Οι ταινίες της εβδομάδας: Νέος Οικονομίδης και Μαρκ Ράφαλο ενάντια στο σύστημα

Οι ταινίες της εβδομάδας: Νέος Οικονομίδης και Μαρκ Ράφαλο ενάντια στο σύστημα

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Πλειάδα επιλογών για να πάτε σινεμά τις επόμενες μέρες.

Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.

Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:

Σκοτεινά Νερά

*****

(“Dark Waters”, Τοντ Χέινς, 2ω6λ)

Καστ: Μαρκ Ράφαλο, Αν Χάθαγουεϊ, Τιμ Ρόμπινς, Μπιλ Καμπ, Βίκτορ Γκάρμπερ, Μπιλ Πούλμαν

Δικηγόρος μεγάλης φίρμας μαθαίνει πως στη Δυτική Βιρτζίνια μια μεγάλη εταιρεία χημικών μολύνει την περιοχή σε βάθος χρόνου, δηλητηριάζοντας κάθε ζωντανό οργανισμό εκεί. Ψάχνοντας για την αλήθεια ενάντια στη θέληση των ανώτερών του και του συστήματος, θα ανακαλύψει πως η φρίκη φτάνει πολύ πιο μακριά από όσο θα πίστευε ποτέ. Βασισμένο σε αληθινή ιστορία.

Οι ‘Έριν Μπρόκοβιτς’ ταινίες είναι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος δικηγορικού θρίλερ που μπορεί να προσφέρει από καλή διασκέδαση μέχρι ουσιαστική κινηματογραφική ματιά (δίχως το ένα να αποκλείει το άλλο), αλλά λόγω της δομής αυτών των ιστοριών -με έναν μοναχικό συνήθως άτομο να τα βάζει με το σύστημα χωρίς να έχει συμμάχους- συνήθως καταλήγουν απαρέγκλιτα σε μια νότα θριάμβου που συχνά έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την αρχική αποστολή του φιλμ. Ο Τοντ Χέινς επιδίδεται εδώ σε μια συναρπαστική άσκηση ισορροπίας: Αναλαμβάνει να πει μια αληθινή ιστορία της οποίας η διάδοση και μόνο έχει πιθανότατα σώσει ζωές. Αυτό θα μπορούσε από μόνο του να είναι ο αντικειμενικός θρίαμβος του Ρομπ Μπίλοτ (ο αληθινός δικηγόρος που υποδύεται με ένα σχεδόν σωματικό κατσούφιασμα ο Μαρκ Ράφαλο, απομονώντας όλη του την ύπαρξη από τον κοινωνικό του περίγυρο), ασχέτως κατάληξης της υπόθεσης. Όμως ο Χέινς δεν ενδιαφέρεται για μια απλή ιστορία θριάμβου του φωτός έναντι του σκοταδιού.

Φαινομενικά πλήρως αταίριαστη ταινία στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη των “Carol” και “Far from Heaven”, αποτελεί ωστόσο εστίαση σε μια ακόμα μορφή κοινωνικής περιθωριοποίησης στην υπηρεσία ενός προσωπικού πιστεύω. Ο Χέινς χρησιμοποιεί τα στοιχειώδη στοιχεία του είδους όχι για να επανεφεύρει τη δομή του, εξάλλου το φιλμ είναι αψεγάδιαστο ως procedural. Όμως καταφέρνει να υπογραμμίσει τα απολύτως κοινωνικοπολιτικά στοιχεία που ξεφεύγουν από την ιστορία σε τίτλους. Καταγράφει αποφασιστικά το ταξικό χάσμα ανάμεσα στους γυάλινους τοίχους του corporate δικηγορικού γραφείου και στις φάρμες όπου συντελείται ένα διαρκές έγκλημα εις βάρος του λαού- ακόμα και η ίδια η επαφή του Μπίλοτ με απλούς ανθρώπους της περιοχής αντιμετωπίζεται περιπαικτικά από τους συνεργάτες του. Την ίδια ώρα που οι τοπικές, ξεχασμένες και απομακρυσμένες κοινωνίες καταστρέφονται μεθοδικά από το ίδιο χέρι που τις ταϊζει, σε έναν κύκλο ανάγκης και εκμετάλλευσης που δεν γίνεται να διακοπεί.

Ο διευθυντής φωτογραφίας Έντουαρντ Λάχμαν καδράρει διαρκώς τον ήρωα του φιλμ ως μια μοναχική, σιωπηλή φιγούρα χαμένη μέσα σε ένα μουντών αποχρώσεων άδειο χώρο, είτε αυτό είναι μια αποθήκη, μια αίθουσα αρχειοθέτησης, ένα μεγάλο, άδειο σπίτι, ή μια σκοτεινή νύχτα μοναχικής εργασίας στον όροφο ενός ουρανοξύστη. Ο ήρωας του στόρι τοποθετείται έτσι και θεματικά αλλά και χωροταξικά σε μια θέση μοναχικής αντίστασης απέναντι σε ένα κακό δίχως πρόσωπο, το οποίο τον απομονώνει χειρουργικά από τον κοινωνικό του περίγυρο.

