“ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ ΕΙΝΑΙ Ο,ΤΙ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΟ ΕΧΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ”- ΟΤΑΝ Ο ΜΠΡΕΧΤ ΕΓΡΑΨΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Οι “Διάλογοι Προσφύγων” του Μπέρτολτ Μπρεχτ εκπλήσσουν με την οξυδέρκειά τους.
Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως θεατρικό συγγραφέα λόγω των θεατρικών του έργων. «Μάνα κουράγιο», «Η όπερα της πεντάρας», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» και «Ο κύκλος με την κιμωλία» είναι κάποια από αυτά που ανεβαίνουν διαρκώς στις θεατρικές σκηνές και εκπλήσσουν με την οξυδέρκεια και τον καυστικό τους πολιτικό σχολιασμό. Θεωρείται ως ο εισηγητής του λεγόμενου «Επικού Θεάτρου», σύμφωνα με το οποίο ο θεατρικός συγγραφέας πρέπει να πείθει το κοινό του ότι αυτό που βλέπει στη σκηνή δεν είναι παρά η εξιστόρηση γεγονότων, απέναντι στα οποία οφείλει να αποστασιοποιείται και να μην ταυτίζεται με τα δρώμενα.
Ο λόγος για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht), τον Γερμανό ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη που υπήρξε μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και από μικρός ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Ήδη από το 1918 ήρθε σε επαφή με τον Κομμουνισμό και λίγο αργότερα εισχώρησε στο Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό κόμμα. Τα έργα εκείνης της περιόδου, ποιήματα και θεατρικά, έχουν κυρίως υπαρξιακή θεματολογία, ενώ είναι βαθιά αντιπολεμικά. “Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης”, αναφέρει ο ίδιος.
Το 1927, αρχίζει να μελετά το “Κεφάλαιο” και έκτοτε ασπάζεται πλήρως τον κομμουνισμό. Η ιδεολογία του είναι διάχυτη σε ολόκληρο το έργο του. O Μπέρτολτ Μπρεχτ φεύγει από τη χώρα του συνοδευόμενος από την οικογένειά του (ήταν παντρεμένος με τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζοφ είχαν αποκτήσει μία κόρη) και μερικούς φίλους μία μέρα μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου του 1933, γεγονός που οδηγεί σε σωρεία συλλήψεων κομμουνιστών, απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας και καταστρατήγηση θεμελιωδών πολιτικών ελευθεριών στη χώρα. Εγκαταλείπει το Βερολίνο, διασχίζει τη Γερμανία, και μετά από σύντομες στάσεις στην Πράγα, στη Βιέννη, στο Παρίσι και στην Ελβετία εγκαθίσταται σε ένα αγροτόσπιτο στο Σβέντμποργκ της Δανίας, όπου κατά το διάστημα 1933-1939 συγγράφει ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα του, κλεισμένος σ’ έναν στάβλο που είχε μετατρέψει σε γραφείο.
Το διαβατήριο είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος. Επιπλέον, δεν προκύπτει τόσο απλά όσο ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος μπορεί να πάει οπουδήποτε στον κόσμο, με τον πιο απερίσκεπτο τρόπο και χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, δεν γίνεται όμως το ίδιο και μ’ ένα διαβατήριο. Αν λοιπόν είναι καλό, η ισχύς του θα αναγνωριστεί, ενώ όσο καλός κι αν είναι ένας άνθρωπος, η αξία του μπορεί να μην αναγνωριστεί ποτέ (απόσπασμα από τους Διαλόγους Προσφύγων).
Ο εαυτός του σε δύο… πρόσφυγες
Ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική, το “Διάλογοι Προσφύγων” φανερώνει μία άλλη συγγραφική πτυχή του εμβληματικού αυτού συγγραφέα και αποκαλύπτει πολλές λεπτομέρειες της ζωής του. Το βιβλίο αυτό το έγραψε στη Δανία όπου και έζησε κάποια χρόνια απομονωμένος με ελάχιστη κοινωνική ζωή. Εκεί στράφηκε στον εσωτερικό διάλογο. Ξεκινά τη συγγραφή των διαλόγων το 1939, διαιρώντας την προσωπικότητά του στο δίπολο των ηρώων του βιβλίου: του βιοπαλαιστή Κάλε και του αστού Τσίφελ που αμφότεροι είναι πολιτικοί πρόσφυγες και συναντιούνται τυχαία στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού, κάπου στην Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι διάλογοι των δύο ηρώων είναι πραγματικά ευφυείς και διαβάζονται πολύ ευχάριστα. Περιστρέφονται γύρω από θέματα κατά τα φαινόμενα ασύνδετα μεταξύ τους και ξεκινώντας από την καθημερινότητα της προσφυγιάς, όπου η μπύρα είναι αραιωμένη, ο καφές δεν είναι καφές και ο καπνός είναι κακής ποιότητας, φτάνουν να αναλύουν σημαντικά ζητήματα της πολιτικής και της ηθικής, μιλώντας για τα διαβατήρια, τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πόλεμο, το σχολείο, τον πατριωτισμό και τη Δημοκρατία.
Στην αρχή, σπάγαμε το κεφάλι μας να καταλάβουμε γιατί ο Φύρερ μάζευε ανθρώπους από την παραμεθόριο και τους έφερνε στα ενδότερα της Γερμανίας. Μόλις τώρα, που ξέσπασε ο πόλεμος, μας λύθηκε η απορία. Έχει σημαντικές απώλειες σε αναλώσιμο υλικό στα πεδία των μαχών και χρειάζεται ένα σωρό κόσμο. Τα διαβατήρια όμως υπάρχουν κυρίως για λόγους τάξης. Σε τέτοιους καιρούς είναι απολύτως απαραίτητη. Ας υποθέσουμε ότι εσείς κι εγώ γυρνούσαμε αποδώ κι αποκεί χωρίς βεβαίωση ταυτότητας, έτσι που να μην μπορoύν να μας εντοπίσουν όταν θα αποφασιζόταν η απέλασή μας. Αυτό δεν θα ήταν τάξη (απόσπασμα από τους Διαλόγους Προσφύγων).
Στους “Διαλόγους προσφύγων” ο Μπρεχτ αξιοποιεί βιωματικό υλικό από την περιπλάνησή του ανά την Ευρώπη, όπου βρέθηκε ως πρόσφυγας διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς, για να καυτηριάσει την υποκρισία των ισχυρών σε βάρος των ανίσχυρων, επιστρατεύοντας και τη σάτιρα στον μαχητικό αντιφασισμό. Σε πρώτη ανάγνωση οι διάλογοι αυτοί δίνουν την εντύπωση ενός έργου αμιγώς πολιτικού. Ωστόσο, στο έργο αυτό είναι προσεκτικά “κλειδωμένα” εντός του κειμένου αυτοβιογραφικά στοιχεία από την παιδική και εφηβική του ηλικία, σε γενικές γραμμές άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Αυτή ακριβώς η διευρυμένη θεματική των Διαλόγων, καθώς και η προσέγγισή τους από τη σκοπιά δύο διαφορετικών κόσμων, του εργάτη Κάλε και του διανοούμενου Τσίφελ, συνθέτουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, συστήνοντας στον αναγνώστη τον Μπρεχτ ως διανοητή και άνθρωπο, αποκαλύπτοντας σημαντικά και εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία της ζωής του.