Η Ολίβια Άρθουρ.

ΟΛΙΒΙΑ ΑΡΘΟΥΡ: “ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΧΟΥΝ ΞΕΧΑΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ”

Η εκλεγμένη διευθύντρια του μυθικού Magnum Photos μιλά στο Magazine για τις σύγχρονες προκλήσεις της φωτογραφίας.

Αν απλά ακούσεις κάποια τυπικά διαπιστευτήριά της, ίσως σχηματίσεις μια μάλλον γκλαμ εικόνα για εκείνη. Γεννημένη στο Λονδίνο, με πατέρα διπλωμάτη και συχνές παραμονές στο εξωτερικό, σπούδασε Μαθηματικά στην Οξφόρδη, και σήμερα, στα 42 της, είναι ιδιοκτήτρια μιας γκαλερί-εκδοτικού οίκου στο Ανατολικό Λονδίνο, την οποία ίδρυσαν μαζί με τον φωτογράφο Φίλιπ Έμπελινγκ, τον σύντροφό της και πατέρα των δυο μικρών θυγατέρων της. Βέβαια, η Ολίβια Άρθουρ, παρά το ότι όλα τα παραπάνω αυτήν περιγράφουν, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με γκλαμ και κοσμικότητες από περιοδικά κομμωτηρίου.

Γιατί η Ολίβια έγινε φωτογράφος. Ντοκιμαντερίστικη φωτογράφος, όπως διευκρινίζει κάθε τόσο, ενώ μιλάμε μέσω Zoom –Αθήνα-Λονδίνο, με μερικές τεχνολογικές αναποδιές στην αρχή της σύνδεσής μας… Και είναι και κάτι ακόμα, η Ολίβια με το έντονο, σχεδόν ανένδοτο γαλανό βλέμμα και την τρεχαλητή ομιλία. Κάτι που μετράει τρελά στην διεθνή φωτογραφική σκηνή: είναι από το 2020 η εκλεγμένη διευθύντρια του περίπου μυθικού Magnum Photos. Της πρεστιζάτης διεθνούς φωτογραφικής «κολεκτίβας» που ίδρυσαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο στο Παρίσι κάτι κολοσσοί της φωτογραφίας –ανάμεσά τους, ο Ρόμπερτ Κάπα
κι ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν.

Στα τέλη του επερχόμενου Σεπτέμβρη, η Λονδρέζα φωτογράφος θα δώσει τα αναντίρρητα φώτα της σε λίγους τυχερούς εραστές του φωτογραφικού φακού στην διάρκεια ενός πενθήμερου εργαστηρίου στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης. Τίτλος του, «Motivation and Approach». Σκοπός του; «Το κλειδί για μένα,» μου λέει κάποια στιγμή η ίδια, «είναι έρθεις με όσο το δυνατόν περισσότερη ανοιχτοσύνη. Να φέρεις όλο το παλιό φωτογραφικό υλικό σου, πράγματα για τα οποία ντρέπεσαι, άλλα που δεν πήγαν καλά, και να τα βάλουμε κάτω και να βρούμε μαζί τι είναι αυτό που αναδύεται από την προσωπική ματιά του κάθε συμμετέχοντα. Να βρούμε το βαθύτερο κίνητρο πίσω από τα κλικ! του καθενός.»

Η ίδια, βέβαια, έχει προδήλως βρει το φωτογραφικό raison d’être της. Κι όσα ακολουθούν αποκρυσταλλώνουν πολλές από τις απόψεις της.