Καθώς η ισχύς, οι “από πάνω” σπανίως αποκτούν χαρακτηριστικά, όνομα, και πρόσωπο, ο Χέινς ενισχύει την ιδέα πως σε ιστορίες σαν αυτή, ο τελικός θρίαμβος όχι μόνο δεν είναι το ζητούμενο, αλλά πρακτικά δεν είναι κάτι δυνατόν να επιτευχθεί, όταν οι ρίζες του κακού φτάνουν τόσο βαθιά. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι η ίδια η πράξη της αντίστασης, κάτι που ο χαρακτήρας του Ράφαλο αναλαμβάνει σταδιακά ως αποστολή, όσο περισσότερο σε επαφή έρχεται με πραγματικούς ανθρώπους, σε πραγματικές καταστάσεις διαβίωσης.

Πίσω στο corporate κάστρο, το αφεντικό του (παιγμένος με ταιριαστή ισορροπία απέχθειας και αυταρέσκειας από τον Τιμ Ρόμπινς) ξεσπά κάποια στιγμή σε ένα κήρυγμα περί ηθικής και ευθύνης, για το πώς η εταιρεία χημικών DuPont έχει ξεπεράσει τα όρια κι αυτό κλονίζει την πίστη των πολιτών στο σύστημα. Η σκηνή θα μπορούσε να προέρχεται από οποιοδήποτε αντίστοιχο δράμα φτιαγμένη ώστε να ξεσηκώσει τον θεατή- έτσι συμβαίνει κι εδώ, όμως ο Χέινς υπογείως την υποσκάπτει, θυμίζοντας διαρκώς την δυσκολία της αληθινής αλλαγής, σε ένα φιλμ για το πώς το σύστημα δεν νοιάζεται για τον άνθρωπο, αλλά για το να φαίνεται πως νοιάζεται για τον άνθρωπο. Διακριτικά, σιωπηλά και υπομονετικά, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κάθε εργαλείο του καθηλωτικού procedural είδους για να αναρωτηθεί τι κρύβεται πίσω από κάθε απόφαση και κάθε επιλογή. Μια κρυφά σπουδαία ταινία, που στο μέλλον με βεβαιότητα θα θεωρηθεί “παρεξηγημένη”.

Ο Αόρατος Άνθρωπος

*****

(“The Invisible Man”, Λι Γουάνελ, 1ω36λ)

Καστ: Ελίζαμπεθ Μος, Όλιβερ Τζάκσον-Κόεν, Χάριετ Ντάιερ

Μοντέρνα μεταφορά του κλασικού τέρατος της Universal και του βιβλίου του Χ. Τζ. Γουέλς επανακεντραρισμένη ως ιστορία επιβίωσης μιας γυναίκας που δραπετεύει από έναν συναισθηματικά χειριστικό και περιοριστικό γάμο, αλλά αργότερα είναι πεπεισμένη πως ο σύζυγός της (που στο μεταξύ έχει αναφερθεί πως αυτοκτόνησε) την ακολουθεί ακόμα. Αόρατος.

Ο σκηνοθέτης του εντυπωσιακού “Upgrade” (μια από τις καλύτερες περιπέτειες που μας έχουν έρθει από Αμερική τα τελευταία χρόνια) επιστρέφει σε ένα αγνότερο σκηνικό τρόμου, από το οποίο προήλθε εξάλλου, σκηνοθετώντας ένα από τα μετέπειτα κεφάλαια του “Insidious”. Παίρνει την ιδέα πίσω από ένα από τα κλασικότερα τέρατα του σινεμά και της λογοτεχνίας και την φαντάζεται ξανά απ’την αρχή ως εντυπωσιακά λειτουργική αλληγορία πάνω στο gaslighting. Ο Αόρατος Άνθρωπος εδώ είναι τέρας όνομα και πράμα, καταδιώκοντας τη γυναίκα που είχε αλλά η οποία κατάφερε επιτέλους να ξεφύγει από τον έλεγχο και τον χειρισμό του, αποτελώντας έτσι για εκείνην μια απειλή που κυριολεκτικά κανείς άλλος δε μπορεί να δει. Εφαρμόζει έτσι σε αυτήν κάθε βήμα ψυχολογικού ελέγχου, αποκόβοντάς την από τους γύρω της, κάνοντάς την να φαίνεται υπερβολική, και στοχεύοντας τελικά να την οδηγήσει στην παράνοια και -τελικά- ξανά πίσω σε αυτόν.

