ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Όλοι συμφωνούν πια πως απαιτείται δράση. Όταν όμως η κουβέντα πάει στα μέσα, τα κόστη και τα χρονοδιαγράμματα αυτής της δράσης, τότε είναι που αρχίζουν οι διαφωνίες.
Ναι, όλοι συμφωνούν (πια) πως η («αδιαμφισβήτητα» ανθρωπογενής, σύμφωνα με την αρμόδια Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ) κλιματική κρίση είναι «εδώ», διαμορφώνοντας ένα νέο παγκόσμιο παρα-νορμάλ που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε κρατικό-εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Ως εδώ, όλα καλά… ή μάλλον όχι και τόσο καλά.
Από εκεί και πέρα ωστόσο, δεν καταφέρνουν όλοι να συμφωνήσουν σε όλα (τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης), αλλά ούτε και να κινηθούν το ίδιο γρήγορα, άμεσα και αποφασιστικά κάνοντας πράξη τις όποιες εξαγγελίες.
Η 26η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) λαμβάνει χώρες αυτές τις ημέρες (έως και τις 12 Νοεμβρίου) στην Γλασκώβη της Σκοτίας. Όπως αναφέρεται και στη «μαρκίζα» που υποδέχεται τους συμμετέχοντες, μιλάμε για την «26η» τέτοια διάσκεψη. Όπερ σημαίνει πως έχουν προηγηθεί άλλες 25, η πρώτη από τις οποίες υπενθυμίζεται πως είχε λάβει χώρα στο Βερολίνο την άνοιξη του 1995.
Από τη δεκαετία του 1990…
Εάν θέλουμε βέβαια να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, θα πρέπει να γυρίσουμε ακόμη πιο πίσω, στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας και τη Συνάντηση Κορυφής της Γης («Earth Summit») που είχε πραγματοποιηθεί εκεί τον Ιούνιο του 1992 (ή μήπως κι ακόμη πιο πίσω: στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον που είχε λάβει χώρα στη Στοκχόλμη το μακρινό 1972).
«Η Διάσκεψη Κορυφής του 1992 υπήρξε η κρίσιμη καμπή που εισήγαγε αποφασιστικά τα θέματα του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης στον δημόσιο διάλογο», διαβάζουμε στον ιστοχώρο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. Τότε ήταν άλλωστε, τον Ιούνιο του 1992, που γεννήθηκε και η Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, στο «πλαίσιο» της οποίας έχουν πραγματοποιηθεί και οι – συνολικά 26 μέχρι σήμερα – Διασκέψεις του ΟΗΕ για το κλίμα.
Επιτυχίες και αποτυχίες
Τι έχει αλλάξει όμως στην πράξη έκτοτε, από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα;
Στην ΕΕ για παράδειγμα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όντως μειώθηκαν (κατά 23,3% έως και το 2018, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990). Και στην Ελλάδα επίσης (κατά περίπου 19% έως και το 2019, σε σύγκριση με το 1990).
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις ΗΠΑ, όπου οι εκπομπές είχαν ως το 2019 αυξηθεί κατά 2% σε σχέση με το 1990 (σύμφωνα με την αμερικανική Αρχή προστασίας του περιβάλλοντος EPA), αλλά ούτε και για χώρες όπως είναι η Κίνα όπου η άνοδος στις εκπομπές αερίων υπήρξε τα τελευταία 30 χρόνια πολλαπλάσια και κατακόρυφη (άνω του 350%).
Αυξήσεις σε ρύπους και θερμοκρασία
Η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Αυστραλία, η Νότια Κορέα, η Νότια Αφρική και ο Καναδάς είναι μόνο κάποιες από τις χώρες οι εκπομπές των οποίων δεν έχουν μειωθεί αλλά αυξηθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Συνολικά, δε, σε παγκόσμιο επίπεδο δεν μπορούμε να μιλάμε για μείωση των εκπομπών σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 αλλά αντιθέτως για μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της τάξεως περίπου του 50%.