Η Ολίβια Άρθουρ. © Olivia Arthur/MAGNUM PHOTOS

Όντας στο τιμόνι ενός πολύ μεγάλου οργανισμού σαν το Magnum, αισθάνεσαι ποτέ ότι παραμελείς την δημιουργική πλευρά σου;
Αμέ. Έχω, όμως, γίνει πολύ καλή στο να κάνω τα σημαντικά μου πράγματα στριμώχνοντάς τα σε μικρά χρονικά περιθώρια. Πράγμα που προσδίδει μια ένταση, η οποία καμιά φορά βοηθάει –δεν έχω πολύ χρόνο, οπότε μπαίνω κατευθείαν στο ψαχνό. Και, κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι κάτι που θα κάνουμε και στο εργαστήριο. Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια έτσι δουλεύω… Ξες την έκφραση «ζήτα το από μια πολυάσχολη μαμά»; Ε, αυτό!

Παρεμπιπτόντως, μιλώντας για μαμάδες, πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια έκανες το «Waiting for Lorelei», μια φωτογραφική δουλειά όπου απαθανάτιζες την οικογένειά σου λίγο πριν γίνει τετραμελής, στην διάρκεια, δηλαδή, της δεύτερης εγκυμοσύνης σου. Πόσο συχνά εμπνέεσαι ένα πρότζεκτ από κάτι που άπτεται της προσωπικής σου ζωής;
Αρκετά συχνά τώρα πια. Νομίζω ότι και η δουλειά με την οποία καταπιάνομαι αυτήν την περίοδο πηγάζει από εκείνο το «οικογενειακό» πρότζεκτ. Γιατί αφορά το σώμα, την σωματικότητα. Ξεκίνησε από το δικό μου σώμα, που απέκτησα παιδιά και με φωτογράφιζα για εκείνο το αρχικό πρότζεκτ, και μετά κάπως απλώθηκε κι έφτασε να αφορά την σωματικότητα των άλλων. Την σχέση των ανθρώπων με το σώμα τους, το «αισθάνομαι καλά μες στο πετσί μου». Είναι, βέβαια, δυο διαφορετικά πρότζεκτ, αλλά κατά βάθος συνδέονται. Όλα συνδέονται, ακόμη κι αν δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Ας πούμε, ξεκίνησε από κάτι προσωπικό, μετά το πήγα λίγο παρακάτω, κι έφτασα να κάνω δουλειές για την σχέση σώματος και τεχνολογίας, αλλά και λίγο μόδα –όλα κάπως συνδέονται.

Τεχεράνη 2007. ©Olivia Arthur / Magnum Photos


Τώρα που λέμε για το σώμα και την εικόνα μας, είμαστε πια κάπως δέσμιοι της εικόνας, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, η εικόνα καθορίζει πολύ περισσότερα από ό,τι στο παρελθόν…
Ναι! Είναι πολύ κυρίαρχη, πάρα πολύ κυρίαρχη. Και ως μάνα κοριτσιών, είναι κάτι που με απασχολεί πολύ. Δηλαδή, το πώς όλο αυτό θα εξελιχτεί για την επόμενη γενιά φαντάζει κάπως τρομακτικό. Τα παιδιά μου είναι επτά και τεσσάρων, δεν έχουν ακόμη μπει σε τέτοια, δεν έχουν δικό τους τηλέφωνο… Αλλά βλέπω πόσο τις ενδιαφέρει. Έχω, όμως, φίλους με παιδιά τινέιτζερ που οι ζωές τους εξουσιάζονται κανονικά από όλο αυτό με την εικόνα σου, το πώς βγάζεις τον εαυτό σου προς τα έξω, πώς μοιάζεις σε όλους αυτούς τους μικρόκοσμους των σόσιαλ.

