Γιώργος Καπουτζίδης: Κουσούρι της ελληνικής κοινωνίας να κρίνει τους πάντες και τα πάντα
"Η διαφορετικότητα δεν θέλει αποδοχή. Θέλει αδελφοσύνη". Ο Γιώργος Καπουτζίδης μιλά στο News 24/7 για το νέο του θεατρικό έργο, για τους ήρωές του και τα στοιχεία που μοιράζεται μαζί τους, για το ποιους θεωρεί προοδευτικούς και ποιους συντηρητικούς και την επιστροφή του στην τηλεόραση.
- 03 Νοεμβρίου 2019 08:38
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson
Είναι από τους δημιουργούς εκείνους που θα έλεγε κανείς ότι έχει το χρυσό άγγισμα του Μίδα: Οι τηλεοπτικές σειρές που έγραψε γνώρισαν πρωτοφανή επιτυχία και δημοφιλία, με σχεδόν κάθε σπιτικό και παρέα να κοπιάρει ατάκες του και να μνημονεύει τους ήρωες που έπλασε. Το μεγάλο κατόρθωμα ωστόσο του Γιώργου Καπουτζίδη δεν είναι τα νούμερα τηλεθέασης που έκανε αλλά ότι εισήγαγε έναν νέο τηλεοπτικό κώδικα στο κοινό: Μια γλώσσα φρέσκια, ευφυή, φιλική και γνήσια αστεία.
Το χιούμορ του αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από τους τηλεθεατές γιατί ήταν πρωτότυπο και ειλικρινές, χωρίς να παραπέμπει σε καλαμπούρι ή να χρειάζεται βωμολοχίες για να προκαλέσει αντίδραση. Και οι ήρωες του, όσες κόντρες ή διαφωνίες και αν είχαν μεταξύ τους, ποτέ δεν έβρισαν, ποτέ δεν ούρλιαξαν προς χάρη του εντυπωσιασμού, αλλά είχαν (στην πλειοψηφία τους) μια ήπια ώριμη αντιμετώπιση του εαυτού τους και των άλλων. Η εξήγηση για αυτό είναι απλή: Οι ήρωες του Γιώργου Καπουτζίδη κρύβουν όλοι μέσα τους, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, κομμάτια του εαυτού του. Κι όταν ο δημιουργός τους πιστεύει – όπως μας αποκάλυψε – πάνω από όλα στον σεβασμό και την εκτίμηση του άλλου, πώς γίνεται αυτό να μην προβάλλεται μέσα από τη Φρόσω, τη Φοίβη, την Ντάλια, τον Φώτη, την Μπία, τη Σούλα ακόμα και τον Χοσέ.
Παρότι έχει περάσει μια τετραετία από την τελευταία του σειρά (Εθνική Ελλάδος), ο Γιώργος Καπουτζίδης συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στα καλλιτεχνικά δρώμενα ως μία δραστήρια φυσιογνωμία: Είτε μέσα από την παρουσίαση τηλεοπτικών εκπομπών και διαγωνισμών είτε μέσα από τις τοποθετήσεις του για όλους τους διαφορετικούς που ασφυκτιούν στον ελληνικό κοινωνικό ιστό.
Τον συνάντησα στο θέατρο Ήβη, λίγο πριν ξεκινήσει η απογευματινή παράσταση του πρώτου του θεατρικού έργου με τίτλο «Όποιος θέλει να χωρίσει, να σηκώσει το χέρι του». Το κείμενό του αυτό είναι ίσως πιο θαρραλέο από τα προηγούμενα, αλλά σίγουρα συγκινητικό, εξωφρενικά αστείο και αναπάντεχα αληθινό. Το δε φινάλε και οι λύσεις που προτείνει για τους ήρωες του δείχνουν για άλλη μια φορά πόσο ώριμος παραμένει μέσα στο γέλιο του…
Πρόκειται για το πρώτο θεατρικό σας έργο. Ποιες προκλήσεις συναντήσατε κατά τη συγγραφή του; Βοήθησε η εμπειρία σας στην τηλεόραση;
«Μία πρόκληση που συνάντηση σίγουρα είναι το να έχει το κείμενό μου θεατρική φόρμα. Δεν ήθελα να μοιάζει με τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό σενάρια. Νομίζω όμως ότι πολύ γρήγορα αποτίναξα αυτό το άγχος γιατί έχω δει πολύ θέατρο, έχω διαβάσει πολλά θεατρικά κείμενα, από όταν ήμουν στη σχολή υποκριτικής ήδη, όπου ήταν και η βασική εκπαίδευσή μας. Οπότε πήγε λίγο αυτόματα. Μου συνέβη νομίζω όπως και όταν έγραφα τηλεόραση: Δεν είχα διδαχθεί τηλεοπτικό σενάριο αλλά είχα “δει” τόσο πολύ σενάριο, τόσες πολλές ξένες και ελληνικές σειρές που κάπως ήξερα πώς είναι η δομή.
Όταν έχω έμπνευση συνήθως είναι καταιγιστική. Ξεκινάω και γράφω μέχρι εξαντλήσεως. Περνάω πολύ ωραία με αυτή τη διαδικασία. Σίγουρα βέβαια όταν γράφεις κάτι, μπορεί να ξυπνήσεις την άλλη μέρα και να γυρίσεις πίσω. Το διορθώνεις, το αλλάζεις, πετάς ολόκληρο κομμάτι, κολλάς κάποιο άλλο καινούργιο… Μπορεί να γράψεις πέντε σελίδες και το επόμενο πρωί τις παίρνεις και τις αλλάζεις και τις πέντε. Πάει σιγά σιγά ένα κείμενο, χτίζεται. Σαν ένα παζλ θα το περιέγραφα, όπου άπαξ και ξεκινάς, φτιάχνεις τα κομμάτια. Σε κάποια φάση θα σταματήσεις – θα έρθει η στιγμή που δεν βρίσκεις το κατάλληλο κομμάτι να “κουμπώσει”. Μπορεί να σπαταλήσεις ώρες μέχρι να το βρεις. Και φυσικά υπάρχουν άλλα κομμάτια που “δένουν” αμέσως το ένα μετά το άλλο και βλέπεις ότι (το κείμενό σου) ρέει.»
Αυτό το παζλ πώς ξεκίνησε, ποια ήταν η έμπνευση, η αρχή του;
«Ειλικρινά δεν μπορώ να εξηγήσω το πόσο ξαφνικά μου ήρθαν όλα. Πολύ απότομα θα έλεγα. Δεν είχαν σκοπό να γράψω για το θέατρο. Ήταν ένα τηλεφώνημα του παραγωγού μας, Πάνου Κατσαρίδη, που με ρώτησε αν έχω σκοπό να κάνω κάτι για το θέατρο Ήβη ή αν έχω κάποιο έργο που ήθελα να κάνω διασκευή (γιατί έχω κάνει διασκευές σε τρία μιούζικαλ). Αρχικά τού απάντησα “όχι”. Και μετά από αυτό το τηλεφώνημα σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ όμορφο να φτιάξω ένα ωραίο “σπίτι”. Σπίτι για μένα εννοώ, μια βάση. Να είναι η βάση μου ένα θέατρο. Και ειδικά αυτό το θέατρο (Ήβη) που το αγαπώ, έχω κάνει παράσταση εδώ ως ηθοποιός, το “Φωνάζει ο κλέφτης”. Κι απέναντι ακριβώς είναι το θέατρο “Αποθήκη” που έκανα την πρώτη μου θεατρική δουλειά, το “Σεσουάρ για δολοφόνους”. Είναι μια θεατρική γειτονιά, νιώθω πολύ οικεία. Ίσως για αυτό διαδραματίζεται όλο το έργο σε ένα σπίτι.»
Υπάρχουν βιωματικά στοιχεία; Έχετε ζήσει μια παρόμοια βραδιά;
«Νομίζω όλα όσα έχουν ζήσει οι ήρωες τα έχω ζήσει και εγώ – Εκτός από αυτό που βιώνει η Κατιάνα ως μαμά, γιατί δεν είμαι γονιός. Όλα τα άλλα είναι κομμάτια του εαυτού μου. Έχω την αίσθηση ότι έχω μπει σε όλες αυτές τις θέσεις. Μπορεί να μην αντιδρούσα έτσι, όπως οι χαρακτήρες. Υπάρχουν πολλά στοιχεία μου διασκορπισμένα σε όλους τους ρόλους, και στους ανδρικούς και στους γυναικείους.»
Υπάρχει κάποιος από τους ήρωες, με τον οποίο ταυτίζεστε περισσότερο;
«Νομίζω ότι ο ρόλος με τον οποίο ταυτίζομαι περισσότερο είναι αυτός της Νατάσας, η οποία δεν ξέρει αν θέλει τη δέσμευση ή αν προτιμά να σηκωθεί να φύγει για πάντα και να πάει στην Αργεντινή. Αυτό το δίλημμα με έχει προβληματίσει πολλές φορές στο παρελθόν.»
Γιατί επιλέξατε γυναίκες για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους;
«Νομίζω είναι η παράδοσή μου. Το κάνω σχεδόν πάντοτε. Από τις “Σαββατογεννημένες”, ακόμη και στο “Παρά Πέντε” οι γυναικείοι χαρακτήρες ήταν πάρα πολύ ισχυροί. Και στην “Εθνική Ελλάδος” ήταν πάλι τέσσερις γυναίκες. Μου πηγαίνει περισσότερο. Αλλά χαίρομαι γιατί και οι αντρικοί χαρακτήρες (στο θεατρικό) είναι ωραίοι τύποι, μου αρέσουν. Φτιάχτηκαν με πολλή αγάπη και πολλή προσοχή. Ίσως εδώ εστίασα περισσότερο στους αντρικούς χαρακτήρες από οποιαδήποτε άλλη φορά.»
Η σχέση σας και η συνεργασία με την Κατιάνα Μπαλανίκα; Ήταν η πρώτη που σκεφτήκατε για τον ρόλο; Πόσο γρήγορα είπε το ναι;
«Δεν ήταν η πρώτη για τον απλούστατο λόγο ότι πίστευα ότι ήταν στο εξωτερικό, στον γιο της. Όταν έμαθα από τον Πάνο (Κατσαρίδη) ότι είναι στην Ελλάδα, αμέσως επικοινώνησα μαζί της. Αμέσως πήγα στο σπίτι, αμέσως διαβάσαμε το έργο και αμέσως είπε ναι. Έκλεισε μέσα σε μισή βραδιά η Κατιάνα.
Η συνεργασία μας είναι εξαιρετική. Έχει πάρα πολλή αγάπη. Είχαμε δουλέψει μαζί στις “Σαββατογεννημένες” και το θεώρησα πολύ όμορφο και σαν συμβολισμό που η πρώτη μου δουλειά στην τηλεόραση ήταν με την Κατιάνα και η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο, σε ένα αμιγώς δικό μου έργο, είναι πάλι με την Κατιάνα. Θεωρώ υπάρχει μια συγκινητική σύνδεση 16 χρόνια μετά. Σαν να ανοίγω έναν κύκλο παρέα και πάλι με την Κατιάνα.
Αγαπηθήκαμε ακόμη περισσότερο αυτήν τη φορά. Νιώθω ότι δεθήκαμε πολύ περισσότερο ίσως γιατί είχαμε να μοιραστούμε και μια καθημερινότητα: Μαζί πηγαίναμε στην πρόβα και μαζί γυρνούσαμε. Ενώ στις “Σαββατογεννημένες” η Κατιάνα είχε σκηνές κυρίως με τον Αργύρη Αγγέλου και εγώ με τη Ράνια (Σχίζα) – δεν ήμασταν κάθε μέρα μαζί. Την αγαπάω πάρα πολύ, είναι ένας πολύ σπάνιος, πολύ ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν μπορώ να τη συγκρίνω με κανέναν άλλο που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Είναι μια πολύ μεγάλη προσωπικότητα. Τη γνώρισα πολύ καλύτερα αυτήν τη φορά. Με βοήθησε, νομίζω με έκανε καλύτερο σκηνοθέτη και άνθρωπο.»
Ως σκηνοθέτης πώς λειτουργείτε; Πιστεύετε στον αυτοσχεδιασμό ή πατάτε περισσότερο στο κείμενο;
«Και τα δύο. Σαν συγγραφέας καταρχάς γνωρίζω αν κάποια ατάκα, φράση ή παράγραφος επιδέχεται αυτοσχεδιασμού ή αν πρέπει να ειπωθεί αυστηρά όπως έχει γραφτεί. Αν ισχύει το δεύτερο λέω στους ηθοποιούς μου ότι αυτή η φράση έχει μια συγκεκριμένη μουσικότητα κι ότι δεν πρέπει να χαλάσει η “μουσική” της. Πριν τους την παραδώσω την έχω διαβάσει ο ίδιος εκατό φορές με 100 διαφορετικούς τρόπους – έχω παιδευτεί πολύ και ξέρω πώς πρέπει να είναι. Αλλά υπάρχουν και κάποιες άλλες φράσεις και σημεία, στα οποία υπάρχει το περιθώριο του αυτοσχεδιασμού. Και θέλω ο ηθοποιός να είναι ελεύθερος να αυτοσχεδιάσει, να προτείνει πράγματα. Νομίζω κάνω μια σωστή μοιρασιά που δεν είναι καθόλου καταπιεστική, αλλά πολύ βοηθητική για τον ηθοποιό.
Γενικά λειτουργώ ανθρώπινα – δεν έχω κανέναν λόγο να γίνομαι αγενής. Αγενής θα γίνω μόνο με τους αγενείς ανθρώπους. Στην παράσταση μου είναι όλοι υπέροχα παιδιά, οπότε μου έβγαζαν αυθόρμητα την ανάγκη να είμαι ευγενικός. Επίσης δεν πιστεύω καθόλου στο να πάω με το “μαστίγιο” και να βγει μια άσχημη εμπειρία. Για ποιο λόγο; Για να αισθανθώ τη χαρά της εξουσίας μου; Θεωρώ για αυτό ακούμε να γίνεται αυτό πολλές φορές, όταν κάποιος έχει δικές του αδυναμίες που θέλει να καλύψει. Εγώ δεν είχα να επιβάλλω κάποια εξουσία. Δεν υπάρχει άλλωστε τρόπος να φτιαχτεί μια ωραία ομάδα, μια ωραία παρέα, πόσο μάλλον μια ωραία κωμωδία, αν το κλίμα είναι άσχημο. Πρέπει να φτιάξεις ένα πολύ ωραίο κλίμα για να έρθει ο άλλος, να μπει με όρεξη. Και όταν θα έρθει με όρεξη, θα δουλέψει στο σπίτι του , θα ετοιμαστεί καλύτερα και θα φέρει και τον αυτοσχεδιασμό του. Άμα είναι καταναγκαστικά έργα, δε θα κάνει τίποτα από όλα αυτά.»
Είστε από τους δημιουργούς που επιλέγετε να συνεργάζεστε με νέους κυρίως ηθοποιούς. Με ποια κριτήρια τούς επιλέγετε;
«Η αλήθεια είναι ότι γίνεται πολλές φορές. Έχω μεν συνεργαστεί στην τηλεόραση με ανθρώπους πολύ καταξιωμένους, αλλά μου αρέσει να υπάρχει ένα κράμα και να δίνονται ευκαιρίες σε νέους ταλαντούχους ανθρώπους. Μου αρέσει πάρα πολύ που αυτήν τη στιγμή, σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας, κρατούν μια κωμωδία (η οποία σαν είδος απαιτεί συνήθως μεγάλα ονόματα με μια δικιά τους ωραία μανιέρα που είναι αναγνωρίσιμη από τον κόσμο) νέοι ταλαντούχοι ηθοποιοί. Και η οποία πηγαίνει τόσο καλά και έχει λάβει όλη αυτήν την αγάπη και εκτίμηση από το κοινό. Είναι πολύ σημαντικό. Είναι μια ελπίδα ότι τα πράγματα κινούνται, εξελίσσονται, αλλάζουν. Προστίθενται καινούργιοι παίκτες, νέα ταλέντα στον θεατρικό χάρτη. Μου αρέσει αυτό σαν αντίληψη, σαν νοοτροπία. Κι ήθελα να δείξω κιόλας ότι οι πόρτες μας είναι ανοιχτές, οπότε ελάτε, στείλτε μας το βιογραφικό σας και θα έχετε την ευκαιρία σας. Και έτσι έγινε, κάναμε ακροάσεις για τους ρόλους.»
Έχετε μιλήσει ανοιχτά για τη διαφορετικότητα και τώρα υπάρχει και ένα έργο σας που την μιλά για αυτή και την αγκαλιάζει. Τι feedback έχετε εισπράξει από τον κόσμο;
«Εγώ θέλω να μιλήσω για κάτι άλλο, πέραν από τη διαφορετικότητα – είναι και μια λέξη που καμιά φορά κάποιους μπορεί να τους τρομάζει. Δεν θα ‘πρεπε βέβαια. Θέλω να μιλήσω για τον σεβασμό, την εκτίμηση και την αλληλεγγύη. Σε αυτά πιστεύω. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τους συνανθρώπους τους. Στο έργο αυτό βλέπουμε: ο ένας σέβεται τον άλλο. Σέβεται την επιλογή του, σέβεται την προσωπικότητά του, σέβεται τον συνάνθρωπό του. Αυτό λείπει. Το “αποδέχομαι” μεταφράζεται σε εμένα λίγο σαν να λέει κάποιος “οκ άντε, εντάξει…”. Εγώ μιλάω για κάτι άλλο, για αδελφοσύνη. Αυτή θέλω να υπάρχει.
Και όντως αισθάνομαι ότι οι στρέιτ και οι γκέι στο έργο αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό και την ίδια εκτίμηση, όπως και θα έπρεπε και στη ζωή. Σε μια χώρα που θέλει να είναι μέλος της Ευρώπης. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες το έχουν καταφέρει άλλωστε αυτό.»
Η Ελλάδα του σήμερα άρα δεν έχει αυτόν το σεβασμό και αυτήν την εκτίμηση απέναντι σε “διαφορετικούς” ανθρώπους, είτε μιλάμε για ομοφυλόφιλους, είτε για πρόσφυγες είτε για ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Είμαστε ακόμα στο φαίνεσθαι;
«Η Ελλάδα ως επίσημη πολιτεία και ως κοινωνικές δομές όχι. Έχει ακόμα πάρα πολύ δρόμο να καλύψει. Υπάρχουν ωστόσο σπίτια μέσα στην Ελλάδα, υπάρχουν οικογένειες, παρέες, άνθρωποι που το έχουν καταφέρει. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι που υπάρχει αυτός ο κόσμος γιατί αυτός ο κόσμος μπορεί να φέρει την αλλαγή. Ακόμα και στην επίσημη πολιτεία. Θα ήθελα να κινηθεί πιο γρήγορα η πολιτεία, θα ήθελα να μπορέσει να παραδειγματιστεί από άλλα προηγμένα κράτη. Δεν το έχει κάνει όμως ακόμη στον βαθμό που θα μπορούσε.»
Μπορεί το θέατρο και οι τέχνες να συμβάλλουν σε αυτήν την αλλαγή;
«Βεβαίως, και το θέατρο και ο κινηματογράφος και η τηλεόραση μπορεί να συνεισφέρουν. Και για αυτό καμιά φορά θυμώνω που δεν συνεισφέρουν ή που αποτελούν ακόμα και βαρίδιο σε αυτήν την αλλαγή. Αλλά για να μην γκρινιάξω, ας εστιάσω στο ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν θεατρικές παραστάσεις, ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές που κινούνται σε αυτήν την κατεύθυνση. Και στην τελική ανάλυση μπορούμε να παραδειγματιστούμε ή ας κοπιάρουμε άλλους που το έχουν κάνει.»
Τι είναι για εσάς προοδευτικό και τι συντηρητικό στην εποχή μας;
«Προοδευτικός άνθρωπος για εμένα είναι αυτός που θέλει να εξελιχθεί, να προοδεύσει, να αναγνωρίσει τα λάθη του και να τα διορθώσει. Να σβήσει τα λάθη του παρελθόντος. Αλλά πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος που έχει καλοσύνη μέσα του. Θεωρώ η καλοσύνη είναι απαραίτητο στοιχείο της προόδου, με αυτή πάει κανείς μπροστά.
Ο συντηρητικός δε λέω ότι δεν είναι ένας καλός άνθρωπος, αλλά είναι εκείνος, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο έχει βαλτώσει. Είναι σχεδόν “ακίνητος”, δεν κοιτάζει δεξιά – αριστερά να δει την πρόοδο. Είναι λίγο σαν να μη θέλει καμία μετακίνηση, στις απόψεις, στις θέσεις του, στο περιβάλλον του… Σε τίποτα. Όταν όμως δεν θες μετακίνηση, εκεί στην ακινησία, σκευρώνεις. Μαζεύεται σκουριά και σκόνη. Δε σε πάει μπροστά, απλώς παλιώνεις.»