Εν τω μεταξύ, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έχει επίσης αυξηθεί κατά περίπου 1,1°C σε σύγκριση με το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ενώ και η δεκαετία 2010-2020 έχει καταγραφεί ως η – προς το παρόν – θερμότερη στα χρονικά.
Καμπανάκια
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ήρθε να «κουμπώσει» το περασμένο καλοκαίρι και η τελευταία – κατά σειρά έκτη – έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC). Τι μας έλεγε εκείνη η έκθεση; Πως η μέση παγκόσμια θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5°C ή και παραπάνω μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, και πως μαζί με την άνοδο της θερμοκρασίας πρόκειται να αυξηθούν παράλληλα (σε συχνότητα και ένταση) και τα ακραία καιρικά φαινόμενα: οι υπερκαύσωνες, οι μεγαπυρκαγιές, οι «παγετοί», οι δυνατές βροχές και οι πλημμύρες κ.ά.
Ναι μεν, αλλά…
Με άλλα λόγια, ο στόχος που είχε τεθεί στο Παρίσι (στην COP21) τον Δεκέμβριο του 2015 για τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω από τους 2°C, ή – ει δυνατόν – κάτω ακόμη κι από τον 1,5°C, σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, κινδυνεύει πια, μόλις έξι χρόνια μετά, να απαξιωθεί ως ανέφικτος.
Εν έτει 2021 πια, όλοι συμφωνούν μεν πως η κλιματική κρίση είναι «εδώ» και πως πρέπει να αντιμετωπιστεί. Πλην όμως την ίδια ώρα, όταν η κουβέντα πάει στα μέσα και τα χρονοδιαγράμματα αυτής της αντιμετώπισης αρχίζουν οι διαφωνίες.
Απουσίες και ασάφειες – COP26 και G20
Ακόμη και στο μέτωπο της ομάδας των G20, των 20 μεγαλύτερων δηλαδή οικονομιών της υφηλίου που όλες μαζί ευθύνονται για περίπου το 80% των παγκοσμίων εκπομπών ρύπων… εάν ανατρέξει κανείς στη διακήρυξη που εκείνες εξέδωσαν έπειτα από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ρώμης («G20 Rome Leaders’ Declaration») θα βρει μεν αναφορές στο κλίμα και το περιβάλλον (από την παράγραφο… 16 και μετά) αλλά και πολλές μάλλον ασαφείς και γενικόλογες υποσχέσεις. Ενδεικτική για παράδειγμα η φράση που αναφέρεται μεν στον στόχο της επίτευξης ανθρακικής ουδετερότητας αλλά «γύρω στα μέσα του αιώνα» («around mid-century» αγγλιστί, με αυτό «around» να ηχεί… κάπως όταν μιλάμε για ένα τόσο επίσημο κείμενο).
Αλλά και στο μέτωπο των Ηνωμένων Εθνών, οι ηγέτες της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν και της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου δεν έδωσαν το «παρών» στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) που πραγματοποιείται αυτές τις ημέρες στη Γλασκώβη, για λόγους που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με το κλίμα καθεαυτό αλλά οπωσδήποτε έχουν επίδραση σε αυτό.
Τα εμπόδια
Πέρα από τις όποιες απουσίες, όλοι βέβαια συμφωνούν πια πως η κλιματική κρίση είναι «εδώ», πως ο χρόνος πλέον μετράει αντίστροφα και πως… κάτι πρέπει να γίνει. Κατά τα λοιπά ωστόσο (για όλα τα επιμέρους, τα πρακτικά κ.ά.), οι απόψεις διίστανται. Κι αυτό, για μια σειρά από πολύ πρακτικούς λόγους:
Διαφορετικές εθνικές στρατηγικές
Η Κίνα, ο μεγαλύτερος ρυπαντής της υφηλίου, θέλει οι κινεζικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να συνεχίσουν να αυξάνονται ως το 2030, οπότε και θα κορυφωθούν, και από το 2030 και έπειτα να αρχίσουν να μειώνονται με στόχο να έχουν «εκμηδενιστεί» ως το 2060. Η Ινδία, ο τρίτος μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη, προτίθεται αντιθέτως να προχωρήσει μεν σε κάποιες μειώσεις των εκπομπών από τώρα ως το 2030, με την προοπτική όμως να πιάσει τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας όχι το 2060 όπως οι Κινέζοι αλλά το 2070. Η Αυστραλία από την άλλη, που ξεχωρίζει ως μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή άνθρακα στον κόσμο, θέλει ως το 2030 να έχει μειώσει μεν τις εκπομπές ρύπων αλλά κατά 26%, 28% ή 35% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005, ενώ και οι – ταυτισμένοι με τις εξαγωγές πετρελαίου – Σαουδάραβες θέτουν μεν ως στόχο την κλιματική ουδετερότητα αλλά όχι πριν από το 2060.
Συγκριτικά, οι Ευρωπαίοι (ΕΕ) θέλουν να έχουν «μειώσει τις εκπομπές κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030» σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, και οι Αμερικανοί κατά 50% μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα σε σύγκριση όμως με τα επίπεδα του 2005. Σημειωτέον πως ΕΕ και ΗΠΑ εμφανίζονται αμφότερες να θέτουν ως στόχο την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας ως το 2050. Κινέζοι, Ινδοί κ.ά. δεν είναι διατεθειμένοι ωστόσο να κινηθούν το ίδιο γρήγορα. Κι αυτό, για μια σειρά από πολύ πρακτικούς λόγους.
«Μπαλάκι» οι οικονομικές «θυσίες»
Η αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης συνοδεύεται και από διόλου ευκαταφρόνητα κόστη, κόστη που έχουν να κάνουν με την «αναδιοργάνωση» της βιομηχανικής παραγωγής και του ενεργειακού μοντέλου κάθε χώρας, τον «ριζικό μετασχηματισμό» της οικονομίας, την προώθηση νέων επενδύσεων, και την (προσωρινή;) απώλεια εσόδων ή ακόμη και θέσεων εργασίας, μεταξύ άλλων. Ποιος όμως θα πληρώσει το μάρμαρο; Διότι τα κέρδη μπορεί να μοιράζονται λιγότερο ή περισσότερο εύκολα και οι επιτυχίες να έχουν πολλούς πατέρες. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και τα οικονομικά «βάρη» ο διαμοιρασμός των οποίων τείνει να συνοδεύεται από γκρίνια, υπεκφυγές και αλληλοκατηγορίες.
Κίνα και Ινδία δεν θέλουν να θυσιάσουν την «ανάπτυξή» τους προς όφελος της ανεπτυγμένης Δύσης, με το σκεπτικό πως οι δυτικοί πρόλαβαν και αναπτύχθηκαν μολύνοντας ολόκληρη την υφήλιο από τη βιομηχανική επανάσταση και δώθε. Αλλά και οι δυτικοί από την άλλη, εγκαλούν πια το δίδυμο Κίνας-Ινδίας σε μια λογική «δεν θα καταφέρουμε να σώσουμε τον πλανήτη χωρίς εσάς, γιατί εσείς είστε από τους μεγαλύτερους ρυπαντές», αν και θα πρέπει να σημειωθεί πως στη δυτική προσέγγιση υπάρχει και μια ισχυρή δόση υποκρισίας υπό την έννοια ότι μεγάλο μέρος της «δυτικής» βιομηχανικής παραγωγής «φιλοξενείται» πλέον στην Κίνα.
Όσο για τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη, που σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα απειλούνται άμεσα και από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (την άνοδο στην στάθμη της θάλασσας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα), εκείνες διερωτώνται πια φωναχτά: ποιος θα τις αποζημιώσει για όσα δεν προκάλεσαν οι ίδιες στον εαυτό τους αλλά άλλοι βιομηχανικά ανεπτυγμένοι και πλούσιοι, ποιος θα πληρώσει για τη θωράκισή τους, και ποιος θα τις στηρίξει οικονομικά-τεχνικά στον δρόμο προς την πράσινη μετάβαση.
Πλούσιοι εναντίον φτωχών
Υπενθυμίζεται πάντως πως οι πλούσιοι της Δύσης, που είχαν στο παρελθόν, τον Δεκέμβριο του 2009 στην Κοπεγχάγη (COP15), αναλάβει τη δέσμευση να προσφέρουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2020 στις πιο φτωχές χώρες προκειμένου εκείνες να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, τελικώς στην πράξη δεν ανταποκρίθηκαν πλήρως στη δέσμευσή τους.
Διαφορετικές εθνικές επιλογές και επιχειρηματικά συμφέροντα
Αλλά και μεταξύ των πλουσιοτέρων κρατών της Δύσης, οι απόψεις διίστανται αναφορικά με τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Πολλοί Γερμανοί, για παράδειγμα, βλέπουν το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο (transition fuel), σε αντίθεση με τους Γάλλους που έχουν επενδύσει σημαντικά στην πυρηνική ενέργεια, ενώ καθοριστικός των εξελίξεων είναι σε κάθε περίπτωση και ο ρόλος των ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων (Big Oil κ.ά.) που συχνά επηρεάζουν (ή ακόμη και κατευθύνουν) τις εθνικές πολιτικές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Τεχνολογικές αδυναμίες
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έρχονται να «κουμπώσουν» πια και κάποιες από τις αδυναμίες των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), καθιστώντας την κατάσταση πιο δύσκολη. «…το “πρόβλημα” προς το παρόν με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει να κάνει με την αστάθειά τους (ο άνεμος και ο ήλιος δεν είναι “εκεί” σε 24ωρη βάση) αλλά και με την “αδυναμία” αποθήκευσης της ενέργειας που εκείνες παράγουν», γράφαμε στο NEWS24/7 στις 21 Οκτωβρίου, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων και σχετικό δελτίο Τύπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εκδοθέν το 2020).
Φαύλος κύκλος
Και κάπως έτσι, βρισκόμαστε πια εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο ακραίων (λόγω κλιματικής κρίσης) καιρικών φαινομένων τα οποία δημιουργούν αυξημένες ενεργειακές ανάγκες τις οποίες όμως οι (απαραίτητες για την αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης) ΑΠΕ δεν μπορούν πάντοτε να καλύψουν. Και τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις προκειμένου να αποφύγουμε επαπειλούμενα μπλακάουτ; Εν όψει της χειμερινής περιόδου που αναμένεται δύσκολη, η ελληνική πλευρά (ΑΔΜΗΕ) έσπευσε πάντως να θέσει σε εφαρμογή έκτακτο σχέδιο (προσωρινής;) επιστροφής στον λιγνίτη.
Η τσέπη του καταναλωτή και οι θέσεις εργασίας
Όλα αυτά βέβαια σε συνδυασμό, έχουν αντίκτυπο και στην τσέπη του καταναλωτή που καλείται για παράδειγμα επί του παρόντος να πληρώσει ακριβότερα το ηλεκτρικό ρεύμα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς (η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει πως υπάρχουν νοικοκυριά που επηρεάζονται από τις μεταρρυθμίσεις στην τιμολόγηση και εμπορία των ανθρακούχων εκπομπών σε τέτοιο βαθμό ώστε να χρήζουν στήριξης), ενώ μεσομακροπρόθεσμα επιπτώσεις αναμένεται να υπάρξουν και στην αγορά εργασίας.
Διότι εάν το ζητούμενο είναι να σταματήσουν οι επενδύσεις σε νέα έργα ορυκτών καυσίμων και σταδιακά να οδηγηθούν σε αδρανοποίηση όσα τέτοιου τύπου πρότζεκτ ήδη «τρέχουν» όπως ζητούν πολλοί «πράσινοι», τότε θα πρέπει κάποια στιγμή να υπάρξουν αποφάσεις αναφορικά και με τις θέσεις εργασίας που πρόκειται να χαθούν…
Δύσκολα όλα τα παραπάνω και πολυπαραγοντικά. Το κόστος της αδράνειας ωστόσο, εάν ο πλανήτης δεν αναλάβει δράση απέναντι στην κλιματική κρίση, θα είναι στο μέλλον πολύ βαρύτερο, προειδοποιούν πολλοί… εν μέσω διαφωνιών και αντεγκλήσεων…