Είναι δίπολο: από τη μία η ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία που υπηρετείς προσπαθώντας να συλλάβεις την πραγματικότητα ως έχει, κι από την άλλη όλες αυτές οι πειραγμένες εικόνες στα σόσιαλ που ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα…
Ακριβώς. Η πραγματικότητα σήμερα έχεις πολλές διαφορετικές εκδοχές. Είναι πολύ θολά τα όρια ανάμεσα στο πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει αυτή η βελτιωμένη βερσιόν της πραγματικότητας. Στο πρότζεκτ μόδας που φωτογράφισα, ας πούμε, έκανα ένα παιχνίδι πάνω σε όλο αυτό. Δηλαδή, στην μόδα οι καταστάσεις δεν είναι πραγματικές, δουλεύεις με μοντέλα, αλλά πάντα μπορείς να παίξεις με τις παραμέτρους. Στο κάτω-κάτω, αληθινοί άνθρωποι είναι και τα μοντέλα, ξέρεις πάνω-κάτω ποιοι είναι· απλώς αντιπροσωπεύουν μια εξιδανικευμένη εκδοχή των πραγμάτων. Το βρήκα ενδιαφέρον να παίξω με όλο αυτό.

Για το πρότζεκτ «Skin on Skin» με τον Yves Saint Laurent, λες; Περί τίνος επρόκειτο;
Ακριβώς. Σ’ αυτό το πρότζεκτ δούλεψα πάνω στην ιδέα του κορμιού και της σωματικότητας, και στο πώς σχετιζόμαστε μεταξύ μας. Αρχικά, το ήθελα μόνο σωματικό, αλλά τελικά «άνοιξε». Υπάρχει, δηλαδή, έντονη η έννοια της σύνδεσης και της διάδρασης –κυριολεκτικά, με σώμα πάνω σε σώμα–, αλλά υπάρχει και το πώς [τα μοντέλα] σχετίζονται με τον κόσμο που τα περιβάλλει. Από το μπετόν, μέχρι την φύση.

Ασπρόμαυρο;
Ναι, όλο ασπρόμαυρο.

ΟΛΙΒΙΑ ΑΡΘΟΥΡ


Πάντα προτιμάς το ασπρόμαυρο;
Όχι, όχι πάντα. Όντως, τα τελευταία χρόνια έχω κάνει πολλά ασπρόμαυρα, αλλά όχι αποκλειστικά. Δεν πιστεύω στο να κολλάς σε ένα πράμα, μερικές φορές τα αναμιγνύω –το κάθε πρότζεκτ προσφέρεται για διαφορετικά πράματα. Στην τελική, όλα έχουν να κάνουν με το πώς θέλεις να την δει [την φωτογραφία] το κοινό, τι θέλεις να πάρει απ’ αυτήν. Όχι, είμαι αρκετά ανοιχτή όσον αφορά το φορμά, το χρώμα, κι όλα αυτά.

Αλήθεια, υπάρχει, έτσι, κάποιο κλισέ που αναπαράγεται για σας, τους κοσμογυρισμένους μεγαλοφωτογράφους, που δεν ισχύει καν; Ας πούμε, οι πιο πολλοί ίσως πιστεύουν ότι είστε πολύ περιπετειώδεις τύποι;
[Γέλια] Είμαι περιπετειώδης, νομίζω. Μ’ αρέσει, δηλαδή, να θεωρώ πως είμαι. Είναι, φαντάζομαι, ένα από τα θέλγητρα αυτής της δουλειάς. Προφανώς, τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχαμε τόσες ευκαιρίες να γυρίζουμε και να είμαστε… περιπετειώδεις, αλλά υπάρχει κι άλλος τρόπος. Ναι, φωτογραφίζω στο σπίτι μου, φωτογραφίζω κοντά στο σπίτι μου, αλλά η αρχική μου έλξη για την φωτογραφία έχει να κάνει με την περιπέτεια. Αυτό το «ακολουθώ την περιέργειά μου, και προσπαθώ να καταλάβω τον κόσμο». Τον κόσμο γύρω μου, αλλά και τον κόσμο σε μέρη πολύ μακρινά.

Έχεις ποτέ φωτογραφήσει στην Ελλάδα;
Όχι, ποτέ στην Ελλάδα. Ίσως να έχω την ευκαιρία τώρα [στην Σαντορίνη] Αλλά στην διάρκεια του COVID δούλεψα αρκετά στην Ιταλία, στην Ρώμη. Τρομερά ενδιαφέρον! Κι αν πας πίσω, στο πρώτο πρότζεκτ που έκανα ποτέ, στην Τουρκία ήταν. Πάλι κάπως κοντά. Σ’ αυτό το μεταίχμιο από την Δύση στην Ανατολή, εννοώ. Μα στην Ελλάδα δεν έχω [δουλέψει] ακόμα.

Στην διάρκεια της 10χρονης ελληνικής κρίσης, ξαφνικά η Αθήνα είχε γίνει πόλος έλξης και μαστ για πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες διεθνώς, συμπεριλαμβανομένων και φωτογράφων…
Υποθέτω πως αντιπροσώπευε πολλά για την οικονομική κρίση και όλα αυτά.

Γαλλία 2019. © Olivia Arthur/MAGNUM PHOTOS a


Γιατί τα ζοφερά θέματα μοιάζουν να τραβάνε πιο πολύ την προσοχή;
Προσωπικά, θα έλεγα πως δεν είμαι καθόλου έτσι, το ζοφερό δεν είναι κάτι που αναζητώ. Αλλά, όντως, στην ντοκιμαντερίστικη φωτοδημοσιογραφία υπάρχει η τάση προς το ζοφερό, πολλοί είναι εκείνοι που θα προσπεράσουν μια, έτσι, πιο ζεστή πλευρά της πραγματικότητας. Ίσως επειδή είναι καμιά φορά δύσκολο να διαφοροποιηθείς από αυτό που θα ονομάζαμε «φωτογραφία λάιφταϊλ», ή από κάτι που δίνει την αίσθηση του πιο εμπορικού. Προσωπικά, εκείνο που θέλω να επικοινωνήσω είναι η ζεστασιά –και η οικειότητα. Δεν προσπαθώ να κάνω τα πράματα να φαίνονται αρνητικά, ή ζοφερά…

Είναι, όμως, σαν το γνωστό δημοσιογραφικό «no news is good news» να έχει αλώσει και την φωτογραφία –τα ετήσια βραβεία φωτογραφίας, ας πούμε, συνήθως απονέμονται…
Στις πιο σκληρές! Είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεις εκείνες που δεν είναι σκληρές, ή ζοφερές, αλλά έχουν την ίδια συναισθηματική δύναμη με εκείνες. Και αν πας προς το θετικό, πρέπει να βρεις τρόπο να αποφύγεις τα κλισέ. Να προσπαθήσεις να αποφύγεις εικόνες που συνέχεια βλέπουμε σε άλλους χώρους. Μερικοί [φωτογράφοι], ξέρεις, έχουν αυτόν τον απαράβατο κανόνα, «όχι χαμόγελα».

Άντε! Γιατί;
Δεν ξέρω…

Επειδή το χαμόγελο κάνει πολύ… οδοντόκρεμα;
Ναι, απλώς μοιάζει πιο εμπορικό, φαντάζομαι… Ενώ είναι μόνο μια άλλη πλευρά της πραγματικότητας. Προσωπικά, επειδή κάνω πολύ πορτρέτο, εκείνο που ψάχνω στους ανθρώπους που φωτογραφίζω είναι η δύναμη. Η δική τους δύναμή, που υπάρχει όσο ευάλωτοι κι αν είναι.

Διάβαζα μια ρήση της Μπέρενις Άμποτ [κορυφαία Αμερικανίδα φωτογράφος πορτρέτων, 1898–1991]: «η φωτογραφία βοηθάει τον κόσμο να δει». Θα συμφωνούσες;
Ναι, μόνο που σήμερα έχουμε τόσο πολλή φωτογραφία που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να βλέπουν. Αυτό είναι το θέμα. Είναι σχεδόν λες και πρέπει να ξαναμάθουμε να βλέπουμε. Γιατί πάει ο κόσμος σε ένα θαυμάσιο ιβέντ, και είναι εκεί, αλλά το κοιτάζει μέσα από την οθόνη του τηλεφώνου του. Αυτό είναι τρομακτικό, εντάξει; Το θέμα είναι να είσαι παρών και να αισθάνεσαι ότι είσαι εκεί. Και νομίζω ότι όλοι μας κάπου παλεύουμε μ’ αυτό. Ξέρω ότι κι εγώ παλεύω μ’ αυτό… Η ζωή είναι τόσο γρήγορη, κι εμείς όλο τρέχουμε από το ένα στο άλλο.

Αλήθεια, μέσα στους τελευταίους μήνες με τον πόλεμο, σου ήρθε ποτέ να ανέβεις, ξερωγώ, σ’ ένα πούλμαν και να πας στην Ουκρανία να φωτογραφίσεις;
Μμμ… Ποτέ μου δεν έχω υπάρξει πολεμική φωτογράφος, και δεν νομίζω ότι είμαι καλή σ’ αυτό. Το περισσότερο που έχω ζήσει ποτέ, ήταν όταν πρωτοξεκινούσα ως φωτογράφος και ζούσα και δούλευα στην Ινδία, και ήμουν πάνω, στο Κασμίρ, κι ήταν η πρώτη φορά που ένα πούλμαν θα περνούσε τα σύνορα, κι ήταν μεγάλη είδηση, οπότε είχαμε πάει όλοι εκεί. Και γίνεται επίθεση στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν οι επιβάτες του πούλμαν… Θυμάμαι να πέφτουν πυροβολισμοί κι εμείς να είμαστε ακριβώς εκεί στην μπροστινή πύλη! Δεν είμαι εγώ για τέτοια! Ο κάθε άνθρωπος έχει άλλο κίνητρο, και προσωπικά βρίσκω ότι [αυτό το είδος φωτογραφίας] είναι δύσκολο, και εξουθενωτικό, και επικίνδυνο, οπότε οφείλεις να έχεις πραγματικά ισχυρό κίνητρο. Εκεί, δεν είναι μόνο η ανάγκη να πεις μια ιστορία, υπάρχει και κάτι άλλο: το να είσαι μέρος της διαμόρφωσης της Ιστορίας και να την απαθανατίζεις. Έχω τεράστιο σεβασμό για τους φωτογράφους που το κάνουν αυτό. Εγώ είμαι πολύ αργή για κάτι τέτοιο. Εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο να γνωρίζω τους ανθρώπους και να απαθανατίζω την οικειότητα…

AppleMark © Olivia Arthur/MAGNUM PHOTOS


Πιστεύεις ότι όλες αυτές οι αμέτρητες, πανταχού παρούσες φωτογραφίες πολέμου και ανθρώπινης δυστυχίας μάς έχουν κάνει κάπως απαθείς; Αχά, το πιστεύω. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει με πολλά είδη εικόνας, έχουμε πάθει κορεσμό, κόπωση από τέτοιες φωτογραφίες. Πρέπει [οι φωτογράφοι] να βρούμε νέους τρόπους όχι απλά να δείχνουμε τι υπάρχει εκεί έξω, αλλά να συνδεόμαστε με το κοινό, να το συγκινούμε κανονικά. Έχουμε γίνει τόσο αποστασιοποιημένοι, δεν αισθανόμαστε συγκίνηση πια, πράγμα που είναι φοβερό. Κι επίσης, τις βλέπουμε [τις φωτογραφίες] τόσο φευγαλέα σήμερα. Εκεί που τις κοιτάζουμε, ξαφνικά, πούφ! μας προσπερνάνε σε μια οθόνη. Δεν είναι όπως ήταν μια δισέλιδη φωτογραφία σε ένα περιοδικό, που την κοιτούσες και την κοιτούσες… Κι είναι κι αυτό επίσης ένα πρόβλημα.

Οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση της Ολίβια Άρθουρ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα