ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ: “ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΜΙΑ ΠΡΟΚΑΤ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ”
Τριάντα χρόνια μετά το «Σοφό παιδί» και λίγους μήνες μετά την απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Μυθιστορήματος στη «Νίκη», λέει στο Magazine ότι δεν έχει πια τίποτα να αποδείξει και προσπαθεί να είναι πιο ταπεινός από ποτέ γιατί δεν νιώθει διανοούμενος, ούτε πνευματικός άνθρωπος. Ένας απλός πολίτης είναι που γράφει βιβλία και μερικές φορές λέει τη γνώμη του.
Ανοίγει την πόρτα μιλώντας στο τηλέφωνο, τον έχουν μόλις προσκαλέσει σε μία τηλεοπτική εκπομπή με θέμα τον πόλεμο στην Ουκρανία, «τι δουλειά έχω εγώ στην τηλεόραση, ευχαριστώ αλλά όχι, δεν θα έρθω», εξηγεί ευγενικά γιατί δεν θέλει, η επιμονή της άλλης πλευράς πλήττει εμφανώς την ψυχραιμία του, ώσπου ευτυχώς γίνεται αντιληπτό ότι δεν θα ενδώσει και η κλήση ολοκληρώνεται γρήγορα και -κυρίως- κόσμια.
«Σκέψου πόσοι τους έριξαν πόρτα για να φτάσουν μέχρι εμένα» λέει και τώρα ο Χρήστος Χωμενίδης μπορεί να ξαναβάλει το κινητό στην τσέπη, να βγάλει από την άλλη το ηλεκτρονικό του «τσιγάρο» και όταν εκπνεύσει τον καπνό θα θυμηθεί την εποχή που κάπνιζε δύο πακέτα την ημέρα, θα τονίσει ότι τώρα πια καπνίζει μόλις ένα ολόκληρο κανονικό τσιγάρο και άλλα δύο το καθένα από μισό, δηλαδή συνολικά τρία, «όχι, δύο βγαίνουν αν τα προσθέσεις» θα επιμείνει, μην αφήνοντας την πραγματικότητα να χαλάσει αυτή την ωραία ιστορία που έχει πλάσει για την καθημερινότητά του.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έγραψε το «Σοφό παιδί» και λίγοι μήνες από την απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Μυθιστορήματος στη «Νίκη», δύο κατά γενική -αλλά και δική του- ομολογία οριακά σημεία στην πολυδεκαετή πορεία που έχει διαγράψει μέχρι σήμερα ως λαϊκός, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, συγγραφέας. Και για τα δύο, αλλά και για πολλά ακόμη από όσα σημαντικά έχουν συμβεί στο μεσοδιάστημα, τόσο στον ίδιο όσο και στη χώρα του, θα μιλήσει στο Magazine.
Όχι όμως πριν σκεφτεί φωναχτά για όσα ζοφερά συμβαίνουν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα βόρεια της Κυψέλης.
«Υπάρχει μία τάση ορισμένων πολιτών να εκφράζουν γνώμη επί παντός επιστητού με φοβερή πεποίθηση. Ως πολίτης πώς να κρίνω αν οι κυρώσεις της Δύσης θα πιέσουν τη Ρωσία αρκετά ώστε υποχωρήσει; Δεν ξέρω. Και δεν με ενδιαφέρει καθόλου το αφήγημα ότι η Δύση έσπειρε ανέμους και τώρα θερίζει θύελλες. Θεωρώ εξαιρετικά βάναυσο και άθλιο το να εισβάλλεις σε μια ξένη χώρα. Δεν άρχισαν και από τις δύο μεριές εχθροπραξίες. Μία μεγαλύτερη χώρα εισέβαλε σε μία μικρότερη για να της αλλάξει το καθεστώς. Θεωρώ εξωφρενικό το ότι ο Πούτιν κάνει έμμεσες νύξεις στη χρήση πυρηνικών όπλων με ένα τρόπο που δεν συνέβη ούτε καν στην πυραυλική κρίση της Κούβας το ’62 με τον Χρουστσόφ και τον Κένεντι. Είναι δηλαδή μέσα στο σχεδιασμό του έστω και ως ακραίο ενδεχόμενο. Ο Πούτιν δεν έχει ούτε καν την ελάχιστη καλή προαίρεση. Και το να αφήνεται η δυνατότητα καταστροφής του πλανήτη σε έναν άνθρωπο, είναι τρελό. Ένα βασικό συμπέρασμα που πρέπει να βγάλει η ανθρωπότητα εφόσον τελειώσει αυτή η κρίση και δεν μας πέσουν όλες οι βόμβες στο κεφάλι είναι ότι πρέπει να γίνει μία σοβαρή προσπάθεια να απαγορευτεί σε οποιαδήποτε χώρα να έχει τη δυνατότητα να καταστρέψει τον πλανήτη. Δεν ξέρω πώς θα γίνει αυτό, δηλαδή η αποπυρηνικοποίηση, που δυστυχώς δεν αποτελεί πια ούτε καν στόχο».
