40 ΧΡΟΝΙΑ “ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ”, ΕΝΑΣ ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Ο Γιώργος Σγουράκης, δημιουργός της μακροβιότερης εκπομπής πολιτισμού της ελληνικής τηλεόρασης, μιλάει στο Magazine για όσα έχει ζήσει μπροστά και πίσω από τις κάμερες μαζί με ιερά τέρατα όπως ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Κατράκης, ο Τσαρούχης και, φυσικά, ο ένας και μοναδικός Μίκης.

Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Αλέξης Μινωτής, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Κατράκης, Κική Δημουλά, Μανόλης Ανδρόνικος, είναι μόνο λίγοι από όσους δεσπόζουν, φωτογραφημένοι μαζί του, στις δεκάδες κορνίζες που κοσμούν το γραφείο του. Είναι μόνο ελάχιστοι από τους εκατοντάδες ανθρώπους των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, για τους οποίους ο Γιώργος Σγουράκης έχει κάνει, όπως του αρέσει να λέει, μία ταινία.

Όπερ σημαίνει μονογραφίες, αυτοβιογραφίες, πολιτιστικά, ενημερωτικά και ιστορικά ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της ΕΡΤ, δημιουργώντας ένα ανεκτίμητο εθνικό αρχείο, κορωνίδα του οποίου αποτελεί το Μονόγραμμα, μία ιδέα που γεννήθηκε λίγο πριν πέσει η αυλαία των 70s, “ένα εγχείρημα δύσκολο, επίπονο και ως ένα βαθμό επικίνδυνο, αφού ξέφευγε από τα γνωστά συντηρητικά και τετριμμένα πρότυπα και προγράμματα της τότε μονοπωλιακής κρατικής τηλεόρασης, μία σειρά στο πλαίσιο της οποίας έχουν αυτοβιογραφηθεί 400 “ιερά τέρατα” – ο καθένας με τον τρόπο του και στο πεδίο του.

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη βράβευση από την Ακαδημία Αθηνών του ίδιου και της εκλιπούσας πια συζύγου και συνοδοιπόρου του στη ζωή και στη δουλειά, ο Γιώργος Σγουράκης ετοιμάζεται να γιορτάσει τα τεσσαρακοστά γενέθλια της μακροβιότερης εκπομπής πολιτισμού της ελληνικής τηλεόρασης.

“Τα 400 άτομα που έχουν αυτοβιογραφηθεί είναι μοναδικές περιπτώσεις, από τον Οδυσσέα Ελύτη ως τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Θανάση Παπαγεωργίου, τον Νίκο Κούνδουρο… Είναι πρόσωπα που έχουν σηματοδοτήσει μια ολόκληρη εποχή. Και παράλληλα κάνουμε πρόσωπα που μπορεί να μην είναι τόσο διάσημα, αλλά με το έργο τους έχουν συμβάλλει τρομακτικά στην εξέλιξη της ιστορικής πορείας του τόπου μας” λέει. “Θεωρώ ότι πρόκειται για κάτι μοναδικό.”

Είναι προφανώς τέτοια η περίσταση που αξίζει να τιμηθεί δεόντως. Το τηλέφωνό του χτυπάει διαρκώς και στο γραφείο του υπάρχει έντονη κινητικότητα, ακριβώς γιατί ο Γιώργος Σγουράκης, εκτός από την επιστασία της εκπομπής που συνεχίζει τη διαδρομή της με ουκ ολίγα ήδη προγραμματισμένα επεισόδια, έχει πάρει επ’ ώμου το εγχείρημα της συλλογής 400 χειρόγραφων σημειωμάτων από το μέχρι σήμερα παλμαρέ, με σκοπό την έκδοση ενός επετειακού λευκώματος.

Για την ώρα, όμως, αυτή η συνέντευξή του στο Magazine είναι το δικό του Μονόγραμμα.

Μίκης Θεοδωράκης, Γιώργος Σγουράκης και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που είναι και νονός του κ. Σγουράκη Αρχειο Γιωργου Σγουρακη

Κύριε Σγουράκη, ποια είναι η πρώτη και κύρια σκέψη σας τώρα που το Μονόγραμμα κλείνει τα σαράντα;
Πάνω απ’ όλα υπερηφάνεια για την ιδέα. Η οποία προήλθε από το γεγονός ότι τo 1980 συμπληρώνονταν 80 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900, δηλαδή τυπικά είχε κάθε τετραετία γενέθλια. Τέλος πάντων, αποφασίζω να κάνω κάτι για τον Σεφέρη, το λέω στον Ελύτη και μου λέει αμέσως: “Πολύ ωραία ιδέα. Πρώτος εγώ θα μιλήσω”. Ο Σεφέρης πήρε το Νόμπελ το ’63, πέθανε το ’71, κινηματογραφικές μηχανές προ πολλού υπήρχαν, άρα θεωρούσα βέβαιο ότι θα έβρισκα πλούσιο υλικό. Τελικά διαψεύστηκα. Υπήρχε ελάχιστο, ουσιαστικά ένα εικοσάλεπτο από τη σουηδική ακαδημία, το οποίο έδειχνε τον Σεφέρη στην τελετή απονομής των Νόμπελ και να περπατάει στη Στοκχόλμη. Το μόνο χρήσιμο ήταν η επίσκεψή του στο ναυτικό μουσείο της Σουηδίας με έναν Άγγλο δημοσιογράφο. Έκαναν μια πολύ μικρή συνέντευξη στα αγγλικά, και εκεί ο Σεφέρης διάβασε το μοναδικό ποίημα που έχουμε μαγνητοσκοπημένο με απαγγελία του ίδιου: την “Ανδρομέδα”. Αυτό ήταν όλο κι όλο το υλικό, άντε και μερικά άλλα πλάνα με τον ίδιο και τη γυναίκα του να κοιτάνε την Ακρόπολη. Λέω λοιπόν του Ελύτη: “Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει κάτι καταγεγραμμένο για τον Σεφέρη ή για σένα. Τι θα μείνει στις επόμενες γενιές;” Του εξήγησα ότι ήθελα οι εκπομπές να είναι σε μορφή αυτοβιογραφίας. Στη συζήτηση πάνω, καθώς ψάχναμε τον τίτλο, μου είπε: “Γιατί δεν βάζεις το ‘Μονόγραμμα’ που έρχεται κουτί”; Ωραία ιδέα, του είπα. Κι έτσι γεννήθηκε το Μονόγραμμα.

Με τον Ελύτη δηλαδή είχατε ήδη φιλική σχέση;
Βέβαια, τον ήξερα καλά, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα στην τηλεόραση, με ένα εμβληματικό έργο το 1977. Ήταν το περίφημο “Ρωμανός ο Μελωδός και το Θείο Δράμα”. Το μεταφραστικό σχεδίασμα των ύμνων του Ρωμανού Μελωδού είχε κάνει τότε ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής. Επίσης άλλη μία καινοτομία ήταν ότι οι ψάλτες δεν ήταν “κανονικοί”, αλλά λαϊκοί τραγουδιστές, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Νίκος Ξυλούρης και η Δήμητρα Γαλάνη. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Αμέσως ο Ελύτης ζήτησε να βρεθούμε. Γρήγορα γίναμε στενοί φίλοι. Με αποκορύφωμα το ότι κάναμε μαζί την επίσημη αυτοβιογραφία του. Διότι ο Ελύτης έχει μόνο μία κινηματογραφική αυτοβιογραφία: τη δικιά μας. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η περιπέτεια γύρω στο ’78. Δεν δόθηκε αμέσως το πράσινο φως από την ΕΡΤ. Υπήρχε μια άποψη ότι “ο Σγουράκης θα κάνει κομμουνιστές”. Εγκρίθηκε το ’81 και ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία που επιβίωνε πάντοτε, όσα κόμματα και κυβερνήσεις και να άλλαζαν. Έτσι φτάσαμε στα 40 χρόνια.

Θυμάστε ποια ήταν η ανταπόκριση του κόσμου στην αρχή της εκπομπής;
Ήταν αρκετά επιφυλακτικός. Και ο κόσμος και ο Τύπος. Το αντιμετώπισαν λίγο περίεργα. Σήμερα υπάρχει ένας καταιγισμός αυτοβιογραφιών. Ο καθένας γράφει την αυτοβιογραφία του. Τότε δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Σκέψου ότι έξι μήνες μετά από εμάς, ξεκίνησε και μια αντίστοιχη γαλλική εκπομπή, που όμως δεν κράτησε πολύ, ένα-δυο χρόνια. Εμείς όμως το βάλαμε εξαρχής σαν στόχο να φτιάξουμε ένα αρχείο. Αυτό που ο Τύπος γρήγορα χαρακτήρισε “Εθνικό Αρχείο”. Έχουμε φτάσει πια στα 400 πρόσωπα. Θεωρώ ότι πρόκειται για κάτι μοναδικό.

