O ΜΑΚΕΛΑΡΗΣ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΙΣΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΟ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
Το Magazine ανοίγει μία νέα σειρά ερευνών γύρω από εγκλήματα που ακόμη και σήμερα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον.
Πήρε μία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και παράγγειλε έναν καφέ. Δεν μίλησε με κανέναν από τους θαμώνες. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στις αρχές. Ήπιε την τελευταία γουλιά και κάλεσε ένα ταξί για να τον μεταφέρει στην Καρδίτσα.
Στο δρόμο δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε…. Μονάχα κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. “Δεν μίλησε καθόλου, μόνο μου είπε να τον πάω στην Αστυνομία και άναψε δύο με τρία τσιγάρα. Τίποτα πάνω του δεν δήλωνε ότι πριν είχε κάνει τις πράξεις που εκ των υστέρων έμαθα. Ήταν απόλυτα ψύχραιμος” θα πει ο οδηγός όταν κληθεί να καταθέσει.
Πλέον δεν υπήρχε γυρισμός. Θα πήγαινε να παραδοθεί. Άλλωστε δεν θα χρειαζόταν να πει πολλά. Ο αστυνομικός στην πύλη κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν, όπως προκύπτει απ’ την κατάθεσή του: «Τον ρώτησα τι ακριβώς ήθελε και μου απάντησε «δεν έμαθες τι έγινε;». Εγώ επειδή γνώριζα για το περιστατικό του απάντησα «εσύ είσαι που το έκανες αυτό;», αυτός μου απάντησε «ναι» και τον οδήγησα στο αστυνομικό υποδιευθυντή».
Όλοι στην περιοχή ήξεραν. Ο Ηρακλής Μισαηλίδης -ο «Ιούδας» όπως τον αποκαλούσαν στο χωριό- είχε βγει στην πλατεία και είχε πυροβολήσει τους συγχωριανούς του, σκοτώνοντας τρεις και τραυματίζοντας τέσσερις, μεταξύ των οποίων και ένα μικρό παιδί.
Είναι 14 Αυγούστου 2001 και το Καππαδοκικό Καρδίτσας σφίζει από ζωή, η επομένη είναι μεγάλη γιορτή για το χωριό. Παιδιά παίζουν στην παιδική χαρά, στην κεντρική πλατεία. Ακριβώς δίπλα, οι μεγαλύτεροι έχουν συγκεντρωθεί στο καφενείο κάτω από το ίσκιο. Στην ησυχία του μεσημεριού ακούγεται η μηχανή ενός ασημί αγροτικού οχήματος. Κανείς δεν δίνει σημασία μέχρι τη στιγμή που θα ακουστεί ένας «δυνατός κρότος σαν να έσκασε χειροβομβίδα και μάλιστα τρεις φορές».
Αυτόπτης μάρτυρας του φονικού είναι η ιδιοκτήτρια του καφενείου και ανιψιά ενός εκ των θυμάτων. Περιγράφει στις 14 Νοεμβρίου 2002 ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Τρικάλων: «Άκουσα πυροβολισμό. Βγήκα έξω να δω τί συμβαίνει. Είδα το θείο μου χτυπημένο, να έχει σηκώσει τα χέρια του και να τρέχει να μπει στο μαγαζί, αλλά την ώρα που ανέβηκε τα σκαλιά, τον ξαναχτύπησε. Τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν. Ο Παύλος Αλιβάνογλου πρέπει να χτυπήθηκε ακαριαία, για αυτό και έμεινε ακίνητος στην καρέκλα του. Δεξιά του Παύλου σε μισοσκυμμένη θέση ήταν ο Ασλάνογλου και εκείνη την ώρα κοιτούσαν μια φωτογραφία και γελούσαν. Στη φωτογραφία αυτή ήταν τα παιδιά του χωριού σε νεαρή ηλικία. Ο Ασλάνογλου έπεφτε κάτω την ώρα που βγήκα εγώ, ο τρίτος πυροβολισμός έπεσε με μία καθυστέρηση. Ο θείος μου φώναζε «φύγετε, καλυφτείτε» και τρικλίζοντας ερχόταν προς το καφενείο. Όταν άκουσα τον πρώτο πυροβολισμό, γύρισα να δω και είδα την κάνη του όπλου να την έχει στερεωμένη πολύ σταθερά στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Στη συνέχεια γύρισε την κάνη και πυροβόλησε πάλι το θείο μου, ο οποίος ερχόταν τραυματισμένος προς το καφενείο».