Πώς αξιολογείς το αφήγημα ότι αυτή η κρίση, με μεγάλο προφανώς τίμημα για τον λαό της Ουκρανίας, ξυπνά την Ευρώπη από τη νωθρότητά της και ίσως επιταχύνει θετικές εξελίξεις όπως είναι η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και η ενεργειακή απεξάρτηση;
Όταν εμφανίζονται τέτοιοι κίνδυνοι, προσγειώνεσαι απότομα. Καταλαβαίνεις ποια είναι τα σοβαρά προβλήματα. Εξ αντί διαστολής μπορεί η Ευρώπη όντως να βοηθηθεί, να μπει σε μια διαδικασία ενοποίησης, κοινής στρατηγικής, ίσως και κοινού στρατού. Όμως το βασικό πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν αβυσσαλέες διαφορές στην κατανομή του πλούτου, στη δυνατότητα των πολιτών να ζουν, όπως λέμε, κανονικά. Οι φτωχότεροι είναι τα εύκολα θύματα των κάθε λογής δημαγωγών, οι οποίοι είναι από ρεβανσιστές τύπου Πούτιν, μέχρι φανατικοί των θρησκειών. Όσο λιγότερα έχεις να χάσεις, τόσο πιο πολύ είσαι ευάλωτος σε θεωρίες αυτοκαταστροφής.
Έχει τελειώσει η εποχή των ξεκάθαρων ιδεολογικών περιχαρακώσεων;
Δεν μου αρέσουν καθόλου οι ολιστικές ιδεολογίες, ότι υπάρχει ένα κλειδί που ξεκλειδώνει όλες τις πόρτες και προσφέρει λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Είναι εκτός της σκέψης μου και πολιτικά και φιλοσοφικά. Δεν ψάχνω το πασπαρτού σε καμία θεωρία. Αλλά υπάρχει αναγκαιότητα να παλεύει ο κάθε πολίτης για ορισμένες ιδέες, ή μάλλον αξίες. Για παράδειγμα να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, να δίνονται ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, να υπάρχει ένα λειτουργικό σύστημα υγείας που παρέχεται στον οποιονδήποτε, και ένα κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας, να μην κινδυνεύει κάποιος να πέσει στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Αυτές είναι αριστερές ή δεξιές αξίες;
Αυτές οι αξίες είναι ανθρωπιστικές και προϋπήρξαν της Δεξιάς και της Αριστεράς. Αυτές, αν θέλεις, είναι που ενέπνευσαν την αριστερή ιδεολογία.
Άρα είναι αριστερές αξίες.
Αλλά ενέπνευσαν και την φιλελεύθερη ιδεολογία. Το κατώτατο εγγυημένο εισόδημα είναι μια φιλελεύθερη ιδέα. Νομίζω ότι ο φιλελευθερισμός με την αριστερά συνδυάζονται. Κάποτε συνδυάστηκαν με επιτυχία και προέκυψε η σοσιαλδημοκρατία. Ναι, πρέπει να επανεφευρεθεί, αλλά αν έπρεπε να ορίσω τον εαυτό μου, θα τον όριζα ως σοσιαλδημοκράτη. Δηλαδή θέλω να υπάρχει δίχτυ ασφαλείας κάτω από το οποίο να μην πέφτει κανένας κάτοικος της χώρας. Λέω κάτοικος, όχι πολίτης, για να μην μπούμε στη διαδικασία να ξεχωρίσουμε ποιος είναι πολίτης και ποιος απλά βρίσκεται εδώ. Θέλω να υπάρχει φροντίδα ώστε κάθε άνθρωπος να ξεκινάει τη ζωή του με ευκαιρίες, να μην υπάρχουν αποκλεισμοί. Και να υπάρχει φροντίδα για τις ευπαθείς ομάδες, δηλαδή ηλικιωμένους και ασθενείς. Από εκεί και πέρα, για τους ενήλικες που δεν έχουν σημαντικά προβλήματα, πχ υγείας, πρέπει να υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός, γιατί αυτό είναι δημιουργικό.
Δηλώνεις σοσιαλδημοκράτης, άρα δεν ανήκεις στις τάξεις όσων υποστηρίζουν, κάπως γενικά και αόριστα είναι η αλήθεια, ότι για να πάει μπροστά ο κόσμος πρέπει να αποϊδεολογικοποιήσουμε την πολιτική.
Όχι βέβαια. Αν και ορισμένες αξίες είναι πιο θεμελιώδη πράγματα, πέρα από τις ιδεολογίες. Πάνω απ’ όλα στην πολιτική όπως και στην τέχνη πρέπει να υπάρχει ενσυναίσθηση. Να μπορείς να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Να μην ανέχεσαι την ένδεια και την απόλυτη εξαθλίωση του άλλου.
Πόσο ψηλά είναι αυτά στο αξιακό σύστημα της Ελλάδας;
Την τελευταία τριετία έχουμε και πανδημία. Ας μην το ξεχνάμε αυτό αν και καταλαβαίνω που το πας. Θα σταθώ στην ωραία ανάμνηση που έχω από το πρώτο τρίμηνο της πανδημίας. Στην κοινωνία είδα συγκινητικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Ρωτούσα την ηλικιωμένη γειτόνισα αν χρειαζόταν κάτι από το μάρκετ. Κάποιοι χειροκροτούσαν τις ταμίες. Ένα νοιάξιμο που μου ζέστανε την καρδιά. Κατά τα άλλα, έπεσε χρήμα. Δεν ξέρω αν μοιράστηκε δίκαια, αλλά ήταν πολύ και αυτό οφείλεται στη χαλάρωση της πολιτικής της ΕΕ, γιατί αφού δεν είχε την πολυτέλεια να ζητάει πλεονάσματα, έκοψε χρήμα. Προφανώς όμως υπήρξαν ομάδες ανθρώπων που υπέφεραν περισσότερο από άλλες.
Ποιος θεσμός λειτουργεί καλύτερα στην Ελλάδα;
Σε όλους τους θεσμούς, σε όλες τις όψεις της κοινωνικής διαδικασίας, στα χαμηλά και μεσαία επίπεδα βρίσκεις πράγματα που σε εκπλήσσουν ευχάριστα. Να το πω διαφορετικά: ο θεσμός της δικαιοσύνης σε ένα χαμηλό-μεσαίο επίπεδο, σίγουρα λειτουργεί υποδειγματικά. Δηλαδή έχω την εντύπωση ότι ο Έλληνας δικαστής κατά κανόνα είναι ένας σοβαρός, συγκροτημένος και δίκαιος άνθρωπος. Επίσης νομίζω ότι στο σχολείο υπάρχουν καταπληκτικοί δάσκαλοι, άνθρωποι φιλότιμοι που προσπαθούν. Δηλαδή η χώρα έχει καλό υλικό.
Σε επίπεδο πολιτικών έχουμε καλό υλικό;
Έχουμε, αλλά αυτό προϋποθέτει μία άλλη συζήτηση: ποιος γίνεται πολιτικός και γιατί. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες, όπως αυτοί που έχουν κληρονομήσει χιλιάδες ψήφους. Ή όσοι έχουν την έφεση από μικρά παιδιά να συνδικαλίζονται. Κατ’ εμέ είναι μια πολύ κουραστική και ανηδονική διαδικασία. Η εξουσία λένε ότι είναι το καλύτερο αφροδισιακό. Εγώ νομίζω ότι η άσκηση της εξουσίας είναι ό,τι πιο αντί-σέξι. Το γράφω στο «Βασιλιά της», το βιβλίο μου που είναι η ιστορία της ωραίας Ελένης από την πλευρά του Μενέλαου. Δεν βλέπω γιατί ένας άνθρωπος διονυσιακός ή απολλώνιος θα ήθελε να ασκήσει εξουσία.
Έχεις γράψει ότι όλα τα κόμματα έχουν και άθλια και καλά στελέχη. Άρα το ζητούμενο είναι το θετικό ζύγι;
Εννοείς αν πρέπει με αυτό το κριτήριο να επιλέγουμε κόμματα;
Πρέπει;
Εγώ παραμένω σταθερός στο πολιτικό μου πιστεύω, τη σοσιαλδημοκρατία. Είναι το ίδιο από τότε που ήμουν 16. Πριν ήμουν καταστασιακός, διάβαζα βιβλία του Καστοριάδη και πίστευα ότι έπρεπε να ζούμε σε κοινόβια κάνοντας πράγματα στο πνεύμα του Μάη του ’68. Στη συνέχεια κατάλαβα ότι δεν μπορώ να επιβάλλω σε κάποιον που θέλει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής από μένα, πιο μετρημένο, ήσυχο και νοικοκυρεμένο, να γίνει άναρχος θιασώτης του ελεύθερου έρωτα και της ανταλλαγής οποιουδήποτε πράγματος. Πρέπει να σεβαστώ την επιθυμία του. Διότι αυτό είναι το σημαντικό: ο σεβασμός στη διαφορετικότητα του άλλου.
Πιστεύεις στη λογική του μη χείρον βέλτιστο;
Φυσικά, στην πολιτική πάντα έχεις να διαλέξεις μεταξύ του κακού και του χειρότερου.
Αυτή η λογική είναι ικανή να σε βγάλει από το σταθερό πολιτικό σου πιστεύω; Να πεις δηλαδή ότι δεν θα στηρίξεις όποιον έστω τυπικά το πρεσβεύει άλλα κάποιον άλλο που…
Είναι πιο τίμιος;
Ή για κάποιο λόγο σου φαίνεται πιο σοβαρός και ικανός.
Όταν ψηφίζω θεωρώ ότι ασκώ το ύπατο αξίωμα στη δημοκρατία που είναι του απλού πολίτη. Με απασχολεί πολύ. Το σκέφτομαι, το ζυγίζω, το μετράω. Αυτές οι αποφάσεις παίρνονται κατά περίσταση. Πρέπει να ψηφίζεις σαν να κρέμεται το μέλλον της χώρας από σένα. Και φυσικά να μην ψηφίζεις ανθρώπους που κοροϊδεύουν εμφανώς τον κόσμο, κάνουν το παιχνίδι τους στηριζόμενοι στην αφέλεια και την απελπισία και πατάνε πάνω σε σύμβολα ή πτώματα προγόνων. Το βρίσκω αισχρό και αντιαισθητικό.
Γιατί περιγράφεις και δεν ονοματίζεις;
Συγγραφέας είμαι. Έχω μάθει να περιγράφω χωρίς να λέω ονόματα.
Πάντα στην Ελλάδα είναι θέμα τι κάνει η γιαγιά ή ο παππούς. Μπορεί να τους βαριέσαι, αλλά πηγαίνεις να τους δεις. Αν ζούσαν οι γονείς μου θα πήγαινα την κόρη μου μια φορά τη βδομάδα.
Ο ελληνικός λαός είναι κατά βάση συντηρητικός ή προοδευτικός;
Είμαστε ένας λαός βαθιά παραδοσιακός, μία κοινωνία -όπως γενικά της Μεσογείου- όπου ο θεσμός της οικογένειας παραμένει πολύ ισχυρός, κάτι που θεωρώ καλό. Πάντα στην Ελλάδα είναι θέμα τι κάνει η γιαγιά ή ο παππούς. Μπορεί να τους βαριέσαι, αλλά πηγαίνεις να τους δεις. Αν ζούσαν οι γονείς μου θα πήγαινα την κόρη μου μια φορά τη βδομάδα. Γενικά έχουμε την τάση να κοιτάμε πίσω, να μηρυκάζουμε το παρελθόν, σε βαθμό που καταντάει ελαφρώς νοσηρό. Και σε πολιτικό επίπεδο -είναι σαν να ζούμε ακόμη στα απόνερα του Εμφυλίου του ’46-’49- αλλά και σε οικογενειακό, με τους μύθους που αναπαράγονται, ότι «ο προπάππους θα αγόραζε το μισό Κολωνάκι όταν ήταν κατσάβραχα, τι μαλάκια έκανε, τώρα θα ήμασταν πάμπλουτοι». Είναι το σύνδρομο του ένδοξου παρελθόντος από το οποίο εκπέσαμε. Και στο οποίο πρέπει να επιστρέψουμε. Είμαστε πάντως τυχεροί γιατί όντως ζούμε σε ένα πολύ ωραίο κομμάτι της γης.
Καλά όλα αυτά αλλά δεν μου απάντησες.
Ο Οδυσσέας είναι ό,τι πιο προοδευτικό. Βρίσκει τρόπους να προχωρήσει. Δεν κοιτάζει πίσω. Τον διακατέχει η ιδέα της επιστροφής στο νησί του, αλλά ζει γεμάτα όσο είναι μακριά. Λέει ότι τον κυνηγάει ο Ποσειδώνας ενώ κατά βάθος το απολαμβάνει. Νομίζω ότι υπήρξαμε για πολλά χρόνια Οδυσσείς. Μετά αναπτύχθηκε μία εξαιρετικά αρνητική δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία στην Ελλάδα. Τώρα, με την τέταρτη τεχνολογική επανάσταση, ελπίζω να ξαναγίνουμε Οδυσσείς, να πάρουμε ρίσκα, να αλλάξει η όψη της χώρας. Αν και είμαι 55, έχω μια παιδικότητα και γουστάρω να βλέπω πιτσιρικάδες που φτιάχνουν εφαρμογές, ανθρώπους που έρχονται εδώ και δουλεύουν από το κομπιούτερ.
Αν ήσουν δηλαδή νέος σήμερα και είχες μεταναστεύσει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, θα έβρισκες όντως καταπληκτική, όπως είπε ο πρωθυπουργός, την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα και θα επέστρεφες;
Η καταπληκτική ποιότητα ζωής δεν είναι στα Πατήσια ή στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Είναι πχ στην Κέρκυρα, όπου ζουν και φτωχοί άνθρωποι. Πέρασα ενάμιση χρόνο εκεί, στη Γαρίτσα, ένα εργατικό προάστιο με τη θάλασσα δίπλα. Αντιστοίχως κάποιος στις Σέρρες μπορεί να ασχολείται με τον κήπο, το κυνήγι, την απόσταξη τσίπουρου.
Περιγράφεις έναν σχεδόν αγροτικό τρόπο ζωής.
Είναι μια ζωή εκτός μεγαλούπολης. Από τη στιγμή που εγώ που δεν οδηγώ μπορώ να πάω για διήμερες διακοπές στο Κιάτο ή τη Χαλκίδα με τον προαστιακό σε μία ώρα, γιατί κάποιος που ζει χάλια στην Αθήνα να μην πάει να μείνει μόνιμα εκεί με λιγότερα έξοδα;
Γιατί δεν θα βρει δουλειά στο Κιάτο ή τη Χαλκίδα.
Μα θα μπορεί να δουλεύει στην Αθήνα και να πηγαινοέρχεται.
Πιστεύεις ότι είναι εύκολο να πάρεις τα παιδιά σου από το σχολείο και να ξεσπιτωθείς;
Αν τα πηγαίνεις σε ένα καλό ιδιωτικό σχολείο, το ακούω αυτό που λες. Αν τα πηγαίνεις σε ένα σχολείο στην Κυψέλη ή το Παγκράτι, γιατί να μην τα πας στο Κιάτο; Καλύτερα θα είναι.
Μίλησες νωρίτερα για τη σημασία της ενσυναίσθησης. Μπορείς να μπεις στη θέση ενός τριαντάχρονου Έλληνα που μετανάστευσε στη Σουηδία; Για ποιο λόγο -πέρα από τη νοσταλγία- να γυρίσει στην Ελλάδα;
Ο καθένας είναι μια τελείως ξεχωριστή περίπτωση.
Υποτίθεται ότι ως χώρα αναζητάμε τρόπους αντιστροφής του brain drain.
Αμφιβάλλεις ότι όποιος ξένος έρχεται στην Ελλάδα ενθουσιάζεται; Κάτι θα έχουμε, δεν μπορεί.
Αν πληρώνεσαι με βορειοευρωπαϊκό μισθό και ζεις εδώ, πώς να μην ενθουσιαστείς;
Μα δεν λέμε ότι μπορείς να δουλεύεις από εδώ για λογαριασμό οποιασδήποτε εταιρίας οπουδήποτε στον κόσμο; Προφανώς η ιστορία της τηλεργασίας, της δυνατότητας να ζεις σε μια φτωχότερη χώρα αλλά να πληρώνεσαι από μία πλουσιότερη, είναι μεταβατική και θεωρώ ότι μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει σε αναπροσαρμογή των μισθών στη χώρα διαμονής. Στο κάτω κάτω της γραφής όμως, το πρόβλημά μας είναι τα παιδιά και οι γέροι. Ο τριαντάχρονος που περιγράφεις θα έπρεπε να στύβει την πέτρα, να κάνει τα κουμάντα του. Ως πολιτεία δεν μπορείς να του εξασφαλίσεις τα πάντα. Ας κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Θεός. Είναι το δυνατότερο άλογο που έχουμε. Πρέπει να σύρει το κάρο προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ναι, αλλά πρέπει να υπάρχουν έστω καρόδρόμοι για να το σύρει.
