Η οφθαλμαπάτη του Polexit και το συνταγματικό πρόβλημα της ΕΕ

Η οφθαλμαπάτη του Polexit και το συνταγματικό πρόβλημα της ΕΕ
Διαδηλωτές στη Πολωνία AP

Για κάποιους, η απόφαση του Δικαστηρίου της Βαρσοβίας δεν ήταν τίποτε λιγότερο από το πρώτο βήμα της χώρας προς την έξοδο από την ΕΕ. Μια ανάλυση από το Ινστιτούτο ΕΝΑ.

Η παρακάτω ανάλυση περιλαμβάνεται στο 1ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί τη Δευτέρα 8.11 στο enainstitute.org

Αν πιστέψει κανείς κάποιες αναλύσεις σχετικά με την κρίση στις σχέσεις Πολωνίας – ΕΕ, ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα του Polexit.

Η υποβόσκουσα εδώ και μήνες διαμάχη σχετικά με το κράτος δικαίου και την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ έναντι του εθνικού δικαίου κλιμακώθηκε απότομα με τη δημοσίευση της αναμενόμενης σχετικής απόφασης του Πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Συνοπτικά, το δικαστήριο –αποτελούμενο εν πολλοίς από δικαστές εκλεκτούς της δεξιάς κυβέρνησης της Πολωνίας, που φέρονται να διορίστηκαν κατά παράβαση του ίδιου του πολωνικού Συντάγματος– έκρινε στις αρχές Οκτωβρίου ότι το Σύνταγμα της χώρας υπερισχύει ορισμένων νόμων της ΕΕ και ότι η απόπειρα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει στο πολωνικό δικαιοδοτικό σύστημα παραβιάζει την αρχή του κράτους δικαίου, την αρχή της υπεροχής του πολωνικού Συντάγματος, καθώς και την αρχή της διατήρησης της κρατικής κυριαρχίας εντός της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι τέσσερις κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης της ΕΕ έρχονται σε σύγκρουση με το πολωνικό Σύνταγμα και δεν πρέπει να υπερισχύουν αυτού:

το άρθρο 1, με βάση το οποίο οι χώρες της ΕΕ συμφωνούν να ιδρύσουν την ΕΕ, ως «ένα νέο στάδιο στη διαδικασία δημιουργίας μιας ολοένα στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης», το άρθρο 2, που περιέχει τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης για το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες, το άρθρο 4, που θεσπίζει την αρχή της «ειλικρινούς συνεργασίας» ανάμεσα στα κράτη-μέλη και την ΕΕ, και το άρθρο 19 σχετικά με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο «μεριμνά για την τήρηση του νόμου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών».

Στην κρίση του αυτή το πολωνικό δικαστήριο προχώρησε, κατόπιν σχετικής υποβολής ερωτήματος του πρωθυπουργού της χώρας Ματέους Μοραβιέτσκι σχετικά με το εάν το Δικαστήριο της ΕΕ υπερέβη τις αρμοδιότητές του, βάσει των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, στις αποφάσεις που εξέδωσε σχετικά με το πολωνικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Σε αυτές τις αποφάσεις το ΔΕΕ ήταν σαφώς αντίθετο, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία ενός νέου οργάνου εντός του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας με αποστολή την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου στους δικαστές, έχοντας αποφανθεί ότι οι «μεταρρυθμίσεις» της πολωνικής δικαιοσύνης που προώθησε η κυβέρνηση δυνητικά υπονομεύουν τις αρχές του αμετάκλητου των δικαστών και της δικαστικής ανεξαρτησίας, που συνιστούν θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου και κοινές αξίες της έννομης τάξη της ΕΕ, στο μέτρο που στοχεύουν να θέσουν τα δικαστήρια υπό αυστηρότερο πολιτικό έλεγχο. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι οι αλλαγές χρειάζονται «για να ξεριζωθούν τα υπολείμματα της κομμουνιστικής επιρροής στα δικαστήρια». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόφαση του (διορισμένου) Συνταγματικού Δικαστηρίου ουσιαστικά ελήφθη κατά παραγγελία της κυβέρνησης, προκειμένου να αποκλείσει τέτοιες αποφάσεις από το δικαστήριο του Λουξεμβούργου στο μέλλον.

Πολωνία AP

 

Κόντρα Πολωνίας – Βρυξελλών στα άκρα

Η αντίδραση των Βρυξελλών ήταν η αναμενόμενη: ένας ορυμαγδός δηλώσεων καταδίκης, από τον οποίο δεν έλειψαν και οι απειλές. Για κάποιους, η απόφαση του Δικαστηρίου της Βαρσοβίας δεν ήταν τίποτε λιγότερο από το πρώτο βήμα της χώρας προς την έξοδο από την ΕΕ ή έστω προς την αναστολή του δικαιώματος ψήφου στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, μια εξέλιξη που ενδεχομένως κάποιοι στις Βρυξέλλες θα έβλεπαν με καλό μάτι, δεδομένου ότι «η Πολωνία καταφανώς δεν μοιράζεται τις κοινές ευρωπαϊκές μας αξίες», πλην όμως αναμφίβολα θα οδηγούσε τα πράγματα στα άκρα, ακόμη κι αν ήταν ρεαλιστική ως ενδεχόμενο – που δεν είναι.

Για άλλους, η Πολωνία κινδυνεύει με ένα υβριδικό Polexit νομικής φύσεως, δηλαδή να βρεθεί σε ένα νομικό limbo, όπου το δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας θα βρισκόταν σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» από το ευρωπαϊκό σύστημα δικαστικής συνεργασίας, λόγου χάρη δια της μη αναγνώρισης των αποφάσεων των πολωνικών δικαστηρίων ή των πολωνικών ενταλμάτων στην υπόλοιπη ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε να δηλώσει urbi et orbi ότι θα ασκούσε όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να προασπίσει την ακεραιότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε όλα τα κράτη-μέλη, ευρισκόμενη υπό την πολιτική πίεση κάποιων που ζητούν την «παραδειγματική τιμωρία» της Πολωνίας – μια φρασεολογία που δεν είναι δυστυχώς άγνωστη σε εμάς τους Έλληνες, έστω και για διαφορετικούς λόγους. Πράγματι, η Επιτροπή διαθέτει αρκετά μέσα πίεσης, το σημαντικότερο εκ των οποίων είναι, πρακτικά, η καθυστέρηση στην έγκριση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης προς την Πολωνία (συνολικά 36 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις και χαμηλότοκα δάνεια).

Από την πλευρά του, το Δικαστήριο της ΕΕ προχώρησε άμεσα στην επιβολή ημερήσιου προστίμου ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ, λόγω της μη συμμόρφωσης της Πολωνίας στην προσωρινή διαταγή για αναστολή λειτουργίας του διαβόητου σώματος άσκησης πειθαρχικού ελέγχου των Πολωνών δικαστών, μέχρι το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της νομιμότητάς του –πρόκειται για το μεγαλύτερο σε ύψος πρόστιμο στην ιστορία του δικαστηρίου. Η άλλη πλευρά δεν υπολείπεται σε ρητορική έξαρση, με τον Πολωνό πρωθυπουργό να διακηρύττει ότι δεν θα υποκύψει στον «εκβιασμό των Βρυξελλών και στην επικίνδυνη προσπάθειά τους να ελέγξουν τα κράτη-μέλη» και να καλεί την ΕΕ «να μην προκαλέσει τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», έχοντας σε αυτόν τον «ανένδοτο αγώνα» την υποστήριξη του έτερου συνήθους υπόπτου, Βίκτορ Όρμπαν. Μέσα σε όλα αυτά και ενώ χιλιάδες Πολωνοί πολίτες διαδηλώνουν κατά της κυβέρνησης και των επικίνδυνων μεθοδεύσεων της, έκανε την επανεμφάνιση του ο Ντόναλντ Τουσκ, με την αποστολή «να συσπειρώσει την πολωνική αντιπολίτευση και να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας».

Κοινά συμφέροντα

Σε ένα πιο σοβαρό επίπεδο, και πέρα από τις ρητορικές βολές εκατέρωθεν, είναι κοινό μυστικό, τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στη Βαρσοβία, ότι καμία πλευρά δεν έχει ούτε τα πολεμοφόδια, ούτε τη διάθεση, ούτε το συμφέρον να κρατήσει σε βάθος χρόνου ανοιχτή μια διαμάχη που μπορεί, αθέλητα και από τις δύο πλευρές, να φύγει εκτός ελέγχου. Από την πλευρά της ΕΕ, ναι μεν υπάρχουν τα μέσα πίεσης που μπορεί να χρησιμοποιήσει –ιδίως η ενεργοποίηση της κύρωσης παρακράτησης κονδυλίων των Ταμείων Συνοχής, με βάση τον προσφάτως αποφασισθέντα μηχανισμό ελέγχου τήρησης του κράτους δικαίου–, πλην όμως αυτά υπόκεινται σε διαδικασίες που και χρονοβόρες είναι και φθορά θα προκαλέσουν σε ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα που ήδη δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση από άποψη δομικής σταθερότητας. Κανείς δεν επιθυμεί μια ευθεία σύγκρουση με μια ισχυρή χώρα 40 εκατομμυρίων, ούτε έναν πόλεμο φθοράς που θα διαρκούσε πολλούς μήνες.

Από μία άποψη, θα ήταν ίσως προτιμότερο για κάποιους να σκόπευε όντως η Πολωνία να αποχωρήσει από την ΕΕ, όπως έκανε η Βρετανία, κάνοντας έτσι ευκολότερη τη ζωή των υπολοίπων.

Πλην όμως, η ίδια η Πολωνία, ακόμα και αυτή η ακραιφνώς ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση, δηλώνει, σε όλους τους τόνους και με κάθε ευκαιρία, ότι τα σενάρια περί Polexit είναι αστειότητες και ότι οι Πολωνοί δεν σκοπεύουν να πάνε πουθενά (άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι υπέρ της συμμετοχής στην ΕΕ), αλλά προτίθενται να παραμείνουν εντός της λέσχης και να συνεχίσουν να διεκδικούν τη δική τους εκδοχή περί του τι συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ και πού μπαίνουν τα όρια μεταξύ του εθνικού και του υπερεθνικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Εξάλλου, ούτε η Πολωνία έχει συμφέρον στη διατήρηση μια πολύ δύσκολης για την ίδια κατάστασης, όπου θα θεωρείται κάτι σαν κράτος-παρίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Γι’ αυτούς τους λόγους –και τουλάχιστον μέχρι να αλλάξει η κυβέρνηση στη Βαρσοβία, εάν βέβαια θέλει κανείς να ποντάρει στην πολιτική εμβέλεια του κ. Τουσκ για κάτι τέτοιο– η εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης φαντάζει μονόδρομος. Η πρώτη κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε ήδη από την Επιτροπή, η οποία πρότεινε στην Πολωνία ένα σχέδιο τριών σημείων, ώστε να αποδεσμευτεί η πρώτη δόση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης: πρώτον, κατάργηση του οργάνου άσκησης πειθαρχικού ελέγχου που κρίθηκε παράνομο από το ΔΕΕ, δεύτερον, αναθεώρηση του όλου μηχανισμού άσκησης πειθαρχικού ελέγχου στους δικαστές και, τρίτον, έναρξη της διαδικασίας για την επαναφορά όσων δικαστών ήδη απαλλάχτηκαν από τα καθήκοντά τους.

Ο πρώτος όρος φαίνεται να είναι αποδεκτός από την πολωνική πλευρά, η οποία έχει ήδη δηλώσει ότι προτίθεται να καταργήσει το εν λόγω σώμα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου μέσα στους επόμενους μήνες. Οι άλλοι δύο είναι προφανώς πιο δύσκολοι πολιτικά για την κυβέρνηση του δεξιού κόμματος PiS (που μεταφράζεται, αρκετά ειρωνικά, σε «Νόμος και Δικαιοσύνη»). Πλην όμως, το περίγραμμα ενός κλασικού ευρωπαϊκού συμβιβασμού αρχίζει ήδη να περιγράφεται.

Σημαίες της ΕΕ, Βρυξέλλες @Alexandros Michailidis / SOOC

 

Θεσμική κρίση της ΕΕ

Η κρίση με την Πολωνία θα διευθετηθεί, πλην εξαιρετικού απροόπτου. Αυτό που θα αποδειχθεί πολύ δυσκολότερο είναι η αντιμετώπιση των πολύ σοβαρότερων προβλημάτων που βρίσκονται πίσω από αυτή τη διαμάχη και δεν πρόκειται να φύγουν ως διά μαγείας όταν βρεθεί η χρυσή τομή με τη Βαρσοβία, διότι δεν έχουν να κάνουν με την Πολωνία, αλλά με την ίδια τη φύση και τη δομή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Προβλήματα που ανέκαθεν υπήρχαν, παρέμεναν ωστόσο καλυμμένα στις εποχές που το ευρωπαϊκό καράβι έπλεε σε πελάγη νηνεμίας και οικονομικής ευωχίας. Στην εποχή της μόνιμης και πολυδιάστατης ευρωπαϊκής κρίσης, έχουν επανέλθει στην επιφάνεια πολύ δυναμικά. Δηλαδή, η αμφισβήτηση της αρχής της νομικής υπεροχής του δικαίου της ΕΕ έναντι των εθνικών δικαίων, ιδίως του συνταγματικού, δεν είναι άνευ προηγουμένου, ούτε κήρυξαν οι Πολωνοί δικαστές κάποιους είδους επανάσταση.

Αντιθέτως, αποτελεί μέρος μιας μακράς νομικής παράδοσης, που έχει αποκτήσει νέα δυναμική τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, μόλις πέρυσι ήταν το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο που κατηγορήθηκε ότι υπονόμευσε τα θεμέλια της ενωσιακής έννομης τάξης με μια απόφαση που αμφισβήτησε τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο είχε κηρυχθεί συμβατό με το δίκαιο της ΕΕ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σίγουρα, το πολωνικό δικαστήριο προχώρησε πολύ περισσότερο, καθώς οι Γερμανοί δικαστές αμφισβήτησαν τη νομιμότητα ενός συγκεκριμένου προγράμματος της ΕΚΤ για μάλλον τεχνικούς λόγους, ενώ οι Πολωνοί κατέρριψαν ολόκληρες διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ ως ασύμβατες με το Σύνταγμα της χώρας και, ως εκ τούτου, άκυρες. Επιπλέον, το όλο πλαίσιο είναι διαφορετικό, δεδομένου ότι οι Γερμανοί δικαστές δεν έφτασαν στη δική τους κρίση κατόπιν σχετικής παραγγελίας της Καγκελαρίας, ούτε αμφισβητείται η ανεξαρτησία τους –το αντίθετο, κάποιοι θα έλεγαν ότι, αν μη τι άλλο, ήταν εν προκειμένω υπερβολικά «ανεξάρτητοι» από τις βουλές του Βερολίνου.

Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική απόφαση τότε και η πολωνική τώρα αποκαλύπτουν σημαντικές αδυναμίες στην ταυτότητα της ΕΕ ως κοινότητας δικαίου. Η ίδια η αρχή της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ δεν κατοχυρώθηκε στη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, ούτε σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συνθήκη της ΕΕ. Η ατυχής Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη όριζε, πράγματι, ρητώς τη νομική υπεροχή, πλην όμως η σχετική διάταξη, μεταξύ άλλων, απαλείφθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας που τη διαδέχθηκε μετά την απόρριψή της. Η απάλειψη αυτή δεν ήταν τυχαία. Έτσι, η αρχή της υπεροχής θεσπίστηκε από το ίδιο το Δικαστήριο της ΕΕ (τότε ΔΕΚ), στην απόφαση-ορόσημο του 1964 Costa εναντίον ENEL, όπως διδάσκεται κάθε φοιτητής της Νομικής. Η μεγάλη επιτυχία της ΕΕ ως κοινότητας δικαίου έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι διαμορφώθηκε μια λειτουργική συναίνεση μεταξύ των διαφόρων εθνικών έννομων τάξεων και της ΕΕ πάνω στην αρχή αυτή για πολλές δεκαετίες μετά το 1964, παρά τη μη ρητή κατοχύρωσή της στις Συνθήκες.

Ωστόσο, η εν λόγω συναίνεση απέχει πολύ από το να είναι απόλυτη και, σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται διαρκώς υπό την αίρεση της κυρίαρχης βούλησης των ίδιων των κρατών-μελών, που παραμένουν «κύριοι των Συνθηκών». Για παράδειγμα, η εκδοχή της αρχής της υπεροχής που διατυπώθηκε από το ΔΕΚ το 1964 δεν αμφισβητήθηκε από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο για πρώτη φορά το 2020, αλλά σε μια σειρά υποθέσεων που χρονολογούνται από το 1974. Αυτό που κάνει η γερμανική απόφαση του Μαΐου του 2020 είναι να διευκρινίζει ότι η νομοθεσία της ΕΕ δεν μπορεί να ακυρώσει το γερμανικό Σύνταγμα, όσο κι αν το Δικαστήριο της ΕΕ επιμένει ότι μπορεί.

Ούτε είναι μόνο οι Γερμανοί (και οι Πολωνοί) που αμφισβητούν την άνευ όρων υπεροχή του δικαίου της ΕΕ. Στη Γαλλία, μια χώρα με έντονη ρεπουμπλικανική παράδοση, οι υποψήφιοι για την Προεδρία όλο και συχνότερα παίρνουν ως αφορμή την απόφαση του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για να απευθύνουν κάλεσμα ανάκτησης της «εθνικής κυριαρχίας» του γαλλικού κράτους από τις Βρυξέλλες. Και όχι μόνο οι υποψήφιοι της άκρας Δεξιάς, αλλά και των λεγόμενων συστημικών κομμάτων.

Η περίπτωση Μπαρνιέ

Μεταξύ αυτών, η πιο εντυπωσιακή, με διαφορά, είναι η περίπτωση του Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος διεκδικεί τη θέση του υποψήφιου προέδρου με την παράταξη της γαλλικής (γκολικής) Δεξιάς. Ο βετεράνος Ευρωπαίος πολιτικός, ο άνθρωπος που διαπραγματεύτηκε σκληρά με τους Βρετανούς το Brexit για λογαριασμό της ΕΕ, ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος (!) πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης, με στόχο να ανακτήσει η Γαλλία τη «νομική της κυριαρχία» και να πάψει να υπόκειται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (που δεν είναι πάντως όργανο της ΕΕ, αλλά του Συμβουλίου της Ευρώπης). Από την άλλη, ο Μπαρνιέ εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για την πολωνική δικαστική απόφαση, γεγονός η ειρωνεία του οποίου δεν διέφυγε των αντιπάλων του για το προεδρικό χρίσμα.

Έπειτα από όλα αυτά, δικαίως αναρωτιέται κανείς εάν οι θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της ΕΕ είναι τόσο καλά εδραιωμένες όσο συνήθως υποστηρίζεται. Το Polexit είναι μια οφθαλμαπάτη, ένα πυροτέχνημα για τη δημιουργία εντυπώσεων. Κανένα κράτος δεν μπορεί να εγκαταλείψει την ΕΕ «κατά λάθος», και το να φαντάζεται κανείς ότι οποιαδήποτε πολωνική κυβέρνηση θα είχε λαϊκή εντολή για ένα τόσο ριζοσπαστικό βήμα απλά δεν είναι σοβαρό. Ομοίως, δεν υπάρχει νομική βάση για την απομάκρυνση ενός μέλους από την ΕΕ χωρίς τη θέλησή του, αλλά ούτε ίχνος πολιτικής διάθεσης για κάτι τέτοιο στην περίπτωση της Πολωνίας. Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί σοβαρά ότι η Γερμανία θα επιδίωκε ή θα συναινούσε στην εκδίωξη της Πολωνίας, για παράδειγμα. Και δεν προκαλεί καμία έκπληξη το ότι η Α. Μέρκελ υποστηρίζει το διάλογο και όχι την αντιπαράθεση. Το αληθινό ερώτημα δεν είναι αυτό, αλλά το εάν είναι δικαίωμα των Γερμανών, των Γάλλων, των Ελλήνων ή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να διδάξουν στους Πολωνούς τι εστί δημοκρατία και κράτος δικαίου.

Δεν είναι, άραγε, αλήθεια ότι η υπεράσπιση των θεμελιωδών αυτών αρχών σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος είναι πρώτα και κύρια καθήκον και προνόμιο των ίδιων των λαών τους; Για το ποιόν, την ιδεολογία και τις μεθοδεύσεις της πολωνικής κυβέρνησης δεν υπάρχει καμία αυταπάτη. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παραμένει μια δυναμική και εξελισσόμενη πολιτική διαδικασία που, σε αυτήν την ιστορική της φάση, δεν κινείται προς την κατεύθυνση μιας πλήρως αναπτυγμένης ομοσπονδίας, αλλά προς εκείνη μιας κοινότητας κυρίαρχων εθνικών κρατών που συνυπάρχουν εντός ενός κοινού αξιακού και ρυθμιστικού πλαισίου συνεννόησης και συνεργασίας για το κοινό τους όφελος.

Το σχήμα και το μέλλον αυτού του πλαισίου αποφασίζονται από τα κράτη-μέλη που το συναποτελούν, και αυτό περιλαμβάνει την Πολωνία, όσο προβληματικές κι αν είναι οι θέσεις της και η πολιτική ατζέντα που εκπροσωπεί το κόμμα που την κυβερνά αυτή τη στιγμή.

Ο Γιάννης Γούναρης, είναι Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα