Ο Νίκος Πουρσανίδης έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι “εκείνο το παιδάκι απ’ τα Εγκλήματα”
Μια συζήτηση με τον Έλληνα ηθοποιό για τον "Ματωμένο Γάμο" του Λόρκα όπου πρωταγωνιστεί, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, το "Lost Daughter" και την επιτυχία που χτύπησε την πόρτα του απ' την εφηβεία κιόλας.
- 05 Ιουλίου 2022 06:54
Ο Νίκος Πουρσανίδης έγινε ένα household πρόσωπο μέσα σε μια νύχτα, όταν ακόμα ένα επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς αρκούσε για να σε κάνει διάσημο. Όμως τα χρόνια μετά απ’ τα “Εγκλήματα” πέρασαν τόσο δημιουργικά για τον ίδιο, που αυτή η συμμετοχή του στα τελευταία επεισόδια της σειράς είναι κάτι που όχι απλά δεν τον χαρακτηρίζει, αλλά αποτελεί πια κάτι σαν ένα ενδιαφέρον trivia για το βιογραφικό του και τίποτα περισσότερο.
Συμμετοχή στο “Λιβάδι που δακρύζει” του Αγγελόπουλου, πρωταγωνιστικό/χαρακτηριστικό ρόλο στην “Πολυκατοικία”, στα “Άγρια Παιδιά”, στον “Καρυωτάκη”, στον “Όρκο” σήμερα και γενικά σε δεκάδες παραγωγές, σε τηλεόραση και θέατρο, έχουν καταστήσει τον 39χρονο ηθοποιό σε έναν απ’ τους πιο δημοφιλείς της γενιάς του.
Αυτό το καλοκαίρι περιοδεύει όλη την Ελλάδα πρωταγωνιστώντας σε ένα σπουδαίο έργο, στον ‘Ματωμένο Γάμο” του Λόρκα, σε μουσική μάλιστα του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ένα ταξίδι που ξεκίνησε θριαμβευτικά απ’ το Κατράκειο Θέατρο και συνεχίζεται σε όλη την Ελλάδα. Μιλήσαμε για το έργο και τον ρόλο του, αλλά και γενικότερα για τα έργα και τους ρόλους του.
Υποδύεσαι τον Λεονάρντο. Γιατί είναι ο μόνος χαρακτήρας που παρουσιάζεται με το όνομά του;
Είναι ο μόνος χαρακτήρας που έχει κερδίσει το όνομα του στην κοινωνία του έργου. Αυτός που δεν χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του. Δεν είναι ξεκάθαρο καν τι δουλειά κάνει. Αυτό το έκανε ο Λόρκα για να δείξει έναν χαρακτήρα που διεκδικεί να ζει την ζωή του ελεύθερα και σύμφωνα μ’ αυτά που ποθεί. Και αυτό που ποθεί στην ιστορία, είναι να ζήσει τον απόλυτο έρωτα με τη Νύφη. Και βέβαια, αυτό τον οδηγεί στο τέλος του, γιατί ακόμα κι αυτός δεν μπορεί να ξεφύγει από την μοίρα.
Υποτίθεται ότι είναι δυναμικός, ανεξάρτητος άντρας. Έχει κοινά με τον Κοβάλσκι που κάπου είπες ότι είναι ο πλέον αγαπημένος ρόλος που έπαιξες ποτέ στο θέατρο; Ποιες είναι οι ομοιότητες, οι διαφορές…
Οι μεγάλη ομοιότητα είναι ότι και οι δύο χαρακτήρες είναι γήινοι, πάρα πολύ έντονοι και τους χαρακτηρίζει μια ορμή που τους οδηγεί αλλά και τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Επίσης, είναι και οι δύο ποθητοί από τις γυναίκες αλλά και αυτοκαταστροφικοί.
Η μεγάλη τους διαφορά είναι ότι ο Λεονάρδο έχει μια βαθιά ποιητική πλευρά. Μπορεί να είναι απότομος σχεδόν με όλους όσους συναναστρέφεται αλλά με τη Νύφη είναι ένας ποιητής. Είναι σαν να είναι αυτός ο πραγματικός του εαυτός, τον οποίο βλέπει μόνο εκείνη. Και αυτό μέσα στο πλαίσιο τους μαγικού ρεαλισμού που διακατέχει το έργο είναι πάρα πολύ ταιριαστό και βαθιά αληθινό.
Σε κάποιον θεατή που δεν είναι υποψιασμένος, που δεν ξέρει αυτό το έργο ή γενικά τον Λόρκα, τι θα του πρότεινες να προσέξει ιδιαίτερα όσο βλέπει την παράσταση, σε ποια σημεία να επιστήσει την προσοχή του;
Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να προσέξει είναι ο λόγος του Λόρκα, μέσα από την εμβληματική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου. Αυτά τα οποία λέγονται, με τον τρόπο που λέγονται, είναι μεγαλειώδη. Πολλές φορές ο Νικορέστης μου έλεγε πως στην ατάκα που λέω ως Λεονάρδο “Να μη μιλάς και να καίγεσαι…” και στην συνέχειά της, πως είναι το ξέσπασμα του ίδιου του Λόρκα απέναντι στην κοινωνία και την ζωή την ίδια. Διαβάζοντας και ακούγοντας το κείμενο κάποιος, θα καταλάβει αμέσως πως πέρα από σπουδαίος ποιητής/συγγραφέας, ο Λόρκα ήταν και ένας πολύ παθιασμένος άνθρωπος.
Μαζί με τον λόγο, θα βάλω και τη μουσική, που παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στο έργο και ειδικά στην παράσταση μας, όπου έχει γράψει εξαιρετική μουσική ο Αλκίνοος.
Και τέλος, αυτό που ξεχωρίζει για μένα στο έργο είναι ο έρωτας. Και πιστεύω ξεχωρίζει για όλους. Είναι αλήθεια, πως από τις αναγνώσεις ακόμα, όπου μοιραζόμασταν όλοι τις σκέψεις μας, στις σκηνές του Λεονάρδο και της Νύφης, όπου κυριαρχεί ο έρωτας, η ενέργεια όλων ανέβαινε πάρα πολύ και μοιραζόμασταν ιστορίες έρωτα.
Τη μουσική θα την ερμηνεύσετε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Σε αγχώνει αυτό, πόσο μάλλον όταν είναι σε μελωδίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη και στίχους του Γκάτσου; Επίσης σε θυμάμαι να παίζεις ακορντεόν στο “Λιβάδι που δακρύζει” του Αγγελόπουλου. Ήξερες όντως; Παίζεις κι εδώ ακορντεόν;
Στο “Λιβάδι” ήθελε ο Αγγελόπουλος και η Καραΐνδρου να μάθω απλώς να κουνάω το ακορντεόν. Επειδή όμως με πιάνει μια εμμονή με αυτά που μου ζητούνται και αφοσιώνομαι απόλυτα, μέσα σε ένα μήνα, έμαθα να παίζω τα κομμάτια της ταινίας.
Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν είμαι σε ένα επίπεδο για να παίξω στον Ματωμένο Γάμο ακορντεόν. Στη Μήδεια του Μποστ όμως έπαιξα. Και μάλιστα με το ακορντεόν που είχα για να εξασκούμαι για το “Λιβάδι” και το οποίο μου το χάρισε ο Αγγελόπουλος.
Για τη μουσική γενικότερα για τον Ματωμένο Γάμο δεν αγχώνομαι. Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης έχουμε πολύ καλή σχέση με τη μουσική (κάποιοι άριστη!). Και το μεγάλο κέρδος για εμάς είναι ότι στις πρόβες, πέρα από τη μουσική διδασκαλία που μας έκανε ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, ο οποίος παίζει και στην παράσταση, μας δίδαξε και ο ίδιος ο Αλκίνοος. Ο οποίος, πέρα από τις γνώσεις του, κουβαλούσε στις πρόβες πολλή αγάπη και δύναμη για τον Λόρκα, εμάς και την παράσταση!
Θες να μου πεις λίγο γι’ αυτή τη μαγική σκηνή στην Κερκίνη, με το βυθισμένο χωριό, που φεύγατε με τις βάρκες και τις σημαίες; Τι θυμάσαι από το γύρισμα;
Θυμάμαι πηγαίναμε ξανά και ξανά για να την γυρίσουμε, γιατί δεν είχε πάντα συννεφιά και το φως δεν ήταν ιδανικό. Ξυπνούσαμε στις τρεις το πρωί, βαφόμασταν, ντυνόμασταν (γύρω στα εκατό άτομα μαζί τους βοηθητικούς ηθοποιούς), και φτάναμε στη λίμνη το χάραμα. Γυρίζαμε κάποια πλάνα με το φως που έχει το χάραμα, το οποίο μοιάζει με αυτό της συννεφιάς και μετά αν έβγαινε ο ήλιος περιμέναμε στη λίμνη να περάσει κάποιο σύννεφο ή κάναμε ακόμα ένα πλάνο κοντά στο σούρουπο. Την άλλη μέρα το ίδιο, μέχρι που πετύχαμε μια μέρα μια ωραία συννεφιά και το γυρίσαμε. Θυμάμαι να ψιχαλίζει και τον Αγγελόπουλο να μου χαμογελάει ενώ σκέπαζε το κεφάλι του με ένα λεπτό μπουφάν.
Σε έκανε αυτή η ταινία, μιας και ήσουν και αρκετά μικρός, να διαβάσεις περισσότερη ιστορία για να μπεις στο πνεύμα της. Μιλούσε για την εξορία, τον εμφύλιο… Είχες περάσει και στο τμήμα Ιστορίας αν δεν κάνω λάθος οπότε μια αγάπη θα την είχες ήδη φαντάζομαι για την ιστορία.
Αν δεν ήμουν ηθοποιός, θα ήθελα να ήμουν ιστορικός! Έχω μια μεγάλη αγάπη για την ιστορία και την αρχαιολογία. Ήξερα ήδη πολλά από βιβλία και από την οικογένεια μου. Σίγουρα όμως, έμαθα περισσότερα με την έρευνα που έκανα για την ταινία.
Αυτό που σκεφτόμουν όμως με τον ελληνικό κινηματογράφο, είναι πως παραασχολείται με τον ελληνικό εμφύλιο και πως όλα έχουν ήδη ειπωθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όταν ξεκίνησα να γράφω, έγραψα δύο διηγήματα, (τα οποία τώρα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο), από τα οποία, το πρώτο εκτυλίσσετε την περίοδο του εμφυλίου και το δεύτερο, αμέσως μετά. Το πρώτο, “Η Μαγεμένη Καρυδιά”, θα το σκηνοθετήσω σε μικρού μήκους ταινία. Οπότε κατάλαβα από πρώτο χέρι ότι τα εμφυλιακά χρόνια είναι βαθιά χαραγμένα στη ψυχή μας.
Έπαιξες στο Lost Daughter. Θες να μου πεις λίγο για την εμπειρία;
Ήταν μια υπέροχη εμπειρία, που έζησα στην covid εποχή. Και το λέω αυτό γιατί ήταν στην καρδιά της πανδημίας, όπου στις Σπέτσες είχε δημιουργηθεί μια ασφαλής φούσκα για τους ηθοποιούς και το συνεργείο. Η Maggie Gyllenhall ήταν εξαιρετική στην συνεργασία. Επειδή ήξερε πάρα πολύ καλά τι ήθελε, και επειδή είναι και ηθοποιός, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα όπου μπορούσαμε να δοκιμάσουμε ό,τι θέλουμε στους ρόλους μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο έτοιμη ήταν η Jesie Buckley, το πως έλαμπε η Olivia Colman και το πως η Maggie ερχόταν κοντά μου και μου ψιθύριζε στο αυτί, πράγματα που ήθελε να δοκιμάσω στην επόμενη λήψη.
Ξέρεις αναρωτιόμουν πάντα για τους Έλληνες ηθοποιούς που παίζουν σε ξένες παραγωγές, αν όταν τελειώνει η συμμετοχή τους και επιστρέφουν για τα καλά στην ελληνική “επαγγελματική” πραγματικότητα, αν μελαγχολούν. Συνέβη κάτι τέτοιο με σένα;
Αλήθεια είναι αυτό. Δεν συμβαίνει όμως μετά από όλες τις δουλειές στο εξωτερικό, γιατί επειδή είναι έξω, δεν πάει να πει ότι είναι ξεχωριστές. Και ελληνικές δουλειές όταν τελειώνουν μελαγχολώ. Γιατί ήταν υπέροχες και γιατί ανέπτυξα στενή σχέση με κάποιους ανθρώπους.
Θυμάμαι τον Ιταλό παραγωγό του Αγγελόπουλου όταν ήμασταν στο φεστιβάλ του Βερολίνου, που μου είπε: “Και τώρα τι; Το μεγάλο κενό;”. Έτσι ήταν. Το ένιωσα και μετά τον Frears, την Gyllenhall και την δουλειά που έκανα στο Ιράν. Νιώθω όμως ότι θα μελαγχολήσω και όταν σταματήσουμε να παίζουμε τον Ματωμένο Γάμο. Αγαπάω πολύ αυτό το έργο, το ρόλο, την ομάδα και την παράσταση που έχουμε δημιουργήσει.
Δεν έχω ούτε ένα βίντεο του εαυτού μου πώς ήμουν όταν πήγαινα τρίτη λυκείου, δεν ξέρω καν αν έχω φωτογραφία. Εσύ που έχεις ολόκληρη συμμετοχή στα Εγκλήματα, πώς νιώθεις που βλέπεις σήμερα τον εαυτό σου στα 17;
Την πρώτη μου συμμετοχή σε ταινία την έκανα όταν ήμουν δεκατεσσάρων, και τον πρώτο μεγάλο ρόλο στα δεκαέξι μου στην δευτέρα λυκείου. Ήταν το Κάθε Σάββατο του Βασίλη Βαφέα. Στην πρεμιέρα ήταν η Βαλέρια Γκολίνο, που την ήξερα από την ταινία “Τυφλοί Πιλότοι στα F16” και έπαθα σοκ όταν την άκουσα να μιλάει άπταιστα ελληνικά και έμαθα ότι είναι ελληνικής καταγωγής. Εκεί ήταν επίσης και ο Εμίρ Κουστουρίτσα που τον ήξερα από το Underground που επίσης είχε τύχει να δω.
Στο τέλος της Τρίτης Λυκείου έπαιξα στα Εγκλήματα. Το πρώτο επεισόδιο το είδα στο ξενοδοχείο που ήμουν για την Πενταήμερη μαζί με τον φίλο μου τον Αντώνη. Τα λέω κάπως έτσι ονειρικά, γιατί τότε κάπως έτσι τα ζούσα και με μια αίσθηση ότι θα τα αφήσω για να γίνω ποδοσφαιριστής ή ιστορικός. Δεν με ενδιέφερε να γίνω ηθοποιός οπότε δεν είχα μπει ποτέ στη διαδικασία πως θα με σκέφτεται ο κόσμος. Μετά τελικά, μπήκα στην σχολή του Εθνικού και με το που τέλειωσα το πρώτο έτος με πήρε ο Αγγελόπουλος. Οπότε μπήκα αμέσως στα βαθιά και στην δουλειά ως επαγγελματίας.
Επειδή όμως μου συνέβησαν τόσο γρήγορα τόσο σπουδαίες συνεργασίες στην πορεία μου, έβαζα πολλές ερωτήσεις στον εαυτό μου. Είμαι αρκετά καλός για να μου συμβαίνουν αυτά που μου συμβαίνουν; Θέλω πραγματικά να είμαι ηθοποιός ή απλώς πάω με το κύμα και τη ροή της ζωής μου χωρίς αντίσταση. Όταν πια έζησα στο Λονδίνο, συνειδητοποίησα πόσο πολύ αγαπώ αυτή τη δουλειά και πόσο πολύ έχω ανάγκη να εκφραστώ καλλιτεχνικά. Και έτσι άρχισα να γράφω, κάτι που με βοηθάει και στην υποκριτική. Νομίζω το κυριότερο που με απασχολεί πια, είναι να κάνω συνεργασίες που να με βοηθούν να προχωρώ σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Και μαζί μ’ αυτό, αυτό που καταθέτω στην σκηνή, μπροστά στον φακό ή στις σελίδες που γράφω, να συγκινεί τους ανθρώπους που είναι ανοιχτοί να συν-κινηθούν.