5 κρυφά διαμάντια από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που προλαβαίνετε να δείτε online

5 κρυφά διαμάντια από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που προλαβαίνετε να δείτε online
Μαγνητικά Πεδία

Το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν τελείωσε ακόμα. Ξεδιαλέγουμε 5 ταινίες διαφορετικών ειδών και μεγεθών, μακριά από τις μεγάλες πρεμιέρες και το μεγάλο Διαγωνιστικό τμήμα.

Το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φτάνει στη λήξη του σήμερα Κυριακή 14 Νοεμβρίου, όμως η online πλατφόρμα σας δίνει την ευκαιρία να δείτε μεγάλο μέρος του προγράμματος σπίτι σας μέχρι αύριο το βράδυ. Ξεχωρίσαμε 5 από τις πιο «μικρές» ταινίες του προγράμματος, κοιτάζοντας πίσω από τις μεγάλες πρεμιέρες και το Διεθνές Διαγωνιστικό.

Εκεί που καμιά φορά μπορεί να κρύβονται τα έργα που έχουν φτιαχτεί με το μεγαλύτερο μεράκι.

Μαγνητικά Πεδία

Τι είναι: Μετά την τυχαία συνάντησή τους καθ’ οδόν σε ένα νησί, μια γυναίκα και ένας άνδρας αποφασίζουν να περιπλανηθούν μαζί σε αναζήτηση του κατάλληλου μέρους να θάψουν ένα μεταλλικό κουτί.

Γιατί αξίζει να το δεις: To μεγάλου μήκους ντεμπούτο του κομίστα Γιώργου Γούση (που προηγουμένως είχε γυρίσει τον θαυμάσιο “Χειροπαλαιστή”, ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που τιμήθηκε και με βραβείο Ίρις) είναι ένα εντυπωσιακά lo-fi κομμάτι ρομαντικού σινεμά, με δύο χαμένους ήρωες δίχως προέλευση και κατεύθυνση που περιπλανώνται μέσα σε ένα αναλογικού παστέλ χειροποίητο σύμπαν. Η Έλενα Τοπαλίδου κι ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος ερμηνεύουν αλλά έχουν credit και στο σενάριο, φανερώνοντας τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα του φιλμ το οποίο γυρίστηκε μέσα σε μια εβδομάδα καταφέρνοντας μέσα από τα ελάχιστα δυνατά υλικά να χτίσει ένα ολόκληρο σύμπαν, γλυκόπικρα υπαρξιακής σιωπής αλλά και απολαυστικά ζωντανών περιφερειακών χαρακτήρων. (Τον άντρα που διαπληκτίζεται με τον Τσιοτσιόπουλο στην εκκλησία κι απέναντι από έναν γκρεμό θα τον έβλεπα σε μια δική του ταινία να προσβάλει κόσμο για μιάμιση ώρα.)

Μέσα στο τραχύ ψηφιακό πιξέλιασμα κάθε απρόσμενης στροφής ή κάθε δραματικού ζουμ μπορεί κανείς να δει ένα σινεμά αφτιασίδωτο, αλλά όταν η κάμερα αναζητά την ηρωίδα της εστιάζοντας εν κινήσει, αδιαφορώντας για το αν το μέσο μπορεί να στηρίξει την τεχνική, είναι σα να βουτά βαθιά μες στην ψυχή της με ρομαντική άγνοια κινδύνου. Είναι φτηνό, είναι πανέμορφο.

Βγαίνουμε Όλοι στην Αρένα

Τι είναι: Κάπου σε μια μικρή πόλη, μια ντροπαλή και απόμακρη έφηβη βυθίζεται στον κόσμο ενός διαδικτυακού παιχνιδιού ρόλων. Όταν ένας άντρας τη ρωτά αν θυμάται ακόμα πως αυτό είναι ένα παιχνίδι, εκείνη δυσφορεί.

Γιατί αξίζει να το δεις: Οι ταινίες τύπου “desktop θρίλερ” έχουν γίνει αρκετά συχνές τα τελευταία χρόνια, κάτι απολύτως λογικό μιας και όχι μόνο η κύρια μορφή επικοινωνίας μας πλέον είναι η ψηφιακή, αλλά και πολύ συχνά ο ρυθμός και η αίσθηση αυτής της επικοινωνίας είναι αρκετά διαφορετική. Η “Αρένα” όμως είναι λιγότερο “Unfriended” και περισσότερο “Pulse” του Κιγιόσι Κουροσάβα, δηλαδή ένα στοιχειωμένο παιχνίδι αποξένωσης και αποστασιοποιημένων μοτίβων όχι τόσο επικοινωνίας, όσο ενός τρόπου απλά να κυλάει ο χρόνος. Κάθε scroll, κάθε βίντεο, κάθε σχόλιο μας φέρνουν πιο μακριά από τους ίδιους τους εαυτούς μας.

Μέσα από αυτή την αίσθηση ανοίκειου που βαρύνει την ατμόσφαιρα και την εξερεύνηση της ιδέας του να νιώθεις αποκομμένο από το σώμα σου (οι σκηνές που δίχως συμβάντα και δίχως καμία δραματική αιχμή ο χρόνος απλώς περνά και η πρωταγωνίστρια σχεδόν αποκόβεται από τον εαυτό της) η ταινία εξερευνά όχι μόνο τις σύγχρονες online σιωπές και αποστάσεις μας αλλά ακόμα και τη δυσφορία φύλου. Οδηγώντας σε ένα κρεσέντο απόκοσμο και, τελικά, δυσβάσταντα ανθρώπινο και συγκινητικό.

Ο Θάνατος Ενός Παρθένου και η Αμαρτία του να Μη Ζεις

Τι είναι: Ο καλύτερος φίλος του Ετιέν, ο Αντάν, πηγαίνει εκείνον, τον Ζαν Πολ και τον Ντανκουρά για πρώτη φορά σε οίκο ανοχής. Οι τρεις ανήσυχοι νέοι ετοιμάζονται να χάσουν την παρθενιά τους με σκοπό να κατακτήσουν μια θέση στον κόσμο του ανδρισμού. Όμως διάφορα αναπάντεχα γεγονότα οδηγούν τον Ετιέν σε ένα πρωτόγνωρο ταξίδι ενδοσκόπησης. Ο Ετιέν βυθίζεται προς τα μέσα, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα βγει έξω ποτέ ξανά.

Γιατί αξίζει να το δεις: Μια από τις πιο δομικά ενδιαφέρουσες ταινίες του φετινού προγράμματος, αυτή η ιστορία ενηλικίωσης παίρνει το κουρασμένο αυτό υπο-είδος και το τραβά στα φυσικά του άκρα. Όχι απλά ιστορίες χαρακτήρων που μεγαλώνουν και ωριμάζουν, αλλά ένα υπαρξιακό, νηφάλιο ταξίδι προς -βασικά- τον θάνατο. Όπως όλη η ζωή δηλαδή. Οι νεαροί ήρωες (που ωστόσο είναι παιγμένοι από ηθοποιούς άβολα μεγαλύτερους από την ηλικία που υποτίθεται ερμηνεύουν) παραθέτουν εσωτερικούς μονολόγους που αποτελούν ταυτόχρονα δήλωση προέλευσης αλλά και μια ματιά στο μέλλον της διαδρομής τους.

Έτσι, κάθε δραματουργικά αναμενόμενο βήμα καλείται να σηκώσει το ίδιο το βάρος της ύπαρξης στους ώμους του, την ώρα που η κάμερα ψάχνει διαρκώς κινήσεις και βλέμματα με μια χαλαρή κυματιστή κίνηση, σα να ήταν ένα μόριο του αέρα, σα να γινόμασταν μαζί της εντελώς τυχαία, μάρτυρες μιας ανεπαίσθητης στιγμής (ή και ολόκληρου του είναι) των διασταυρούμενων ζωών αυτών των ηρώων. Η δε στιγμή ενός ακίνητου, βραδυκίνητου close-up στη μέση της ταινίας λειτουργεί ως ύστατο ταρακούνημα, μια από τις πιο καθηλωτικές σκηνές του φετινού Φεστιβάλ.