Ο ερχομός του Μονογράμματος στην ελληνική τηλεόραση συνέπεσε με την πολύ μεγάλη πολιτικοκοινωνική αλλαγή στην ελληνική πραγματικότητα που σηματοδότησε η εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ.
Προφανώς η Νέα Δημοκρατία μέχρι τότε αντιδρούσε σε οτιδήποτε “αριστερό”. Προσωπικά προέρχομαι από την Ένωση Κέντρου και από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Είχα πολλούς φίλους ενταγμένους στο ΠΑΣΟΚ -εγώ δεν ήμουν- οι οποίοι είχαν τη διάθεση να με εμπιστευτούν για το έργο που ήθελα να κάνω. Έτσι δόθηκε η εντολή να γίνει η εκπομπή. Το Μονόγραμμα ήταν και είναι ανοιχτό σε όλους, από όλες τις παρατάξεις, από όλες τις ιδεολογίες. Το μόνο που έχουμε ως προδιαγραφή είναι ένα συγκεκριμένο όριο ευπρέπειας. Νομίζω ότι τα 400 άτομα που έχουν αυτοβιογραφηθεί είναι μοναδικές περιπτώσεις, από τον Οδυσσέα Ελύτη ως τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Θανάση Παπαγεωργίου, τον Νίκο Κούνδουρο… Είναι πρόσωπα που έχουν σηματοδοτήσει μια ολόκληρη εποχή. Και παράλληλα κάνουμε πρόσωπα που μπορεί να μην είναι τόσο διάσημα, αλλά με το έργο τους έχουν συμβάλλει τρομακτικά στην εξέλιξη της ιστορικής πορείας του τόπου μας. Είτε προέρχονται από την αριστερά, είτε από το κέντρο, είτε από τη συντηρητική παράταξη.

Θα σου φέρω ένα παράδειγμα που θεωρώ καίριο: Ο Μάνος Κατράκης, ο κορυφαίος των ηθοποιών μας, αν δεν γινόταν το Μονόγραμμα, δεν θα υπήρχε κάτι άλλο που να μαρτυρεί την παρουσία του. Εννοώ κάτι που να αρμόζει στο επίπεδο του. Διότι υπήρχαν μόνο κάποιες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, μετριότατες, άρπα κόλα. Τα συγκλονιστικά θεατρικά του έργα δεν κινηματογραφηθήκαν, δεν έμεινε τίποτα, οι παραστάσεις πέθαναν μόλις κατέβηκαν. Θα ήταν άδικο λοιπόν να μην υπάρχει για τον Κατράκη κάτι σαν το Μονόγραμμα που κάναμε με το γούστο μας και την αγάπη μας. Αλλά και τις μικρές μπαγαποντιές μας. Μου λέει κάποια στιγμή: “Θα είμαι στην Κρήτη για μια ταινία την τάδε περίοδο”. Κι εγώ, του λέω, θα είμαι εκεί. Δεν γυρνάμε και το Μονόγραμμα; “Ωραία ιδέα”, λέει. Πηγαίνω λοιπόν στο ξενοδοχείο του, στο Μάλεμε, εκεί που έγινε η μάχη της Κρήτης, να τον πάρω και να πάμε μαζί στο χωριό του, την Κίσσαμο. Ήταν Σάββατο νομίζω, και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Του λέω: Θυμάσαι τίποτα από εδώ πέρα; “Πώς” μου λέει, “θυμάμαι τους δρόμους και τους φίλους μου, θυμάμαι τον Γιώργο τον Κουτσουρέλη (τον κορυφαίο λαουτιέρη της Κρήτης). Θα ζει άραγε; Θυμάμαι ότι είχε ένα καφενείο”. Ε, πάμε προς τα κει, του λέω. Πάμε λοιπόν και μόλις φτάνουμε, τον αφήνω να μπει πρώτος και ανοίγουν τα φώτα στο καφενείο, όπου τον περιμένουν όλοι. Και γίνεται αυτό το πανηγύρι που φαίνεται στο Μονόγραμμα.

Κατά κανόνα πόσο διαρκεί η προετοιμασία ενός επεισοδίου;
Πολύ. Πάρα πολύ. Μπορεί και τρία-τέσσερα χρόνια. Υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται χρόνο για να το χωνέψουν, να το πιστέψουν. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να μιλήσουν κατευθείαν στην τηλεόραση. Τα καταφέρνουμε πάντοτε γιατί δεν πιέζουμε. Όποιος δεν έχει όρεξη, τον περιμένουμε να βρει την καλή του διάθεση. Για αυτό το λόγο δεν πέφτουμε ποτέ έξω και το αποτέλεσμα είναι πάντα μοναδικό.

Ποιος σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Ίσως ο ο σπουδαίος φιλόλογος και ακαδημαϊκός Ι.Θ. Κακριδής (Έτος παραγωγής επεισοδίου: 1984. Πρώτη προβολή: 1984), ο οποίος στην αρχή είπε ότι δεν ήθελε με τίποτα, αλλά τελικά τον πείσαμε και βγήκε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Κάπως μας δυσκόλεψε και ο Κούνδουρος -στενός φίλος και πατριώτης μου- μέχρι να καταλάβει ότι εμείς θα είχαμε τον τελικό λόγο. Πάντα σεβόμαστε, προστατεύουμε, δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη. Αυτή λοιπόν η διαφωνία με τον Κούνδουρο κράτησε 8-10 χρόνια. Σκέψου ότι με το ζόρι τον έβαλα στη λάντζα για να πάμε στη Μακρόνησο, όπου είχε μείνει περίπου τέσσερα χρόνια, ήταν δηλαδή από τους μακροβιότερους “Μακρονησιώτες”. Δεν ήθελε με τίποτα! Αλλά την τελευταία στιγμή πείστηκε πήγαμε, και κάναμε την καταγραφή (σ.σ. Έτος παραγωγής: 2005. Πρώτη προβολή: 2005).

Θυμάμαι για παράδειγμα μια φορά που ένας πολύ σημαντικός ποιητής ήρθε στο γραφείο και μου είπε ότι θέλει σε ένα πλάνο να τον κρατάνε τέσσερα παιδιά δαφνοστεφανωμένο, και μάλιστα να μπουν έτσι στο Καλλιμάρμαρο και να κάνουν όλο το γύρο. Εντάξει, του λέω, θα το κάνουμε, αλλά πρώτα ας κάνουμε αυτό που θέλουμε εμείς.

Όλες αυτές οι δυσκολίες είναι φυσιολογικές. Το κυριότερο είναι τελικά ότι με όλους αυτούς τους ανθρώπους γινόμαστε στενοί φίλοι. Ξέρουν ότι κάνουμε με αγάπη ένα έργο για τα παιδιά μας, για τα παιδιά των παιδιών μας, για την ιστορία. Δηλαδή δεν ξαναβγαίνει Κούνδουρος, Ελύτης, Θεοδωράκης… Αγαπάμε τα πρόσωπα με τα οποία καταπιανόμαστε και θέλουμε να τα προστατέψουμε. Θυμάμαι για παράδειγμα μια φορά που ένας πολύ σημαντικός ποιητής ήρθε στο γραφείο και μου είπε ότι θέλει σε ένα πλάνο να τον κρατάνε τέσσερα παιδιά δαφνοστεφανωμένο, και μάλιστα να μπουν έτσι στο Καλλιμάρμαρο και να κάνουν όλο το γύρο. Εντάξει, του λέω, θα το κάνουμε, αλλά πρώτα ας κάνουμε αυτό που θέλουμε εμείς. Ε, γρήγορα κατάλαβε… Έχεις ηθική υποχρέωση να προστατεύεις αυτούς τους ανθρώπους από οτιδήποτε. Διότι σου εμπιστεύονται τη ζωή τους κι εσύ τη μεταφέρεις σε όλο τον κόσμο. Το να γελοιοποιήσεις κάποιον είναι το πιο εύκολο.

Στον αντίποδα, μπορείτε να θυμηθείτε ένα επεισόδιο που να κύλησε εύκολα και αβίαστα;
Ίσως το επεισόδιο για τον Μάριο Βίττι ή τον Ζακ Λακαριέρ.

Το κάθε τιμώμενο πρόσωπο βλέπει το επεισόδιο πριν από την προβολή;
Ναι, όποιος κάνει Μονόγραμμα, βλέπει την εκπομπή, την επικυρώνει και μετά προβάλλεται. Αν μας πει ότι δεν τον αντιπροσωπεύει, τελείωσε.

Έχει συμβεί ποτέ;
Ποτέ! Δεν είναι καταπληκτικό αυτό; Μα κάνουμε το Μονόγραμμα για να τιμήσουμε κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους! Αυτό θα έπρεπε να κάνει η ελληνική τηλεόραση: να ψάχνει και να τιμά το ωραίο πρόσωπο της Ελλάδας. Το γενναίο, τίμιο, επιστημονικό αλλά και λαϊκό πρόσωπο της Ελλάδας – διότι και ένας λιμενεργάτης μπορεί να είναι φιλόσοφος της ζωής. Ξέρεις τι άλλο είναι πολύ σημαντικό; Ποτέ μα ποτέ καμία διοίκηση της ΕΡΤ δεν μας έκανε την παραμικρή υπόδειξη σε πρόσωπα. Είναι μεγάλη τιμή και για μένα αλλά και για την ΕΡΤ, παρά το γεγονός ότι μπορεί να είχαμε αντιδικίες για άλλα θέματα.

Γι’ αυτό αποφεύγετε τους εν ενεργεία πολιτικούς στο Μονόγραμμα;
Όντως τους αποφεύγουμε. Αν και το πρώτο Μονόγραμμα που γύρισα ποτέ, ήταν για πολιτικό: τον Ηλία Ηλιού (Έτος παραγωγής: 1981. Πρώτη προβολή: 1982). Όμως ήθελα η σειρά να ξεκινήσει από την Κρήτη, οπότε αμέσως μετά τον Ηλιού, γυρίσαμε ένα για τον Ειρηναίο, τον Μητροπολίτη Κισσάμου (Έτος παραγωγής: 1981. Πρώτη προβολή: 1982) και αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο που προβλήθηκε.

Έχετε γυρίσει όμως ταινία, εκτός πλαισίου Μονογράμματος, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ναι, την επίσημη ταινία για το ίδρυμα Καραμανλή. Χρόνια τον πίεζα για αυτοβιογραφία. Κάτι όμως προέκυπτε συνέχεια, είτε ανησυχίες δικές του πχ για τη φωνή του -Πρόεδρε, μην ανησυχείς, θα στείλουμε το υλικό για επεξεργασία στη Γερμανία, του έλεγα- είτε πολιτικές εξελίξεις. Οπότε το πράγμα έχανε συχνά την ηρεμία του. Έτσι, δεν κάναμε αυτοβιογραφία, αλλά όταν έφυγε από την προεδρία τηλεφώνησε και μου είπε: “Σε παρακαλώ, θέλω να κάνεις την ταινία μου”. Τότε όμως με έπιασαν τα ιδεολογικά μου. Κύριε Πρόεδρε, του λέω, έχω ενστάσεις για κάποια πράγματα. “Δεν με ενδιαφέρει καθόλου, κάνε ό,τι θέλεις εσύ” μου είπε. Ε, στον Καραμανλή δεν γινόταν να πεις όχι. Αυτός ήταν που έβαλε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Νερό στο όνομα του πρέπει να πίνουμε. Τα δυο πιο σημαντικά πολιτικά πρόσωπα στην ιστορία της Ελλάδας υπήρξαν ο Βενιζέλος και ο Καραμανλής.

Ισχύει ότι κάποια στιγμή σκοπεύατε να γυρίσετε ένα ντοκιμαντέρ για τον Ανδρέα Παπανδρέου;
Βέβαια. Κάποια στιγμή έκανα τη σκέψη ότι όλοι οι σημαντικοί πολιτικοί πρέπει να έχουν μια αυτοβιογραφία. Ξεκίνησα από τον Ανδρέα γιατί είχα μια φιλική σχέση με τη Μαργαρίτα. Της ζήτησα να μου δώσει αρχειακό υλικό από τη ζωή του. Μου το έδωσε, γεμάτο οικογενειακές στιγμές που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν για να παιχτούν, δηλαδή ο Ανδρέας έκανε γκριμάτσες και τέτοια. Να σου πω όμως κάτι; Τώρα πια έχω όλο το υλικό στα χέρια μου για να κάνω μια ταινία για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το ’88 ξεκίνησα, λίγο πριν γίνει πρωθυπουργός. Τώρα που δεν έχουμε πολλή δουλειά, του είχα πει τότε, να έρθω κάτω να κάνουμε καμιά ταινία; Πήγα στα Χανιά και κάθισα καμιά βδομάδα. Τράβηξα το δεύτερο σκέλος ένα εξάμηνο πριν πεθάνει, και σε αυτό μιλάει για την περίοδο που ήταν πρωθυπουργός, για όσα έκανε και για όσα δεν ολοκλήρωσε.

Ο οποίος Μητσοτάκης ήταν νονός σας.
Ακριβώς. Και μάλιστα κάποια στιγμή έλεγε ότι είμαι “ο ξεχωριστός βαφτισιμιός” του.

Διότι δεν είχε βαφτίσει και λίγα παιδιά.
Εγώ γεννήθηκα στα Χανιά το ’46. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μητσοτάκης κατέβαινε για βουλευτής. Ο πατέρας μου από την πρώτη στιγμή τάχθηκε μαζί του, παρά το γεγονός ότι ήταν βενιζελικός. Γεννιέμαι λοιπόν εγώ και λέει ο Μητσοτάκης: “Στέλιο, σύντεκνος εγώ”. Έλα μου όμως που το ίδιο έλεγε και ο Σοφοκλής ο Βενιζέλος: “Εγώ θα βαφτίσω το κοπέλι”. Ερχόμαστε στην Αθήνα και βρίσκεται ο πατέρας μου σε δίλημμα. Ξεκινάω το δημοτικό και το τελειώνω αβάφτιστος. Έλα όμως που δεν με γράφανε στο Γυμνάσιο. Οπότε ο πατέρας μου βρίσκει τη σολομώντεια λύση: Με πηγαίνει να γνωρίσω τους δύο υποψήφιους νονούς μου για να αποφασίσω εγώ. Εκείνη την εποχή ο Μητσοτάκης ήταν “θεός”, ένας άντρας μέχρι εκεί πάνω. Και τον διάλεξα.

Στην Αθήνα ήρθατε οικογενειακώς όταν ήσασταν ακόμη μωρό;
Ναι, το ’46, τρεις μήνες αφού γεννήθηκα. Με την Κρήτη όμως ασχολούμαι πάντα πάρα πολύ. Υπήρξα και πρόεδρος της Παγκρητίου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το ’96, που κυριαρχούσε το ΠΑΣΟΚ, κατέβηκα εγώ και πήρα το 65%. Προφανώς ήταν και πολλοί οι ΠΑΣΟΚτζήδες που με ψήφισαν.

Μετακομίζετε λοιπόν οικογενειακώς στην Αθήνα, τελειώνετε το σχολείο και ακολουθούν οι σπουδές στην Πάντειο, σωστά;
Μπήκα στην Πάντειο και αμέσως…συνδικαλίστηκα. Τότε περίπου ήταν η Ε.ΔΗ.Ν. και ήμουν ένα από τα πρώτα εγγεγραμμένα μέλη, με υπογραφή του Κωνσταντόπουλου. Όλη εκείνη η εποχή ήταν πολύ δύσκολη για τη χώρα, είχαμε την αποστασία κι όχι μόνο. Έγιναν λάθη απ’ όλους. Θεωρώ όμως ότι είναι καλύτερο που η Ελλάδα πέρασε στον δυτικό κόσμο. Τέλος πάντων, η κάθε εποχή έχει τα δικά της προβλήματα. Τελειώνω την Πάντειο, έρχεται η δικτατορία κι εκεί πια καταλαβαίνουν όλοι ότι τα πράγματα είναι τραγικά. Είχαν δικούς τους ανθρώπους στημένους παντού κι εμείς δεν το είχαμε πάρει είδηση. Δηλαδή στην Πάντειο δεν είχαμε ιδέα ποιοι ήταν της Ασφάλειας. Τέλος πάντων, κατάφερα να μη με πιάσουν τότε.