Να τους ανοίξει μόνος του! Συγνώμη, αλλά δεν πρέπει να ξεχειλίζει από ενέργεια; Πρέπει να λέει αυτό που έλεγε ο Καζαντζάκης: «Αν δεν σώσω εγώ τον κόσμο, ποιος θα τον σώσει;» Άρα τι περιμένει; Τον πολιτικό ή τη μαμά να του ετοιμάσει φαγητό;
Υπάρχει όμως ο νέος που δουλεύει στο σούπερ μάρκετ για 600 ευρώ και ο συνομήλικος του που δουλεύει από την Ελλάδα για τη Σίλικον Βάλει και παίρνει 6000.
Ο πρώτος πρέπει να δει τι θα κάνει στη ζωή του. Θέλει να συνεχίσει να κάνει μια εργασία απολύτως διεκπεραιωτική και με ημερομηνία λήξης λόγω της τεχνολογίας; Πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό του γιατί οι διεκπεραιωτικές εργασίες διαρκώς θα φθίνουν. Ενώ για τις δημιουργικές, χάρη στην τεχνολογία θα ανοίγονται δρόμοι. Σε έναν 27χρονο ανιψιό μου θα έλεγα το εξής: Ρε μαλάκα, τι κάνεις; Πρέπει να βρεις την άκρη μόνος σου. Γιατί αν δεν τη βρεις, θα καταντήσεις σαν τους παππούδες που μηρυκάζουν φανταστικές χαμένες ευκαιρίες.
Συναντιόμαστε περίπου 30 χρόνια αφότου έγραψες το «Σοφό παιδί». Τι θυμάσαι πιο έντονα από τότε;
Θυμάμαι αυτό που με κάνει να έχω σήμερα τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση απέναντι στον 27χρονο που σου λέω. Είχε πεθάνει ο πατέρας μου, ήμουν 23 και έμενα σε ένα πολύ μικρό σπίτι με τη μάνα μου, χωρίς καμία εξασφάλιση, δηλαδή και στο Κολέγιο είχα πάει με υποτροφία. Καθόμουν ενάμιση χρόνο κι έγραφα τέσσερα βράδια την εβδομάδα -τα άλλα τρία έβγαινα- ένα μυθιστόρημα που δεν ήξερα καν αν θα τελειώσει.
Πότε γεννήθηκε στο μυαλό σου η ιδέα;
Ήμασταν με τη μάνα μου στην Καλαμάτα για να δούμε αν θα πάρουμε το τυρί και το λάδι της χρονιάς, δηλαδή να συναντήσουμε τον σέμπρο, που στην Πελοππόνησο είναι αυτός που καλλιεργεί τα κτήματα για λογαριασμό του ιδιοκτήτη, έχοντας φυσικά και ο ίδιος δικά του. Δεν ήμασταν φεουδάρχες, πέντε στρέμματα είχαμε. Ήταν καλοκαίρι, μέναμε σε ένα ξενοδοχείο και άρχισα να γράφω. Ξεχείλιζα από ιδέες, έμπνευση και επιθυμία. Οι μουσικοί, ξέρεις, λένε ότι τον πρώτο σου δίσκο τον ετοιμάζεις 20 χρόνια γιατί έχει υλικό από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου. Στο δεύτερο δίσκο είναι το πρόβλημα που πρέπει να τον ετοιμάσεις σε μερικούς μήνες.
Πόσες απορρίψεις υπέμεινες πριν εκδοθεί από την Εστία;
Απολύτως καμία. Θυμάμαι έντονα ότι παράτησα το μάστερ που είχα ξεκινήσει στο Λιντς και έκανα το γύρο της Ευρώπης με τρένο. Μου άρεσε που ταξίδευα μόνος μου και ήμουν ανοιχτός σε τυχαίες συναντήσεις. Μιλάμε για το ’91-’92, δεν υπήρχαν ακόμη κινητά και Internet. Ήμουν 25 ετών με ένα πανάρχαιο παλτό του παππού μου, κάπνιζα με μία κεχριμπαρένια πίπα και κουβαλούσα σε μια πλαστική, καταπράσινη βαλίτσα όλο μου το βιος από το Λιντς, ένα ημερολόγιο όπου έγραφα τη ζωή μου σε απευθείας μετάδοση -ευτυχώς το έχω ακόμη- και ένα φάκελο με το «Σοφό παιδί» χωρίς να ξέρω αν θα εκδοθεί. Θεωρούσα ότι ήταν τα προικιά μου.
Πότε αντιλήφθηκες την επιτυχία του βιβλίου;
Πολύ γρήγορα. Δύο εβδομάδες αφότου εκδόθηκε, γράφτηκε η πρώτη κριτική από έναν διανοούμενο του μεταπολέμου ονόματι Θεόφιλος Φραγκόπουλος. Έλεγε ότι είναι το πρώτο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, κάτι τέτοιο. Εντωμεταξύ γύρισα από το μάστερ με τρομερές τύψεις. Τα λεφτά που είχα πετάξει από το παράθυρο δεν ήταν δικά μου. Ήταν της μάνας μου, η οποία μου τα είχε δώσει εκ του υστερήματός της, λέγοντάς μου να τα κάνω ό,τι θέλω, είτε μεταπτυχιακό είτε καραμέλες, αρκεί να είμαι ευτυχισμένος. Είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε. Στο Λιντς οι Έλληνες φοιτητές μέχρι το τελευταίο βράδυ έλεγαν να μην τα παρατήσω, ότι θα μου μείνει κόμπλεξ και δεν θα κάνω τίποτα στη ζωή μου. Άσε που η τότε αγαπημένη μου με εγκατέλειψε λέγοντάς με ανεπρόκοπο μαλάκα που έφαγε τα λεφτά της χήρας μάνας του. Την πήρα τηλέφωνο από μία υπόγεια διάβαση στη Βουδαπέστη και με καθύβρισε. Όταν μάλιστα της έδειξα το «Σοφό παιδί» μου είπε ότι δεν αξίζει τίποτα και ότι πρέπει να αρχίσω κάτι καινούριο γιατί έχω ταλέντο.
Η μεγάλη επιτυχία του «Σοφού παιδιού» όμως, πέρα από τις πωλήσεις, είναι ότι ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που τους εξοργίζει.
Γυρίζοντας με τύψεις στην Αθήνα άρχισα να δουλεύω ως ασκούμενος δικηγόρος. Μια μέρα άνοιξα τα ΝΕΑ στο γραφείο. Σε μια σελίδα διάβασα τον τίτλο: «Νέος Καραγάτσης;». Στην αρχή νόμιζα ότι βρέθηκε ένα νέο μυθιστόρημα του Καραγάτση. Όταν συνειδητοποίησα ότι αναφέρονταν στο βιβλίο μου, η φωνή μου πρέπει να ακούστηκε από το Αρχαιολογικό Μουσείο ως την Καισαριανή. Πηγαίνω τρέχοντας στην Εστία, Σόλωνος 60, κι εκεί βλέπω τυχαία την κόρη του Καραγάτση, τη Μαρίνα. Είχε διαβάσει την κριτική και έκανε κάτι πολύ γενναιόδωρο. Με αγκάλιασε και με φίλησε. Η μεγάλη επιτυχία του «Σοφού παιδιού» όμως, πέρα από τις πωλήσεις, είναι ότι ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που τους εξοργίζει. Στο Goodreads κάποιοι το βρίζουν. Εξακολουθεί να είναι διαφιλονικούμενο.
Αποτελεί όμως κομμάτι του DNA της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Αυτό θα το έλεγα περισσότερο για τη «Νίκη». Αγγίζει τους πάντες. Δεν ξαναδιαβάζω ποτέ τα βιβλία μου. Αναρωτιέμαι όμως αν θα καταλάβαινε κάποιος χωρίς να δει το όνομα στο εξώφυλλο ότι ο ίδιος άνθρωπος έχει γράψει και το «Σοφό παιδί» και τη «Νίκη».
Έχεις αλλάξει τόσο πολύ ως συγγραφέας;
Είμαι…πολλοί. Ανέκαθεν ήμουν πολλοί. Όπως νομίζω ότι είναι ή θα έπρεπε να είναι όλοι οι συγγραφείς.
Προσπαθείς συνειδητά να αλλάζεις διαρκώς ή συμβαίνει χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι;
Έχω ένα άγχος να μην επαναλαμβάνω τον εαυτό μου. Μεγάλο μου ίνδαλμα είναι ο Κιούμπρικ. Καμία ταινία του δεν μοιάζει με την προηγούμενη ή την επόμενη. Έτσι είναι και ο Μάριο Βάργας Λιόσα, τελείως διαφορετικά όλα του τα βιβλία. Υπάρχουν άνθρωποι -όπως ο Φίλιπ Ροθ τον οποίο θαυμάζω- που επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο και το κάνουν ολοένα και καλύτερο. Είναι όμως ωραίο να εξερευνείς διαδρόμους του εαυτού σου αφώτιστους. Αν δεν εκπλήσσεται ο συγγραφέας με αυτό που γράφει, σημαίνει ότι έχει γίνει αναμενόμενος και για τους αναγνώστες.
Ποια στιγμή απολαμβάνεις περισσότερο; Όταν συλλαμβάνεις την ιδέα ενός μυθιστορήματος ή όταν το τελειώνεις;
Μακάρι να μου έρχεται πάντα στην αρχή, να ξεκινάω με τα άλογά μου έτοιμα να σπάσουν τις πόρτες της εκκίνησης, όπως γίνεται στον ιππόδρομο. Κάθε φορά ξεκινάω για να γράψω ό,τι καλύτερο μπορώ. Νομίζω ότι μετά από 30 χρόνια έχω αποκομίσει τη δυνατότητα να καταλαβαίνω τι γίνεται, να ελέγχω καλύτερα το υλικό μου, να μην ντελαπάρω. Εντάξει, αν με κλειδώσεις στο μπάνιο και μου πεις ότι δεν θα βγω αν δεν τελειώσω ένα μυθιστόρημα 100 σελίδων, θα το γράψω σε τρεις μέρες. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Μετά το Ευρωπαϊκό Βραβείο, αυτό που μου έρχεται φυσικά, γιατί είμαι και στην κατάλληλη ηλικία, είναι να είμαι όσο πιο ταπεινός γίνεται. Αισθάνομαι ότι δεν έχω πια τίποτα να αποδείξω. Πρέπει να λειτουργώ ως δημόσια παρουσία -στο βαθμό που είμαι δημόσια παρουσία- σαν ένα αλεξικέραυνο του πανικού και να βοηθάω τους νεότερους, δηλαδή αυτό που μου εδόθη να το δώσω στον επόμενο. Σου παρουσιάζω μια σχεδόν χριστιανική κατάσταση, αλλά έτσι το νιώθω. Ξέρω ότι κάθε φορά που ξεκινάς ένα βιβλίο κρίνεσαι από την αρχή, όχι με βάση τα προηγούμενα. Αν με κάποιο τρόπο το κριτήριο για το βιβλίο που μόλις έχεις γράψει θολώνει εξαιτίας των προηγούμενών σου, μάλλον έχει θολώσει επί τα χείρω για σένα, όχι επί τα βελτίω, γιατί οι άνθρωποι είναι πιο αυστηροί μαζί σου, όχι πιο επιεικείς.
Ποιο βιβλίο σου θεωρείς ότι δεν είναι τόσο καλό όσο ήλπιζες;
Όταν αρχίζεις να γράφεις έχεις κάτι στο μυαλό σου. Αυτό που θα πετύχεις είναι κάτι λιγότερο. Το θέμα είναι να μην είναι πολύ μεγάλη η απόσταση. Θεωρώ ότι ο «Υπερσυντέλικος» μου έφυγε μέσα από τα χέρια. Ήθελα να κάνω κάτι πιο ενδιαφέρον.
Η κορύφωση της καριέρας σου είναι το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για τη «Νίκη»;
Ναι, με συγκίνησε πολύ. Αισθάνθηκα περήφανος γιατί είναι μεγάλου κύρους βραβείο. Το δίνουν κάθε χρόνο σε ένα συγγραφέα απ’ όλη την Ευρώπη, από όλα τα βιβλία που έχουν βγει σε δύο ευρωπαϊκές γλώσσες. Τι άλλο να περιμένω; Το Νόμπελ;
Και τι μέλλει γενέσθαι μετά από ένα τόσο μεγάλο «high»;
Το μεγαλύτερο high είναι το να περνάς καλά γράφοντας – δηλαδή ουσιαστικά όχι καλά. Το άλλο είναι ότι μου μιλάνε άνθρωποι στο δρόμο, όχι γιατί με έχουν δει στην τηλεόραση, αλλά γιατί έχουν διαβάσει κάτι δικό μου.
Σου μιλάνε πάντα καλοπροαίρετα;
Φαντάζομαι ότι κάποιος που με αντιπαθεί, δεν θα μου μιλήσει καν. Νομίζω ότι έγινα αυτό που κατά βάση ήθελα πάντα να γίνω: ένας λαϊκός συγγραφέας.
Ποιο είναι λοιπόν το καλύτερο και το χειρότερο του να είσαι ένας λαϊκός συγγραφέας στην Ελλάδα;
Το καλύτερο είναι ότι κάνεις αυτό που θέλεις. Κατάφερα με τη δουλειά μου να έχω…δουλειά επί 30 χρόνια. Δεν είναι και λίγο. Το χειρότερο είναι ότι κάποιοι έχουν για σένα μια προκάτ εντύπωση που δεν έχει τίποτα να κάνει με τα βιβλία σου.
Ποια είναι αυτή στην περίπτωση σου;
Υπήρξαν άνθρωποι που διαφώνησαν με τις πολιτικές απόψεις που εξέφρασα έντονα σε περιόδους που κατά τη γνώμη μου τα πράγματα είχαν φτάσει στο μη περαιτέρω. Δεν κράτησα τα μπόσικα, δεν το έπαιξα «Λούφα και παραλλαγή», βγήκα μπροστά, είπα τη γνώμη μου με θάρρος και ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας με αντιπάθησε.
Θα το ξανάκανες;
Φυσικά. Ανά πάσα στιγμή.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει περάσει στην ιστορία με πολύ θετικό πρόσημο. Δίκαιο μεν, έπρεπε όμως τόσο ο Παπανδρέου όσο και ο Καραμανλής να σκεφτούν τι θα γίνει παραπέρα.
Νιώθεις υποχρεωμένος να είσαι παρεμβατικός ως «δημόσιος διανοούμενος»;
Δεν νιώθω ούτε διανοούμενος ούτε πνευματικός άνθρωπος, αυτά είναι πίπες. Είναι το χρέος μου ως πολίτης. Ως κάποιος που ενδεχομένως έχει ένα λόγο που ακούγεται. Δηλαδή όταν έβλεπα ότι δεν γίνεται να καταργηθεί το μνημόνιο με ένα νόμο του ενός άρθρου και ότι όσοι ψηφίζουν ελπίζοντας κάτι τέτοιο έχουν πέσει θύματα απάτης, δεν μπορούσα παρά να το πω. Και να πω ότι όσοι τα λένε όλα αυτά είναι απατεώνες. Έφαγα πολύ ξύλο. Προέρχομαι όμως από μία οικογένεια που όλοι οι ανιόντες έχουν πάει φυλακή για τα πιστεύω τους. Εκνευρίστηκα, στεναχωρέθηκα αλλά δεν τρόμαξα. Ίσως μόνο λίγο για το παιδί μου, αλλά ήξερα ότι η Νίκη μεγαλώνοντας θα αισθανόταν καλύτερα αν εγώ είχα πράξει το σωστό, παρά αν ήμουν κρυμμένος για να τη βγάλω καθαρή. Πρέπει να λέμε το σωστό και να υφιστάμεθα τις συνέπειες. Τότε, ειδικά τη βραδιά του δημοψηφίσματος, με τρόμαξε η ιδέα ότι θα παρέδιδα στο παιδί μου μία χώρα πολύ χειρότερη από αυτή που παρέλαβα. Θα μου πεις τώρα δεν θα παραδώσεις μια χώρα χειρότερη; Ναι, αλλά όχι και τόσο. Στη ζωή όμως δεν είναι όλα άσπρο μαύρο. Το ότι φτάσαμε το ’15 ο κόσμος να πιστεύει τις ανοησίες του Βαρουφάκη, σημαίνει ότι είχε απογοητευτεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Όλες έχουν ευθύνη και μπορώ να σου προσδιορίσω πότε έγινε το μεγάλο λάθος.