Bebia, à mon seul désir

Τι είναι: Μετά τον θάνατο της γιαγιάς της (της Μπεμπία), ένα δεκαεπτάχρονο μοντέλο με το όνομα Αριάδνα επιστρέφει στην Γεωργία για να παρευρεθεί στην κηδεία. Σύμφωνα όμως με μια αρχέγονη τοπική παράδοση, η Αριάδνα, ως το νεότερο μέλος της οικογένειας, είναι υπεύθυνη για την επανένωση του σώματος και της ψυχής της γιαγιάς της, και καλείται να ενώσει έναν μίτο από τον τόπο του θανάτου της ως τη σορό της. Καθώς διασχίζει μια έκταση 25 χιλιομέτρων για μέρες και νύχτες, η Αριάδνα έρχεται αντιμέτωπη με τον αντίκτυπο που είχε αυτή η πολύπλοκη γυναίκα στην (όχι και τόσο μακρινή) παιδική της ηλικία.

Γιατί αξίζει να το δεις: Εμπνευσμένο από την αρχαιοελληνική μυθολογία, γυρισμένο σε ασπρόμαυρο φιλμ, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τζουτζά Ντομπρασκούς ακολουθεί ένα γνώριμο ταξίδι σύνδεσης του ατόμου με το έδαφός του, με την προέλευσή του, με τους ανθρώπους γύρω του, αναπτύσσοντάς το μέσα από το πρίσμα του μύθου. Κι αν μπορούσε οπωσδήποτε σε σημεία η αφήγηση να είναι πιο σφιχτή και περισσότερο εστιασμένη ως προς την αρχική της ιδέα, ανταποδίδει τελικά χάρη στο κρεσέντο της τρίτης πράξης, όπου ο Αριάδνα μοιάζει πια ένα με τα στοιχεία. Μια σειρά από αξιομνημόνευτες εικόνες, όπου η θλίψη κι η υπέρβαση μοιάζουν να γίνονται ένα, κάνουν τελικά το φιλμ να ξεχωρίζει και εμάς να περιμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια για τη δημιουργό.

Το Κορίτσι και η Αράχνη

Τι είναι: Η Λίζα μετακομίζει. Η Μάρα μένει πίσω. Με φόντο κάποιες κούτες που μετακινούνται, τοίχους που βάφονται και ντουλάπια που χτίζονται, μια άβυσσος αρχίζει να ανοίγεται και ο χώρος ξαφνικά γεμίζει νοσταλγία, πυροδοτώντας μια σειρά συναισθηματικών μεταπτώσεων.

Γιατί αξίζει να το δεις: Σαν ο Χάνεκε να είχε γυρίσει ταινία του Ντολάν ή του Γουές Άντερσον, αυτό το εκπληκτικής κατασκευής δράμα σχέσεων εκτυλίσσεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από κοντινά κάδρα που κόβουν τους ήρωες μόνο στα πρόσωπά τους, και χαρτογραφώντας την κίνηση και τις σχέσεις τους μέσω της θέσης τους στα διαμερίσματα που έμειναν ή θα μείνουν, στους χώρους που γέμισαν ή θα γεμίσουν, στα ίχνη που άφησαν πίσω, στα ίχνη που δεν δημιούργησαν ακόμα. Κάθε χαρακτήρας εισάγεται μέσα από αυστηρά κοντρολαρισμένη κίνηση (βλέπε και ακινησία) της κάμερας, μέσα από το βλέμμα της κεντρικής ηρωίδας που πρώτα ακτινογραφεί και μετά μας επιτρέπει να κοιτάξουμε κι εμείς.

Τα κάδρα είναι μονίμως ζωντανά αν και στατικά, σφύζουν από ζωή σαν η κάθε τελευταία γωνιά του προσωπικού μας χάρτη σε αυτό τον κόσμο. Στο τέλος μένουν οι μικρές αποδείξεις πως κάποτε υπήρξε εδώ μια ζωή, καθώς κάθε ήρωας και ηρωίδα αφήνει το στίγμα του στο χώρο. Στίγμα που, νομοτελειακά, δε μπορεί παρά στο τέλος να γίνει μια στοιχειωτική ανάμνηση.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα