Η Ρωσία εισβάλλει, η Τουρκία μαθαίνει
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για το πώς οι κινήσεις της Ρωσίας θα μπορούσαν να προσφέρουν στην Τουρκία τα προσχήματα που αναζητά, ώστε να εφαρμόσει αντίστοιχες τακτικές στην Ελλάδα.
- 22 Φεβρουαρίου 2022 13:23
Τις μέρες αυτές όλες οι χώρες της Δύσης ασχολούνται με τις επιπτώσεις που θα έχει η (προς το παρόν) ελεγχόμενη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Στόχο έχει να τις θέσει υπό τον πλήρη έλεγχο της και να αναγκαστεί έτσι το ΝΑΤΟ να σταματήσει την περαιτέρω επέκταση του σε πρώην εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Εάν οι στρατιωτικές εξελίξεις δεν ανασταλούν άμεσα αλλά αφεθούν να πυροδοτήσουν ένα κύκλο αβεβαιότητας και πιθανών συγκρούσεων, τότε οι ευρωπαϊκές τουλάχιστον οικονομίες θα γνωρίσουν άλλο ένα γύρο διαταραχών που θα ακυρώσουν τις προσπάθειες εξόδου από την διετή ύφεση της πανδημίας.
Οι συνέπειες θα πολλαπλασιαστούν από την απόφαση των χωρών του ΝΑΤΟ να επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία, ένα μέρος των οποίων θα πλήξει και τις ίδιες κάνοντας την προσπάθεια άμυνας και ανόρθωσης των οικονομιών τους ακόμα πιο δύσκολη. Σε αντίποινα, η Ρωσία θα προβεί σε περικοπές στον εφοδιασμό των ενεργειακών καυσίμων με αποτέλεσμα να υπάρξει σοβαρή αύξηση στην τιμή τους, όπως και γενικότερα στις εμπορικές συναλλαγές. Μέχρι εκεί όμως θα είναι η πιθανή ζημιά που οι περισσότερες χώρες θα υποστούν, καθώς μέχρι τώρα δεν αντιμετωπίζουν και κάποια άλλη απειλή από την Ρωσία, όπως εδαφική ή πολεμική. Εκτός βέβαια από την Ουκρανία που βρίσκεται στο επίκεντρο της ρωσικής επιβουλής με άγνωστη ακόμα τελική στόχευση και έκβαση.
Όμως υπάρχει και ένα άλλο κράτος στην Ευρώπη που πρέπει εκτός της οικονομίας να αισθάνεται ότι το Ουκρανικό ενεργοποιεί μηχανισμούς απειλών που θα προέλθουν από άλλες μεν πηγές αλλά θα εκτείνονται πολύ πέραν της οικονομίας. Το κράτος αυτό είναι η Ελλάδα και ο τοπικός νταής που ενδέχεται άμεσα να το απειλήσει είναι η Τουρκία. Το διάγγελμα Πούτιν αρχικά έδωσε το έναυσμα στην ανεξαρτητοποίηση των ανατολικών επαρχιών Ντόνετσκ και Λουγκάνσκ της Ουκρανίας και κατόπιν οδήγησε στην επέμβαση του ρωσικού στρατού στα εδάφη τους. Το σχήμα αυτό μπορεί να προσφέρει τα προσχήματα που αναζητά η Τουρκία για αντίστοιχες τακτικές που χρόνια τώρα θα επιθυμούσε να εφαρμόσει στην Ελλάδα. Δύο σημεία ξεχωρίζουν:
Πρώτον, η μονομερής και αυθαίρετη παρερμηνεία διεθνών Συνθηκών – ακόμα και αν τηρήθηκαν από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη επί δεκαετίες (και προφανώς παρά τις διαφωνίες που μπορεί μεν να είχαν αλλά χωρίς να τις διατυμπανίζουν). Για παράδειγμα, ο Πούτιν επικαλέστηκε ότι οι ανατολικές επαρχίες παρανόμως δόθηκαν στην Ουκρανία μετά την Επανάσταση του 1917, πλην όμως καμμία σοβιετική κυβέρνηση δεν είχε αμφισβητήσει την ένταξη τους, αλλά ούτε και καμία ρωσική μέχρι την άνοδο του ίδιου στην προεδρία της Ρωσίας.