Σε ακούω.
Το έχω σκεφτεί πολύ. Όταν μπήκε η Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ, έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί παραγωγικά. Μέχρι τότε με τους δασμούς μπορούσε να επιβιώνει εδώ μια μεταποιητική βιομηχανία πχ ψυγείων. Από τη στιγμή που καταργήθηκαν οι δασμοί διότι μπήκαμε σε μια τελωνειακή ένωση, έπρεπε να βρούμε ένα ρόλο να παίξουμε στην κοινότητα. Αντί γι’ αυτό είδαμε την Ευρώπη ως μία πηγή εύκολου χρήματος, φάγαμε επιδοτήσεις και πακέτα. Προφανώς δεν κατηγορώ τον πολίτη. Δεν συμπλέω με την άποψη Πάγκαλου ότι όλοι μαζί τα φάγαμε. Διότι ακόμη και αν τα φάγαμε όλοι μαζί, ο ένας έφαγε ένα ψιχουλάκι από την πίτσα και ο άλλος τέσσερα κομμάτια. Επιπλέον η ηγεσία μιας χώρας οφείλει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Θα πει κάποιος ότι αυτοί που το έκαναν, δεν ξαναβγήκαν ούτε βουλευτές. Σωστό. Ο μεγάλος εκτροχιασμός της χώρας έγινε από το 2007 ως το 2009, αλλά το πρώτο λάθος έγινε τη δεκαετία του ’80. Φυσικά όμως καταλαβαίνω την έλευση του ΠΑΣΟΚ το ’81 ως κάτι πολύ σημαντικό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει περάσει στην ιστορία με πολύ θετικό πρόσημο. Δίκαιο μεν, έπρεπε όμως τόσο ο Παπανδρέου όσο και ο Καραμανλής να σκεφτούν τι θα γίνει παραπέρα. Ειδικά πάντως με τον Ανδρέα δεν έχουμε τελειώσει. Θα γραφτούν πολλά βιβλία ακόμη.
Είναι καλό που μάλλον έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή των μεγάλων ηγετικών φυσιογνωμιών;
Φυσικά και δεν μου αρέσει. Θα ήθελα να υπάρχουν μεγάλοι ηγέτες, μεγάλοι βιολιστές και μεγάλοι μάγειρες, δηλαδή γενικά άνθρωποι που διαπρέπουν στο χώρο τους. Λέγεται, ξέρεις, ότι οι μεγάλοι ηγέτες της μεταπολεμικής Ευρώπης είχαν την εμπειρία του πολέμου, άρα αυτό τους είχε ωριμάσει, τους είχε γαλβανίσει.
Νωρίτερα αναφέρθηκες στη σημασία του θεσμού της οικογένειας. Αν μπορούσες, τι θα άλλαζες σχετικά με το πώς υπήρξες ως γιος απέναντι στους γονείς σου;
Δεν νομίζω ότι είχαν κανένα σοβαρό παράπονο από μένα. Η μάνα μου είχε μόνο επειδή κάπνιζα πολύ. Θεωρώ ότι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και έκαναν το παν. Κι εγώ έκανα ως γιος. Όταν αρρώστησε η μάνα μου, για ένα χρόνο ήμουν συνέχεια στο νοσοκομείο. Δεν το περίμενε ότι θα ήμουν τόσο συμπαραστατικός. Μα είναι δυνατόν; της έλεγα. Ευτυχώς με τους γονείς μου τα είπαμε όλα. Η συμβουλή δίνω σε ανθρώπους με γονείς μεγάλης ηλικίας είναι: πείτε τα, τσακωθείτε, λύστε τα, γιατί αν πεθάνουν και δεν τα έχετε κάνει όλα αυτά, θα σας κυνηγάνε μια ζωή.
Τι σε αγχώνει περισσότερο ως πατέρα;
Θα έπρεπε να ρωτήσεις την κόρη μου, αλλά νομίζω ότι το πάω καλά. Είναι ένα καταπληκτικό παιδί με το οποίο θέλω να κάνω παρέα. Το παιδί είναι ένας επισκέπτης του πλανήτη που σου συστήνει ξανά τον κόσμο. Ξέρεις πόσο χαίρομαι που την έχω; Και διαβάζει μανιωδώς!
Και τα δικά σου βιβλία;
Όχι βέβαια! Διαβάζει μανιωδώς Χάρι Πότερ. Με τα δικά μου θα κάτσει να ασχοληθεί;