Ο Γουάνελ χειρίζεται αυτή την διάσταση του στόρι χωρίς ποτέ όμως να ξεχνά πως διηγείται πρωτίστως μια παλπ ιστορία σασπένς και τρόμου. Μάλιστα το πρώτο μέρος του φιλμ, πριν δηλαδή μπει μπροστά οποιοσδήποτε μηχανισμός πλοκής και επίλυσης του δράματος, όσο ακόμα κινούμαστε σε μια περιοχή χτισίματος σασπένς, είναι το πιο λειτουργικό. Εδώ, χρησιμοποιεί καθηλωτικά τα κενά του κάδρου, μετατρέποντας κάθε χώρο σε απειλή, τοποθετώντας μας απολύτως μες στο πλαίσιο σκέψης της ηρωίδας του, παιγμένης με πυγμή και με αυξανόμενης αίσθηση απόγνωσης από την σταθερά σπουδαία Ελίζαμπεθ Μος (“Handmaid’s Tale”, “Το Τετράγωνο”, “Mad Men”).

Η τρίτη πράξη εμπλέκει την εικονογραφία του κλασικού τέρατος σε μια πιο μοντέρνα οπτικοποίησή του. Η κλιμάκωση που έρχεται βρίσκει τον Γουάνελ να επιστρέφει σε αρκετά στυλιστικά του τρικς από το “Upgrade” στην υπηρεσία όμως αυτή τη φορά μιας πιο υπόγειας έντασης που ξεσπά σε 2-3 πραγματικά αξέχαστες σκηνές που θα ακολουθούν το κοινό για πολύ καιρό. (Στη σκηνή στο εστιατόριο… καλή χώνεψη.) Στα χέρια του Γουάνελ κάθε κάδρο γίνεται όπλο, κάθε βλέμμα κρύβει τρόμο και μια απλή σκηνή διαλόγου τυπικής κινηματογραφικής κάλυψης μπορεί να μετατραπεί σε ακίνητο, βουβό πόλεμο. Εξαιρετικό σινεμά τρόμου με στυλ, μυαλό, θεματική συνέπεια, που ποτέ δεν ξεχνά πως ή κύρια αποστολή του είναι να παραδίδει τις ιδέες του μέσω σασπένς.

Επίσης κυκλοφορούν

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς

*****

(Γιάννης Οικονομίδης, 2ω20λ)

Κάπου στην ελληνική επαρχία, μια γυναίκα αποφασίζει να εγκαταλείψει τον επιχειρηματία σύζυγό της για έναν πρώην λαϊκό τραγουδιστή, παίρνοντας μαζί ένα εκατομμύριο ευρώ. Κάτι που φυσικά δε θα περάσει έτσι, μιας κι ο παρατημένος άντρας ξεκινά ένα κύκλο εμμονής και εκδίκησης που θα συνεπάρει όλη την τοπική κοινωνία σε ένα ξέσπασμα βίας.

Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με την πιο ευθέως διασκεδαστική ταινία του, μια γκανγκστερική ιστορία με στοιχεία παρωδίας που εντοπίζει στην επαρχία όλα τα απαραίτητα στοιχεία βουβής οργής που απαιτούνται για το σκηνικό ενός τέτοιου στόρι. Η απολαυστική εμμονή του με το αγνό ελληνικό trash είναι πασιφανέστερη ίσως από κάθε άλλη φορά, εστιάζοντας τη δράση γύρω από εκρηκτικές σκηνές διαλόγων με τις οποίες οι ηθοποιοί του εμφανέστατα περνάνε υπέροχα. (Το καστ αποτελείται από γνώριμες φάτσες του οικονομιδικού και όχι μόνο θιάσου, από τον Μουρίκη και τον Σταμουλακάτο μέχρι τον Γιαννόπουλο και τον Τσορτέκη.) Ως προς τον ρυθμό το φιλμ κάπου ξεφεύγει από τον έλεγχο, ξεφουσκώνοντας μετά τη μέση, κάτι προβληματικό ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την απουσία ενός κάποιου ειδικού βάρους που συναντάμε στα πρώιμα και πιο άγρια έργα του σκηνοθέτη. Αλλά αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό- ειδικά το πρώτο μισό του φιλμ είναι εγγυημένη απόλαυση για τους φανς του Οικονομίδη, πιάνοντας με ειλικρίνεια ένα κοινωνικό vibe που πολλοί σύγχρονοί του δημιουργοί ατυχώς αγνοούν και παραδίδοντας σερί μονόπρακτα λεκτικών ηφαιστείων.