Θα λέγατε σε έναν συντηρητικό ή έναν ομοφοβικό να έρθει να δει την παράσταση;
«Σε έναν συντηρητικό άνθρωπο φυσικά και θα έλεγα να έρθει να δει την παράσταση και θαρρώ θα περνούσε πάρα πολύ ωραία. Θεωρώ θα του άρεσε και θα του έδινε τροφή για σκέψη. Δεν θα πρότεινα την παράσταση σε κάποιον που έχει μίσος μέσα του, δεδομένου ότι είναι μια ιστορία που μιλά για την αγάπη. Στη σκηνή είναι άνθρωποι που αγαπιούνται.
Δεν πιστεύω ότι ένας συντηρητικός άνθρωπος έχει μίσος μέσα του. Δεν θέλω για κανένα λόγο να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους ούτε να κατηγορούμε τους τυχόν συντηρητικούς ότι είναι “κακοί”. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο.»
Αλήθεια, τι σας σοκάρει;
«Η κακία και η βλακεία.»
Παρακολουθείτε την επικαιρότητα; Υπάρχει κάποια είδηση που σας σόκαρε;
«Η είδηση που με σόκαρε τελευταία είναι αυτό που συνέβη στο Έσσεξ της Αγγλίας. Είδαμε 39 ανθρώπους νεκρούς σε ένα ψυγείο και εκεί καταλαβαίνεις ότι η ανθρωπότητα όσο και να έχει προοδεύσει τεχνολογικά, σε κάποια πράγματα παραμένει παγωμένη. Και οι καρδιές και τα μυαλά είναι παγωμένα. Παραμένουμε σήμερα ένας κόσμος με φοβερές ανισότητες. Θα ‘πρεπε να μπορούν οι κοινωνίες, οι πολιτικοί, οι ηγέτες να κάνουν πολύ περισσότερα πράγματα για αυτό. Τελικά όμως συντηρείται μια πολύ άδικη κατάσταση.»
Θα είστε ο παρουσιαστής του συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης και Αντιμετώπισης του AIDS. Μιλήστε μας για αυτό.
«Με τιμά πολύ η πρόταση που μου έγινε από την οργανωτική επιτροπή. Με αγχώνει κιόλας γιατί είναι ένα ιατρικό συνέδριο – ξέρω βέβαια ότι δεν έχουν την απαίτηση να μιλήσω ως επιστήμονας. Αλλά θέλω να μελετήσω πολύ για αυτό και θα το κάνω. Έχω πρόσβαση σε ιστορίες που έχουν διηγηθεί ασθενείς και φορείς του ιού, όπως επίσης και νοσηλευτές. Θα διαβάσω λοιπόν και θα με καθοδηγήσουν αυτές οι ιστορίες σε αυτήν την παρουσίαση. Το ότι με επέλεξαν δείχνει ότι αναγνωρίζουν ότι προσπαθώ μέσα στην ελληνική κοινωνία να πω κάποια πράγματα, τα οποία είναι σημαντικά και τα οποία έχουν να κάνουν σχέση με αυτό ακριβώς: με τον σεβασμό, την αλληλοεκτίμηση και την εξάλειψη οποιουδήποτε στίγματος.
Γιατί αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι που νοσούν από τον HIV ζουν με ένα στίγμα, το οποίο τους αδικεί. Είναι μια άσχημη και κακή κριτική από μερίδα της κοινωνίας αυτό το στίγμα. Το HIV είναι απλά ένα ιός, μια ασθένεια. Δεν μπορεί κάποιος να κατηγορεί εκείνον που έχει αυτόν τον ιό. Είναι πολύ άσχημο και άδικο. Καλό θα κάνει ο καθένας μας αντί να κατηγορεί τον οποιονδήποτε, να ασχοληθεί με τον εαυτό του και μόνο με αυτόν. Να προσπαθεί να καλυτερεύσει τον εαυτό του, να διορθώσει τα λάθη του. Κι ας αφήσει τον άλλον, τον διπλανό του να διορθώσει κι εκείνος με τη σειρά του τα δικά του. Είναι κουσούρι της ελληνικής κοινωνίας, ελάττωμα το να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Να κοιτάξει ο καθένας μας να καλυτερέψει το δικό του το σπίτι, μην ασχολείται με των αλλονών.»
Θεωρείτε ότι είναι πιο ενημερωμένοι και ενσυνείδητοι σήμερα οι άνθρωποι όσον αφορά στο ζήτημα της πρόληψης;
«Σίγουρα υπάρχει μια πρόοδος, φαντάζομαι όμως ότι δεν είναι και τόσο μεγάλη. Αυτό έχω καταλάβει από τις συζητήσεις που έχω κάνει με τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους διοργανωτές του συνεδρίου. Θα ήθελαν να υπάρχει μεγαλύτερη πρόοδος. Και για αυτό ακριβώς τον λόγο γίνεται αυτό το συνέδριο και συνεχίζεται αυτή η προσπάθεια. Πρέπει να υπάρχει πρόληψη και πιο σωστή ενημέρωση. Θέλω να πιστεύω ότι η νέα γενιά κάπως σαν να ξέρει περισσότερα πράγματα. Κάποιοι βέβαια θα συνεχίζουν να είναι επιπόλαιοι λόγω της νεότητάς τους.»
Μετά το θεατρικό αυτό, έχετε σκεφτεί το επόμενό σας βήμα;
«Ίσως ένα άλλο θεατρικό. Θα το κάνω με χαρά, μου άρεσε πολύ αυτή τη διαδικασία και θα ‘θελα να την επαναλάβω. Γενικότερα θα ήθελα τα επόμενα χρόνια να ασχοληθώ με τη συγγραφή. Να γράφω θέλω.»
Η επιστροφή σας στην τηλεόραση;
«Δεν σκέφτομαι επ’ ουδενί να κάνω μια μεγάλη σειρά 30 και 40 επεισοδίων όπως ήταν οι “Σαββατογεννημένες” και το “Παρά Πέντε”. Μια μίνι σειρά των οκτώ ή δέκα επεισοδίων είναι στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Από ΄κει και πέρα αυτό που ετοιμάζω εδώ και λίγο καιρό και που θα ξέρετε σε λίγο και επίσημα είναι μια εκπομπή με τους αθλητές που θα μας εκπροσωπήσουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020. Είναι μια πολύ όμορφη και ουσιαστική δουλειά. Εστιάζει στην προσπάθεια κάποιων ανθρώπων που αξίζει να την παρακολουθήσουμε γιατί είναι πραγματικά αξιέπαινη και συγκινητική. Και θεωρώ ότι είναι μια εκπομπή που θα παρακινήσει και πολλά παιδιά να ασχοληθούν με τον αθλητισμό.»
Υπάρχει κάτι για το “Παρά Πέντε” που δεν ξέρουμε και θα θέλατε να πείτε;
«Δεν υπάρχει τίποτα πια για το “Παρά Πέντε” που να μην ξέρετε, είναι όλα γνωστά. Τα έχετε αναλύσει. Με χαροποιεί πάρα πολύ ωστόσο όταν γνωρίζω παιδιά που δεν ήξεραν τη σειρά – δεν είχαν γεννηθεί καν όταν προβλήθηκε – και μου λένε ότι τη βλέπουν σήμερα, την ξαναβλέπουν και την αγαπούν. Είναι ωραίο να ξέρεις ότι έκανες κάτι, το οποίο έμεινε. Και αποτελεί ένα σοβαρό μέρος της σύγχρονης ελληνικής ποπ κουλτούρας κατά κάποιον τρόπο.»
Τι σας ενοχλεί;
«Να βαλτώνω στον καναπέ μου.»
Τι σας αρέσει;
«Να ταξιδεύω.»
“Όποιος θέλει να χωρίσει, να σηκώσει το χέρι του”
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Γιώργος Καπουτζίδης
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγγάρη
Κοστούμια: Κική Γραμματικοπούλου
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Οικονομίδη
Παίζουν: Αλεξάνδρα Ταβουλάρη (σε διπλή διανομή με τη Γωγώ Καρτσάνα), Μαριλού Κατσαφάδου, Ανθή Σαββάκη, Γιώργος Σαββίδης, Γιάννης Κουκουράκης, Πάνος Νάτσης, Παναγιώτης Καρμάτης, και η Κατιάνα Μπαλανίκα
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Θέατρο “Ήβη”
(Σαρρή 27, Ψυρρή, Τηλ : 2103213112, 2103216382)
Παραστάσεις : Πέμ., Παρ. 9 μ.μ., Σάβ. 6 μ.μ./ 9 μ.μ., Κυρ., Τετ. 7 μ.μ.
Τιμή εισιτηρίων: €23, €15.