Γιάνης Βαρουφάκης: Η Τεχνοφεουδαρχία επελαύνει
Ο γραμματέας του ΜέΡΑ25, Γιάνης Βαρουφάκης, γράφει για τον "τελειωμένο" από ένα ακόμα πιο εκμεταλλευτικό σύστημα, καπιταλισμό.
- 11 Ιουλίου 2021 07:21
«Έτσι τελειώνει ο κόσμος», έγραφε ο T.S Eliot: «Όχι με εκκωφαντική έκρηξη αλλά μ΄ έναν λυγμό». Κάτι αντίστοιχο συνέβη στον καπιταλισμό, χωρίς να το πάρουμε καν είδηση: Μας «τελείωσε» όχι επειδή επαναστατήσαμε για να τον ανατρέψουμε αλλά επειδή ο ίδιος έπεσε θύμα του εαυτού του, της πιο πρόσφατης μετάλλαξής του. Ακριβώς όπως ο ίδιος ο καπιταλισμός παραγκώνισε την φεουδαρχία σταδιακά, υποχθόνια, έως ότου κάποια στιγμή οι περισσότερες κοινωνικές σχέσεις μετεξελίχθηκαν από φεουδαρχικές σε αγοραίες σχέσεις, έτσι και σήμερα ο καπιταλισμός παραγκωνίζεται από ένα νέο, ακόμα πιο έντονα, εκμεταλλευτικό σύστημα: την τεχνοφεουδαρχία.
Κατανοώ ότι η πιο πάνω άποψη σηκώνει σοβαρή συζήτηση, αμφισβήτηση ίσως. Είναι αλήθεια ότι έχουμε χορτάσει ψευδείς προφητείες για τον θάνατο του καπιταλισμού, ιδίως από κύκλους της Αριστεράς. Κάθε φορά που εν μέσω κρίσης κάποιοι κήρυτταν το τέλος του, ο καπιταλισμός τους έβγαζε την γλώσσα επιστρέφοντας δριμύτερος. Όμως, αυτή την φορά, θεωρώ ότι ο καπιταλισμός πέρασε το σημείο μη επιστροφής του.
Τα σημάδια αυτού του ιστορικού μετασχηματισμού πρωτοεμφανίστηκαν μετά το 2008 (που αλλού;) στις χρηματαγορές. Από τότε παρατηρούμε πρωτόγνωρα φαινόμενα: Οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων, που θα έπρεπε να είναι αντιστρόφως ανάλογες, εκτινάσσονται στην στρατόσφαιρα χέρι-χέρι. Ακόμα κι όταν κάποιες φορές υποχωρούν, πάλι μαζί πηγαίνουν. Αντίστοιχη παραβίαση βασικών αρχών των καπιταλιστικών αγορών παρατηρούμε όσον αφορά εκείνο που οι χρηματιστές ορίζουν ως το «κόστος του κεφαλαίου» (δηλαδή τις αποδόσεις που πρέπει να αναμένει κάποιος για να αξίζει να αγοράσει κάποιο «χαρτί»: μετοχή, ομόλογο, προαίρεση, ασφαλιστικό συμβόλαιο κλπ). Αντί να πέφτει όταν αυξάνονται τα σκαμπανεβάσματα των χρηματαγορών (δηλαδή όταν αυξάνεται η «αβεβαιότητα»), τα τελευταία χρόνια – ιδίως μέσω πανδημίας – το αντίθετο γίνεται: το κόστος του κεφαλαίου αυξάνεται κι αυτό.