Μια παρόμοια αναδρομική αποκήρυξη των ιστορικών τετελεσμένων του περασμένου αιώνα μαζί με τις επίσημες διεθνείς Συνθήκες που τα κατοχύρωσαν, φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από την Τουρκία για να αμφισβητήσει ζωτικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας – κυρίως στα νησιά. Αντιθέτως για όσα τετελεσμένα όχι μόνο δεν υπάρχουν Συμφωνίες αλλά μόνο διεθνείς καταδίκες και απορρίψεις – όπως η συνεχιζόμενη βίαιη κατοχή σημαντικού μέρους της Κύπρου – εκεί κανείς αναθεωρητισμός δεν επιδεικνύεται από την Τουρκία παρά μόνο η ασίγαστη προσπάθεια επέκτασης και παγίωσης της παρανομίας.
Δεύτερο αξιοπρόσεκτο σημείο του διαγγέλματος Πούτιν είναι η ασυνήθης οξύτητα με την οποία επικρίνει καθαρά εσωτερικά ζητήματα της Ουκρανίας, από την κυβέρνηση που έχει έως τις οικονομικές πρακτικές που υιοθετεί και τις οποίες προφανώς δεν εγκρίνει ο αυτόκλητος κηδεμόνας της. Μερικά από τα καταγγελλόμενα είναι ίσως υπαρκτά και ενοχλητικά, όπως οι ολιγάρχες, η αφαίμαξη εθνικού πλούτου, η απουσία μιας εθνικής στρατηγικής ανάπτυξης, κλπ.
Ποιος μιλάει όμως για να τα καταγγείλει όλα αυτά; Ο πρόεδρος μιας χώρας που επίσης έχει αναδείξει τους ολιγάρχες σε μία κάστα ανεξέλεγκτης εξουσίας και στους οποίους έχουν παραχωρηθεί ατελείωτα προνόμια εκμετάλλευσης εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών; Ή μήπως δεν είναι προφανές ότι οι στενοί δεσμοί που αναπτύσσει η κυβέρνηση του Κιέβου με άλλες χώρες τον ενοχλούν επειδή ακριβώς δεν τον περιλαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα όπως θα ήθελε;
Με ένα παρόμοιο θράσος έχει συχνά παρέμβει η Τουρκία για να επικρίνει την Ελλάδα είτε παλιότερα για την πορεία της οικονομίας, είτε πιο πρόσφατα για την προοπτική συνεκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με ξένες εταιρείες, είτε όλο και εντονότερα για τις πολιτικές που εφαρμόζει έναντι μειονοτήτων και προσφύγων. Κορυφαίο σημείο αναφοράς είναι βέβαια η πρόσφατη προμήθεια νέων οπλικών συστημάτων από την Ελλάδα που θεωρούν ότι μπορούν να αποτελέσουν ευθεία απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας.
Με όλη αυτή την προπαγάνδα – που άλλες φορές εκφράζεται με αλαλαγμούς και άλλες με ψυχρά σχέδια απειλών – επιχειρεί να εγκαθιδρύσει ένα περιβάλλον όπου η γνώμη της θα ακούγεται και το μακροχρόνιο συμφέρον της κάπως θα προσμετράται στους σχεδιασμούς της Αθήνας. Εάν η Τουρκία αφεθεί να διαμορφώσει σταδιακά ένα τέτοιο κλίμα – όπως ακριβώς αφέθηκε να κάνει η Ρωσία για την Ουκρανία όλα τα προηγούμενα χρόνια – τότε η εκβιαστική αναθεώρηση των ιστορικών Συνθηκών θα απομένει ως μια εκκρεμότητα που έχει μάλιστα καθυστερήσει να αντιμετωπισθεί.
Και ίσως ο τρόπος να επιταχυνθεί για να κλείσει επιτέλους, είναι και πάλι μια επέμβαση με συνοπτικές διαδικασίες όπως έγινε και προχθές στην Ουκρανία . Η διαφορά με την επέμβαση της Ρωσίας είναι ότι η Τουρκία δεν θα συναντήσει τόσες πολλές καταδίκες και αφορισμούς στο διεθνές περιβάλλον γιατί με πολλές χώρες της Δύσης έχει ήδη καλλιεργήσει ανεκτές ή ακόμα και καλές σχέσεις, ενώ σχεδόν με όλες που δεν ανήκουν στην Δύση επίσης έχει και συχνά μάλιστα προνομιακές. Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με την Ουκρανία που προσπαθεί να βρει το δίκιο της στην στήριξη και την ισχύ άλλων χωρών, εμείς θα πρέπει να το υπερασπιστούμε με δική μας προσπάθεια και ευθύνη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις