερ είχε μιλήσει στους στρατηγούς του για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ήδη από τις 31 Ιουλίου 1940, ενώ ήταν σε εξέλιξη η Μάχη της Βρετανίας, και έντεκα ολόκληρους μήνες πριν την ξεκινήσει. Ο λόγος γι’ αυτή την επιχείρηση ήταν η ναζιστική ιδεολογία και όχι η έξυπνη στρατιωτική στρατηγική, όπως θα έπρεπε να είχαν καταλάβει οι στρατηγοί του. Η επιθυμία για Lebensraum (ζωτικό χώρο) για τους Γερμανούς στα ανατολικά ήταν ένα όνειρο του Χίτλερ από τότε που έγραφε το Ο Αγών μου. Καθώς περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους Εβραίους ζούσαν στην ΕΣΣΔ το 1941, έπρεπε να εισβάλει και στη Σοβιετική Ένωση αν επρόκειτο να εξοντώσει ολοκληρωτικά τους Εβραίους. Επίσης, θα μπορούσε να έχει αυτό που ο Γκέμπελς και άλλοι ναζί αποκαλούσαν τελική αναμέτρηση με τους μπολσεβίκους. Παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα το 1942 ή 1943, αφού πρώτα θα είχε εκδιώξει τη Βρετανία από τη Μέση Ανατολή (απ’ όπου ερχόταν το 80 τοις εκατό του πετρελαίου της) ή αν τους είχε κάνει να λιμοκτονήσουν χάρη σε μια αναβαθμισμένη εκστρατεία των U-boat, των γερμανικών στρατιωτικών υποβρυχίων, η αδιάκοπη ιδεολογική ανάγκη του Χίτλερ τον ενθάρρυνε να ξεκινήσει την επίθεση πολύ νωρίς. Ωστόσο, κανένας από τους στρατηγούς του δεν διαφώνησε.
Αν και η επίθεσή του στη Ρωσία ήταν πρόωρη, από μία άλλη άποψη ήταν ελαφρώς καθυστερημένη. Επειδή ο Χίτλερ ένιωθε την ανάγκη να τιμωρήσει τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα για τα φιλοβρετανικά αισθήματα που είχαν επιδείξει την άνοιξη του 1941, έχασε έξι εβδομάδες ζωτικής σημασίας για να υποτάξει εκείνες τις δύο χώρες, οι οποίες θα ήταν ανεκτίμητες προτού ο χειμώνας τερματίσει τη Μάχη της Μόσχας προς τα τέλη της χρονιάς. Ωστόσο, οι πρώτες επιτυχίες της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα ήταν εντυπωσιακές. Η Βέρμαχτ κάλυψε τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα την πρώτη εβδομάδα της εκστρατείας, με την Ομάδα Στρατιών Κέντρου του στρατάρχη Φέντορ φον Μποκ να καταλαμβάνει το Μινσκ στις 9 Ιουλίου. Στις 3 Οκτωβρίου 1941, ο Χίτλερ ανήγγειλε την ήττα του Κόκκινου Στρατού σε μια ομιλία στο Σπορτπαλάστ του Βερολίνου με τις λέξεις: «Μπορώ να πω ότι ο εχθρός αυτός έχει ήδη τσακιστεί και δεν θα ανακάμψει».
Αυτή η κενοδοξία παρέσυρε τον Χίτλερ σ’ ένα βασικό λάθος, καθώς εξέτρεψε μεγάλες δυνάμεις από την Επιχείρηση Τυφώνας –την κατάληψη της Μόσχας– νότια προς την Ουκρανία. Αν και τελικά κατέλαβε το Κίεβο και το Χάρκοβο, οι νίκες αυτές ήταν ελάσσονος σημασίας σε σχέση με το αποτέλεσμα που θα είχε η κατάληψη της Μόσχας. Όταν προσθέσουμε τα άλλα τρομερά στρατηγικά του λάθη –την προσπάθεια να καταλάβει τον Καύκασο και ταυτόχρονα να φτάσει στον Βόλγα· να μην υποχωρήσει από το Στάλινγκραντ όταν φάνηκε ότι ήταν πιθανό να περικυκλωθεί· να διατάξει επίθεση στη Μάχη του Κουρσκ πολύ αργά και αφού οι Σοβιετικοί είχαν προετοιμαστεί πλήρως· να παρασυρθεί από τον δόλο των Συμμάχων κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Επικυρίαρχος (Overlord) και στη συνέχεια να μην αντιδράσει αρκετά γρήγορα όταν έγινε φανερή η αλήθεια· να αφήσει να σκοτωθούν, να τραυματιστούν ή να αιχμαλωτιστούν μισό εκατομμύριο άντρες κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαγκρατιόν τον Ιούλιο του 1944· και ούτω καθεξής–, καταλαβαίνουμε ότι εκτός από το συγκλονιστικό ηθικό ζήτημα, ο Χίτλερ δεν άξιζε να κερδίσει τον πόλεμο λόγω στρατιωτικής ανικανότητας. Αν και φυσικά οι στρατηγοί του προσπάθησαν να ρίξουν την ευθύνη για την ήττα της Γερμανίας αποκλειστικά στον Χίτλερ μετά τον θάνατό του, ενώ συχνά ήταν πρόθυμοι συνένοχοί του, είναι σαφές από τις μεταγραφές των συσκέψεων του Φύρερ ότι ο Χίτλερ ήλεγχε καθημερινά και απόλυτα όλες τις στρατηγικές πλευρές του πολέμου από τη στιγμή που η νίκη άρχισε να μην είναι τόσο σίγουρη στα τέλη του καλοκαιριού του 1942 και μέχρι το τέλος του πολέμου.
Ωστόσο, το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά η Γερμανία κατέκτησε ένα τόσο μεγάλο μέρος της Ευρώπης ήταν μια απόδειξη των ικανοτήτων της Βέρμαχτ. Σε λιγότερο από οχτώ εβδομάδες το καλοκαίρι του 1942, διέσχισε πάνω από οχτακόσια χιλιόμετρα στη νοτιοανατολική Ρωσία, φτάνοντας στον Βόλγα τον Αύγουστο, δύο χιλιάδες διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά από το Βερολίνο. «Κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να μας μετακινήσει από το μέρος αυτό», καμάρωνε ο Χίτλερ στις 30 Σεπτεμβρίου. Και πάλι έκανε λάθος, και στην περίπτωση αυτή το ανθρώπινο ον λεγόταν στρατάρχης Γκεόργκι Ζούκοφ, ο οποίος διοικούσε το σοβιετικό νοτιοδυτικό μέτωπο και συντόνιζε την περικύκλωση του Στάλινγκραντ.
Η κήρυξη πολέμου του Χίτλερ εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών στις 11 Δεκεμβρίου 1941 ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της παράλογης υποτίμησής του για την αμερικανική παραγωγική ικανότητα, κάτι ακόμα πιο παράξενο αν λάβει κανείς υπόψη του το Δεύτερο Βιβλίο του Χίτλερ, τη συνέχεια του Ο Αγών μου που δεν εξέδωσε ποτέ και στο οποίο έγραφε εκτεταμένα για τη δύναμη της αμερικανικής βιομηχανίας. Επιπλέον, η Βέρμαχτ δεν μπορούσε να εισβάλει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η έλλειψη και μόνο μακροπρόθεσμης στρατηγικής φαίνεται άλλο ένα στοιχειώδες λάθος στην κοσμοθεωρία (Weltanschauung) του Χίτλερ. «Είναι περιττό να πω ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τους Ιάπωνες», είπε ο Χίτλερ στις αρχές του 1942, ωστόσο μόλις τέσσερις μέρες μετά το Περλ Χάρμπορ συμμάχησε μαζί τους εναντίον της μεγαλύτερης βιομηχανικής δύναμης του κόσμου.
Το Ολοκαύτωμα πρέπει να υπολογιστεί ως άλλο ένα οικονομικό και στρατιωτικό σφάλμα, καθώς και ως το ειδεχθέστερο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, που πολύ σωστά επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει ούτε ένα έγγραφο με την υπογραφή του Χίτλερ που να εγκρίνει το Ολοκαύτωμα, πολύ συχνά και βολικά αγνοούν ότι υπάρχουν ορισμένες λέξεις από τα χείλη του που κάνουν ακριβώς αυτό, επανειλημμένα. Το μεσημέρι της 21ης Οκτωβρίου 1941, ο Χίτλερ είπε στο περιβάλλον του για τους Εβραίους: «Εξοντώνοντας αυτά τα παράσιτα, θα προσφέρουμε στην ανθρωπότητα μια υπηρεσία για την οποία οι στρατιώτες μας δεν έχουν ιδέα». Τέσσερις μέρες αργότερα, μιλώντας στον Ραϊχσφύρερ των Ες-Ες, Χάινριχ Χίμλερ, και στον Ομπεργκρουπενφύρερ των Ες-Ες, Ράινχαρτ Χάιντριχ, είπε: «Από το βήμα του Ράιχσταγκ προφήτευσα στους Εβραίους ότι, σε περίπτωση που ο πόλεμος αποδειχτεί αναπόφευκτος, οι Εβραίοι θα εξαφανιστούν από την Ευρώπη… Δεν είναι κακή ιδέα, με την ευκαιρία, οι φήμες να αποδώσουν σ’ εμάς ένα σχέδιο για την εξόντωση των Εβραίων. Ο τρόμος είναι υγιεινό πράγμα». Ομοίως, στις 18 Δεκεμβρίου 1941, σε μια συνάντηση με τον Χίμλερ, διέταξε τη συστηματοποίηση του Ολοκαυτώματος. Εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι είχαν σκοτωθεί ήδη, αλλά μετά τη συνάντηση εκείνη οι εκτελέσεις θα βιομηχανοποιούνταν. Στις 22 Φεβρουαρίου 1942, ο Χίτλερ πρόσθεσε: «Θα ξαναβρούμε την υγεία μας μόνο αν εξαλείψουμε τους Εβραίους».
Περίληψη
Τι είναι η ηγεσία; Ποια είναι τα μυστικά της τακτικής με την οποία ένας άνθρωπος καταφέρνει να οδηγήσει εκατομμύρια άλλους στη σωτηρία ή στην καταστροφή;
Η ηγετική ικανότητα είναι εγγενής ή μήπως μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης; Και το σημαντικότερο, υπάρχουν κάποιες κοινές τεχνικές στην ηγεσία οι οποίες μπορούν να υιοθετηθούν ανεξάρτητα από το μήνυμα που ο εκάστοτε ηγέτης θέλει να μεταδώσει;
Επιλέγοντας τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, δύο ηγέτες διαμετρικά αντίθετους ως προς όσα αντιπροσώπευαν αλλά και ως προς τις μεθόδους που υιοθετούσαν, ο βραβευμένος ιστορικός Andrew Roberts εξετάζει το φαινόμενο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και οδηγείται σε σημαντικά συμπεράσματα.
Κάνοντας παραλληλισμούς με ηγέτες άλλων εποχών στο πρώτο και το τελευταίο μέρος του βιβλίου του και διερευνώντας εξαντλητικά τις κοινές πτυχές της ηγεσίας του Χίτλερ και του Τσώρτσιλ, ο Roberts καταλήγει σε συμπεράσματα σχετικά με την πρακτική των ηγετών που εφαρμόζεται ακόμη και στις μέρες μας. Επιπλέον εξετάζει τις απόψεις και τις κρίσεις του ενός ηγέτη για τον άλλο και την επίδραση που είχαν οι απόψεις αυτές στην τελική έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σ’ έναν κόσμο που μοιάζει να εξαρτάται σήμερα από την ηγεσία περισσότερο από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ο Roberts θέτει καίρια ερωτήματα σχετικά με την ανάγκη μας να καθοδηγούμαστε, υποχρεώνοντάς μας να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις για λογαριασμό μας.
Σχετικά με τον Συγγραφέα
Ο Andrew Roberts είναι βιογράφος και ιστορικός διεθνούς φήμης. Έχει γράψει πολλά βιβλία για τα οποία έχει αποσπάσει αξιόλογες διακρίσεις, όπως το Salisbury: Victorian Titan (βραβείο Ιστορίας Wolfson), Masters and Commanders (βραβείο Emery Reves) και The Storm of War (βραβείο Βιβλίου του Βρετανικού Στρατού).
Το τελευταίο βιβλίο του, Napoleon the Great (2014), κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο του Ιδρύματος Ναπολέων και το Βραβείο Βιογραφίας των Los Angeles Times. Ο Roberts είναι μέλος των Βασιλικών Εταιρειών Λογοτεχνίας και της Βασιλικής Ιστορικής Εταιρείας, και διαχειριστής της Διεθνούς Εταιρείας Τσόρτσιλ. Είναι επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολεμικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου και Επισκέπτης Ερευνητής στο Ίδρυμα Χούβερ (Roger and Martha Mertz) του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Η ιστοσελίδα του είναι www.andrew-roberts.net. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί το βιβλίο Ηγεσία Πολέμου.