Στο σημείο ακολουθεί πανδαιμόνιο. «Άκουγα κραυγές και γενικά επικρατούσε ένας πανικός» θα καταθέσει στο δικαστήριο θαμώνας του μαγαζιού, αναφέροντας: «Σύρθηκα μέσα στο καφενείο και από εκεί είδα ένα Ι.Χ. να φεύγει. Μόλις συνήλθα λίγο βγήκα έξω μαζί με άλλα άτομα που ήταν στο καφενείο και είδα ότι είχε γίνει ένα πραγματικό μακελειό. Εγώ μαζί με άλλους κατοίκους μεταφέραμε τα χτυπημένα άτομα στο νοσοκομείο».
Ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης ήταν βαρύς για τον Ηρακλή Μισαηλίδη: Τρεις φορές ισόβια για κάθε ανθρωποκτονία και ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 20 ετών για τις τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονίας και για παράνομη οπλοφορία – οπλοχρησία. Δικαστές και ένορκοι «είδαν» στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ανθρωποκτόνο πρόθεση, αφού λίγο πριν το φονικό -όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης- «μετέφερε τα παιδιά του από τον τόπο του εγκλήματος για να μην διατρέχουν κίνδυνο», ενώ στη συνέχεια «πήρε από το σπίτι του το κυνηγετικό του όπλο στο οποίο τοποθέτησε φυσίγγια μεγάλου διαμετρήματος», με αποτέλεσμα τα σκάγια να φύγουν ανεξέλεγκτα προς πάσα κατεύθυνση. Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο κατηγορούμενος «στάθμευσε το αυτοκίνητό του σε σημείο από το οποίο μπορούσε με ευστοχία να πυροβολήσει τους θαμώνες του καφενείου, αφού μάλιστα ήταν και κυνηγός και είχε αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου του ώστε να μπορέσει αμέσως να διαφύγει, όπως και έκανε».
Δεκατρείς μάρτυρες κατέθεσαν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Όλοι επανέλαβαν τα ίδια περιστατικά, υποστηρίζοντας ότι ο 35χρονος κατηγορούμενος δεν είχε τίποτα να χωρίσει με τα θύματα, απεναντίας ορισμένοι τον είχαν βοηθήσει στη ζωή του. Ένα ολόκληρο χωριό κατά του φονιά, ο οποίος είχε ομολογήσει αμέσως τα φρικτά εγκλήματά του.
Ωστόσο, κανείς δεν μπόρεσε να πει ποιο ήταν το κίνητρο. Τί οδήγησε δηλαδή, τον Ηρακλή Μισαηλίδη να σπείρει το χαμό ένα μεσημέρι του Αυγούστου, χωρίς -όπως φαίνεται- να έχει προηγηθεί κάτι. «Εγώ πιστεύω ότι τα είχε τετρακόσια. Ψάχνουμε και σήμερα να βρούμε γιατί το έκανε. Ο θείος μου τον τάιζε, τον είχε βοηθήσει, του έδινε δουλειές. Ο κατηγορούμενος ήταν λιγομίλητος, «στον κόσμο του», δεν συμμετείχε στα κοινά» θα υποστηρίξει μάρτυρας το 2002. Αλλά και οι υπόλοιποι χωριανοί, μίλησαν για ένα «φυσιολογικό άνθρωπο», πρώην χρήστη ναρκωτικών, που «δεν είχε απ’ όσο γνώριζαν κανένα πρόβλημα, σωματικό ή ψυχιατρικό».
Η μάχη για το «ακαταλόγιστο»
Βέβαια, από την άλλη, ο Ηρακλής Μισαηλίδης από την ημέρα που προφυλακίστηκε, την 15η Αυγούστου του 2001, μετήχθη κατευθείαν στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, ως ακατάλληλος για τις υπόλοιπες κλειστές φυλακές, ενώ οι θεράποντες ιατροί είχαν διαγνώσει μεταξύ άλλων, Σχιζοειδή Διαταραχή Προσωπικότητας.
Παράλληλα, οι εξηγήσεις του 35χρονου για το αιματοκύλισμα ήταν -το λιγότερο- ασαφείς. «Με είχαν απειλήσει εμένα και τα παιδιά μου ότι θα με σκοτώσουν και θα μου ετοιμάσουν τα κόλυβα και ότι θα απαγάγουν τα παιδιά μου» είπε αρχικά στην αστυνομία, εξηγώντας: «Δεν περίμενα από αυτή μου την πράξη θα υπήρχε αυτό το αποτέλεσμα. Δεν ήθελα να κάνω κακό σε τόσα άτομα, ούτε είχα πρόθεση να σκοτώσω. Ήθελα μόνο πυροβολώντας εναντίον αυτών των ατόμων να τους εκφοβίζω για την κατ’ επανάληψη με απειλούσαν και είχανε προσπαθήσει δύο φορές να με σκοτώσουν σε καρτέρι. Επίσης απειλούσανε και τα παιδιά μου καθημερινά. Εγώ όμως κατάλαβα το καρτέρι που μου στήσανε δύο φορές και τους ξέφυγα. Μετανιώνω και ζητάω συγγνώμη».
Την επομένη του μακελειού, όταν οδηγήθηκε στην ανακρίτρια Καρδίτσας, Μαρία Λιάνου, είπε στην απολογία του: «ο καθένας ξεχωριστά εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο προσπαθούσαν να με εξοντώσουν εμένα και την οικογένειά μου, απειλώντας με μάλιστα, ότι θα με το σκοτώσουν και ότι θα καταστρέψουν τα παιδιά μου. Ο ένας μάλιστα, με απειλούσε με πιστόλι το οποίο έφερε μαζί του, πολλές φορές δε, πυροβολούσε στον αέρα εν απουσία λοιπών μαρτύρων. Ήταν γνωστό στο χωριό ότι ήθελαν και οι δύο να με καταστρέψουν, κανένας χωριανός μου όμως δεν μιλάει».
Με μούτζωσαν και θόλωσα. Έριξα μια τουφεκιά τον Βαγγέλη. Έριξα μια στα πόδια και μια στο Γιάννη. Έφυγα αμέσως και πήγα σε άλλο χωριό.
Στην ίδια λογική και η απολογία του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Απειλές, ζήλιες, τα παιδιά… όλα μαζί. «Με προσβάλανε μπροστά στο παιδί μου. Θύμωσα τόσο πολύ και είπα να πάω στο χωράφι να κυνηγήσω για να ξεδώσω, για να μην κάνω κανένα κακό. Αλλά ήθελα να πάρω τσιγάρα και έτσι πέρασα από το καφενείο. Έτυχε η κακιά η ώρα και πέρασα από εκεί. Με μούτζωσαν και θόλωσα. Έριξα μια τουφεκιά τον Βαγγέλη. Έριξα μια στα πόδια και μια στο Γιάννη. Έφυγα αμέσως και πήγα σε άλλο χωριό. Η κουτάλα είναι ο λόγος που ήθελαν να με σκοτώσουν. (…) Ο ένας μάλιστα ήρθε σπίτι μου και μου είπε «ζηλεύω τα παιδιά σου». Τί άλλο ήθελαν αυτοί από εμένα;» είπε μεταξύ άλλων.
Απλές δικαιολογίες ή ενδείξεις για το τί πραγματικά συνέβαινε στο μυαλό του Ηρακλή Μισαηλίδη;
«Ο άνθρωπος δεν είχε δίκαιη δίκη, δεν τους ενδιέφερε. Ήθελαν να τιμωρήσουν τα φοβερά αυτά εγκλήματα, γιατί φοβερά ήταν. Αλλά και από τον τρόπο που έγιναν και από την ακροαματική διαδικασία είναι φανερό ότι άνθρωπος αυτός είχε πρόβλημα» υποστηρίζει ακόμη και σήμερα, η τότε συνήγορός του, Νατάσσα Χονδρογιάννη.
Νέα δικηγόρος τότε η ίδια, βρισκόταν τακτικά στο Ψυχιατρείο στο πλαίσιο εγκληματολογικής έρευνας. «Μέσα από το περιβάλλον του Ψυχιατρείου Κορυδαλλού γνώρισα τον Ηρακλή, γιατί ο άνθρωπος από την ώρα που έγινε η σύλληψή του έμεινε εκεί. Ήταν φανερό ότι δεν ήταν εντάξει, ότι είχε κάποια διατάραξη» θυμάται.
Σε αυτό το πλαίσιο, με την έναρξη της δίκης -γιατί στα προηγούμενα στάδια ο Ηρακλής Μισαηλίδης δεν είχε δικηγόρο παρά έναν που του διορίστηκε αυτεπάγγελτα στην ανάκριση- η συνήγορος ζήτησε να διενεργηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να εξακριβωθεί η κατάσταση της υγείας του και να αναβληθεί μέχρι τότε η εκδίκαση της υπόθεσης, δίχως φυσικά να ζημιωθεί κανείς, αφού δεν θα αναστελλόταν η προφυλάκισή του. Η Νατάσσα Χονδρογιάννη ήταν βέβαιη – και ακόμα είναι- πως το δικαστήριο, με βάση τις ιατρικές γνωματεύσεις, θα έπρεπε να εξετάσει έστω το ενδεχόμενο: «Είχα ισχυρισμούς για ακαταλόγιστο ή μειωμένο καταλογισμό, σύμφωνα με το 34 και το 36 ΠΚ, και το θεώρησα μεγίστης σημασίας ζήτημα. Μόνο δίκαιη δίκη θα είχαμε, αν διατασσόταν η πραγματογνωμοσύνη. Ήταν μία δύσκολη κατάσταση για το δικαστήριο, το αντιλαμβάνομαι, ήταν ένα χωριό εναντίον μας. Αλλά δεν βγαίνει κάποιος σε μία πλατεία με μια καραμπίνα για να πάει να σκοτώσει κατ’ αυτό τον τρόπο. Και θυμάμαι κιόλας ότι μου έλεγε, είναι τα δαιμόνια, δεν είναι άνθρωποι είναι δαιμόνια. Έρχονται να κάνουν κακό στα παιδιά μου».
Ωστόσο το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα καταλήγοντας πως ο κατηγορούμενος, εκτός από ένοχος, δεν ήταν ψυχικά ασθενής. Λέει χαρακτηριστικά στο σκεπτικό, με το οποίο απέρριψε και το αίτημα της υπεράσπισης: «Αποδείχτηκε ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό άτομο, τόσο κατά τις νοητικές όσο και κατά τις πνευματικές (ψυχικές) λειτουργίες. Σε κανένα στάδιο της ζωής του και καμιά πράξη του δεν εμφάνισε έστω και ελαφρά νοητική καθυστέρηση. Επίσης δεν εμφάνισε ποτέ κανένα από τα γνωρίσματα των σχιζοφρενικών ψυχώσεων, ήτοι σχιζοφρενική ασυναρτησία της σκέψης, σχιζοφρενική μεταβολή του συναισθηματικού βίου ή σχιζοφρενική αποπροσωποποίηση. Το ότι ήταν εύθικτός και πιθανώς ένιωθε μειονεκτικά όταν οι άλλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνειδήσεως. Δεν αποδείχτηκε ότι τέλεσε τις πράξεις ενώ βρισκόταν σε υπερδιέργερση κάποιου συναισθήματος, το οποίο εξελίχθηκε σε τέτοια ψυχική κατάσταση ώστε να μην είχε τη δυνατότητα να σταθμίσει τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση των πράξεων και εκείνα από τον συγκρατούσαν από αυτήν, ώστε να γίνει λόγος για την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής».
Την ώρα της ετυμηγορίας η Νατάσσα Χονδρογιάννη πίστεψε ότι οι πιθανότητες είναι με το μέρος της υπεράσπισης ή έστω, ότι στο Εφετείο, θα εισακουγόταν το αίτημα για εφαρμογή διατάξεων περί ακαταλόγιστου ή μειωμένου καταλογισμού ή τουλάχιστον ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής.
Κοκτέιλ θανάτου
Όμως, η ώρα εκείνη δεν ήρθε ποτέ. Στις 27 Ιανουαρίου του 2003, μόλις δύο μήνες μετά την καταδίκη του, ο Ηρακλής Μισαηλίδης που εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, βρέθηκε νεκρός από συγκρατούμενούς του, κάτω από το νιπτήρα του κελιού του. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, ο θάνατός του προήλθε από ισχαιμικό επεισόδιο, το οποίο θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα χρήσης κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων και ναρκωτικών ουσιών. «Εκείνη την Κυριακή ήμουν στη ΓΑΔΑ και με πήρε τηλέφωνο. Είχα άλλη σύλληψη, το σήκωσα του είπα «Ηρακλή δεν μπορώ τώρα γιατί είμαι στη ΓΑΔΑ, πάρε με μετά». Δεν με πήρε ποτέ και την άλλη μέρα άκουσα στις ειδήσεις ότι έχει συμβεί αυτό» περιγράφει η Νατάσσα Χονδρογιάννη.
Μέχρι σήμερα, η συνήγορος δεν έχει καταλάβει γιατί μπορεί να ήθελε να αυτοκτονήσει παίρνοντας ένα κοκτέιλ φαρμάκων. «Του είχα πει «μην ανησυχείς γιατί θα δικαστείς δίκαια στο δεύτερο βαθμό». Αυτό θέλαμε, μια δίκαιη δίκη, όχι να αθωωθεί. Και φάνηκε πως αυτό που του έλεγα το αντιλαμβανόταν. Δεν ήταν απογοητευμένος από το αποτέλεσμα της δίκης, γιατί υπήρχαν επιχειρήματα. Δεν ήταν απελπισμένος ότι θα μείνει εκεί.», αναφέρει και συνεχίζει: «Πολύ πιθανόν να αντιλήφθηκε σε ένα φωτεινό διάλλειμα τί έκανε. Με όλους να του έχουν γυρίσει την πλάτη, ολομόναχος με ψυχικές ασθένειες να αντιληφθεί ότι έχει πάρει και τόσες ζωές και έχει κάνει αυτό που έχει κάνει, με την καταδίκη που έχει υποστεί, όλα αυτά θεωρώ ότι τον οδηγήσαν εκεί. Ίσως πάλι, να μην είχε αντιληπτικότητα των πράξεων του. Κανείς δεν θα μπορέσει να το πει με σιγουριά. Αλλά ένα είναι για μένα βέβαιο: Κανείς δεν αντιλήφθηκε την ασθένειά του, ούτε καν όταν κλιμακώθηκε, για αυτό και δεν πήρε ποτέ αγωγή ούτε έγινε διάγνωση. Έτσι έγινε το κακό. Αυτό πιστεύω».