Βέβαια, τέτοιου είδους παρατηρήσεις έκρουαν καμπανάκια μόνο στο νου των πολύ ειδικών. Όμως, εν μέσω πανδημίας, τα εν λόγω φαινόμενα πήραν διαστάσεις που κρούουν κώδωνες κινδύνου για όλες και όλους, ειδικούς και μη. Το καλύτερο παράδειγμα είναι εκείνο που συνέβη στο Λονδίνο το περασμένο καλοκαίρι, την 12 Αυγούστου λίγο μετά τις 9πμ για να είμαι ακριβής: Ανακοινώθηκε από τις αρχές ότι, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2020, το Βρετανικό εθνικό εισόδημα (το ΑΕΠ) μειώθηκε πάνω από 20% – μια πτώση μεγέθους πολύ μεγαλύτερου από τις προσδοκίες και των πιο απαισιόδοξων οικονομολόγων. Το ενδιαφέρον είναι τι ακολούθησε περίπου 20 λεπτά της ώρας αργότερα: Το χρηματιστήριο του Λονδίνου ανέβηκε 2%!
Κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην ιστορία του διεθνούς καπιταλισμού. Ναι, έχει συμβεί να ανεβαίνουν τα χρηματιστήρια μετά από «κακά μαντάτα», όταν τα μαντάτα ήταν μεν κακά αλλά οι χρηματιστές τα περίμεναν χειρότερα απ’ ότι απεδείχθησαν. Όμως, το να έρχονται μαντάτα χειρότερα από τα αναμενόμενα και να ανεβαίνει το χρηματιστήριο, αυτό πρώτη φορά συνέβη. Αποδεικνύει ότι, πλέον, χωρίς αμφιβολία, οι χρηματαγορέςαποκολλήθηκαναπότονκαπιταλισμό.
Ακόμα κι έτσι να είναι, θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος αν τέτοια φαινόμενα υποστηρίζουν την υπόθεσή μου ότι το σύστημα στο οποίο ζούμε δεν μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός έχει αλλάξει πολλές μορφές στο παρελθόν. Δεν είναι πιο ρεαλιστικό και σώφρον να υποθέσουμε ότι μεταμορφώνεται ξανά, χωρίς να παύει να είναι καπιταλισμός; Μπορεί, αλλά δεν αληθεύει! Αυτό που ζούμε δεν είναι άλλη μια, έστω και ακραία, μεταμόρφωση του καπιταλισμού. Είναι κάτι πιο βαθύ, πιο ανησυχητικό, πιο δομικό.
Ναι, ο καπιταλισμός έχει όντως αλλάξει ριζικά δυο φορές από τον 19 αιώνα και ύστερα, σε βαθμό που έγινε σχεδόν αγνώριστος. Η πρώτη του μεγάλη μεταμόρφωση, από την ανταγωνιστική στην μονοπωλιακή του μορφή, συνέπεσε με την δεύτερη βιομηχανική επανάσταση – τότε που ο ηλεκτρομαγνητισμός έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία των εταιρειών-δικτύων καθώς και των μεγα-τραπεζών που απαιτούνταν για την χρηματοδότησή τους. Η Φορντ, η Έντισσον κι η Κρουπ αντικατέστησαν τον φούρναρη, τον χασάπη και τον ζυθοποιό του Άνταμ Σμιθ ως οι βασικοί προωθητές της Ιστορίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι γιγάντιες αλυσίδες κολοσσιαίων χρεών και κερδών που, σπάζοντας, έφεραν το Κραχ του 1929, το Νιου Ντηλ του Ρούζβελτ, τον φασισμό, τον 2 Παγκόσμιο Πόλεμο και, μεταπολεμικά, το σύστημα Μπρέτον Γουντς – το οποίο, θέτοντας δρακόντειους περιορισμούς στους τραπεζίτες, δημιούργησε τις συνθήκες μιας μοναδικής σταθερότητας του καπιταλισμού για δύο δεκαετίες (1950-1970).
Το τέλος του Μπρέτον Γουντς, τον Αύγουστο του 1971, οδήγησε στην δεύτερη καίρια μεταμόρφωση του καπιταλισμού. Καθώς το όλο και διογκούμενο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ μετατράπηκε στην πηγή παγκόσμιας ενεργούς ζήτησης (απορροφώντας στην αμερικανική αγορά τις καθαρές εξαγωγές της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και, αργότερα, της Κίνας), η οικονομία των ΗΠΑ ενεργοποίησε την πιο σαρωτική περίοδο παγκοσμιοποίησης. Και πως καλυπτόταν το όλο και διογκούμενο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ; Με συνεχείς ροές των κερδών του γερμανικού, ιαπωνικού και, αργότερα, κινεζικού κεφαλαίου πίσω στην ΓουόλΣτριτ – έτσι ώστε να κλείνει ο κύκλος.
Όμως για να παίξει αυτό τον ρόλο η Γουόλ Στριτ, οι τραπεζίτες της απαίτησαν πλήρη απελευθέρωση από όλους τους περιορισμούς που τους είχαν επιβληθεί αρχικά από το Νιου Ντηλ και αργότερα από το σύστημα Μπρέτον Γουντς. Με την άρση των περιορισμών, την λεγόμενη «απορρύθμιση» της οποίας ο νεοφιλελευθερισμός ήταν η ιδεολογική κάλυψη, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μεταμορφώθηκε σε χρηματοπιστωτικό ή τραπεζοκρατικό καπιταλισμό. Όπως ογδόντα χρόνια πριν η Φορντ, η Έντισσον κι η Κρουπείχαν αντικαταστήσει τον φούρναρη, τον χασάπη και τον ζυθοποιό του Άνταμ Σμιθ, έτσι και από το 1971 η ΓκόλντμανΣακς, η Τζ.Π. Μόργκαν κι η Λήμαν αναδείχθηκαν στους νέους προωθητές της Ιστορίας
Αν κι αυτές οι μεταμορφώσεις του καπιταλισμού έφεραν συγκλονιστικές εξελίξεις (την Μεγάλη Ύφεση μετά το Κραχ του 1929, τον 2 Παγκόσμιο Πόλεμο, την Μεγάλη Ύφεση μετά το Κραχ του 2008 – του οποίου η «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς» είναι άμεσο αιτιατό), δεν άλλαξαν το βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: ένα σύστημα του οποίου βασικό «καύσιμο» είναι το ιδιωτικό χρέος και οι πρόσοδοι που εξάγουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής μέσα από κάποια αγορά.
Ναι, η μετάβαση από τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό (που περιέγραφε ο Σμιθ) στον μονοπωλιακό καπιταλισμό (τον οποίο ανέλυαν ο Χόμπσον, η Λούξεμπουργκ κι ο Λένιν) αύξησε υπέρμετρα τα κέρδη και επέτρεψε στις επιχειρήσεις-κολοσσούς να χρησιμοποιούν την τεράστια αγοραία δύναμή τους (δηλαδή, την απουσία ανταγωνιστών) ώστε να οικειοποιούνται όχι μόνο την υπεραξία των εργαζόμενων αλλά και μεγάλο μέρος του πλεονάσματος των καταναλωτών.
Ναι, μετά το 1971, η Γουόλ Στριτ κατάφερε να εξάγει προσόδους από το σύνολο των κοινωνιών με ευφάνταστες μορφές αγοραίας κλοπής. Παρόλα αυτά, τόσο ο μονοπωλιακός όσο και ο τραπεζοκεντρικός καπιταλισμός κινητοποιούνταν από ιδιωτικά κέρδη στα οποία προστίθεντο πρόσοδοι που συσσωρεύονταν σε κάποια αγορά – την οποία μονοπωλούσε, π.χ., μια Τζένεραλ Μότορς ή την οποία δημιουργούσε μια Γκόλντμαν Σακς.
Κάποια στιγμή, μετά το 2008, όλα άλλαξαν. Η «ασυνέχεια» συμπίπτει με την στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες των G7, συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2009, συντόνισαν το τύπωμα ποταμών δημόσιου χρήματος με σκοπό την διάσωση των τραπεζών. Σήμερα, η δύναμη που κινεί την παγκόσμια οικονομία δεν είναι πλέον τα ιδιωτικά κέρδη αλλά αυτό το χρήμα που παράγουν, από το 2008 ως σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες. Παράλληλα, η εξαγωγή υπεραξίας συνεχώς μεταφέρεται από τις αγορές σε ψηφιακές πλατφόρμες (π.χ. Facebook, Uber, Amazon, Airbnb) οι οποίες, αντί να λειτουργούν ως μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές εταιρείες, θυμίζουν ιδιωτικά φέουδα.
Το γεγονός ότι το οικονομικό σύστημα το κινούν οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών, κι όχι τα ιδιωτικά κέρδη, εξηγεί τα πρόσφατα πρωτόγνωρα φαινόμενα, π.χ. τι συνέβη στο Λονδίνο την 12 Αυγούστου 2020. Ακούγοντας τα κακά μαντάτα, οι χρηματιστές σκέφτηκαν: «Τέλεια! Τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας θα τυπώσει ακόμα περισσότερες λίρες τις οποίες θα διοχετεύσει σε εμάς. Ώρα νααγοράσουμε μετοχές!»
Σε ολόκληρη τη Δύση, οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν στις πολυεθνικές, οι οποίες χρησιμοποιούν το χρήμα για να… αγοράζουν τις μετοχές τους στα χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα τα χρηματιστήρια να ανεβαίνουν την ώρα που τα κέρδη είναι στο «πάτωμα». Στο μεταξύ, οι ψηφιακές πλατφόρμες αντικαθιστούν τις αγορές ως ο «τόπος» όπου εξάγονται υπεραξίες – τόσο από τους εργαζόμενους όσο και από τους καταναλωτές. Για πρώτη φορά στην ιστορία, σχεδόν όλοι μας παράγουμε δωρεάν το κεφάλαιο (δηλαδή τα κεφαλαιουχικά αγαθά) των κολοσσών. Τι άλλο νομίζετε ότι συμβαίνει κάθε φορά που αναρτάμε μια φωτογραφία στο Facebook ή μετακινούμαστε φέροντας κινητό το οποίο αναφέρει στην Google Maps το γεωγραφικό μας στίγμα;
Αν έχω δίκιο, οι επιπτώσεις στην πραγματικότητά μας είναι τεράστιες: Καμία μακροοικονομική πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ανεργία, έστω και πρόσκαιρα. Κανένα επιτόκιο δεν μπορεί να εξισορροπήσει ταυτόχρονα το τραπεζικό σύστημα και την σχέση αποταμιεύσεων-επενδύσεων. Όσο για την πολιτική σκηνή, η επέκταση της εκμετάλλευσης από το παραδοσιακό προλεταριάτο σε σχεδόν ολόκληρη την κοινωνία (η οποία πλέον βιώνει την συνεχή λεηλασία των νέων τεχνο-φεουδαρχών) απαιτεί εντελώς νέους κομματικούς σχηματισμούς.
Κλείνοντας, ένα σχόλιο για το ψυχολογικό εμπόδιο που δυσκολεύει εμάς τους αριστερούς να αποδεχθούμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Όλη μας την ζωή λαμβάναμε ως, σχεδόν, δεδομένο πως μετά τον καπιταλισμό θα έρθει κάτι καλύτερο, πείτε το σοσιαλισμός ή όπως αλλιώς θέλετε.Δεν είναι εύκολο πράγμα να αποδεχθούμε ότι όχι μόνο αποτύχαμε να είμαστε εμείς εκείνοι που ανατρέψαμε τον καπιταλισμό αλλά και πως η τεχνοφεουδαρχία που σήμερα θριαμβεύει επί του καπιταλισμού αποτελεί ένα σύστημα εξουσίας πιο εκμεταλλευτικό, τοξικότερο, και πιο επικίνδυνο για την ανθρωπότητα από τον καπιταλισμό που υποσκάπτει και υποκαθιστά.
Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate με αρχικό τίτλο Technofeudalismistakingover.