ΜΠΟΡΙΣ ΤΖΟΝΣΟΝ: Ο ΜΑΓΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ ΠΟΥ ΤΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΤΑ ΚΟΛΠΑ
Η άνοδος και η -εκκωφαντική- πτώση του πιο αμφιλεγόμενου πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Μετά τη συντριπτική του νίκη στις εθνικές εκλογές του 2019, ο Μπόρις Τζόνσον, ο νέος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, έδειχνε να παίζει χωρίς αντίπαλο. Η πλειοψηφία που κέρδισε σηματοδότησε το τέλος της κοινοβουλευτικής σύγκρουσης για το Brexit, ενώ την ίδια στιγμή το Εργατικό Κόμμα είχε καταρρεύσει μέσα σε μια εσωτερική κρίση. Ακόμα και οι επικριτές μέσα στο ίδιο του το κόμμα σταμάτησαν να τον αμφισβητούν.
Οι Συντηρητικοί τον είχαν εκλέξει αρχηγό μήνες νωρίτερα, όχι επειδή είχε επιδείξει κάποια ιδιαίτερη κυβερνητική ικανότητα στις προηγούμενες θέσεις απ’ τις οποίες πέρασε, αλλά επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσε να κερδίσει εκεί που οι άλλοι δεν μπορούσαν -και πράγματι τους επιβεβαίωσε πανηγυρικά.
Μπορεί ο Μπόρις Τζόνσον να σταμάτησε να είναι δημοφιλής στους βουλευτές του, από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι παρευρέθηκε σε πάρτι κατά τη διάρκεια του lockdown, ωστόσο ήταν ο άνθρωπος που είχε εντυπωσιάσει τους Βρετανούς ψηφοφόρους σε περιοχές της χώρας που το κόμμα του δεν είχε καν ονειρευτεί ότι θα μπορούσε να κερδίσει ποτέ. Έτσι, η ιδέα ότι ο Τζόνσον θα μπορούσε να περάσει μια δεκαετία ή και περισσότερο ως ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ φαινόταν μέχρι πρόσφατα κάτι παραπάνω από λογική.
Όμως δυόμισι χρόνια μετά, όλα τελείωσαν και η πτώση του από την εξουσία ήταν εκκωφαντική.
Από τη Νέα Υόρκη στις Βρυξέλλες
Ο Μπόρις Τζόνσον γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1964 και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μεταξύ των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, με την -πολύ πλούσια- οικογένειά του να μετακομίζει συνεχώς.
Σχολείο τελείωσε στο φημισμένο Ήτον και συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1983 για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία. Εκεί γνώρισε και την πρώτη του σύζυγο, την Αλέγκρα Μόστυν-Όουεν.
Μετά την αποφοίτησή του ξεκίνησε την καριέρα του στη δημοσιογραφία, εντάχθηκε στους Times ως ασκούμενος προτού τελικά απολυθεί επειδή κατασκεύασε ένα ψεύτικο σχόλιο μέσα σε ένα άρθρο.
Στα 25 του έγινε ανταποκριτής της Daily Telegraph στις Βρυξέλλες, φτιάχνοντας όνομα μέσα από κείμενα που αμφισβητούσαν και γελοιοποιούσαν τους νόμους και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι αναγνώστες της -ούτως ή άλλως- ευρωσκεπτικιστικής Telegraph αγκάλιασαν αυτά τα κείμενα σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Σερ Τζον Μέιτζορ αντιμετώπιζαν το ακανθώδες ζήτημα της Ευρώπης.
Τα άρθρα του μπορεί να τραβούσαν την αλήθεια απ’ μαλλιά, αλλά έκτοτε του πιστώθηκε ότι αναζωογόνησαν τις αιτίες του ευρωσκεπτικισμού.
Τα πάντα -συμπεριλαμβανομένων των ρούχων, του αυτοκινήτου και του διαμερίσματός του- ήταν ένα χάος. Αλλά αυτή η περσόνα κατάφερε να αφοπλίσει τους αντιπάλους του και να τους αναγκάσει να πετάξουν κάτω τα όπλα τους.
“Ο Μπόρις ήταν πολύ έξυπνος στο να δημιουργεί μια εικόνα και να χαμηλώνει τις προσδοκίες που είχαν οι υπόλοιποι από εκείνον, έτσι ώστε οι συνάδελφοι του να πιστεύουν ότι βάδιζε σε λάθος δρόμο και να μην καταλαβαίνουν τι πραγματικά έκανε’, είπε ο δημοσιογράφος των Times, Μάικλ Μπίνιον.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις Βρυξέλλες παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Μαρίνα Γουίλερ.
Η επιστροφή στο Λονδίνο
Πέντε χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Λονδίνο και άρχισε να εργάζεται ως τακτικός αρθρογράφος της Telegraph. Τα προσβλητικά σχόλια που κάθε τόσο εκτόξευε μέσα απ’ τη στήλη του θα προσέλκυαν την προσοχή που θα χρειαζόταν, καθώς σύντομα θα ξεκινούσε την πολιτική καριέρα του. Ήταν περίπου την ίδια εποχή που ο μελλοντικός πρωθυπουργός άρχισε να εμφανίζεται στο τηλεπαιχνίδι του BBC, “Have I Got News For You”.
Αυτές οι εμφανίσεις του τον σύστησαν σε ένα ευρύτερο κοινό και από εκεί θεωρείται ότι η περσόνα “Boris” άρχισε να περνάει στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού.
Το 1999 ανέλαβε τη διεύθυνση του Spectator, ρόλο που του δόθηκε από τον ιδιοκτήτη με την προϋπόθεση ότι θα εγκατέλειπε τις προσπάθειες να μπει στο Κοινοβούλιο. Αλλά δύο χρόνια αργότερα εξελέγη βουλευτής στην ασφαλή συντηρητική έδρα του Χένλεϊ στο Οξφορντσάιρ.
Παρά τα σχέδιά του για ανώτερα αξιώματα, η πρώιμη περίοδος του Τζόνσον στα κοινά τον άφησε απογοητευμένο.
Ο Τζόνσον λαχταρούσε την εξουσία, αλλά στα μέσα των 00s το κόμμα του φαινόταν ότι θα ήταν για πολύ καιρό ακόμα μακριά απ’ την κυβέρνηση.
Την ίδια περίοδο, αναγκάστηκε να πάει μέχρι το Λίβερπουλ για να ζητήσει συγγνώμη για ένα άρθρο του όπου ισχυριζόταν ότι οι κάτοικοι της πόλης θέλουν να παίζουν μονίμως το θύμα και όπου κατηγόρησε εσφαλμένα τους “μεθυσμένους οπαδούς” για την τραγωδία του Χίλσμπορο το 1989.
Το 2005 παραιτήθηκε από τον Spectator, απέκτησε μια σημαντική θέση δίπλα στον νέο ηγέτη των Συντηρητικών, Ντέιβιντ Κάμερον, και συνέχισε τη δουλειά του ως αρθρογράφος, αυτήν τη φορά στην Daily Telegraph.
Ο εκκεντρικός δήμαρχος
Στη συνέχεια ο Τζόνσον έβαλε στο μάτι τη θέση του δημάρχου του Λονδίνου και το 2008 θριάμβευσε κερδίζοντας το 53% των ψήφων. Το αποτέλεσμα έδειξε την ευρεία εκλογική απήχηση του και έκανε πολλούς Συντηρητικούς να αναρωτηθούν: “εφόσον μπορεί να κερδίσει τους Εργατικούς στο Λονδίνο, τι θα μπορούσε να κάνει σε όλη την υπόλοιπη χώρα;”.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, τα ΜΜΕ δεν θα σταματήσουν να ασχολούνται με τις εκκεντρικότητές του.
Στην πρώτη του θητεία είδε αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη της διοίκησής του να αποχωρούν, ενώ επικρίθηκε και για το πως αντέδρασε στις ταραχές που ξέσπασαν το 2011. Ωστόσο, θα επανεκλεγεί και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2012 θα του προσφέρουν ακόμα μεγαλύτερη δημοσιότητα.
Το 2016 επέλεξε να μην κατέβει και τρίτη φορά ως υποψήφιος. Θα φύγει με τους περισσότερους απ’ τους μισούς κατοίκους του Λονδίνου να πιστεύουν ότι έκανε καλή δουλειά.
Για τους εκατοντάδες επικριτές του όμως, ο Τζόνσον παρέμεινε ένας επιφανειακός πολιτικός χωρίς ουσία. Ένας γελωτοποιός που δεν πρέπει με τίποτα να του επιτραπεί να πλησιάσει το υψηλό αξίωμα του πρωθυπουργού -όμως εκεί ακριβώς έβαζε τον στόχο του ο φιλόδοξος κύριος Τζόνσον.
Brexit: Η ευκαιρία του να “λάμψει”
Η επιστροφή του στη Βουλή ως βουλευτής στις εκλογές του 2015 πυροδότησε εικασίες ότι ερχόταν για να πάρει τη δουλειά του Ντέιβιντ Κάμερον. Ήταν η χρονιά που ο Κάμερον κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές, αλλά σύντομα θα έβαζε ένα στοίχημα που θα τον οδηγούσε εκτός πρωθυπουργίας σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο.
Η Ευρώπη ήταν πάντα ένας πονοκέφαλος για τους συντηρητικούς πρωθυπουργούς και όσο η κρίση της ευρωζώνης συνεχιζόταν, και τα κράτη-μέλη πίεζαν για περαιτέρω ενσωμάτωση και ταυτόχρονα αυξάνονταν και οι μεταναστευτικές ροές, ο Κάμερον κατέληξε στην άποψη ότι θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα για το αν η Βρετανία θα έπρεπε να παραμείνει στην ΕΕ.
Ήταν μια απόφαση που οι σύμμαχοί του τη θεωρούσαν αναπόφευκτη, δεδομένης της αυξανόμενης ισχύος του UKIP υπό τον Νάιτζελ Φάρατζ, ο οποίος είχε τρομοκρατήσει τους ευρωσκεπτικιστές του Συντηρητικού Κόμματος. Η προσέγγισή του ήταν να επιχειρήσει μια επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης της Βρετανίας με τις Βρυξέλλες και στη συνέχεια να διεξαγάγει δημοψήφισμα. Πήρε τη νέα του συμφωνία το 2016 και η ψηφοφορία ορίστηκε για τις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους. Όμως ένα από τα βασικά ερωτήματα ήταν ποια πλευρά θα υποστήριζε ο Μπόρις Τζόνσον.
Μια δήλωση υπέρ το “Remain” θα εγγυόταν σχεδόν σίγουρα τη νίκη για τον Κάμερον και για όσους ήθελαν η Βρετανία να παραμείνει στην ΕΕ. Ωστόσο, αν υποστήριζε το αντίθετο, πράγμα που θα έκανε τελικά, όλα θα παίζονταν.
Πολλές αμφιβολίες διατυπώθηκαν σχετικά με το κίνητρο της τελικής του απόφασης. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Κάμερον, υποστηρίζουν μέχρι σήμερα ότι ο Τζόνσον επέλεξε το Brexit για να βοηθήσει την καριέρα του.
Πράγματι, ο Μπόρις Τζόνσον έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκστρατεία που ακολούθησε, προτρέποντας τον κόσμο να ψηφίσει υπέρ του Brexit και να “πάρει ξανά τον έλεγχο”.
Συνολικά το 52% των ψηφοφόρων υποστήριξε το Brexit και ένας απογοητευμένος Κάμερον αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ως αιχμή του δόρατος της επιτυχημένης εκστρατείας, ο Τζόνσον βρέθηκε στον προθάλαμο της εξουσίας, όμως αρνήθηκε να κατέβει ως υποψήφιος για την ηγεσία των Συντηρητικών.
“Έχοντας συμβουλευτεί συναδέλφους και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες στο κοινοβούλιο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αυτό το άτομο (σ.σ. ο νέος ηγέτης των Τόρις) δεν μπορεί να είμαι εγώ”, θα δηλώσει στους δημοσιογράφους.
Η Τερέζα Μέι ορκίστηκε ως η νέα ηγέτης των Τόρις και πρωθυπουργός της χώρας. Έχοντας κάνει εκστρατεία υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, ήταν αποφασισμένη να αποδείξει τη δέσμευσή της στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και έτσι προχώρησε στον διορισμό βασικών υπέρμαχων του Brexit στο υπουργικό συμβούλιο της. Προς έκπληξη πολλών, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Μπόρις Τζόνσον να γίνει υπουργός Εξωτερικών.
Η περίοδος του σε ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα του κράτους αμαυρώθηκε από μια σειρά από γκάφες.
Για παράδειγμα, συνέκρινε τον Γάλλο Πρόεδρο με έναν ναζί δεσμοφύλακα για τη στάση του απέναντι στο Brexit και κατηγορήθηκε ως “αναίσθητος” αφού απήγγειλε ένα ποίημα της εποχής της αποικιοκρατίας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, το οποίο περιελάμβανε τη φράση “έλα πίσω Άγγλε στρατιώτη”, ενώ επισκεπτόταν έναν από τους πιο ιερούς τόπους στη Μιανμάρ, που ήταν πρώην βρετανική αποικία.
Αλλά το πιο σοβαρό λάθος του αφορούσε τη Ναζανίν Ζαχάρι Ράτκλιφ, μια Βρετανο-Ιρανή φυλακισμένη στο Ιράν. Το 2017, κατά τη διάρκεια μίας σύσκεψης, καταδίκασε δημόσια τη φυλάκισή της για κατασκοπεία, προσθέτοντας ότι το μόνο που έκανε ήταν “απλώς να διδάσκει στους ανθρώπους δημοσιογραφία”. Αυτή η έμμεση παραδοχή της “δουλειάς” που έκανε η Ζαχάρι, οδήγησε την ιρανική κυβέρνηση να αυξήσει την ποινή της -και ας έλεγε η οικογένειά της ότι όλα αυτά είναι αναληθή.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Εξωτερικών, ο Μπόρις Τζόνσον κατέστησε σαφές ότι ήθελε μια πιο σκληρή ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση από τους υπόλοιπους στην κυβέρνηση. Η Μέι δεν κατάφερε να βρει μια θέση που να ενώνει το αντιμαχόμενο υπουργικό συμβούλιο. Αν και κάποια στιγμή δήλωσε ότι το συμβούλιο είχε συμφωνήσει με τις προτάσεις της, αυτή η συμφωνία δεν κράτησε.
Δύο μέρες αργότερα ο Ντέιβιντ Ντέιβις, τότε υπουργός για το Brexit, παραιτήθηκε. Ο Μπόρις Τζόνσον έκανε το ίδιο την επόμενη μέρα.
Από εκείνο το σημείο και μετά ο Τζόνσον έγινε ένας από τους πιο ένθερμους κριτικούς της Μέι. Ήταν ένας από τον στρατό των ανταρτών των Τόρις που καταψήφισαν δύο φορές τις προτάσεις της Μέι για το Brexit στο κοινοβούλιο, ψηφίζοντας υπέρ μόνο την τρίτη φορά τον Μάρτιο του 2019, όταν η πρωθυπουργός είχε ήδη δεσμευτεί να παραιτηθεί αν το κοινοβούλιο δεν εγκρίνει το σχέδιό της.
Παρά την υποστήριξή του, οι προτάσεις ηττήθηκαν για άλλη μια φορά. Η Μέι παραιτήθηκε, πυροδοτώντας και επισήμως τον διαγωνισμό για την ηγεσία στον οποίο ήδη συμμετείχε άτυπα ο Τζόνσον εδώ και μήνες.
Ο Μπόρις πρωθυπουργός
Ο αγώνας για την αντικατάσταση της Μέι στον πρωθυπουργικό θώκο κατέληξε σε έναν αγώνα μεταξύ του Τζέρεμι Χαντ, τότε υπουργού Εξωτερικών, και του Τζόνσον.
Η υπόσχεση του τελευταίου να επιτύχει το Brexit, ακόμη και χωρίς εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, έγινε η διαχωριστική γραμμή -και όταν ήρθαν τα αποτελέσματα στις 23 Ιουλίου 2019, το 66% των μελών του Συντηρητικού Κόμματος που είχαν ψηφίσε, επέλεξαν υπέρ του Τζόνσον.
Η νίκη του χαιρετίστηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είπε στους δημοσιογράφους ότι είναι ένας “πολύ καλός άνθρωπος”, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα και ως “Τραμπ της Βρετανίας”.
Σε μια ομιλία του στα σκαλιά της Ντάουνινγκ Στριτ, ο νέος πρωθυπουργός είπε ότι θα αποδείξει ότι “οι αμφισβητίες και οι καταστροφολόγοι κάνουν λάθος” και πως θα βγάλει την υποθεση Brexit εις πέρας.
Ο πρωθυπουργός μπορεί να άλλαξε, αλλά οι κοινοβουλευτικοί αριθμοί όχι και έτσι ο Τζόνσον κληρονόμησε το ίδιο πολιτικό τέλμα που είχε παρασύρει και την προκάτοχό του. Στα τέλη Αυγούστου 2019 ζήτησε από τη βασίλισσα να κλείσει τη Βουλή, πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα συνεδρίαζε για πέντε βδομάδες μεταξύ 9 Σεπτεμβρίου και 14 Οκτωβρίου. Η προθεσμία για το τέλος των διαπραγματεύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου για το Brexit με την ΕΕ ήταν η 31η Οκτωβρίου.
Ο Τζόνσον υποστήριξε ότι αυτό ήταν για να επιτρέψει στην κυβέρνησή του να καθορίσει μια νέα νομοθετική ατζέντα, αλλά οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να φιμώσει όσους είναι εναντίον ενός Brexit χωρίς συμφωνία.
Λίγες μέρες πριν τεθεί σε ισχύ η αναβολή, η αντεπίθεση από βουλευτές που αντιτάχθηκαν στον πρωθυπουργό ήταν γρήγορη και άνευ προηγουμένου. Είκοσι ένας βουλευτές των Συντηρητικών που είχαν υποστηρίξει την κίνηση διαγράφηκαν αμέσως από το κόμμα. Ο Τζόνσον αναγκάστηκε να παρατείνει τις συνομιλίες για το Brexit πέραν της αρχικής προθεσμίας. Πλέον η κρίσιμη μέρα ήταν η 31η Ιανουαρίου 2020. Μέχρι να φτάσουμε όμως εκεί, ο Τζόνσον αιφνιδίασε τους πάντες όταν προκήρυξε εκλογές και τις κέρδισε, με ποσοστά που οι Συντηρητικοί είχαν να δουν από την εποχή της Θάτσερ. Πλέον είχε την πλειοψηφία που χρειαζόταν για να υπερψηφιστεί το σχέδιο για Brexit που είχε εκπονήσει -πράγμα που έγινε τελικά.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε επίσημα από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020, εισερχόμενο σε μια μεταβατική περίοδο που θα διαρκούσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Εκείνη τη χρονιά ο Μπόρις Τζόνσον θα παντρευόταν την πρώην βοηθό επικοινωνίας του Συντηρητικού Κόμματος, Κάρι Σίμοντς, που ήταν έγκυος στο παιδί του. Και μετά ήρθε ο COVID-19.
Ετοιμοθάνατος από κορονοϊό
Αρχικά δεν πήρε και πολύ στα σοβαρά την πανδημία. Καθώς ο ιός εξαπλωνόταν, ο Τζόνσον συνέχιζε να καθησυχάζει τους πολίτες λέγοντας ακόμη και στις αρχές Μαρτίου του 2020 ότι συνέχιζε να κάνει χειραψίες με όλους, ακόμη και ασθενείς με κορονοϊό.
Σύντομα όμως ο τόνος του άλλαξε. Σε συνέντευξη Τύπου στις 9 Μαρτίου, αναγνώρισε το μέγεθος αυτού που ερχόταν, προειδοποιώντας ότι “πολλές ακόμα οικογένειες θα χάσουν τους αγαπημένους τους πριν από την ώρα τους”.
Τις ημέρες που ακολούθησαν οι περιορισμοί αυξήθηκαν, σχεδόν τα πάντα έκλεισαν και σε λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την επιβολή του πρώτου εθνικού lockdown, η Ντάουνινγκ Στριτ ανακοίνωσε ότι ο Τζόνσον βρέθηκε θετικός. Θα οδηγηθεί στο νοσοκομείο με τις αρχικές αναφορές να λένε ότι η εισαγωγή του έγινε για “προληπτικούς λόγους”, αλλά την επόμενη ημέρα επιβεβαιώθηκε ότι είχε μεταφερθεί σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Σε συνεντεύξεις που έδωσε μετά την ανάρρωσή του, αποκάλυψε ότι οι γιατροί εξέταζαν εάν θα τον διασωληνώσουν και ότι η κατάστασή του ήταν τόσο σοβαρή που στην κυβέρνηση γίνονταν προετοιμασίες για το πώς θα ανακοινωθεί ο θάνατός του.
Όσο ο Τζόνσον ανάρρωνε και περνούσε χρόνο με τον νεογέννητο γιο του -ο οποίος είχε γεννηθεί λίγες μέρες μετά το εξιτήριο του από το νοσοκομείο- προέκυψε ένα νέο σκάνδαλο που επρόκειτο να αποδειχτεί κρίσιμο για την πρωθυπουργία του.
Στις 23 Μαΐου 2020, ο Guardian και η Daily Mirror ανέφεραν ότι η αστυνομία μίλησε με τον κ. Κάμινγκς, έναν απ’ του βασικούς τους συμβούλους, για πιθανή παραβίαση των κανόνων του lockdown. Ο σύμβουλος του Τζόνσον το παραδέχτηκε αργότερα, λέγοντας ότι έσπασε την καραντίνα για να κάνει κάποιες ιατρικές εξετάσεις. Ο πρωθυπουργός, παρά την κοινή γνώμη που ήταν έξαλλη μαζί του και φυσικά δεν τον είχε πιστέψει, επέλεξε να τον στηρίξει. Τον Νοέμβριο του 2020 ο Κάμινγκς θα παραιτούταν από μόνος του.
Το πρόγραμμα εμβολιασμού της Βρετανίας θα εντυπωσιάσει και ο Βρετανός πρωθυπουργός θα κερδίσει τα θετικά σχόλια ακόμη και των αντιπάλων του. Όμως μέσα στο 2021 η συμπεριφορά του θα τραβήξει και πάλι αρνητικά την προσοχή.
Σκάνδαλα, σκάνδαλα, σκάνδαλα
Ερωτήματα άρχισαν να εγείρονται σχετικά με το ποιος πλήρωσε για τις διακοπές του στην Καραϊβική στις αρχές του 2020. Ερωτήματα επίσης σχετικά με το ποιος πλήρωσε για τις ακριβές ανακαινίσεις στο διαμέρισμά στην Ντάουνινγκ Στριτ όπως και ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ανατέθηκαν οι συμβάσεις στο αποκορύφωμα της πανδημίας και εάν δόθηκε προνομιακή μεταχείριση σε δωρητές και συνεργάτες των Τόρις.
Αυτές οι ιστορίες έσκασαν και σιγά σιγά ξεθώριασαν, αλλά ποτέ δεν έφυγαν εντελώς.
Υπήρχαν επίσης αυξανόμενες ερωτήσεις από εκείνους μέσα στο κόμμα του σχετικά με το πώς ο κ. Τζόνσον χειριζόταν μια σειρά άλλων προβλημάτων: από τις ουρές στα πρατήρια καυσίμων και τις ελλείψεις οδηγών φορτηγών, μέχρι τις μάχες που ήταν απίθανο να κερδίσει με δωρεάν σχολικά γεύματα, έως αυξανόμενες διελεύσεις μεταναστών και αυξήσεις φόρων για την πληρωμή των εκκρεμοτήτων του NHS και της κοινωνικής περίθαλψης -όλα αυτά στο πλαίσιο του πληθωρισμού, με τις τιμές να αυξάνονται παντού.
Με κάθε λάθος χειρισμό, εγείρονταν περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με την κρίση του Μπόρις Τζόνσον και το στυλ ηγεσίας του.
Αλλά όταν άρχισαν να εμφανίζονται αναφορές για “πάρτι πανδημίας” που λάμβαναν χώρα στην Ντάουνινγκ Στριτ και στο Γουάιτχολ, τις ημέρες που η υπόλοιπη χώρα δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να κάνει κάτι τέτοιο, αυτός και η ομάδα του αρνήθηκαν επανειλημμένα οποιαδήποτε παρανομία.
Και όταν άρχισαν να εμφανίζονται φωτογραφίες, βίντεο και emails που έρχονταν σε αντίθεση με αυτές τις διαχεύσεις, ο Τζόνσον δεν πτοήθηκε. Συνέχισε να αρνείται κατηγορηματικά τη συμμετοχή του.
Η πρώην γραμματέας Τύπου του, Αλέγκρα Στράτον, ήταν το μόνο μέλος του προσωπικού που παραιτήθηκε, μετά από ένα βίντεο που εξασφάλισε το ITV News που την έδειχνε να αστειεύεται για ένα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020.
Τελικά ο Τζόνσον δεν κατάφερε να αποφύγει να ζητήσει και ο ίδιος δημοσίως συγγνώμη επειδή αποδεδειγμένα παρευρέθηκε σε τουλάχιστον μία από αυτές τις εκδηλώσεις. Σύντομα, και το “partygate” θα ξεχνιόταν όμως, εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το τέλος του θα το έφερνε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα σε μια ιδιωτική λέσχη των Τόρις.
Το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης αποκαλύφθηκε ότι ο Κρις Πίντσερ, αναπληρωτής αρχηγός στον τομέα εξεύρεσης και διατήρησης ψήφων, είχε παραιτηθεί, γράφοντας στον πρωθυπουργό ότι είχε “πιεί πάρα πολύ” το προηγούμενο βράδυ.
Η εκκωφαντική πτώση
Αμέσως έγινε γνωστό ότι ο Πίντσερ κατηγορήθηκε ότι θώπευσε δύο άνδρες χωρίς την συγκατάθεσή τους στο Carlton Club, ενώπιον πολλών βουλευτών των Τόρις. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η Ντάουνινγκ Στριτ θα άλλαζε συνεχώς γραμμή σχετικά με τα πόσα γνώριζε ή δεν γνώριζε ο Τζόνσον για το περιστατικό.
Οι υπουργοί έβγαιναν σε εκπομπές για να στηρίξουν την κυβερνητική γραμμή, και μετά από λίγο διαπίστωναν ότι είχαν παραπλανηθεί από τον ίδιο τον Μπόρις Τζόνσον.
Η κατάσταση ξέφυγε. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του υπουργικού συμβουλίου παρέμεινε αρχικά πιστό, οι παραιτήσεις του υπουργού Οικονομικών, Ρίσι Σούνακ, και του υπουργού Υγείας, Σατζίντ Τζαβίντ, προκάλεσαν ένα κύμα αποχωρήσεων και από πιο κατώτερα στελέχη της κυβέρνησης.
Η ταχύτητα με την οποία η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη ήταν ιλιγγιώδης, με τον ίδιο τον Τζόνσον να είναι σχεδόν σε άρνηση, να μη βλέπει ότι η πρωθυπουργία του κατέρρεε γύρω του. Αλλά αυτή τη φορά, αυτή η αλλοπρόσαλλη γοητεία και αυτό το ακατανόητο χάρισμα που τον έφεραν στην εξουσία δεν λειτούργησαν. Η χαώδης χαρισματική περσόνα που κάποτε ήταν η δύναμή του είχε γίνει πλέον αδυναμία στα μάτια των βουλευτών του. Και το τέλος του ήρθε με θόρυβο.