Φύγαμε

*****

(“Onward”, Νταν Σκάνλον, 1ω42λ)

Σε έναν κόσμο που κάποτε υπήρχε μαγεία αλλά είναι πλέον κρυμμένη ή έχει ξεχαστεί, δύο έφηβα ξωτικά αδέρφια ξεκινούν ένα περιπετειώδες ταξίδι αναζήτησης ενός κρυστάλλου που σε συνδυασμό με ένα κάποτε ξεχασμένο ξόρκι, μπορεί να φέρει πίσω τον πατέρα τους, για λίγες έστω ώρες. Η φόρμουλα της Pixar εφαρμόζεται σχεδόν στην εντέλεια, σε μια περιπέτεια λιγοστών εκπλήξεων αλλά που διαθέτει ωστόσο την γοητεία της και δεν σταματά στιγμή να διασκεδάζει. Η πιο ενδιαφέρουσα λοξή ματιά του φιλμ προκύπτει όταν κοιτά τον χαμένο κόσμο της μαγείας καταπλακωμένο υπό το βάρος της δίχως ταυτότητα ανάπτυξης. Δεν ολοκληρώνεται ποτέ κάποια θεωρία πέραν των σταθερών παρατηρήσεων περί αναζήτησης του θαυμαστού και συμβιβασμού με την ενήλικη πραγματικότητα, όμως μέσα από τη σχέση των δύο αδερφών προκύπτει μια αληθινά συγκινητική δυναμική, η δράση είναι στιβαρή, και το μεγάλος τέρας του φινάλε είναι από τα εντυπωσιακά κατασκευάσματα που έχει προσφέρει ως τώρα η Pixar. Δε νομίζω πως θα το θυμόμαστε στο μέλλον, πάντως.

Ο Δρόμος της Επιστροφής

*****

(“The Way Back”, Γκάβιν Ο’Κόνορ, 1ω48λ)

O σκηνοθέτης του φανταστικού “Warrior” οδηγεί τον Μπεν Άφλεκ μέσα από μια εντελώς κοινότυπη ιστορία προσωπικής εξιλέωσης. Ο Άφλεκ παίζει πρώην πασίγνωστο παίχτη σε τοπικό σχολικό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, που ύστερα από μια οικογενειακή τραγωδία και πάλη με τον εθισμό στο αλκοόλ, αποδέχεται την πρόταση να επιστρέψει στο παλιό του σχολείο ως κόουτς σε μια παρηκμασμένη πλέον ομάδα μπάσκετ. Σε μεγάλο βαθμό ό,τι ακολουθεί μπορεί κανείς να το υποθέσει, αλλά το βασικό πρόβλημα της ταινίας, που αγκαλιάζει εντελώς αναπολογητικά την δραματουργικά τετριμμένη διάστασή της (πολλές σκηνές με τον Μπεν Άφλεκ να αδειάζει κουτάκια μπύρας μες στη ντουζιέρα), δεν είναι η προβλεψιμότητα, όσο το ότι τα επιμέρους στοιχεία της μοιάζουν να προήλθαν από ξεχωριστές ταινίες. Ο Άφλεκ παίζει με αφοσίωση, αλλά ακόμα κι οι σκηνές έκρηξής του στον πάγκο (όπου βρίζει ασύστολα φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους θεσμικούς εκπροσώπους του συντηρητικού σχολείο) μοιάζουν βεβιασμένες. Περνάει φυσικά η ώρα, αλλά τίποτα που να μην έχουμε ξαναδεί πολλάκις.

Το Βαμμένο Πουλί

*****

(“The Painted Bird / Nabarvené ptáče”, Βάκλαβ Μαρχούλ, 2ω49λ)

Ένα μικρό εβραιόπουλο στην Ανατολική Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναζητά καταφύγιο καθώς μια διαδρομή φρίκης θα το φέρει αντιμέτωπο με κάθε πιθανό κακό που μπορεί να συναντήσει. Κατασκευασμένο ως συρραφή από βινιέτες κλιμακούμενης βίας στα όρια της αυτοπαρωδίας, το φιλμ χρησιμοποιεί μια ασπρόμαυρη αισθητική δανεισμένη από το σινεμά ενός Μπέλα Ταρ δίχως καμία εσωτερική ποίηση να αναδεικνύει τις εικόνες. Η ταινία δίχασε όπου προβλήθηκε (με αποχωρήσεις αλλά και αποθεώσεις) και θα αποτελέσει ενδιαφέρουσα δοκιμασία για τους πιο υπομονετικούς σινεφίλ.

Ο Φύλακας (“The Warden”, Νίμα Τζαβιντί, 1ω40λ). Μια φυλακή θα δώσει τη θέση της στην επέκταση ενός αεροδρομίου και οι κρατούμενοι πρέπει να μεταφερθούν, όμως ένας λείπει. Ρομαντικό δράμα μυστηρίου από τον σκηνοθέτη του γεμάτου ένταση δράματος “Μελβούρνη”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα