Τράπεζες: Ελάχιστη και πανάκριβη η ρευστότητα
Την ώρα που η ροή των νέων χορηγήσεων είναι απελπιστικά αργή, η χώρα μας να καταλαμβάνει την τρίτη θέση στην ΕΕ όσον αφορά στο κόστος χρηματοδότησης για αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
- 05 Νοεμβρίου 2020 06:30
Την ώρα που στο σύνολο τους οι Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις «κατηγορούν» με κάθε ευκαιρία το πιστωτικό σύστημα για αποκλεισμό από την τραπεζική χρηματοδότηση και μάλιστα σε μια περίοδο που το κόστος χρήματος για τις τράπεζες είναι λόγω της πανδημίας σχεδόν μηδενικό, τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν στα ύψη.
Η ΕΚΤ έχει ενεργοποιήσει τεράστια προγράμματα παροχής ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, πέραν του γνωστού προγράμματος αγοράς ομολόγων για την πανδημία, κύριο στοιχείο των οποίων είναι ότι παρέχει στις τράπεζες ρευστότητα για μεγάλη χρονική περίοδο με αρνητικό επιτόκιο (έως -1%), ώστε να υποστηριχθούν, τελικά, οι επιχειρήσεις της ευρωζώνης για να ξεπεράσουν την κρίση.
Την ίδια ώρα, με εξαίρεση ένα πρόσκαιρο «μπουμ» στις δανειοδοτήσεις, που καταγράφηκε στην αρχή της πανδημίας επειδή οι καλοί πελάτες των τραπεζών (μεγάλες και εύρωστες επιχειρήσεις) έσπευσαν να «τραβήξουν» από τα όρια δανεισμού τους για να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους, η ροή των νέων χορηγήσεων είναι απελπιστικά αργή, ακόμη και αν συνυπολογισθεί η επίδραση προγραμμάτων του κράτους (ΤΕΠΙΧ ΙΙ, εγγυημένα δάνεια από την Αναπτυξιακή Τράπεζα) που προορίζονται να στηρίξουν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.
Στο 11,05% το επιτόκιο καταναλωτικών δανείων
Την στρέβλωση έρχονται να συμπληρώσουν τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος με την χώρα μας να καταλαμβάνει την τρίτη θέση στην ΕΕ όσον αφορά στο κόστος χρηματοδότησης για αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Παρά την υγειονομική κρίση τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίσουν να δανείζονται με επιτόκια «φωτιά».
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο κατά 21 μονάδες βάσης, στο 11,05%. Πρόκειται, ωστόσο, για το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη, μετά τις Εσθονία και Λετονία, όπου το κόστος διαμορφώνεται σε 15,8% και 14,42% αντίστοιχα, ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν οι Ολλανδία και Σλοβακία, με επιτόκια καταναλωτικών δανείων 8,68% και 8,55%.
Στον αντίποδα, Λιθουανία, Κύπρος, Ισπανία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο φιγουράρουν στις τελευταίες θέσεις, με επιτόκια που ξεκινούν από 3,33% έως και 0,68%.
Τα κόκκινα δάνεια «εκτόξευσαν» τα επιτόκια δανεισμού
Σύμφωνα με την επιτροπή Πισσαρίδη, το ζήτημα του ακριβού δανεισμού είναι, μεταξύ άλλων, απόρροια των «κόκκινων» δανείων. «Η αρνητική σχέση προβληματικών δανείων και νέου δανεισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: Τα προβληματικά δάνεια έχουν πραγματική αξία πολύ μικρότερη της αρχικής λογιστικής τους αξίας στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Η λογιστική τους αξία μειώνεται προς την πραγματική αξία με την πάροδο του χρόνου (π.χ. μέσω διαγραφών, πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων) και αυτό επιφέρει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες. Οι απώλειες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η άντληση νέων κεφαλαίων, όμως, μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους και, έτσι, οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν. Άρα, με μικρή κεφαλαιακή βάση και χωρίς νέα κεφάλαια οι τράπεζες αδυνατούν να προσφέρουν νέα δάνεια. Αυτό, άλλωστε, το απαγορεύουν οι κανονισμοί ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του SSM και της ΤτΕ», επισημαίνεται στο σχετικό σχέδιο.
Πράγματι, η χώρα μας εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (30,31%), όταν, για παράδειγμα, η Κύπρος, η οποία έχει το αμέσως υψηλότερο ποσοστό, κυμαίνεται στο 13,45%. Πέριξ του 6% είναι το «κόκκινο» απόθεμα για Ιταλία και Πορτογαλία, ενώ Ιρλανδία και Ισπανία εμφανίζουν δείκτη 3,35% και 3,02% αντίστοιχα.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.