Ψαρράς: Αλίμονο αν μας κυρίευε ο φόβος απέναντι στη Χρυσή Αυγή
Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς με αφορμή του νέο του βιβλίο "Ο Αρχηγός" μιλάει για τη Χρυσή Αυγή, τη δίκη που τόσο έχει καθυστερήσει, ενώ μέσα από την εμπειρία του ερμηνεύει τον εκφασισμό της κοινωνίας, τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και πώς αυτά συνδέονται με την ανησυχητική άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
- 13 Ιανουαρίου 2019 08:18
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Ψαρράς έχει ασχοληθεί όσο ελάχιστοι με το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και το έχει κάνει με συνέπεια, και με θάρρος. Με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου “Ο Αρχηγός” (εκδόσεις Πόλις) συζητήσαμε για την πορεία της δίκης, για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τον κίνδυνο εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας.
– Θα σας ρωτήσω αυτό που με ρώτησε η κόρη μου όταν με είδε να διαβάζω το βιβλίο σας και της εξήγησα σε τι αναφέρεται. Δεν φοβάστε;
Ασφαλώς δεν είναι ευχάριστο να ασχολείται κανείς με τη δράση μιας πολιτικής ομάδας που δικάζεται με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. Αλίμονο όμως αν αφήναμε να μας επηρεάσει ο δικαιολογημένος φόβος, εμείς οι δημοσιογράφοι, οι δικηγόροι, οι αντιφασιστικές συλλογικότητες και τελικά οι χιλιάδες πολίτες που ξεσηκώθηκαν το φθινόπωρο του 2013 μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Εξάλλου, ακριβώς επειδή μελετώ την εγκληματική δράση των ναζιστών, γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν είναι άνθρωποι σαν κι εμένα οι κύριοι στόχοι τους. Η Χρυσή Αυγή δεν λειτουργεί όπως άλλες οργανώσεις πολιτικής βίας. Δεν στοχοποιεί άτομα, αλλά ιδιότητες, δηλαδή ομάδες του πληθυσμού. Κατά καιρούς έχουν δεχτεί επιθέσεις άτομα τα οποία απλώς εκπροσωπούσαν αυτούς που η οργάνωση κατατάσσει στην κατηγορία των «υπανθρώπων». Όχι μόνο μετανάστες, αλλά και αριστεροί νέοι, συνδικαλιστές του ΚΚΕ, αντιεξουσιαστές φοιτητές, ομοφυλόφιλοι, ακόμα και στελέχη της Δεξιάς ή και της Ακροδεξιάς που δεν ταυτίζονται μαζί της. Αυτό που η Χρυσή Αυγή ονομάζει «δράση στο πεζοδρόμιο» και διεξάγεται κυρίως τη νύχτα –επειδή «όλα τα καλά πράγματα γίνονται νύχτα», όπως καυχιέται ο Κασιδιάρης- οδηγεί στην επιλογή «τυχαίων» και συχνά «ανώνυμων» στόχων, αρκεί να δοθεί το σήμα προς τις κοινωνικές και εθνοτικές ομάδες στην οποία ανήκουν τα θύματα.
– Πόσο μεγάλη σημασία έχει η ηγεσία για το μέλλον της Χρυσής Αυγής; Μήπως είναι ένα φαινόμενο που υπερβαίνει τα πρόσωπα;
Το σημερινό πολιτικό φαινόμενο ασφαλώς υπερβαίνει τα πρόσωπα. Άλλωστε επί δεκαετίες η Χρυσή Αυγή κινούνταν στο ακραίο περιθώριο και μόνο μια σειρά συμπτώσεις την οδήγησαν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πολύ συνοπτικά, αναφέρομαι στην κατάρρευση του κομματικού πολιτικού συστήματος από το 2010 και εν συνεχεία στην υποχώρηση του ΛΑΟΣ τον χειμώνα του 2011, μετά τη σύμπραξη Καρατζαφέρη-Σαμαρά-Παπανδρέου στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Όμως ο πυρήνας γύρω από τον Μιχαλολιάκο που αποτελεί την ηγεσία της Χρυσής Αυγής είναι εκείνος που ευθύνεται για την κεντρική της κατεύθυνση και ειδικά την εμμονική ναζιστική της συγκρότηση, απ’ όπου προκύπτει και η δομική ανάγκη της να προσφεύγει στη βία και το έγκλημα. Για να κατανοήσει κανείς τι ακριβώς είναι η Χρυσή Αυγή και το αν μπορεί να μεταλλαχθεί σε μια «ήπια» ακροδεξιά κοινοβουλευτική ομάδα, πρέπει να αντιληφθεί τον καταλυτικό ρόλο του Μιχαλολιάκου, ο οποίος λειτουργεί ως Αρχηγός μιας σέχτας φανατικών πιστών. Με αυτή την ηγεσία δεν είναι δυνατή καμιά μεταμόρφωση της οργάνωσης.
– Η τόση καθυστέρηση στη δίκη της Χρυσής Αυγής τι δείχνει για την ποιότητα των θεσμών;
Οι καθυστερήσεις στην απόδοση δικαιοσύνης είναι βέβαια γενικευμένο και καθημερινό φαινόμενο. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι με καθαρά ποσοτικούς όρους (αριθμός κατηγορουμένων, συνηγόρων, αλλά και υποθέσεων που εξετάζονται) πρόκειται για τη μεγαλύτερη δίκη στη σύγχρονη ιστορία μας. Η ανάλογη δίκη της ναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης NSU στη Γερμανία είχε μόνο 5 κατηγορούμενους και τελείωσε τον Ιούλιο του 2018, ενώ είχε ξεκινήσει τον Μάιο του 2013. Κράτησε δηλαδή πάνω από πέντε χρόνια. Τους τελευταίους μήνες έχει πάντως επιταχυνθεί η διαδικασία, με πολύ συχνές συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Εκείνος που επιδιώκει την καθυστέρηση είναι ασφαλώς η ίδια η Χρυσή Αυγή. Οι συνήγοροί της δεν δέχτηκαν να εξαιρεθούν από την πολύμηνη αποχή των δικηγόρων το 2016, ενώ τον τελευταίο καιρό επιδίδονται σε συστηματική καθυστέρηση, με την απαίτησή τους να διαβαστούν στο δικαστήριο όλες οι κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και ομιλίες των χρυσαυγιτών. Με το τρικ αυτό έχουν ουσιαστικά παραλύσει τη διαδικασία, εκμεταλλευόμενοι την ανοχή του δικαστηρίου, το οποίο –ορθά κατά τη γνώμη μου- θέλει να δώσει σε όλες τις πλευρές τον χρόνο να υποστηρίξουν τα επιχειρήματά τους, έστω και σε βάρος της νοημοσύνης όλων μας. Αλλά και αυτό το τέχνασμα εξαντλείται σε λίγες μέρες.
– Κατά τη γνώμη σας υπήρχε πάντα και υπάρχει πολιτική βούληση για τη δίκαιη δίκη της Χρυσής Αυγής;
Επί χρόνια, με την εξαίρεση των κομμάτων της Αριστεράς (ΚΚΕ και Συνασπισμού), τα κόμματα του λεγόμενου συνταγματικού τόξου ακολουθούσαν το δόγμα ότι «το φρόνημα δεν διώκεται», επομένως οι διωκτικές αρχές και η δικαιοσύνη έπρεπε να περιορίζονται σε μεμονωμένους δράστες, ακόμα και όταν τα στοιχεία βοούσαν ότι πρόκειται για οργανωμένη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης, όπως λ.χ. ήταν η περίπτωση της επίθεσης της δεκαμελούς φάλαγγας του «Περίανδρου» Ανδρουτσόπουλου το 1998, στην Πλατεία δικαστηρίων. Κακά τα ψέματα. Αν δεν ξεσηκωνόταν το αντιφασιστικό κίνημα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα μπορεί ακόμα να οργίαζαν τα Τάγματα Εφόδου στις γειτονιές των μεγάλων πόλεων. Μόλις τότε έγινε η συσχέτιση των υποθέσεων και πρόκυψε η τεκμηρίωση της οργανωμένης εγκληματικής δράσης.
Αλλά αμέσως μετά από την άσκηση των διώξεων το 2013, οι κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα θεώρησαν ότι έκαναν το καθήκον τους και από τότε αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν κατάματα το ζήτημα, ενώ δεν λείπουν και προσπάθειες –ευτυχώς μεμονωμένες- να εκμεταλλευτεί το ένα ή το άλλο κόμμα την ύπαρξη της Χρυσής Αυγής για δικούς του σκοπούς. Το πολιτικό σύστημα νιώθει μια αμηχανία, αν όχι αδυναμία, απέναντι στο φαινόμενο. Το αίσθημα αυτό είναι ευεξήγητο, εφόσον δεν είναι συνηθισμένο σε μια σύγχρονη δημοκρατία να λειτουργεί στο πλαίσιό της ένα τυπικά «κανονικό» πολιτικό κόμμα, το οποίο όμως ταυτόχρονα δικάζεται ως εγκληματική οργάνωση.
– Τι σκέφτεστε για τους ανθρώπους που ψηφίζουν Χρυσή Αυγή; Τους βλέπετε με συγκατάβαση ή σας εξοργίζουν;
Πολλοί ξένοι συνάδελφοι με ρωτούν κατά καιρούς πώς είναι δυνατόν να αναπτύσσεται ένα παρόμοιο σκληρά ναζιστικό πολιτικό ρεύμα στη χώρα μας, η οποία υπέφερε τόσα δεινά από τις δυνάμεις του Άξονα κατά την Κατοχή. Η απάντηση είναι ότι εκτός από την εθνική αντίσταση, εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, υπήρξε δυστυχώς στην Ελλάδα και ο δωσιλογισμός. Δεν είχαμε μόνο τις κατοχικές κυβερνήσεις, αλλά και τους οργανωμένους ένοπλους συνεργάτες των ναζιστών. Οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι οι συνεχιστές αυτού του ρεύματος, το οποίο, όσο κι αν θέλουμε να το ξεχάσουμε, μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στον εθνικό κορμό, στο πλαίσιο του «αντικομμουνιστικού αγώνα» που επακολούθησε την περίοδο του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους. Από το ίδιο ρεύμα προέρχονταν και τα στελέχη της δικτατορίας. Αν δει κανείς την εκλογική ανθρωπογεωγραφία της οργάνωσης στις εκλογές του 2015 θα διαπιστώσει ότι οι ψηφοφόροι της βρίσκονται σε περιοχές, όπου είχε δύναμη παραδοσιακά η ελληνική Ακροδεξιάς (κυρίως σε νομούς της Πελοποννήσου και της Μακεδονίας), σε όλες της τις εκφάνσεις (χουντικοί, φιλοβασιλικοί, οπαδοί του ΛΑΟΣ).
Το μόνο ελπιδοφόρο σημείο σ’ αυτή τη δυσάρεστη διαπίστωση είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ναζιστικό «κίνημα» στη χώρα μας, όπως συνέβαινε στο μεσοπολεμικό φασιστικό φαινόμενο. Οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής τής «αναθέτουν» να εκδικηθεί εκ μέρους τους το πολιτικό σύστημα, αλλά οι ίδιοι απλώς ψηφίζουν. Μπορεί να ανέχονται ή να κάνουν ότι δεν βλέπουν την εγκληματική βία, αλλά ελάχιστοι απ’ αυτούς είναι διατεθειμένοι να μετάσχουν στις νυχτερινές επιθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα παραμένει ενεργό μόνο ένα «Τάγμα Εφόδου» (του Πειραιά-Νίκαιας), το οποίο επιστρατεύεται για «δράσεις» σε όλη τη χώρα.
– Η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη συνδέεται και πώς με τα δικά μας;
Η αποτυχία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και η αδυναμία της παγκόσμιας Αριστεράς να ανασυγκροτηθεί μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης έχει οδηγήσει στην ανάδυση μιας νέας Ακροδεξιάς, ενός σύγχρονου κράματος εθνικισμού, ξενοφοβίας και κρατικού προστατευτισμού, το οποίο διεκδικεί πλέον την πολιτική ηγεμονία και την ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων. Το χειρότερο είναι ότι το ρεύμα αυτό βρίσκει σημεία επαφής με τις σημερινές πολιτικές ηγεσίες των ΗΠΑ αλλά και της Ρωσίας. Η Χρυσή Αυγή ενισχύεται ασφαλώς από αυτή τη συγκυρία, όσο κι αν δεν έχει ακόμα κατορθώσει να εξασφαλίσει την ένταξή της σ’ αυτό το παγκόσμιο πολιτικό ρεύμα, εξαιτίας του γεγονότος ότι ακόμα και αυτή η υπό διαμόρφωση «Μαύρη Διεθνής» δεν θέλει να έχει άμεση σχέση με ένα ανοιχτά ναζιστικό κόμμα. Μέχρι πολύ πρόσφατα ακόμα και η Λε Πεν και το Γιόμπικ αρνούνταν κάθε επαφή μαζί της. Οι επαφές της οργάνωσης στο Ευρωκοινοβούλιο περιορίζονταν στους ομοϊδεάτες της στο γερμανικό NPD και την ιταλική Forza Nuova. Όμως ήδη υπήρξε μια ευχαριστήρια επιστολή από τον Ορμπαν, ενώ δεν λείπουν και οι τακτικές επαφές με το περιβάλλον του Πούτιν. Πολλές ακροδεξιές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο μελετούν αυτό που θεωρούν «επιτυχία» της Χρυσής Αυγής. Στις ΗΠΑ, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, ο οργανωτής των ταραχών του Σάρλοτσβιλ και θερμός υποστηρικτής του Τραμπ, ο Μάθιου Χάιμπακ, μιμείται και αντιγράφει τον χρυσαυγίτικο «ακτιβισμό». Επί δεκαετίες ο Μιχαλολιάκος επιχειρούσε να εισαγάγει στην Ελλάδα τον ναζισμό. Τώρα θεωρεί ότι μπορεί πλέον και να τον εξάγει.
– Οι απαθείς θεατές του λυντσαρίσματος του Ζακ Κωστόπουλου, η σιωπή για το ρατσιστικό έγκλημα στην Κέρκυρα, τα σχόλια για την αδικοχαμένη φοιτήτρια στη Ρόδο – όλα αυτά δεν δείχνουν εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας;
Δυστυχώς δεν πρόκειται για ένα πρόσφατο φαινόμενο ούτε για μια συγκυριακή έκρηξη της κοινωνίας μας που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση. Η μετάλλαξη αυτή έχει μετρηθεί στο Ευρωβαρόμετρο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η χώρα μας μέσα σε τρία χρόνια εμφανίστηκε τότε να μεταμορφώνεται κυριολεκτικά από την πιο ανεκτική στην πιο αντιμεταναστευτική, ξενόφοβη, ρατσιστική και αντισημιτική χώρα της Ευρώπης των δώδεκα. Ασφαλώς έπαιξε τότε ρόλο το ρεύμα των μεταναστών από τα Βαλκάνια και η κρίση γύρω από το Μακεδονικό. Αλλά νομίζω ότι ακριβώς επειδή η κοινωνία μας ήταν μέχρι τότε «κλειστή», αντέδρασε με καθαρά φοβικά ανακλαστικά στη νέα κατάσταση που είχε προκύψει στο χώρο της οικονομίας και της εξωτερικής μας πολιτικής. Και ανέθεσε τότε τη διαχείριση του μεταναστευτικού στους «κανόνες της αγοράς», δηλαδή στους μηχανισμούς της ακραίας εκμετάλλευσης, ενώ τα εθνικά ζητήματα αφέθηκαν να λυθούν από τους ειδικούς, δηλαδή τους επαγγελματίες εθνικιστές. Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί από τότε στην ελληνική κοινωνία ένα υπόγειο ρεύμα συντηρητισμού και ξενοφοβίας, το οποίο καλυπτόταν πίσω από τις μεγαλοστομίες περί «εκσυγχρονισμού», και τα εθνικά οράματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, των Ολυμπιακών Αγώνων, κ.λπ. Το 2000 με αφορμή τη διαμάχη για την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες είδαμε να ξεπηδά και πάλι ορμητικά στην επιφάνεια αυτό το υπόγειο ρεύμα. Δεν βρισκόμαστε δηλαδή σήμερα μπροστά σε μια καινούρια κατάσταση. Απλώς η κρίση αποτέλεσε μια ακόμη αφορμή για την επανεμφάνιση αυτών των κοινωνικών χαρακτηριστικών που ονομάσατε «εκφασισμό». Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να υποτιμά κανείς το γεγονός ότι υπάρχουν και ισχυρές αντίρροπες τάσεις μέσα στην κοινωνία. Το θαυμαστό κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες που αναπτύχθηκε στα νησιά του Αιγαίου πριν από δυο χρόνια απέδειξε ότι δεν είναι προδιαγεγραμμένο το μέλλον της κοινωνίας μας. Και εξαρτάται από την κοινωνική πλειοψηφία αν αυτό το μέλλον θα έχει φαιό χρώμα.