Με πιάσανε κάποια άλλη στιγμή, για άλλο λόγο, όταν άνοιξα ένα διαφημιστικό γραφείο. Εκεί που ήμουν, στη Μπενάκη, πριν ήταν γραφείο της ΚΥΠ, Το μάθαμε δηλαδή κατόπιν εορτής ότι εκεί πήγαινε κάθε μέρα ένα στέλεχος της υπηρεσίας. Εκείνη την εποχή τα τηλέφωνα δεν ήταν όπως σήμερα. Κάποια στιγμή παίρνει ένας και λέει: “Διαταγάς”. Τι διαταγάς, ρε, του λέω. Μου λέει: “Είμαι ο στρατιωτικός διοικητής της Χίου, περιμένω οδηγίες κι εντολές γιατί είναι εδώ ο Βούλγαρος στρατιωτικός ακόλουθος”. Του λέω: Ρε παιδάκι μου, τι μου λες τώρα, δεν έχω σχέση με αυτά. Τη μυρίστηκα όμως τη δουλειά. Την άλλη μέρα βρίσκω στην Κλαυθμώνος ένα φίλο μου από τα φοιτητικά χρόνια που οδηγούσε ταξί. Του λέω πάνω στην κουβέντα μας την ιστορία και από την επομένη κιόλας είχε γίνει βούκινο παντού ότι παρακολουθείται ο Βούλγαρος στρατιωτικός ακόλουθος! Πλακώνουν λοιπόν τέσσερις και με πάνε στη Μπουμπουλίνας. Όπως ξέρεις, εκεί σκότωναν κόσμο. Το θυμάμαι σαν τώρα, ήταν Αύγουστος του ’68 και με πήγαν στον Λάμπρου (σ.σ. ένας από τους αρχιβασανιστές της Χούντας). Κάποια στιγμή μπαίνει στο δωματιάκι. Τον κοιτάω καλά καλά εγώ. “Κλείστε τα παράθυρα”, λέει. Αμάν, σκέφτομαι, αυτό ήταν. Σηκώνομαι λοιπόν θρασύτατα και του λέω: Λάμπρου, κοίταξε να δεις, εγώ είμαι Κρητικός. Ό,τι κι αν μου κάνεις τώρα θα το υποστώ. Αλλά έχε υπ’ όψιν σου ότι για τέσσερις γενιές η οικογένειά σου δεν θα υπάρξει. “Βγείτε όλοι έξω!” λέει στους άλλους.“Ρε ’σύ Γιώργο, σε μένα τα λες; Νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι μπαινοβγαίνεις στο σπίτι του Μητσοτάκη;” μου λέει τελικά. Για να μη στα πολυλογώ, έτσι την έβγαλα καθαρή.

Με τη σύζυγό σας πότε γνωριστήκατε;
Μπήκα στην Πάντειο τη σεζόν ’64-’65, εκείνη την επόμενη, και γνωριστήκαμε σχεδόν αμέσως. Εγώ τότε δούλευα κιόλας στα κρατικά λαχεία, με ένα τεράστιο μισθό γιατί πληρωνόμασταν ξεχωριστά τις κληρώσεις. Αν ήταν πχ 1000 δρχ ο μισθός τότε, εμείς παίρναμε 6000, μπορεί και 8000. Είχα δηλαδή λεφτά, σκέψου ότι κυκλοφορούσα μόνο με ταξί, και έκανα πολύ παιχνίδι. Αλλά με την Ηρώ, εντάξει, γνωριστήκαμε και από τότε δεν χωρίσαμε. Ήμασταν μαζί και στη ζωή και στη δουλειά μέχρι και πριν από πέντε χρόνια που πέθανε. Και τώρα πια ο γιος μας είναι πολύ καλύτερος και από τους δυο μας, γιατί έχει σπουδάσει τη δουλειά και των δυο μας από την πρώτη στιγμή.

Σε ένα νέο παιδί που δεν ξέρει τι εστί Μονόγραμμα, ποιες εκπομπές θα προτείνατε ως τις πιο σημαντικές;
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Το κάθε επεισόδιο είναι μοναδικό. Θεωρώ, ας πούμε, μεγάλο επίτευγμα το επεισόδιο για τον Γιώργο Χειμωνά (Έτος παραγωγής: 1983. Πρώτη προβολή: 1983). Όπως και το επεισόδιο για τον Κατράκη που είπαμε πριν. Αν δεν υπήρχε, τι θα είχε απομείνει από αυτό το θηρίο; Οι ταινίες που έκανε τον συνταγματάρχη; Τρίχες κατσαρές! Αυτό ήταν ο Κατράκης; Ταινίες-πρότυπο επίσης θεωρώ και του Ελύτη και του Ρίτσου. Του Ελύτη, μάλιστα, γυρίστηκε το 1980 στην Πάτμο και μονταρίστηκε το 1999.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά; Μα, γιατί;
Δεν ενδιέφερε κανέναν μια ταινία για τον Ελύτη. Επίσης δεν ντρέπομαι να το πω ότι εκείνη την περίοδο δεν τα πήγαινα καλά με τη διοίκηση της ΕΡΤ, ήμασταν στα μαχαίρια. Με πήραν όμως τηλέφωνο γιατί ο Σημίτης ρωτούσε αν είχαν ετοιμάσει κάτι για το μιλένιουμ. Και τους είπε: “Πάρτε τον Σγουράκη να ετοιμάσει μία ταινία για τον Ελύτη και μία για τον Θεοδωράκη”. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με τον Σημίτη. Απλώς σεβόταν και αγαπούσε το Μονόγραμμα που είχα κάνει για την Αμαλία Φλέμινγκ (Έτος παραγωγής και πρώτης προβολής: 1985). Η οποία Φλέμινγκ μου έλεγε: “Γιώργο, δεν πάμε καθόλου καλά”. Έλα βρε Αμαλία, της έλεγα, κοτζάμ κυβερνητική βουλευτής. Στο σπίτι της στο Κολωνάκι, επί της Καρνεάδου, εκεί που βγαίνει στην πλατεία, είχε 18 γάτες, όπου και να κοιτούσες μέσα στο σπίτι. “Γιώργο, έχεις δει πόσο έχουν πάει οι ζωοτροφές;” επέμενε. Ο καθένας με τον πόνο του!

Μα όλοι ξέρουν ότι ποτέ δεν κάναμε το Μονόγραμμα κάποιου επειδή είναι κομμουνιστής ή δεξιός. Αν είναι ποτέ δυνατόν.

Όπως καταλαβαίνετε είναι αδύνατο να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη χωρίς δυο λόγια για την κινηματογραφική αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία μάλιστα διαρκεί σχεδόν έξι ώρες.
Θεωρούσαμε χρέος μας να καταγράψουμε τα έργα και τις ημέρες του Μίκη. Ξεκινήσαμε το 1983 και η ταινία ολοκληρώθηκε το 2005. Είναι μια πολύτιμη δουλειά, παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Εγώ και ο Μίκης είχαμε πολύ στενή σχέση. Δεν είναι τυχαίο ότι με αναφέρει στη διαθήκη του: “Θα ήθελα να προστατευθούν στην απρόσκοπτη συνέχιση του έργου τους όλοι όσοι διαθέτουν κινηματογραφημένο υλικό. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω τους φίλους Γιώργο Σγουράκη, Γιώργο Λογοθέτη και Γιώργο Αγοραστάκη”. Καταλαβαίνεις τι σχέση είχαμε; Αλλά δεν τον φοβόμουν καθόλου, ακόμη και μπινελίκια του έριχνα. Θυμάμαι τότε με τον Ρουβά τι του είχα σύρει… Μα είναι δυνατόν; Τρεις μήνες έκανε να μου μιλήσει! Μίκης…ένας και μοναδικός!

Όλα αυτά τα 40 χρόνια δεν έχετε δεχθεί καμία πολιτική ή άλλου τύπου πίεση;
Όχι, σε αυτό δεν θα σήκωνα κουβέντα. Μα όλοι ξέρουν ότι ποτέ δεν κάναμε το Μονόγραμμα κάποιου επειδή είναι κομμουνιστής ή δεξιός. Αν είναι ποτέ δυνατόν.

Οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση του Γιώργου Σγουράκη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα