Σε κίνδυνο η Συμφωνία των Πρεσπών μετά το βέτο του Μακρόν και τη στάση της ΕΕ
Χωρίς πρωτοβουλίες στο συγκεκριμένο θέμα η Αθήνα. Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση. Ανοίγει ο ασκός του Αιόλου στα βόρεια σύνορά μας, κίνδυνοι αποσταθεροποίησης στην περιοχή.
- 21 Οκτωβρίου 2019 08:25
Σε κίνδυνο θέτει τη σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά και το βέτο Μακρόν, να απορρίψει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας.
Και μπορεί οι Βρυξέλλες με τη συγκεκριμένη απόφαση να έστειλαν ένα μήνυμα αναξιοπιστίας, πλήττοντας με την απόφασή τους το σύνολο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ωστόσο έχει ήδη μπει σε κίνδυνο η Συμφωνία των Πρεσπών, με τις προκλήσεις -αλλά και τις ευθύνες- της Αθήνας να είναι μεγάλες.
Ο Ζόραν Ζάεφ, που εμφανίζεται έτοιμος «να τα βροντήξει», οδηγείται σε εκλογές στις 12 Απριλίου, με την επικράτηση του VMRO, του εθνικιστικού κόμματος Γκρουέφσκι, που έχει ταχθεί εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών και υπέρ της κατάργησής του, να θεωρείται δεδομένη. Κατ’ ουσίαν εκείνο που δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να υπολογιστεί είναι η έκταση της νίκης του VMRO, η οποία θα ήταν συντριπτική σε περίπτωση που στα Σκόπια δεν επικρατούσαν δεύτερες σκέψεις και στήνονταν οι κάλπες άμεσα και όχι στις 12 Απριλίου, ώστε να κερδηθεί χρόνος και να πραγματοποιηθούν κινήσεις εκτόνωσης της κατάστασης.
Κορυφαίες ευρωπαϊκές πηγές, αλλά και κύκλοι της ελληνικής κυβέρνησης, εκτιμούν ότι τελικά και το VMRO, εφόσον κερδίσει τις εκλογές, δεν πρόκειται να καταγγείλει τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά θα δυσκολέψει πολύ η εφαρμογή της και τα σημεία τριβής με την Αθήνα θα ενταθούν. Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση δεν φαίνεται να προχώρησε κρίσιμα σημεία της Συμφωνίας που ήταν προς διαπραγμάτευση, όπως τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα. Είναι σαφές ότι έως τις εκλογές της 12 Απριλίου δεν θα υπάρξουν περιθώρια διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση της Βορείου Μακεδονίας- η οποία θα είναι υπηρεσιακή από τις αρχές του έτους- ενώ η Συμφωνία των Πρεσπών θα εμπλακεί στις αντιπαραθέσεις του προεκλογικού αγώνα της γειτονικής χώρας. Ταυτόχρονα, υπαρκτός είναι ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της Βορείου Μακεδονίας και επανέναρξης των εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ωστόσο, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση απέναντι στο ακροατήριό της, δεδομένου του κλίματος που είχε καλλιεργήσει προεκλογικά, καθώς θα κληθεί να υπερασπίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, συντασσόμενη με τη διεθνή κοινότητα και με το ίδιο το Βερολίνο. Ήδη, ο Άδωνις Γεωργιάδης άσκησε πίεση στην κατεύθυνση της κατάργησής της σε περίπτωση που τα Σκόπια παραβιάσουν τη Συμφωνία. “Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μας αρέσει, ωστόσο ισχύει. Ισχύει, όμως, όσο τη τηρούν οι Σκοπιανοί. Εάν παραβιαστεί η Συμφωνία, είναι λόγος καταγγελίας της Συμφωνίας και άρα, τότε παύει να ισχύει” τόνισε χαρακτηριστικά στην τηλεόραση του “Σκάι”, στέλνοντας το μήνυμά του για τη στάση που εκτιμά ότι πρέπει να κρατήσει η Αθήνα, δεδομένων των έως τώρα θέσεών της, αλλά και τις πιέσεις που αναμένεται να δεχθεί από τη διεθνή κοινότητα.
Επίθεση από ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, κατηγορεί ήδη την κυβέρνηση και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι έχει υιοθετήσει ρόλο κομπάρσου στο συγκεκριμένο θέμα.
Στελέχη της Κουμουνδούρου, αν και διευκρινίζουν ότι “η πρωταρχική ευθύνη για τις εξελίξεις προφανώς δεν αφορά την ελληνική κυβέρνηση αλλά την ΕΕ στο σύνολό της και περισσότερο τη Γαλλία που έθεσε το βέτο”, τονίζουν τα εξής 4 σημεία:
1. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός αποδέχθηκε πειθήνια τη μοιραία για τη Βόρεια Μακεδονία, σύνδεση της ενταξιακής της πορείας με αυτήν της Αλβανίας, χωρίς μάλιστα να απαιτήσει μεταρρυθμίσεις για τα δικαιώματα της Ελληνικής εθνικής μειονότητας.
2. Ακόμα και μέσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ο κ. Μητσοτάκης δεν πήρε καμία θέση και παρακολουθούσε σιωπηλός τη Δανία και την Ολλανδία να διαπραγματεύονται γαι το μέλλον των Βαλκανίων. Για το μέλλον της χώρας που είναι στα σύνορά μας!
3. Ακόμα όμως και μετά το γαλλικό βέτο, η κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης, αντί να ενεργοποιηθούν και να δείξουν άμεσα αντανακλαστικά, παρακολουθούν αμήχανα την Ιταλία να προτείνει επανεκκίνηση του διαλόγου τον Νοέμβριο από τους Υπεξ της ΕΕ, για τη Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία.
4. Η αδράνεια της κυβέρνησης μπροστά στις καταιγιστικές εξελίξεις και την αποσταθεροποίηση της Βόρειας Μακεδονίας και η πρόσδεσή της σε θέσεις τρίτων χωρών είναι πρωτοφανής
Ο Ευ. Βενιζέλος
Την ίδια στιγμή ο Ευ. Βενιζέλος, σε ερώτηση για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει το βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία, τόνισε τα εξής:
«Ενώ προχώρησε η διαδικασία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, με την άρνηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις επηρεάζεται νομίζω αρνητικά για την Ελλάδα η ισορροπία της Συνθήκης των Πρεσπών. Στο άρθρο 1 παρ. 10 της Συνθήκης προβλέπεται ότι η «πολιτική» μεταβατική περίοδος για τη χρήση της συνθέτης ονομασίας στα έγγραφα που εκδίδει στο εσωτερικό του το αντισυμβαλλόμενο μέρος εξαρτάται από το άνοιγμα των κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Συνεπώς η μη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων συνεπάγεται καθυστέρηση ως προς την πραγματική εσωτερική χρήση του σύνθετου ονόματος. Δηλαδή καθυστέρηση ως προς την erga omnes χρήση του ονόματος.
Ως προς την Αλβανία το μείζον ζήτημα είναι πάντα η κατάσταση και τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, ενώ η μεγάλη εκκρεμότητα είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών λόγω της άρνησης της αλβανικής πλευράς να κυρώσει τη διμερή συμφωνία του 2009 που είχε υπογραφεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Η Ελλάδα ενδιαφέρεται για την πολιτική σταθερότητα στις δυο γειτονικές χώρες και σε όλα τα Δυτικά Βαλκάνια και για την πολιτική αξιοπιστία της ΕΕ στην περιοχή ώστε αυτή να μπορεί να ασκεί αποτελεσματική πίεση μέσω των ελέγχων που συνεπάγεται η διαδικασία του ανοίγματος των κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια διαδικασία που είναι ούτως ή άλλως σταδιακή και μακρά. Από την άποψη αυτή η τελευταία εξέλιξη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι πολύ προβληματική. Οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες καθόρισαν τη γαλλική στάση και η προοπτική της διεύρυνσης παύει να λειτουργεί ως μοχλός της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και κλονίζεται ως εθνική στρατηγική των χωρών των δυτικών Βαλκανίων».